Τ
|
ον
κοίταξε καθώς ανασήκωνε την κανάτα με το δροσερό νερό. Ήταν όρθιος πίσω από το
μεγάλο τζάμι. Το βλέμμα του ανίχνευε κάτι στον έξω κόσμο.
Τον
ρώτησε γεμίζοντας ακόμη ένα ποτήρι νερό.
«Πότε
συνέβη όλο τούτο;»
Δεν
γύρισε το κεφάλι του αμέσως. Γύρισε πρώτα ολόκληρο το σώμα του. Ήρθε με ήρεμα
βήματα και κάθισε ξανά στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα του λες και χρειαζόταν
χρόνος για να κυοφορήσει την απάντηση.
«Ποιο;»,
είπε απλά.
«Όλο
τούτο… με τα πτώματα… με ό,τι πεθαίνει… με την άρνηση της αποσύνθεσης… την
αναστροφή της αποσύνθεσης… δεν ξέρω, πες το όπως νομίζεις… την ακύρωση μιας
διαδικασίας που κανείς δεν φανταζόταν πως θα μπορούσε να οδηγήσει τη Γη σε
αφανισμό»
Έγειρε
το κεφάλι του στην πολυθρόνα. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος.
«Κανείς
δεν ξέρει. Άρχισε… απλά άρχισε κάποια στιγμή… πριν από χρόνια… πριν γεννηθείς…»
«Ναι,
αυτό το ξέρω»
«…έχεις
δίκιο. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα αφανιζόμασταν από κάτι τόσο…
παράλογο… όμως συνέβη… κι εμείς εδώ καθόμαστε ήρεμα και συζητάμε…»
Ήπιε
όλο το περιεχόμενο του ποτηριού κι έδειχνε να το απολαμβάνει. Είχε στοχαστική
διάθεση.
«Μου
ήρθε στο νου μια φράση τώρα… νομίζω του Καζαντζάκη… δεν ξέρω πως αναδύθηκε στο
κεφάλι μου… είμαι ήρεμος… είμαι ήρεμος
γιατί είμαι απελπισμένος… το τρελό είναι πως τώρα κατανοώ απολύτως τι ήθελε
να πει»
Τον
είδε να γελάσει στην ίδια στάση. Με το κεφάλι ξαπλωμένο στην πολυθρόνα και τα
χέρια σταυρωμένα πάνω απ’το στομάχι του.
«Γιατί
γελάς;»
«Ο
Καζαντζάκης ξέρεις…», άρχισε να λέει όμως το μετάνιωσε ξαφνικά και εγκατέλειψε
τη στάση του. Έφερε το σώμα του μπροστά. Σα να ήθελε να επιτεθεί με τις λέξεις.
Κάποια πράγματα αποδυναμώνονται όταν τα ξεστομίζεις ξαπλωμένος, σκέφτηκε καθώς
δρόσιζε τα χείλη του.
«Ο
Καζαντζάκης μιλούσε για κάτι άλλο…»
Πήρε
την κανάτα με το ένα του χέρι και με το άλλο την άγγιξε εξωτερικά.
«Ζεστάθηκε
το νερό», είπε και έκανε να σηκωθεί.
«Μην
κάνεις τον κόπο να πας στο ψυγείο. Δεν έχουμε ηλεκτρικό από το πρωί. Οι
διακοπές έχουν πληθύνει πλέον. Έχω ρεύμα δυο ή τρεις ώρες ημερησίως. Νομίζω
πριν το τέλος της εβδομάδας θα έχει κοπεί εντελώς»
Κάθισε
ξανά στην καρέκλα του μελαγχολικά.
«Πες
μου για τον Καζαντζάκη», απαίτησε.
«Ο
Καζαντζάκης έβλεπε την απελπισία ως γέφυρα»
«Ως
γέφυρα για ποιο πράγμα;»
«Η
απελπισία μπορεί να είναι μια δυσφορική κατάσταση, σύμφωνοι. Μπορεί όμως να
είναι και μια γέφυρα. Όταν ο πολεμιστής έχει απαρνηθεί και το τελευταίο του
πρόσχημα, είναι πλέον απόλυτα ελεύθερος. Η ελπίδα βλέπεις, δημιουργεί κάποιες
έσχατες προσκυρώσεις»
Έβαλε
από το χλιαρό πλέον νερό στο ποτήρι του και το ήπιε μονορούφι. Τον κοίταξε
απρόθυμα στα μάτια. Σε λίγες μέρες θα είχαν τελειώσει όλα, θα είχαν αφανιστεί
όλα κι εκείνοι συζητούσαν για έναν παλαιό και ξεχασμένο συγγραφέα που δεν
διάβαζε πλέον κανείς. Όμως αυτή η διαφυγή ήταν τούτη τη στιγμή λυτρωτική. Την
είχε ανάγκη. Όπως και το νερό.
«Προσκυρώσεις… τι θέλεις να πεις;»
Τον
είδε να ξαπλώνει και πάλι στην αναπαυτική του στάση. Τώρα πλέον δεν χρειαζόταν
να εξαπολύσει καμιά λέξη – σφαίρα.
«Θέλω
να πω ότι ο άνθρωπος που έχει ακόμα ελπίδα δεν είναι ελεύθερος. Και αφού δεν
είναι ελεύθερος δεν μπορεί να κάνει το ύστατο βήμα…»
«Να
πετάξει;»
«Ναι…
στην Άβυσσο»
Ένιωσε
τη λέξη να κατεβαίνει σαν παγάκι στη ράχη του. Σε λίγες ημέρες η Άβυσσος θα
ήταν η κατοικία όλων στον πλανήτη…
Βυθίστηκαν
για λίγο και οι δυο στη σιωπή.
«Όμως
και ο ευφυέστερος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να οργανώσει μια τόσο εκλεπτυσμένη
φαντασιακή διαφυγή, σωστά;», ρώτησε ξαφνικά.
«Να
επινοήσει ένα τόσο σουρεαλιστικό τέλος; Ίσως…»
Σηκώθηκε
και περπάτησε προς το παράθυρο. Άφησε το βλέμμα του να αλητέψει λίγο στην πόλη.
Ο ουρανός ήταν καθαρός. Όμως σε λίγες μέρες θα γέμιζε με την αποφορά και τα
τοξικά παράγωγα της μεγάλης έκρηξης.
«Γιατί
δεν αυτοκτονούμε;»
Η
ερώτηση σχηματίστηκε τόσο φυσικά στα χείλη του που σχεδόν απόρησε γιατί δεν την
είχε εκστομίσει νωρίτερα. Πριν από μέρες. Όταν ο αφανισμός ανακοινώθηκε επίσημα
από τις τηλεοράσεις και το νετ. Όταν οι εκρήξεις αποφασίστηκαν ως η μόνη λύση.
Πήρε
λίγο χρόνο η απάντηση.
«Ξέρεις,
υπάρχει μια θεωρία για το φόβο. Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι ο φόβος δεν
ήταν μια πνευματική κατάσταση. Πίστευαν πως είναι σωματική. Το σώμα φοβάται. Το
σώμα…»
«Έχει
νοημοσύνη…»
«Ακριβώς.
Αυτό που γνωρίζουμε πλέον εμείς σήμερα εκείνοι το ήξεραν 2600 χρόνια πριν. Να
γιατί ασκούντο από νέοι ως τα βαθιά γεράματα. Να γιατί ήταν μια κοινωνία
πολεμιστών. Όχι για να κυριαρχήσουν στους άλλους. Αλλά για να κυριαρχήσουν στο
φόβο. Στο φόβο του θανάτου…»
«Αν
το σώμα πάψει να φοβάται τότε και ο νους ακολουθεί…», συμπλήρωσε κοιτάζοντας
ακόμα έξω από το παράθυρο.
«Ακριβώς»
«Άρα
δεν αυτοκτονούμε γιατί ο οργανισμός, η βιολογική μηχανή δεν δίνει την εντολή
της αυτό-ακύρωσης. Ενώ πνευματικά μπορεί να είμαστε έτοιμοι»
«Κάπως
έτσι»
«Βέβαια…
πολλοί έχουν κιόλας αυτοκτονήσει…»
«Πάρα
πολλοί»
Άφησε
τις λέξεις να κατακαθίσουν μέσα του κι επεξεργάστηκε όσα είχε ακούσει για την
αρχαία Σπάρτη. Δεν την πίστεψε αυτή τη θεωρία. Οι άνθρωποι τότε δεν είχαν ιδέα
για τη νοημοσύνη του σώματος. Εγκατέλειψε τη στάση του δίπλα στο μεγάλο
υαλοπίνακα και ξαναγύρισε στην καρέκλα του μπροστά από το γραφείο. Κοίταξε την
κανάτα με το ζεστό πλέον νερό. Διψούσε ακόμη αλλά έγλειψε τα χείλη του για να
ξεγελάσει το αίσθημα.
Τον
κοίταξε ξανά. Ήταν ξαπλωμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και χαμένος στις
σκέψεις του. Ίσως απλά χαμένος στο τίποτα.
«Ποιο
είναι το ποσοστό εκείνων που θα επιβιώσουν;»
Τώρα
γύρισε και τον κοίταξε με ένα μελαγχολικό ύφος.
«Κάτω
από μισό τοις εκατό. Έτσι είπαν. Κι όσοι επιβιώσουν της έκρηξης δεν θα αργήσουν
να πεθάνουν από τη ραδιενέργεια ή την πείνα στις πρώτες δυο τρεις εβδομάδες»
Η
απάντηση είχε ολοκληρωθεί κι έγειρε ξανά στην ύπτια θέση του.
«Νομίζω
πως ξέρω γιατί δεν αυτοκτονούμε», είπε.
Δεν
πήρε καμιά αντίδραση.
«Όσες
φορές έγινε κάποια παγκόσμια καταστροφή επιβίωσαν οι χειρότεροι. Οι πιο
ματαιόδοξοι και πιο κενόδοξοι. Τα πιο ελεεινά καθάρματα. Αυτό πιστεύω πως έγινε
και με την Ατλαντίδα»
Τούτη
τη φορά τον είδε να ανασηκώνεται και να φέρνει το σώμα του μπροστά.
«Τι
θέλεις να πεις;»
«Κάθε
φορά μετά από μια μεγάλη πλανητική καταστροφή το επίπεδο των επιζησάντων ήταν
όλο και χαμηλότερο. Όσοι οργάνωναν τις νέες κοινότητες ήταν όλοι αυτοί που
αποτελούσαν το περιθώριο των προηγούμενων κοινωνιών. Οι εγκληματίες, οι
παραβάτες, οι μισάνθρωποι. Αυτοί είχαν τα κότσια και την αναγκαία σκληρότητα
για να περάσουν στην επόμενη φάση»
«Οι
πιο ευαίσθητοι, οι καλύτεροι χάνονταν…», τον είδε να μονολογεί ακολουθώντας το
στοχασμό του.
«Φυσικά.
Οι καλύτεροι χάθηκαν… και θα χαθούν ξανά… Θα χάνονται πάντοτε. Κι όσοι
ελάχιστοι επιβιώσουν, αυτοί που θα ξεκινήσουν μια νέα αυγή του κόσμου θα είναι
όσοι ποτέ δεν πίστεψαν σε τίποτε. Οι κενοί, οι άδειοι… οι τυχοδιώκτες… όσοι
ήταν πρόθυμοι να ζήσουν κι όχι για να πεθάνουν…»
Άφησε
τη σιωπή να φιλοξενήσει το έντονο χτυποκάρδι του. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια
του.
«Δεν
αυτοκτονούμε γιατί δεν πιστέψαμε ποτέ σε τίποτε. Γιατί είμαστε άδειοι από ζωή.
Όχι γιατί δεν επιθυμούμε να σκοτώσουμε κάτι που αξίζει. Δεν έχουμε ιδέα για το
τι αξίζει και τι όχι. Δεν γνωρίζουμε τι θα σκοτώσουμε, δεν επαναστατεί τίποτε
εντός μας. Δεν αυτοκτονούμε επειδή δεν έχουμε τίποτε να σκοτώσουμε…»
Κοίταξε
εμπρός του. Τον κοίταξε ολόισια στα μάτια. Πήρε στα χέρια του το τάμπλετ,
άνοιξε την εφαρμογή και πίεσε το κατάλληλο πλήκτρο.
Το
είδωλο απενεργοποιήθηκε… Η πολυθρόνα πίσω από γραφείο έμεινε κενή…
Απέμεινε
μόνος… περιμένοντας…
Απρ2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου