Ο απογευματινός περίπατός τους
είχε καταλήξει στην κορυφή του λόφου, στα χαλάσματα του παλαιού κάστρου.
Από δω η θέα αληθινά έκοβε την ανάσα. Μπροστά τους απλωνόταν ένας ορίζοντας
γεμάτος από θαύματα. Κάτω απ’τα πόδια τους η χώρα με τα ευγενικά της σπίτια.
Πιο κει το μικρό λιμανάκι με τις λιγοστές βάρκες. Πέρα η θάλασσα απλωνόταν όσο
τολμούσε να την μετρήσει το βλέμμα. Κάπου στο βάθος μια σκιά. Βουνοκορφές. Ένα
νησί που ίσα διαγραφόταν. Φαινόταν μακρινό, σαν ψεύτικο.
Κάθισαν σιωπηλοί στις πέτρες του ερειπωμένου κάστρου
και πάλεψαν να κλείσουν στη ψυχή τους τη μαγεία της στιγμής. Δύσκολο να
χωρέσεις τόση ομορφιά. Νομίζεις πως δεν την αξίζεις και μόνο που τη θαυμάζεις.
Η αύρα που ερχόταν από δυτικά ήταν ψυχρή όμως κρατούσε
ακόμα η ζέστη της ημέρας. Το χώμα ήταν θερμό, χάιδευε το χέρι σαν έλαιο ακριβό.
Εκείνος πήρε στη χούφτα του λίγο και το μοιράστηκε
μαζί της. Χαμογέλασαν.
«Θυμήθηκα τώρα που ανεβαίναμε το μονοπάτι για το
κάστρο ένα παλιό σου κείμενο», του είπε κάποια στιγμή εκείνη. «Δεν ξέρω γιατί.
Ήταν για τη Δίψα, την Ευελιξία και το Βλέμμα. Θυμάμαι πόσο πολύ με είχε
κεντρίσει αυτό το κείμενο. Ήταν στις αρχές της γνωριμίας μας», συμπλήρωσε και
τον κοίταξε.
«Ναι, το θυμάμαι», της απάντησε.
«Πιάσαμε τότε να το αναλύουμε όμως μείναμε μονάχα στις
βασικές γραμμές. Μου είπες πως δεν έπρεπε ακόμα να εμβαθύνουμε. Πως θα το
συνεχίζαμε μετά από καιρό, όταν θα ερχόταν η ώρα. Νομίζω πως είχα πειραχτεί
τότε. Πίστεψα πως δεν με θεωρούσες έτοιμη να το μοιραστείς μαζί μου»
«Όχι ακριβώς. Διαφορετικά δεν θα στο έδινα. Απλά δεν
είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το αναπτύξουμε. Όσα θα λέγαμε θα έμοιαζαν
ακατάσχετη φλυαρία. Από τότε όμως άλλαξαν πολλά»
«Άρα σήμερα μπορούμε να το ξαναπιάσουμε;», τον ρώτησε
και τον κοίταξε σαν μικρό παιδί που περιμένει ανυπόμονα. Την κοίταξε κι
εκείνος.
«Τώρα νομίζω πως μπορούμε να πιάσουμε οτιδήποτε», της
απάντησε χαμογελώντας και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ωραία. Ξεκινάω εγώ λοιπόν!», είπε εκείνη με
ενθουσιασμό. «Ξέρω πως αναφέρεις αυτά τα τρία σαν άξονες… σαν βασικούς άξονες
στην πνευματική αναζήτηση… αν το λέω σωστά… μαζί και σαν τρεις κρίκους
αρμοζόμενους… κι οι τρεις δημιουργούν κάτι σαν τρίγωνο από κύκλους… κάπου αλλού
τους αναφέρεις – αυτό το σχήμα με παραξένεψε περισσότερο να σου πω την αλήθεια
– σαν τρεις αθλητές στη σκυταλοδρομία… ο ένας αφήνει την σκυτάλη για τον
επόμενο… αλλά με μια βασική διαφορά… κι αυτή για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ
να την ανακαλέσω τώρα», είπε και δεν μίλησε άλλο»
«Καλά τα θυμάσαι», άρχισε να της λέει εκείνος. «Η
διαφορά είναι πως οι αθλητές αυτοί δεν τρέχουν σε ένα στίβο, γραμμικά, ο ένας
μετά τον άλλο. Τρέχουν για να παραδώσουν τη σκυτάλη και επιστρέφουν για να την
παραλάβουν ξανά. Συνεργάζονται σε μια αέναη σκυταλοδρομία σε πολλαπλά επίπεδα.
Δεν σταματούν ποτέ. Κι ο καθένας δεν είναι ίδιος με τους άλλους. Δεν είναι
τρεις όμοιοι αθλητές. Είναι πολύ διαφορετικοί. Στο χρόνο, στο χώρο, στις
ποιότητες, στη δράση. Όλη τούτη την κίνηση δεν μπορεί να την κατανοήσει εύκολα
παρά μονάχα όποιος έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στην Ατραπό κι έχει
δοκιμαστεί σκληρά από αποτυχίες και χτυπήματα. Απογοητεύσεις και διαψεύσεις.
Είναι μια σύνθετη κίνηση που ένας νέος στην περιπέτεια της Γνώσης την
αισθάνεται απλά σαν συνεχή θόρυβο, σαν άσκοπη φασαρία εντός του. Γι αυτό δεν
προχωρήσαμε πολύ τότε. Θα ήταν άγονο και δεν θα σε βοηθούσε καθόλου. Όλα αυτά
τα χρόνια όμως διάβασες και σκέφτηκες πολύ. Μιλήσαμε πολύ και εργάστηκες
περισσότερο. Τώρα ακολουθείς το δρόμο σου και δεν έχεις ανάγκη κανέναν», είπε
και πήρε λίγο ακόμα χώμα στα χέρια του.
Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Όμως, όλα ξεκινούν από τη Δίψα. Σωστά;»
«Βέβαια», συμφώνησε αμέσως εκείνος. «Η Δίψα είναι
η πρωτογενής ανάγκη της ύπαρξης να λάβει τις συντεταγμένες της. Όσο δεν τις
έχει, τόσο εκείνη μεγαλώνει, γίνεται βασανιστική, μαρτυρική. Σε σάρκα και
πνεύμα. Στο συναίσθημα και στο όνειρο. Στην αγωνία και στην καθημερινή ζωή.
Στις σχέσεις και στη μοναχικότητα. Στην ποίηση και στον πόλεμο. Παντού. Η Δίψα
δεν ικανοποιείται με τίποτα όσο η ύπαρξη είναι χωρίς συντεταγμένες. Οι
μεγαλύτερες επιτεύξεις δεν αρκούν για να τη σβήσουν. Μοιάζει όλο τούτο με τη
δίψα του σώματος αλλά είναι πολύ βαθύτερη, μεγαλύτερη, αρχαιότερη. Και φυσικά
γεννά το καλό και το κακό μέσα μας. Γεννά τα πάντα. Τους θεούς και τους
δαίμονες. Την ιστορία και το χρόνο. Τις μεγάλες ανακαλύψεις και τους φόνους. Τα
θαύματα και τις μικρότητες. Όλα τα γεννά εκείνη και παραμένει ενεργή. Ό,τι κι
αν κάνει ο άνθρωπος για να την εξευμενίσει. Αν δεν κατανοήσει κανείς τι είναι η
Δίψα, δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Δεν μπορεί, για
παράδειγμα να κατανοήσει τη δράση των αρχέγονων εκείνων ενεργειών που οι
έλληνες ονόμασαν θεούς –κι οι έλληνες δεν είχαν δώδεκα αλλά χιλιάδες θεούς. Όσα
φαίνονται παράλογα και γελοία για τον αμύητο, για τον μυημένο της αρχαιότητας
ήταν ξεκάθαρες δράσεις. Ενεργειακές εναντιοδρομήσεις και πολύρροπες και
πολύτροπες που μοιάζουν με ωκεανό μέσα στον οποίο όλοι γεννιόμαστε και όλοι
πεθαίνουμε. Ωκεανό ενεργειών και δυνάμεων που μας χτυπούν απ’όλες τις μεριές.
Όπως τα κύματα. Αν φανταστεί κανείς τον εαυτό του σε μια θάλασσα και σε σημείο
που το χτυπούν όλοι οι άνεμοι ταυτόχρονα, ίσως εικονίσει μέσα του το γεγονός.
Όλα αυτά είναι γεννήματα της Δίψας. Κι ό,τι ακριβώς διψά στο σύμπαν, διψά και
μέσα του».
«Κι εκεί ακριβώς δρα η Ευελιξία;»
«Η Ευελιξία δεν είναι απλώς η σθεναρή ‘παθητική’
αντίστασή μας για να μην μας καταπιεί η Δίψα. Είναι ολόκληρος ο οπλισμός μας.
Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για να πολεμήσουμε κάτω απ’τα τείχη της Τροίας.
Μπορεί ο πόλεμος να μοιάζει μάταιος και δέκα χρόνια τούτα τα τείχη κράτησαν
απόρθητη την αρχαία πόλη, όμως εμείς ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι για τον Δούρειο
Ίππο. Κάποιοι αναρωτιούνται εύλογα γιατί οι Αχαιοί έκαναν δέκα χρόνια για να
σκεφτούν το ‘στρατήγημα’ του Αλόγου που θα έμπαινε στα σωθικά της πόλης»
«Δεν ήταν έτοιμοι;»
«Δεν είναι μόνο ο βαθμός επίγνωσης που έλειψε από τον
‘Οδυσσέα’, τον άνθρωπο – αρχέτυπο της Σοφίας. Ήταν βέβαια και ο χρόνος. Ο
καιρός, η ώρα. Αυτό που γίνεται όταν πρέπει να γίνει. Δεν το ξέρουμε αυτό το
‘πότε’. Δεν μπορούμε να το καθορίσουμε από πριν. Ξέρουμε όμως όταν συμβαίνει.
Δεν αρκεί μονάχα ο χρόνος, χρειάζεται και τρόπος. Και η ‘αποκάλυψη’ αυτή για τον
έξυπνο –αφυπνισμένο, μυημένο Οδυσσέα – ήταν δράση της Ευελιξίας. Το σημείο
τομής το αποκαλύπτει το Βλέμμα. Ο Οδυσσέας, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε δυο
φορές – η δεύτερη στο στερέωμα του μαύρου ήλιου – δεν θα μπορούσε να ‘σκεφτεί’
τον Δούρειο Ίππο αν δεν είχε το Βλέμμα»
«Η δράση και των τριών αξόνων ταυτόχρονα!»
«Ακριβώς, είναι η στιγμή του απόλυτου συντονισμού. Η
Δίψα – πόλεμος για την άπαρτη μυριόχρονη πόλη, η Ευελιξία με το σχέδιο του
Ίππου, το Βλέμμα για την λύση του μεγάλου αινίγματος. Εάν δεν δει κανείς με
μυητικές ορίζουσες την Ιλιάδα, μια κι αυτήν πιάσαμε απόψε, όλα στον Όμηρο
μοιάζουν σχεδόν εξωφρενικά, παράλογα και ανόητα. Ένας ποταμός αίματος, ένα
ατελείωτο μακέλεμα αναρίθμητων πολεμιστών χωρίς κανένα αντίκρισμα. Γιατί, μην
ξεχνάμε, η Ιλιάδα δεν τελειώνει με το πάρσιμο της Τροίας»
«Αυτό το αφηγείται ο Οδυσσέας, ναι, στους Φαίακες»
«Η Ευελιξία είναι λοιπόν, για να επανέλθουμε στα
καθ’ημάς, η διαρκής και ατελεύτητη εγρήγορση του είναι μας να ανταπεξέρχεται
ικανοποιητικά στο παράλογο της Δίψας. Και το Βλέμμα είναι το πέρασμά μας από
τις αλλεπάλληλες Συμπληγάδες στη διάρκεια του βίου μας. Γιατί όταν περάσουμε
μια φορά μας περιμένουν κι άλλες, κι άλλες… ως το πέρας…»
Έμειναν για λίγη ώρα σιωπηλοί κάτω απ’τα ερείπια του
κάστρου και ο ήλιος κόντευε πια να κάνει τη μεγάλη του βουτιά στη σκοτεινή
θάλασσα. Ολόγυρά του ένα στεφάνι από πορτοκαλί φωτιά που εκπύρωνε το στερέωμα.
Το θέαμα ήταν πέρα από περιγραφές.
«Χμμ…», είπε εκείνη επανερχόμενη, «κι οι αθλητές που
δίνουν και παίρνουν τη σκυτάλη;»
«Αυτό αφορά περισσότερο τη δική μας Δίψα. Αν είμαστε
‘κατ’εικόνα και ομοίωση’. Και είμαστε. Η δίψα για οτιδήποτε μικρό και
καθημερινό που εκφράζεται ως βουλητική δύναμη, απόφαση για επίτευξη στόχων, η
ευελιξία για να επιτυγχάνουμε τους στόχους, το βλέμμα για να έχουμε διαρκή
εποπτεία… Μονάχα που όσο κατεβαίνουμε σε επίπεδα, όλα γίνονται πιο ψηλαφητά,
χάνουμε τη γενική εικόνα, είμαστε ισοϋψείς με την αθλιότητα και το ευγενές και
δεν διακρίνουμε καθαρά… άλλωστε και η δική μας δίψα γεννά τους δικούς μας δαίμονες,
τους δικούς μας ήρωες και τις δικές μας ‘Ιλιάδες’. Μπορεί να μην έχουμε φτερά
για να πετάξουμε αλλά τα δικά μας τα φτερά είναι το βλέμμα. Τότε ανασηκωνόμαστε
και μπορούμε πια να δούμε…»
Του κράτησε το χέρι. Είχε σουρουπώσει πια για τα καλά
και η αύρα είχε φουσκώσει. Ψύχραινε. Στη χώρα κάτω άναβαν τα φώτα στα παραθύρια
των σπιτιών.
Σηκώθηκαν για το δρόμο της επιστροφής.
«Είναι δύσκολο το θέμα τούτο… χρειάζομαι δουλειά
ακόμα», του είπε σφίγγοντας το κορμί της στο δικό του.
Δεν της απάντησε μονάχα έφερε το ένα του χέρι αγκαλιά
στον ώμο της και άρχισαν να κατηφορίζουν σιωπηλοί στο μονοπάτι…