Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2020

Ακούω το σώμα σου…

[ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν…]


Olga Merrill
Spiritual Lucca


Δ
ιάλεξαν να καθίσουν στην ευρύχωρη βεράντα. Η θέα της πόλης από τούτο το σημείο σχεδόν σου έκοβε την ανάσα. Μπορούσε κανείς να διακρίνει σχεδόν τα πάντα. Κάτω απ’τα πόδια τους απλωνόταν όμορφο και γραφικό το Μικρολίμανο. Μπροστά και πέρα η θάλασσα… αριστερά, στο βάθος και προς βορρά ο ιερός βράχος που είχε μια μελαγχολική όψη όπως σχεδόν όλα το μουντό αυτό πρωινό.
«Δεν μπορεί κανείς να αποφύγει την κοινότοπη παρατήρηση πως δεν συνηθίζεται η ομορφιά», ξεκίνησε να λέει ενώ ο οικοδεσπότης του άφηνε στο τραπέζι ένα δίσκο με δυο μεγάλες κούπες καφέ και ένα πιάτο με κρουασάν.
«Μα είναι η αλήθεια», αποκρίθηκε. «Κάθε φορά που κάθομαι στην καρέκλα και χάνομαι στη θέα όλων αυτών που απλώνονται εμπρός μου, κάποια παρόμοια σκέψη έχω στο νου»
Ήπιε μια γουλιά καφέ. Ο φίλος του ήθελε να συμμετάσχει σε τούτη τη συζήτηση όμως απρόθυμα. Εκείνα που τον απασχολούσαν πια περισσότερο ήταν τα πνευματικά. Ό,τι διάβαζε, ο,τι τον αιφνιδίαζε, ό,τι τον ξεσήκωνε, τον ανάγκαζε να υποχωρήσει από άλλες πεποιθήσεις για να υιοθετήσει καινούργιες. Μα και πάλι, η αντίσταση αυτή τού έφερνε ένταση. Ο πνευματικός αγώνας δεν είναι κάτι απλό, ούτε εύκολο.
«Μου ανέφερες κάτι στο μήνυμά σου… για μια φράση που διάβασες… μια ομιλία που άκουσες… κάτι τέτοιο…», είπε και ήπιε λίγο ακόμα από το ζεστό και κάπως πικρό καφέ του. Όπως τον προτιμούσε δηλαδή.
«Ναι», είπε αμέσως ο φίλος του και το βλέμμα του ζωήρεψε. Επιτέλους, θα άφηναν τις αδιάφορες αναφορές σε οτιδήποτε ‘εκτός’ για να εισέλθουν με ζήλο στα ‘εντός’. Το γνώριζε αυτό το συναίσθημα. Το είχε ζήσει, το είχε ανασάνει σχεδόν με όλη του την ύπαρξη ειδικά στα πρώτα του βήματα στην Ατραπό. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία, όλα αφανίζονταν μπροστά στον πνευματικό ζήλο. Κάποιες μέρες ξεχνούσε σχεδόν και να φάει και ο ύπνος του ξαφνικά του φαινόταν εμπόδιο, μια άσκοπη διακοπή από την πορεία. Ναι, το γνώριζε τόσο καλά αυτό το συναίσθημα, αυτή τη δέσμη συναισθημάτων και εσωτερικών εντάσεων που σχεδόν δάκρυσε. Ο καλός του φίλος είχε εισέλθει ως αγνός προσκυνητής στον Μέγα Ναό της Αλήθειας και δεν χόρταινε να βλέπει, να ψηλαφεί, να μελετά, να ψελλίζει, να θαυμάζει, να διαφωνεί, να συμφωνεί, να πασχίζει να κατανοήσει.
Έρωτας!
Αποφάσισε να κρατήσει τη λέξη-σύμπαν που αναδύθηκε απ’το είναι του. Ο φίλος του εδικαιούτο όλη του την προσοχή.
«Να, ξέρεις βέβαια πώς είναι… ακούω ομιλίες, διαβάζω, πάω από το ένα στο άλλο… παλεύω να χωρέσω, πώς το έχει πει κάποιος, να χωρέσω όλο τον ωκεανό σε ένα ποτήρι… κάπως έτσι… όπως ένα παιδί που μαζεύει με εργατικότητα άμμο στο κουβαδάκι του για να φτιάξει ένα κάστρο και έρχεται το επόμενο κύμα και…»
Να η έξαψη, να η λάμψη, να το φως της ψυχής!
Πώς ο κουρασμένος, αδιάφορος, στεγνωμένος από την καθημερινότητα άνθρωπος μεταμορφώνεται σε μια στιγμή σε γενναίο και τολμηρό πολεμιστή του Φωτός και φύλακα της Πύλης όταν… Έρωτας! Και πάλι τούτος ο γαλαξίας ήρθε και τα σκέπασε όλα… ήξερε πως για τον Έρωτα τον είχε αναζητήσει ο φίλος του. Όταν είσαι ερωτευμένος δεν είσαι ‘ήσυχος’, δεν μπορείς να ‘αναπαυτείς’ πουθενά. ‘δεν σε χωράει ο τόπος’. Είσαι εσύ αλλά κάποιος άλλος ‘εσύ’… είσαι εσύ αλλά ξαφνικά δεν είσαι… τι μέθεξη, τι τρέλα…
Ζωή!
Να κι άλλη μια λέξη-σύμπαν… κρατούμενη κι αυτή… στα ‘υπ’όψιν’…
«Τι συμβαίνει;»
Η ερώτηση του φίλου του τον αιφνιδίασε. Ξαφνικά κατάλαβε. Είχε παρασυρθεί από τους δικούς του λογισμούς και η όψη του είχε ίσως αποκτήσει εκείνο το ‘φίλτρο’ που χαρακτηρίζει όσους ονειροπολούν ή βυθίζονται στο ένδον σύμπαν, μακριά από τον κόσμο.
«Εδώ είμαι φίλε μου, σε ακούω», του είπε αλλά η αλήθεια ήταν πως προς στιγμήν είχε απομακρυνθεί.
Εκείνος χαμογέλασε και επέστρεψε στην αφήγησή του.
«…κι αυτή η φράση του Ιησού είναι που με έκανε να ‘κολλήσω’… ήρθε ενάντια σε άλλες… μετά η ομιλία που με είχε επηρεάσει… σα να αγχώθηκα μου φαίνεται… ξέρω απ’τη μια πως θέλει υπομονή, μελέτη, επιστροφή ξανά και ξανά στα ‘σημαίνοντα και τα σημαινόμενα’… οι λέξεις είναι πόρτες και έχουν ανάγκη τα σωστά κλειδιά, ναι, εντάξει… Όμως κάποιες φορές ο νους ‘παγώνει’, δεν προχωράει… το μηχανάκι ‘καίγεται’… ουφ… τι λες;»
«Λέω φίλε μου ότι τόση ώρα μου λες για την άμπωτη και την πλημμυρίδα σου αλλά τίποτα για το τι την προκάλεσε… θέλω να πω, τη συγκεκριμένη… γιατί το γενικό ζήτημα είναι πολύπλοκο… τη φράση του Ιησού δεν μου είπες τόση ώρα… αυτό…»
Εκείνος τον κοίταξε για μια στιγμή απορημένος και έπειτα ξέσπασε σε γέλια. Τρανταχτά και βροντερά. Σίγουρα τον είχαν ακούσει και οι περαστικοί της παραλίας από κάτω.
Γέλασαν με την καρδιά τους και οι δυο. Αυτές είναι οι στιγμές που δεν θέλει κανείς να χάνει, να στερείται στην επαφή, στην επικοινωνία, τη φιλία. Μια από κοινού κατανόηση και ένα από κοινού ‘άδειασμα’… ο αιφνιδιασμός που πιάνει και τους δυο σαν ληστής στο ξέφωτο και τους αφαιρεί κάθε ‘πρόσχημα’, κάθε ‘επίφαση’…
«Εντάξει, έχεις δίκιο», είπε και γελούσε ακόμη. Είναι από τον Ματθαίο… ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν. Τη θυμάσαι;»
Κούνησε το κεφάλι του με νόημα.
«Είναι ένα από τα κλασικά παραδείγματα ‘υπόσκαφης’ φράσης», του είπε και τον έκανε να σμίξει τα φρύδια του.
«Δάσκαλε, με ξέρανες τώρα. Τι σημαίνει πάλι τούτο;»
Αποφάσισε να προσπεράσει την προσφώνηση. Έτσι το ένιωθε, έτσι το εξέφρασε.
«Να, λίγο πριν υπάρχει η παγκοσμίου φήμης φράση του Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς… ἄρατε τὸν ζυγόν μου… κλπ… και μετά έρχεται ως καταληκτήρια η δική σου… υποφωτισμένη και αδικημένη στους αιώνες… κατάλαβες;»
«Χμμ… καλά το είπες, ‘υπόσκαφη’… κρυμμένη δηλαδή, εσωτερική…»
«Και ενώ είναι ίσως ακόμη σημαντικότερη σε περιεχόμενο από ό,τι έχει προηγηθεί, παραμένει παραπονεμένη και παρατημένη».
«Ε, ίσως όχι ακριβώς… γιατί βρήκα και σχόλια και αναφορές… και οι Πατέρες έχουν ασχοληθεί και διάφοροι… αλλά δεν έχεις άδικο… μοιάζει σαν την σεμνή κοπέλα που εμφανίζεται μετά την εκθαμβωτική σταρ… είναι πανέμορφη αλλά ποιος της δίνει σημασία; Οι προβολείς έχουν πέσει στην πρώτη…»
Χαμογέλασαν και οι δυο. Οι εικόνες που είχαν χρησιμοποιήσει τους είχαν κάνει ζωηρότερη την αντίθεση και την ένιωθαν ακόμη βαθύτερα.
«Να, βλέπεις γιατί θέλω φίλε μου να συζητάμε πιο συχνά… δυο τα ψαχουλεύουν, συγνώμη για τη λέξη, τα ερμηνεύουν καλύτερα απ’τον ένα… γιατί ο ένας τι να σου κάνει, όπου κι αν πάει σε τοίχο επάνω κουτουλάει»
«Δεν έχεις άδικο… και σε τούτη τη φράση, το ‘σκάνδαλο’ ποιο είναι;», τον ρώτησε λίγο αυστηρά ενώ έριξε μια ματιά και στη θάλασσα που έδειχνε να φουσκώνει σιγά σιγά καθώς σουρούπωνε. Ένας πουνεντάκος σηκωνόταν και σε λίγο θα έπρεπε να μετακομίσουν στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Όχι ακόμη όμως.
«Το ‘σκάνδαλο’; Χμμ… όλα όσα είπε Αυτός ο Άνθρωπος δεν είναι σκάνδαλο; Τέλος πάντων… το σκάνδαλο είναι ότι ο ζυγός Του δεν ξέρω αν είναι χρηστός αλλά το φορτίο Του δεν είναι ελαφρύ… όχι, δεν είναι… γιατί από τη μια θέλει από εμάς να ‘πεθάνουμε’ για να ξαναζήσουμε, να τα παρατήσουμε όλα, να τα ξεχάσουμε όλα, να κάνουμε ένα γενικό delete σε όλα και έπειτα να πάρουμε το σταυρό μας στην πλάτη και να Τον ακολουθήσουμε… όχι μονάχα δηλαδή εγκαταλείπω όλα όσα είμαι αλλά θέλεις και να Σου έχω τυφλή εμπιστοσύνη και να Σε ακολουθώ… δίχως να ξέρω που πηγαίνω… σε γκρεμό πηγαίνεις; Εγώ από πίσω… στα βάθη του ωκεανού; Εγώ μαζί Σου… στα όρη και στ’άγρια βουνά; Μαζί Σου… όχι και ελαφρόν το φορτίον Κύριε…»
Είχε ιδρώσει… τόση η έξαψη, τόσο το πάθος, τέτοιος ο Έρωτας… και ποιος δεν αντιστέκεται στο υπέρλογο που του ζητάει ο Έρωτας; Αναστατώνεται η ψυχή, σηκώνεται, θέλει να βγει απ’το σώμα και να πετάξει αλλά ο Νους τής κρατάει τα γκέμια και πασχίζει να την ησυχάσει… Κάλμα, κάλμα, της λέει… δεν είναι η ώρα σου ακόμα… κάπως έτσι… Πάλι εικόνες, πάλι μεταφορές…
Έμεινε για λίγο σιωπηλός και άκουγε την ανάσα του φίλου του. Μα εκείνος έκανε μονάχα μια μικρούλα παύση. Είχε φουσκώσει η θύελλα μέσα του και δεν την είχε απολαύσει ακόμα στην ολότητά της.
«… όχι, δεν είναι ελαφρύ τούτο το φορτίο… το μέγιστο είναι, το πιο βαρύ… γιατί είμαστε άνθρωποι… έχουμε ένα σωρό κουσούρια, βάρη, δουλείες… πώς να το εκφράσει κανείς… είμαστε άνθρωποι, δηλαδή κούκλες χωματένιες που αν θέλεις κάποιος τους φύσηξε πνοή και πήραν μπρος και σκέφτονται, αισθάνονται, περπατάνε και ερωτεύονται και γερνούν και μια μέρα των ημερών ξαναγίνονται χώμα χωρίς πνοή πια και… η ψευδαίσθηση τελειώνει, όπως άρχισε, έτσι λέω φίλε μου… όπως άρχισε… άνευ λόγου και αιτίας… μέσα στο παράλογο… ή έστω… με κάποιο λόγο και αιτία… μονάχα που δεν την ξέρουμε… και είμαστε σαν τα χαζοκούταβα μέσα στο πανέρι… κουτουλάμε το ένα το άλλο… τυφλά και αδύναμα…»
Άκουγε το φίλο του κι ένιωθε τον ποταμό της ψυχής του να τρέχει, να ξεχύνεται απ’το στόμα του και όλους τους πόρους του κορμιού του… γιατί σε τούτο το γιορτάσι δεν είναι καλεσμένη μονάχα η ψυχή μα είναι και το σώμα… και τούτο ήταν το πρώτο που του ήρθε στα χείλη να του πει σαν τον ρώτησε, λαχανιασμένος ακόμα.
«Τι έχεις να πεις για όλα τούτα δάσκαλε; Τι στοχάζεσαι;»
«Ακούω το σώμα σου»
Έπεσε η σιωπή σαν μολύβι την ίδια στιγμή που ξαφνικά μια ριπή απ’τον αγριεμένο πουνέντη τους μπάτσισε λες κι είχαν κάνει κάτι ανάρμοστο κι ήθελε να τους συνετίσει.
«Πάμε μέσα», είπε ο οικοδεσπότης ανήσυχος και σε μια στιγμή είχαν αφήσει πίσω τους την όμορφη βεράντα και αναπαύονταν σε δυο μεγάλες πολυθρόνες προστατευμένοι απ’τον δειλινό δυτικό άνεμο που ως τα μεσάνυχτα θα είχε φρεσκάρει περισσότερο και θα κοπανούσε τέντες και συρματόσχοινα.
«Τι είπες πριν;», επανήλθε εκείνος ζωηρά. Ήταν ξαναμμένος. Κατακόκκινος.
«Πως ακούω το σώμα σου. Αυτό έχει την απάντηση κι όχι το μυαλό ή η καρδιά σου»
Τον κοίταξε με σμιγμένα φρύδια και πάλευε να ησυχάσει την ανάσα του. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, έφερε σε λίγο φρέσκο καφέ και μπισκότα.
«Μπας και θέλεις τίποτε πιο ‘αψύ’; Μην ήρθε η ώρα για λίγο ‘σπίρτο’;»
«Σπάνια πίνω αλκοόλ, όχι, ο καφές είναι μια χαρά»
«Τότε δεν θα πιω κι εγώ. Καμιά φορά τα βράδια πίνω λίγο», μονολόγησε. «Πες μου πάλι, τι σημαίνει αυτό; Γιατί το σώμα έχει την απάντηση; Η αντίφαση δεν είναι πνευματική;»
«Δεν υπάρχει αντίφαση φίλε μου»
Ήπιαν και οι δυο από μια γουλιά. Έξω ο πουνέντης όσο πήγαινε και θύμωνε περισσότερο.
«Θυμάσαι όταν πρωτοερωτεύτηκες; Τη Λίνα…»
«Τη θυμάσαι;»
«Και βέβαια. Θυμάσαι πώς έκανες τότε; Πώς ήσουν τότε; Θυμάσαι όταν βγαίναμε και κάναμε βόλτες και περπατούσαμε στην παραλία; Τότε δεν ασχολιόσουν με τα πνευματικά. Τότε ήθελες να βγάλεις λεφτά. Ήθελες να μπαρκάρεις. Κι αυτό έκανες. Και τα κατάφερες μια χαρά»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Που τη θυμήθηκες τη Λίνα;»
«Δεν μας απασχολεί η Λίνα. Μας απασχολεί όλο εκείνο που σου πήρε ξαφνικά όλο το φορτίο απ’τους ώμους και σε έκανε να χοροπηδάς στο Πασαλιμάνι σαν παλαβός»
Χαμογέλασε κάπως πικρά αλλά τελικά γλύκανε η έκφρασή του.
«Ήμουν τρελός και παλαβός μαζί της… δεν το κρύβω»
«Κατάλαβες τώρα τι σου λέει ο Διδάσκαλος; Κατάλαβες σε ποιους απευθύνεται; Κατάλαβες για ποιον άνθρωπο το φορτίο είναι ελαφρύ και ο ζυγός ωφέλιμος;»
Έσκυψε το κεφάλι του, χάιδεψε το πρόσωπό του.
«Δεν είμαι βέβαιος… δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνω»
«Στον άνθρωπο της εξουθένωσης και της υπερ-κόπωσης δεν έχει να πει τίποτε ο Ιησούς και όποιος άλλος πνευματικός οδηγός και διδάσκαλος. Ο άνθρωπος της γερασμένης καρδιάς και του νεκρού φρονήματος δεν μπορεί να ακούσει τον Ιησού. Δεν μπορεί να ακούσει τίποτα. Μπορεί όμως να ακούσει το σώμα του… αυτό δεν λέει ψέματα, δεν μεταμφιέζεται, δεν εξαγοράζεται με υποσχέσεις… τι σου λέει το σώμα σου όταν είσαι ερωτευμένος
Εκείνος άρχισε να χαμογελά, γύρισε το φωτεινό του βλέμμα και το κάρφωσε στον φίλο του.
«Μου λέει… μου λέει σήκω απάνω ρεμάλι, σήκω όπως είσαι και πήγαινε κοντά της!»
Χαμογέλασε μαζί του.
«Και τι άλλο;»
«Μου λέει, δεν είσαι κουρασμένος, δεν έχεις ύπνο, δεν θες φαί, μονάχα να της χτυπήσεις το κουδούνι και ν’ακούσεις τη φωνή της και να σε διαολοστείλει ακόμα εσύ να χαμογελάσεις και να της πεις ‘σ’αγαπώ μάτια μου’ και να αρχίσεις να χορεύεις σαν παλαβός στο πεζοδρόμιο ώσπου να φωνάξει καμιά γειτόνισσα και να σου φέρει και την αστυνομία…»
Σηκώθηκε απ’τη θέση του, ήρθε δίπλα του, γονάτισε κοντά του.
Τα μάτια του είχαν υγρανθεί.
«Και τι άλλο;»
«Και μου λέει ακόμα, αυτή είναι η ζωή σου και η χαρά σου και η απαντοχή σου και ο καημός δεν σε αγγίζει και το πένθος για τον πατέρα σου γίνεται δροσιά και σε δροσίζει και οι σκοτούρες της ζωής γίνονται ανέκδοτα να ξεκαρδίζεσαι γιατί την αγαπάς τόσο πολύ που εσύ έχεις αδειάσει πια από όλα και είσαι ένα σπίτι έτοιμο να την υποδεχτεί, ένα δοχείο που ετοιμάστηκε να πλημμυρίσει από εκείνη, να ξεχειλίσει…»
Δεν άντεξε άλλο να μιλάει, ξέσπασε σε λυγμούς όχι λύπης αλλά εκείνους τους παράξενους λυγμούς που φέρνει η κατανόηση, ο αιφνιδιασμός μιας δι-αντίληψης που φωταγωγεί το είναι και ο ουρανός της ψυχής ανοίγει τόσο διάπλατα που μπορεί να χωρέσει όλο σου το χθες και όλο σου το αύριο και όλους τους ανθρώπους και όλα όσα έζησες και τούτη η εμπειρία είναι τόσο δυνατή που το σώμα δεν την αντέχει και γκρεμίζεται… ευτυχισμένο όμως…
Ξάπλωσε στο χαλί και έκλαιγε και γελούσε μαζί… ξάπλωσε κι εκείνος δίπλα του…
Σαν πέρασε λίγη ώρα κι ενώ άκουγαν κι οι δυο το θυμωμένο πουνέντη απ’έξω, τον ρώτησε:
«Κατάλαβες τώρα;»
Και το πλατύ χαμόγελό του, το φως στα μάτια του, η αγκαλιά του που άνοιξε, ήταν η απάντηση.

Η μόνη απάντηση.  

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2020

…στον τόπο του άλλου

  
Alone at night
Marc Apers

 Η Οικονομία της Τάξης μας θέλει παιδιά. Παιδιά αφρόντιστα από τη λογική και εγκαταλελειμμένα από τη σκέψη. Μας θέλει παρατημένους σε πολυάνθρωπους σταθμούς, σε πλατείες επαρχιακών πόλεων που αντιγράφουν σε κακαισθησία τις μεγάλες, σε λεωφόρους όπου οι οδηγοί σε προσπερνούν επιταχύνοντας στη θέα της ορφάνιας σου.
Η Οικονομία της Αφαίρεσης μας θέλει γυμνούς και ανιπτόποδες. Λερούς και τσακισμένους από την καταιγίδα της νύχτας, αναμαλλιασμένους και επαίτες. Μετανάστες και ανέστιους σε αφιλόξενους τόπους. Γιατί η ενσάρκωση συντελείται πάντα στον τόπο του άλλου.
Η λαιμαργία του Αχανούς είναι τόσο μεγάλη που δεν περισσεύει γενναιοδωρία για κανέναν. Ούτε ρωγμή συμπόνιας, ούτε αμυχή ελπίδας. Γιατί η ανθρώπηση είναι μια διαδικασία μυστική, ομιχλική και οι ανάσες οφείλουν να ζεσταίνουν μονάχα το είναι.
Η απληστία του Ομοούσιου μας φτερώνει μονάχα όταν απαρνηθούμε τα εαυτικά μας πάθη, το βλέμμα στο απόλυτο του μεμονωμένου και θέλει την καρδιά να βροντά από τον πόθο να σπάσει το οστέινο κλωβό της. Γιατί η καρδιά δεν φυλακίζεται και έχουμε λατρέψει κάθε μορφής αιχμαλωσία.
Η περιπέτεια του βίου μας γυμνώνει το πρώτο λεπτό που ανοίγουν οι οφθαλμοί, που πεθαίνουμε ως βρέφη και γεννιόμαστε ως πρόσωπα και το στερνό εκείνο λεπτό που υποδεχόμαστε τον καλό μας φίλο που μας ψιθύριζε πάντοτε στο αυτί ‘είμαι αυτός που αγαπάς και δεν το ξέρεις’.
Και δεν υπάρχει έλεος σε τούτη την αγάπη.

Γιατί η αγάπη είναι ένα άνθος που φυτρώνει πάντα στον τόπο του άλλου

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2020

Ηδονή και Θέωση

Ηλεκτρονικός Μυστικισμός και Ολικώς Ανιχνεύσιμες Βιο-Αποθήκες

God´s mirror
Maria Svarbova

Τ
ο βίωμα βαθαίνει με το στοχασμό και ο στοχασμός γιγαντώνεται με το βίωμα. Απλές αλήθειες. Στοιχίζονται σαν μικρές πέτρες, η μια πάνω στην άλλη σε παράξενα οικοδομήματα, μορφώματα και χωρο-κατασκευές. Απλές αλήθειες. Όχι βεβαιότητες, όχι πεισματικές και ενοχλητικές εμφέρειες. Αλήθειες.
Όπως αυτή που λέει πως αυτό που κάποτε ήταν ο οίκος, ένα άσυλο ιερότητας, μια ασφαλής καταφυγή από το υπερ-παράλογο του τυρβώδους κοσμικού γίγνεσθαι, σήμερα είναι μια Ολικώς Ανιχνεύσιμη Βιο-Αποθήκη. Κανείς δεν είναι πλέον ασφαλής γιατί έπαψε να υφίσταται οίκος.
Όπως έπαψε να υφίσταται και εαυτός. Όχι η αυτοπαθής αντωνυμία που όλοι μάθαμε στα σχολεία. Ο εαυτός ως υποστατική κατηγορία, δηλαδή ως πρόσωπο. Το πρόσωπο εκλείπει καθώς αντικαθίσταται από το προφίλ. Η παλαιά υποστατική κατηγορία εκπίπτει σε γνώρισμα και το γνώρισμα εκφυλίζεται σε ηλεκτρονικώς ανιχνεύσιμη οντο-ταυτότητα.
Ο άνθρωπος πλέον εγγίζει τα όρια του μη-όντος και αυτό αποτελεί το μεγάλο θαύμα ενός συμπλέγματος κόσμων που διυπάρχουν και αλληλοπεριχωρούνται υπαρκτο-φαντασιακά. Μεταξύ αισθητού και μη-αισθητού, μεταξύ αναλογικού και ηλεκτρονικού, μεταξύ ονειρικού και ψηλαφητού.
Αλήθειες. Που βιώνονται, βαθαίνουν και αρνούνται πια να γίνουν αντικείμενο του στοχασμού. Είναι γίγαντες με πήλινα, ηλεκτρονικά πόδια. Είναι κυβερνο-ήρωες, κυβερνο-θεοί, εξαλλαγές και παραμορφώσεις κυκλωμάτων και πεδίων.
Απλές αλήθειες. Στοιβάζονται και αρμόζονται σαν ογκόλιθοι, η μια δίπλα απ’την άλλη, η μια πάνω απ’την άλλη και υψώνονται θαυμαστές πυραμίδες που πληγώνουν τα στερεώματα.
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πλέον να λατρεύει κανέναν εξω-θεό, καμιά αόρατη οντότητα καθώς είναι απασχολημένος με το να πολλαπλασιάζει τον ανύπαρκτο εαυτό του. Τούτη η ηλεκτρονική μίτωση τον πλημμυρίζει ηδονή και η ηδονή είναι το πανάρχαιο ζητούμενο της ενσάρκωσης. Ο αρχαίος Θεός της ερήμου ένιωθε ηδονή όταν συνέτριβε τους εχθρούς του περιούσιου λαού του και οι πολεμιστές του ένιωθαν ηδονή όταν θυσίαζαν ολοκαυτώματα στο ιερό θυσιαστήριο για να ανέρχεται η τσίκνα ως τα άδυτα του ουράνιου θόλου.
Τα πάντα υπηρετούν την ηδονή.
Η ηδονή ήταν πάντα το σκάνδαλο και μαζί το ιερό παλλάδιο της Δημιουργίας. Όποιος κατείχε το μυστικό της ηδονής ήταν άτρωτος, αναφής και ανώλεθρος.
Το μυστικό της αθανασίας αποκαλύπτεται. Ζούμε στις έσχατες ημέρες και η Αποκάλυψη εκδιπλώνεται σιγά σιγά. Με βιαιότητα και χάρη μαζί. Με αίμα και αλήθεια. Με λόγο και σιωπή. Με πόλεμο και σιγή. Με λοιμούς και λιμούς. Με αρνήσεις και θέσεις. Με ακρωτηριασμούς και ιάσεις.
Η Αποκάλυψη βαπτίζει ξανά τον αμήχανο άνθρωπο στα μυστικά της ύδατα. Και ο άνθρωπος αναγεννάται αν-εαυτικά και α-νοητικά.
Το ύπατο μυστικό των Εσχάτων Ημερών που ηρνείτο να εκστομίσει ο Επιστάτης και Διδάσκαλος ήταν αυτό. Τώρα το γνωρίζουμε πλέον όλοι. Γιατί το ζούμε, το υπηρετούμε, το εργαζόμαστε. Είναι το βίωμά μας. Που βαθαίνει με το στοχασμό μας. Και ο στοχασμός γιγαντώνεται με το βίωμά μας.
Είναι η αλήθεια μας.
Είναι το τραύμα μας.
Είναι το Βλέμμα που κάποτε μας υποσχέθηκε η Τάξις.
Είναι το αναστημένο σώμα που κάποτε μας έταξε η Ιεραρχία.
Είμαστε ανυπόστατοι, ασώματοι, αθάνατοι.
Είμαστε αναίσθητοι, αδιάστατοι, αόρατοι.
Είμαστε ο ένας που έγιναν αναρίθμητοι.
Στην πολλαπλότητά μας αιωνίζεται η ηδονή μας.
Στην ηδονή μας ανιχνεύουμε τους απειράριθμους εαυτούς μας.
Στους μυριάδες εαυτούς μας σκορπίζεται η ιερότητα της μνήμης.
Χωρίς κύτταρα μνήμης μπορούμε πια να αδράξουμε την Ολότητα.
Τώρα αντιλαμβανόμαστε εκείνο το ‘καθ’ομοίωσιν’ που κάποτε ήταν γρίφος και αίνιγμα και μύθος.
Γινόμαστε θεοί.
Το εαυτικό σύμπαν είναι απέραντο, ασύνορο, μοναχικό, σιωπηλό και αιώνιο.
Απειρόχωρο και απειρόβαθο…
όσο και το κενό μας…
όσο και το τραύμα μας…

όσο και η άηχη κραυγή μας… 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 01, 2020

Ο άνθρωπος-κέλυφος

[Η κατάθλιψη και το σεξ]


Islanded In A Stream Of Stars

Γ
ια να επι-κοινωνήσεις αληθινά, κι έπειτα να δράσεις, χρειάζεται προηγουμένως να λάβει χώρα μια οδυνηρή και μαζί, λυτρωτική ‘διαδικασία’ –στην ουσία πρόκειται για μια αλυσίδα δράσεων- που κωδικά θα ονοματίσω εδώ ως θραύση των συμβόλων… τι είναι όμως αυτή η διαδικασία; Θα προχωρήσουμε με προσεκτικά βήματα…
Εάν αληθεύει, έστω και σε κάποιο σεβαστό και δόκιμο ποσοστό, πως όλες οι παραδοσιακές ‘αφηγήσεις’ για τον κόσμο και τον άνθρωπο έχουν από δεκαετίες ‘χρεοκοπήσει’ και στην ουσία δεν εξυπηρετούν πια κανέναν διότι πολύ απλά δεν ‘λειτουργούν’ όπως κάποτε, ήδη έχει κανείς εμπρός του μια μεγαλοπρεπή ‘επίδειξη’ για το τι είναι η θραύση των συμβόλων. Διότι μια αφήγηση που έχει ‘φαλιρίσει’ και δεν λειτουργεί αλλά υφίσταται απλώς και μόνο για λόγους… ιστορικής αδρανείας, τότε τι άλλο αυτή αποτελεί από ένα σκονισμένο, παλιό, άχρηστο ‘σύμβολο’;
Κάποιοι στοχάζονται πως τα παραδοσιακά πολιτικοκοινωνικά μορφώματα ή υποκείμενα έχουν εκμετρήσει από καιρό το ζην και παραπαίουν ή επιβιώνουν ως ‘ζόμπι’ που αρνούνται πεισματικά να πεθάνουν –κι όσοι έχουν δει σχετικές ταινίες θα γνωρίζουν πως το ζόμπι χαρακτηρίζεται από μια απίστευτη ξεροκεφαλιά και άρνηση αποδοχής της… θανατότητάς του. Ο καπιταλισμός, ο κομμουνισμός, ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, ο κάθε είδους και λογής ‘ισμός’ που μας ταλαιπώρησε επί αιώνες και στην ουσία δεν μπορεί πλέον να αναμετρηθεί με τον σύγχρονο, μοδέρνο άνθρωπο της αυτόματης επικοινωνίας, της μεγάλης εσωτερικής σιωπής, της καλπάζουσας κατάθλιψης, της σχεσιακής αναπηρίας.
Κάποιοι στοχάζονται ακόμα πως και οι παραδοσιακές ‘μεγάλες θρησκείες’ έχουν ‘βαρέσει κανόνι’ εδώ και αιώνες ίσως μονάχα που εδώ τα σχήματα είναι υπερμεγέθη και οι ‘διαχειριστές’ έχουν ένα πολύ ευρύτερο σύμπαν να πραγματεύονται: η ανθρώπινη ‘ψυχή’, ό,τι κι αν εννοεί κανείς με τούτο τον όρο, ο Θεός, το θείο, το Ιερό, το Αχανές το απροσμέτρητο και αναφές και απερινόητο και ασύλληπτο Ον ή Τίποτα που ‘εποπτεύει του σύμπαντος κόσμου’, πνευματικού και ψηλαφητού. Επειδή ακριβώς το ζήτημα είναι βαθύ και πολυχανδές και πολυπλόκαμο και επειδή αφορά απολύτως και προσωπικά τον κάθε έναν και την κάθε μια από εμάς, δεν μπορεί αβασάνιστα κάποιος να μιλήσει για θραύση των συμβόλων. Άλλωστε, πεποίθησή μου πάγια είναι πως ο άνθρωπος είναι ον αναφορικό και συνεπώς, ακόμα και αν καταδικάσει εντός του κάποιο μεγάλο θρησκευτικό ‘εναγκαλισμό’ στον οποίο γεννήθηκε και ανατράφηκε και πορεύεται, δεν τολμά να τον απορρίψει ολοκληρωτικά καθώς στην απουσία του θα παραμείνει ένα χαώδες κενό και ως γνωστόν η φύση αντιπαθεί τα κενά. Και τείνει να τα συμπληρώσει. Με τι; Με νιχιλισμό; Με κυνισμό; Με έναν ερμηνευτικό υποκειμενισμό του ιερού; Με έναν ναρκισσικό περσοναλισμό του Θεού; Με έναν αποκλειστικό ή εμπεριεκτικό εκλεκτισμό; Ή με έναν ραφιναρισμένο επιστημονικοφανή υλισμό που δεν απαντά, δεν αναπαύει και δεν παρηγορεί κανέναν;
Τα μεγάλα υπερ-σχήματα, υπερ-σύνολα και μεγα-Ιδέες που υποτίθεται πως εμπεριέχουν και τον άνθρωπο και τις εν γένει δράσεις του, κατά την ταπεινή μου άποψη έχουν ήδη αντικατασταθεί από τους δυο πανάρχαιους αλλά και υπερ-σύγχρονους και μετα-μετα-νεωτερικούς γιγα-πυλώνες σε: εσωτερικό, σχεσιακό, δι-υποκειμενικό και επικοινωνικό επίπεδα. Την κατάθλιψη και το σεξ. Εδώ μάλιστα δεν έχουμε να κάνουμε με θραύση αλλά πανηγυρική αποκατάσταση –ακόμη και με την περίφημη ωριγενική θεώρηση του όρου- των συμβόλων.
Και ευθύς αμέσως η ανάλυση.
Το πρώτο, ας επισκεφτούμε θαρρετά τις λέξεις, τους όρους. Πάει να πει, γιατί κατάθλιψη και σεξ και όχι πνεύμα και σάρκα; Δεν έχει ‘γιατί’ και ‘διότι’. Πολύ απλά, δεν θα καταφύγω σε μετενδυσίες και παρενδυσίες για να καλύψω τον ‘ελέφαντα στο δωμάτιο’. Ο ελέφας είναι εκεί και δεσπόζει και όποιος δεν τον βλέπει ή τον βαφτίζει ‘μετα-μοντέρνο’ installation πολύ απλά αρέσκεται στο να αυτοχλευάζεται. Και τούτο τον ελεεινό ελιγμό δεν τον καταδέχομαι.
Και επιτέλους, ο όρος ‘πνεύμα’ δεν αποδίδει τούτο που εργάζομαι και παλεύω να αποδώσω. Εκείνο που η ‘κατάθλιψη’ περιέχει είναι το υπερ-σύνολο, την υπερ-κατασκευή στην οποία, θέλει δεν θέλει, ανήκει και το πνεύμα. Και η ‘κατάθλιψη’ δεν είναι μονάχα η ψυχική διαταραχή που φοβίζει σαν μπαμπούλας και δικαίως γιατί σαν μαύρη τρύπα ρουφάει όλο το φως από τον άνθρωπο και τον συρρικνώνει ώσπου στο τέλος να τον αφανίσει. Η κατάθλιψη είναι το ‘γεγενημένον εκ Πνεύματος’ εκείνο οργανισμικό ον, εκείνη η ειναιική υπόσταση που σαν άνυσμα δείχνει προς τα πού κατευθύνεται το ‘καθ’ομοίωσιν’. Το ζήτημα δεν είναι ουσιακής αλλά υποστατικής φύσεως.
Ο πεπτωκός άνθρωπος δεν απηλλάγη από την πνευματική κληρονομιά του Πατρός με την έξοδό του από τον Κήπο της Τρυφής. Την πήρε μαζί του σαν ντιενεϊκό κληροδότημα και κυτταρικό τύπωμα που δεν μπορεί να αρνηθεί ό,τι και αν κάνει, όσο και αν αγωνίζεται για το αντίθετο. Η κάθε του πράξη έχει το κυτταρογράφημα του Δημιουργού και όλο αυτό το έργο έχει ως εντελέχεια ίσως τη θέωση κατά χάριν ή την τελείωση ή την επιστροφή του σε μια παραδείσια απόλαυση όμως ο δρόμος και η ατραπός είναι η κατάθλιψη. ‘Στενή η οδός και τεθλιμμένη’ προειδοποίησε ο Επιστάτης και το ζούμε κάθε μέρα επί χιλιετίες χιλιετιών. Μονάχα που στην post-modern εκδοχή του μεταλλαγμένου εαυτού μας, ο καταθλιπτικός δεν είναι ο περίσκεπτος και περίνους άνθρωπος του φιλοσοφικού στοχασμού αλλά ο κουρασμένος και εξοντωμένος και ‘κεκμηκώς’ άνθρωπος της υπερχρήσης φαρμάκων, του ηλεκτρονικού ‘ψαρέματος’, των σόσιαλ επαφών πεπερασμένης και ‘ασφαλούς’ αποσυμπίεσης και της ερμαφρόδιτης και τραβεστί αφομοίωσης σε οτιδήποτε νοσηρό του σερβίρει το σύστημα για να καταφέρει να επιβιώσει.
Και η ζυγαριά υποτίθεται πως ισορροπεί από το σεξ. Όχι τη σάρκα, όχι τον έρωτα, όχι το σώμα. Μονάχα από το σεξ. Ο υπερ-νους που όλα τα ρυθμίζει με τον πατερναλιστικό σαδισμό του δημίου που σπλαχνικά καλύπτει με την κουκούλα το κεφάλι που σε λίγο πρόκειται να κόψει, παραδίδει τον ήδη εξοντωμένο, άδειο και επαίτη άνθρωπο στην απο-χαλιναγώγηση του διαδικτυακού αυνανισμού για να τον αποτελειώσει. Πρόκειται για την μηχανιστική κατασκευή του νέου ανθρώπου που σχεδόν ονειρεύτηκε πριν έναν αιώνα ο μεγάλος Φριτζ Λανγκ στο Μετρόπολις. Πρόκειται για τον άνθρωπο-κέλυφος: άψυχος, άδειος, ακηδής, στις παρυφές της αυτο-ακύρωσης αλλά και δέσμιος εγκάτοικος στο σκοτεινό υπόγειο της φτηνής ηδονής.
Ο άνθρωπος-κέλυφος δεν είναι σε θέση ούτε καν να διανοηθεί πως ακόμη και η περίσσεια κατάθλιψης που κληρονόμησε και θα κληροδοτήσει είναι μιας τάξης τουλάχιστον ανώτερη από την σεξο-ευδαιμονιστική αφαίμαξη και αποπνευμάτωση που οι ‘ψυχοφάγοι’ που λατρεύει και υπηρετεί τού έχουν εγκαταστήσει στον προγραμματισμό του. Εξακολουθεί να αλαλάζει, να θορυβεί, να συκοφαντεί και να προσβάλει τη Δημιουργία, να αφοδεύει στην Ομορφιά της Τάξης, να καθυβρίζει την Αρμονία του Κόσμου που περιέχει και τον περιέχει.
Ο άνθρωπος-κέλυφος είναι το σπαρακτικό εργώδες δημιούργημα του εαυτού του.
Ζητιανεύει φως όχι για να φωτίσει λίγο από το σκότος του πνευματικού του ερέβους αλλά για να αρμέξει λίγη ακόμη μολυσμένη ηδονή από το Κτήνος που τον θήλασε από βρέφος και τον κοιμίζει σε μια αιώνια νύχτα κάτω απ’το λιπαρό του χνώτο.
Ζητιανεύει στοργή όχι για να θερμάνει τα ελάχιστα εναπομείναντα υγιή του κύτταρα που τον συνδέουν ακόμα με τον πρωτόπλαστο εαυτό του αλλά για να ελεήσει την ενοχή της ψυχής του που δυσφορεί και λιμοκτονεί στα έγκατα του είναι του.
Ζητιανεύει αγάπη όχι για να εγκεντρίσει το νεκρωμένο ιστό της κάποτε ηλιόλουστης νιότης του πνευματικού του πνεύμονα αλλά για να κρυφτεί ακόμη μια μέρα πίσω από την διαφυγή της μικρότητας, της αδυναμίας, της δειλίας του.
Στέκω εδώ και στοχάζομαι πως απάντηση σε τούτο το ζοφερό σκηνικό δεν είναι η απόδραση από τη σπηλιά. Είναι η τοπογράφηση της σπηλιάς. Πως λύση δεν είναι μια ακόμη διαφυγή, ένας ακόμα ελιγμός επιβίωσης μέσα στο λερό και υγρό και σκοτεινό υπόγειο αλλά η αποδοχή της νόσου και η άρνηση να είσαι νοσηρός. Πως θεραπεία δεν είναι η υπέρβαση αλλά η έξοδος. Όχι η μετένδυση, το μασκάρεμα, μια ακόμα μετακένωση αλλά η μεταρσίωση, η μεταμόρφωση.
Και τούτο για να γίνει απαιτείται να πάψεις να τρέφεσαι από τα περιττώματα και να αποφασίσεις να μπεις στο καθαρτήριο πυρ της νήψης, της προσοχής, της παρατήρησης, του αναστοχασμού. Με γενναιότητα, με πόνο, με οδύνη, με κίνδυνο να χάσεις τα λογικά σου.
Χάσε τον εαυτό σου αν θέλεις να τον βρεις…
Ο ανάβατος τραχύς, η ανωφέρεια επικίνδυνη, ο δρόμος ολισθαίνει. Κανείς δεν θέλει να εγκαταλείψει τη νωχέλεια της θλίψης όταν η χαρά έχει αγκάθια και η πληρότητα φως που σε τυφλώνει.
Όμως η ψυχή είναι σπαθί και λάβρυς και πυρ καταναλίσκον…
Ναι, η ψυχή είναι σύμμαχος, λέω και αναθαρρεύω. Και είναι φάρος και οδηγός…
Τα σύμβολα της ήττας θραύονται οριστικά, τα κελύφη της απώλειας σπάνε, τα ρίγη της ζωής μυρμηγκιάζουν το καινούργιο σώμα…
Και είναι μπροστά μας πάντα ο αρχαίος πολεμιστής, ο αδελφός μας εαυτός που δεν σωριάστηκε στη λάσπη και μας χαμογελά…
Και μας προτείνει το χέρι…