Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2025

Η επανάληψη της ιστορίας ως ιστορία της επανάληψης...



Μ
ια από τις λεγόμενες φράσεις ‘της πιάτσας’ λέει πως, αν έχεις το πιστόλι δεν το κρύβεις στο συρτάρι. Πάει να πει, δεν είναι δυνατόν να έχεις τη δύναμη και να μην τη χρησιμοποιείς. Ακόμη κι αν δεν το κάνεις στην αρχή, κάποια στιγμή, μοιραία ίσως, θα υποκύψεις, θα λυγίσεις. Θ’ανοίξεις το συρτάρι και θα πάρεις το πιστόλι στο χέρι… και ένας θεός ξέρει τι θ’ακολουθήσει.
Το λοιπόν, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι όχι ‘ως φάρσα’ ή ως οτιδήποτε άλλο μεταλλαγμένο υπο-προϊόν. Επαναλαμβάνεται νέτα-σκέτα. Βεβαίως με άλλους πρωταγωνιστές. Οπωσδήποτε με άλλα μέσα. Σε κάποιο άλλο σκηνικό, όπως με τα θεατρικά έργα. Τσέχωφ ανεβάζουμε. Μπορεί το Θείο Βάνια κάποτε να τον έπαιζε ο τάδε, μετά ο δείνα, σήμερα κάποιος άλλος. Μπορεί η σκηνοθετική άποψη τότε να ήταν αυτή, τα σκηνικά κάπως έτσι… σήμερα είναι κάπως αλλιώς, δεν έχει σημασία. Το έργο είναι το ίδιο. Άμλετ ανεβάζουμε. Δεν έχουμε Λόρενς Ολίβιε, κανένα πρόβλημα. Ηθοποιούς έχουμε σωρό, όλοι μπορούν να παίξουν, υπό συνθήκες, τον δυστυχισμένο Δανό πρίγκιπα. Και άντρες και γυναίκες εν αφθονία για όλους τους ρόλους. Και σκηνικά και κοστούμια και φώτα και μουσικές και απ’όλα. Οιδίποδα ανεβάζουμε. Και ξέρουμε τις ορίζουσες. Δεν αλλάζουν. Ο άνθρωπος που εν αγνοία του φόνευσε τον πατέρα του και κοιμήθηκε με τη μητέρα του. Και όταν το μαθαίνει βγάζει τα μάτια του… Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τελετουργική σχεδόν ακρίβεια, με ενοχλητική κανονικότητα.
Ναι, με ενοχλητική κανονικότητα.
Είναι σχεδόν αστείο κι όμως συμβαίνει. Στη νεότητά σου, επειδή ακριβώς η έννοια της ιστορίας, υφίσταται περισσότερο ως αίσθηση παρά ως γνώση –ιστορία είναι ό,τι έχεις ζήσει εσύ και έχει ανάπτυγμα χρόνου την ηλικία σου- έχεις την απόλυτη βεβαιότητα πως όλα μπορούν να αλλάξουν. Πάει να πει, μηδενίζω το κοντέρ της ανθρωπότητας και τα φτιάχνω όλα από το μηδέν. Ό,τι κληρονόμησα δεν με ενδιαφέρει, άλλοι τα έφτιαξαν, δεν είμαι υπόλογος γι αυτά. Στην ουσία, δεν είμαι υπόλογος για τίποτα. Κι εφόσον όλα αυτά που κάποιοι άλλοι μου κληροδότησαν δεν μου αρέσουν καθόλου και τα σιχαίνομαι και μπορώ άνετα και να αφοδεύω επ’αυτών, τα συντρίβω και στη θέση τους… εδώ είναι ένα μικρό ζήτημα, τι θα βάλω στη θέση τους… δεν έχει σημασία… προς στιγμήν σημασία έχει η καταστροφή… να πάψει το χτες να με ενοχλεί, να με δυναστεύει, να με τυραννάει… ούτε φιλοσοφίες, ούτε λογοτεχνίες, ούτε αγάλματα, ούτε κτήρια, ούτε κείμενα, ούτε τραγούδια, ούτε κειμήλια, ούτε παραμύθια… τίποτε… Μακάρι να ξυπνούσα ένα πρωί και να μην υπήρχε τίποτε απ’αυτά. Θα ξεκινούσαμε τον κόσμο απ’την αρχή. Reboot… Πατάμε το κουμπί της επανεκκίνησης… Και να δούμε τι θα βγάλει…
Καταραμένη κι ευλογημένη έπαρση της νεότητας…
Θυμάμαι τη Ρουσία του Καζαντζάκη… θυμάμαι και ζηλεύω μαζί… Γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους που είχαν τη μέγιστη προνομία να βιώσουν από κοντά, από πολύ κοντά το μεγάλο πείραμα σχεδόν εν τη γενέσει του… σαν επιστήμονας που παρατηρεί τα αποτελέσματα της επαναστατικής ανακάλυψής του στο πειραματόζωο με άπληστα μάτια… Το φοβερό εγχείρημα είχε μεθύσει τον έλληνα διανοητή και συγγραφέα… ήταν στα σπάργανα, ζεστό ακόμα, ασχημάτιστο… έβλεπε, βίωνε, γευόταν, ονειρευόταν… τι θα απογίνει με τούτη τη πελώρια χώρα αν το νιογέννητο βρέφος μεγαλώσει και πατήσει γερά στα πόδια του; Όλος ο κόσμος, ο παλιός, ο σάπιος, όσα ξέρουμε και δεν ξέρουμε πάνε στα τσακίδια. Να πάνε χίλιες φορές! Μέθυσε και ναρκώθηκε ο Καζαντζάκης αλλά όχι για πολύ… μετά από λίγα χρόνια είχε ξεμεθύσει και αναζητούσε άλλα… Θυμάμαι που τον καλεί στο φτωχικό της σπίτι μια κοπέλα που εργάζεται, όπως όλοι, με πρωτοφανή θέρμη για το θεμελίωμα των αρχών της επανάστασης. Τρώνε λιτά και πίνουν στο ξεπαγιασμένο καμαράκι της κοπέλας και μιλούν… Λένε πολλά… περισσότερο εκείνος… προσπαθεί να φέρει αντιρρήσεις, ο παλαιός άνθρωπος σαστισμένος εμπρός στο μεγαλείο του νέου… σαν τον αμήχανο Νικόδημο δίπλα στον Ιησού… δεν μπαίνεις γερο-Νικόδημε στη Βασιλεία των Ουρανών αν δεν γεννηθείς άνωθεν… -να ξαναγεννηθώ Ραβί; Και πώς θα μπω στη μήτρα της μάνας μου ξανά; Φαντάζομαι τον Ιησού να του χαμογελάει… Αυτά του λέει και η κοπέλα του Κρητικού με τα μεγάλα μάτια και την αξεδίψαστη ψυχή… Μπλα-μπλα… εσείς οι δυτικοί όλο μπλα-μπλα… σάπιες κουβέντες εδώ που χωράει μονάχα δουλειά… συζητήσεις… η συνήθεια των γέρων, η απόλαυση των παρακμιακών δίπλα στα αναμμένα τζάκια με τα στομάχια τους πρησμένα απ’το φαί… χιλιάδες λέξεις, λέξεις ωραίες και άχρηστες, θεωρίες, φιλοσοφίες… ο παλιός κόσμος αντιδρά, παλεύει σαν το φίδι να γλιτώσει από τη μπότα που θα του συντρίψει το κεφάλι… παλέψτε το λοιπόν όσο θέλετε γιατι όπου να’ναι έρχεται η αρβύλα που θα σας παύσει το φως απ’τα μάτια σας… Κι έφυγε θαρρώ ο Καζαντζάκης από το σπίτι τούτης της τρομερής γυναίκας με την ουρά στα σκέλια και το μυαλό να βράζει…
Μα τι έγινε τελικά; 
Αν μπορούσε η κοπέλα εκείνη να κοιμηθεί για ενενήντα χρόνια και ξυπνούσε σήμερα, στη μοντέρνα Ρωσία του Πούτιν… τι θα έλεγε αλήθεια; Τι θα σκεφτόταν; Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου, πίστευε τότε… Τι στο διάτανο συνέβη και ξύπνησε ξανά στο… παρελθόν;
Πορνεία, φτώχια, αδικία, έγκλημα, εκμετάλλευση, αμορφωσιά, κτηνωδία…
Αποτύχαμε…
Διαφθορά, πόλεμοι, έμποροι ναρκωτικών, έμποροι όπλων, νεοναζί, ρατσιστές στους δρόμους, χούλιγκανς στα γήπεδα, αλήτες στα κοινοβούλια…
Αποτύχαμε οικτρά!
Μπορεί τα ρούχα να άλλαξαν, τα μαύρα πολυτελή αυτοκίνητα να γέμισαν τους δρόμους, η τεχνολογία να έχει αποκοιμίσει όλο τον πλανήτη… η κοπέλα δεν θα ξεγελιόταν… θα πικραινόταν βαθιά όμως… τίποτε δεν άλλαξε… το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές…
Η ιστορία επαναλαμβάνεται… με τελετουργική ακρίβεια, με ενοχλητική κανονικότητα…
Λες κι είναι έτοιμο πάντα ένα πιστόλι να περιμένει σε ένα ξεχασμένο συρτάρι εκείνον που θα το νιώσει στην παλάμη του. Αρκεί να οικοιωθείς με το μέγεθος, να το ζυγιάσεις καλά, να το φορέσεις όμορφα μέσα στη χούφτα σου… μέσα στη ψυχή σου… να το χαϊδέψεις ερωτικά, να το κανακέψεις… κι ύστερα, αρκεί το δάχτυλο να πιέσει απαλά τη σκανδάλη…


Wine cellar

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2025

Απηλγηκότες...

 Disorder Christophe Staelens

  

«…ούτως επειδάν, καθώς φησιν ο Απόστολος, απηλγηκότες τινές παραδώσι τώ καθ’αμαρτίαν βίω εαυτούς, νεκροί τινες όντως και πάρετοι του κατ’αρετήν βίου γενόμενοι, ουδεμίαν έχουσιν ων ποιούσιν την αίσθησιν…»

Γρηγόριος Νύσσης, Εις τους Μακαρισμούς

  

Α

κόμα κι αν ο αισθητικός δεν μπορεί να μεταβεί στον ηθικό, ακόμα κι αν ο ηθικός αδυνατεί να μεταβεί στον θρησκευτικό, δεν έχει σημασία. Η ακηδία είναι μια ασθένεια που πλημμυρίζει σαν μούδιασμα από δάγκωμα φιδιού και προσβάλλει όλο το σώμα… για την ακρίβεια όλα τα σώματα που διαθέτει –έστω και εν αγνοία του- ο άνθρωπος. Ο αισθητικός μεταβολίζει την ηλιθιότητα σε βία, ο ηθικός σε ελιγμούς υποκρισίας, ο θρησκευτικός σε σχίσμα και απιστία.

Έχει σημασία να μην μπερδεύεται κανείς με τις διάφορες κατηγορίες. Αλλά και πάλι, ίσως και όχι. Η εποχή προσφέρεται για κάθε είδους μπερδέματα, για πάσης φύσεως ανωμαλίες. Η νέκρωση έχει προχωρήσει τόσο που οι εννοιολογικές κατηγορίες μοιάζουν με πολυτελές γεύμα για έναν ναυαγό. Αλά και πάλι ο ναυαγός δεν είναι νεκρός, είναι απλώς ταλαιπωρημένος. Ίσως να έχει χάσει την ελπίδα του, ίσως να παλεύει με τον εαυτό του και το χρόνο, αλλά είναι ζωντανός.

Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με το δηλητηριώδες έγχυμα στον οργανισμό που παραλύει κάθε αντίδραση, ανακλαστικό ή απόκριση. Το συγκλονιστικό αυτό θαύμα της δημιουργίας βρίσκεται αιχμάλωτο στα χοιροστάσια της Κίρκης και απολαμβάνει το κάθε γεύμα, την κάθε στιγμή που κυλιέται στη λάσπη, την κάθε ημέρα που ξημερώνει και έχει στομάχι αδειανό να το γεμίσει και κοπρώνα διαθέσιμο να τον πληρώσει. 

Ακόμα και αν ο Λόγος δεν έλαβε ‘δούλου μορφή’ και δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ το πανάκριβο σχέδιο του Δημιουργού για την ‘ανακαίνιση’ της χοϊκής φύσης, ακόμα και αν μας ξεγέλασαν, μας κορόιδεψαν και γελούν εις βάρος μας όλοι οι κατασκευαστές μύθων και αρχετύπων, δεν έχει σημασία. Το πλάσμα γεννήθηκε και μεγάλωσε και ανδρώθηκε και γέννησε πολιτισμούς και τους ισοπέδωσε και γέννησε σύμπαντα και αφόδευσε επ’αυτών και ‘ακινητοποίησε ιλίγγους’ μόνο και μόνο για να έχει την ριπαία ηδονή να τους δει να δραπετεύουν και πάλι απ’τα δεσμά τους.

Ο άνθρωπος με μορφή και συμπεριφορικό προφίλ χοίρου είναι απηλγηκώς. Τι σημαίνει αυτό;

Δεν ξέρουμε.

Δεν καταλαβαίνουμε.

Δεν νιώθουμε.

Η ψυχή μας βρίσκεται σε κατατονική φάση.

Πιθανή επιστροφή σε μια ‘κανονικότητα’;

Δεν είναι επιθυμητή.

Κάποιοι λένε ότι από μακριά μοιάζουμε με καλάμια χωμένα στο νερό, δεν έχουμε πια διαστάσεις, είμαστε ευθείες γραμμές, είμαστε γραμμές που έχασαν τον γεωμετρικό τους τόπο, είμαστε άτοποι, άχρονοι, ανέστιοι, ασύνδετοι… ψέματα. 

Ο αισθητικός θα σκοτώσει τον ηθικό, έπειτα θα σκοτωθεί απ’τον θρησκευτικό και ο τελευταίος, αφού κρύψει το φονικό όπλο κάτω από ένα λιθάρι, θα βγάλει ένα κακόηχο λαρυγγισμό κάτι σαν παράπονο ανάμικτο με ηδονή εκσπερμάτισης

και θα πέσει ξανά στα τέσσερα. 

Κανένα θαύμα δεν διαρκεί για πάντα…


Τρίτη, Οκτωβρίου 21, 2025

Σιγή…

 

Ημέρα γενέθλια, σιωπηλή
μάρτυρας τεμαχισμών
στο διηνεκές
μάρτυρας κράματος ονείρων 
και όψεων ερέβους
μάρτυρας τάφρων πρωινών
και νύχτιων λάμψεων
οδύνης
μόνο

γεννιέμαι ξανά
όμως αλλιώς
κάτω από έναν αστέρα φίλιο
μελαγχολικό
σαν αίνιγμα
εκτός απ’το δρεπάνι που συλλογίζομαι

εσύ

εκτός από τον Αύγουστο που πάντα
σκοτεινός θα είναι
εκτός από το ωραίο σου βλέμμα
που γενναιόδωρα ζεσταίνει
ό,τι ο Νόμος αφαιρεί
ώρα την ώρα
ως τη Μεγάλη που έρχεται

Σιγή




Two Butterflies

Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2025

Θηρευτής


Γ
 υρίζει μέσα στο μυαλό μου όπως ο θηρευτής που αναζητά το ζωντανό του γεύμα.

Αθόρυβος.

Επιβλητικός.

Άτρομος.

Αληθινός.

Μπαίνει με θράσος στα όνειρά μου… δεν μου επιτρέπει να ησυχάσω… στην εγρήγορση παίρνει την όψη περαστικών που εμφανίζονται ξαφνικά από γωνίες σπιτιών… στην ονειρική διάσταση εμφανίζεται ως ένα πελώριο αιλουροειδές… ή κάποια γιγάντια σκιά…

Το μόνο που ξέρω γι αυτόν είναι πως είναι αρχαίος όσο και ο κόσμος.

Κι αυτή τη γνώση δεν έχω ιδέα πως την κατέχω. Είναι μια ειναιική εγγραφή. Ένα ψυχικό πυρογράφημα. Κάτι που γεννήθηκε μαζί μου. Κάτι που φιλοξενώ στα κύτταρά μου. Σα μνήμη. 

Σαν εγκατιαίο ρίγος.

Αυτό που μου γεννάει η παρουσία του είναι φοβερό και ανείπωτο.

Κατά κάποιο τρόπο με οδηγεί στο να σκοτώσω…

Κανείς δεν με αναζητά μέσα στη νύχτα… τα σπλάχνα της σελήνης μείχτηκαν με τα δικά μου αξεχώριστα… κι ο πόθος της νύχτας κορμίστηκε με το δικό μου…

Τον ακούω να πλησιάζει… η ανάσα του έγινε η νυχτερινή δροσιά που σφυρίζει στ’αυτιά μου… ανάσα ήρεμη και σταθερή… καμιά αγωνία… καμιά βιάση… έχει έρθει για μένα… και ξέρω πως θέλει να μου μιλήσει… θέλει να μου μιλήσει για το στερέωμα της μεγάλης φωτιάς… για τον ουρανό της πύρινης θέλησης… για τα αστέρια της ασύνορης νύχτας… για το ένα που κοχλάζει στα ερείπια της λήθης…

για όλα όσα εικονίστηκαν και ξανάγιναν στάχτη…

για όλα όσα τραγουδήθηκαν κι έγιναν πάλι γόος και κλαυθμός…

για όλα όσα προδόθηκαν πριν γεννηθούν…

για όλα όσα νεκρώθηκαν στη μήτρα του χρόνου…


Στο ένα μου βλέφαρο στέκεται η νύχτα ακροπατώντας…

Στο δεξί μου χέρι το στιλέτο…

Το αίμα του συριχτό και αφρίζον πετιέται από τις τουμπανιασμένες φλέβες του… μια μαύρη λίμνη απλώνεται αργά γύρω απ’το χοντρό κορμί και ποτίζει την αυγή… αχνίζει ακόμα καθώς το γεύομαι…

αχνίζει σπηλαιώδεις ορμές, αβύσσου όνειρα και βρυαρούς φόνους...

αφρίζει στόματα μαινάδων που ξεκοίλιασαν βλάσφημους και ιδρώτα ερωτικής σμίξης παρθένων ιερειών άγνωστων, πρόστυχων θεαινών…

αφρίζει λυγρές συλλαβές ρυπαρών ηδονών και λιμναίων πόθων από αιχμάλωτες σκέψεις αιώνων…


Ντύνομαι το αίθοπο αίμα σου…

Πλένομαι στο λιπαρό αίμα σου…

Κοινωνώ το ανίερο αίμα σου…

εύκρατος αλκυώνειος
θάνατος

και μεταμορφώνομαι…

Παρασκευή, Οκτωβρίου 10, 2025

Αγαπάμε μόνο ό,τι μάς μιλάει την αλήθεια...



Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου έλεγε.

«Δω μέσα είναι Αντώνη. Δω μέσα…»

Με το ροζιασμένο, 85χρονο χέρι του μου έδειχνε κάπου. Κοιτούσε το παλιό του κομοδίνο, δική του δουλειά, όμορφη, μερακλίδικη, από το γάμο του κιόλας, αμέτρητα χρόνια πριν. Όμως το έπιπλο ήταν βαρύ, γερό και με μια έννοια αθάνατο, όπως οι μνήμες του.

Κι ύστερα μου έδειξε προς το μέρος της καρδιάς του.

«Δω μέσα είναι… η Δέσποινα…»

Το όνομα της γυναίκας του, της συντρόφου του για τόσες δεκαετίες, το ψιθύρισε, κρυφά, συνωμοτικά σχεδόν… και με μια ιεροπρέπεια που με έκανε να ανατριχιάσω. Πρώτη φορά ένιωσα αυτό το ρίγος ακούγοντας το όνομα της γιαγιάς. Της γιαγιάς που είχε χαθεί πριν αρκετά χρόνια και που για μένα ήταν μια τρυφερή ανάμνηση παιδικών χρόνων αλλά για κείνον, κάθε τέτοια εποχή, κάθε μέρα τελικά, ήταν μια πληγή ανοιχτή που αιμορραγούσε… Αιμορραγούσε χρόνο και μοναξιά…

Και πρώτη φορά ο παππούς, σε μια απίστευτη κίνηση εξωστρέφειας και εκδήλωσης των συναισθημάτων του γύρισε και με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Ήταν δακρυσμένος. Κι είχε ένα παράξενο χαμόγελο που δεν μπόρεσα να ξεχάσω ποτέ. Το χαμόγελο της βαθιάς επίγνωσης του τέλους. Έτρεμε ολόκληρος και μπορεί να ήταν γερός σαν ταύρος ακόμα και στα 85 του, όμως εκείνη τη στιγμή ήθελε απλά ένα φύσημα για να καταρρεύσει.

Τι έκρυβε όμως μέσα στα συρτάρια αυτού του κομοδίνου;

Δω μέσα είναι…

Θυμάμαι πως έφυγα εκείνο το απόγευμα από το σπίτι του με πολύ περίεργα συναισθήματα. Συγκινημένος, συγκλονισμένος, σιωπηλός. Η εικόνα του περισσότερο με είχε ταράξει και με είχε χαράξει βαθιά. Μόνος, καθισμένος στο διπλό κρεβάτι να ακουμπάει με σιωπηλή λατρεία το κομοδίνο, χαμένος πια, απομακρυσμένος… δεν με κατάλαβε που έφυγα, ότι του είπα ‘χρόνια πολλά παππού’, ότι είχε έρθει κιόλας η θεία μου να τον δει γιατί τον τελευταίο καιρό η άνοια είχε επιδεινωθεί… ο παππούς ξεχνούσε τα ασήμαντα και θυμόταν μονάχα τα σημαντικά… αρνιόταν πια σαν μικρό παιδί να υπακούει στα της καθημερινότητας αλλά του άρεσε να παίρνει τον ηλεκτρικό για Κηφισιά και να γυρνάει πίσω απολαμβάνοντας την διαδρομή. Ώσπου, προς το τέλος, δεν μπορούσε να θυμηθεί πια το πώς να πάει και να έρθει από το σταθμό και αιχμαλωτίστηκε στην ‘ασφάλεια’ του σπιτιού του.

Χρόνια αφού είχε ταξιδέψει κι εκείνος σ'αυτη τη διάσταση του Αχανούς που κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι, ρώτησα τη θεία μου για το κομοδίνο. Η θεία με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε στο διαμέρισμά του που ήταν ακόμα όπως το θυμόμουν. Μονάχα πιο σκοτεινό, πιο αμείλικτα άδειο. Σκέφτηκα πως οι χώροι δεν γεμίζουν ποτέ από τα έπιπλα, μονάχα από τους ζωντανούς οργανισμούς.

Έβγαλε ένα κλειδάκι από τον κόρφο της – κάτι που πολύ αργότερα σκέφτηκα πόσο παράξενο ήταν – και ξεκλείδωσε το ντουλαπάκι του κομοδίνου. Από μέσα έβγαλε ήρεμα και προσεκτικά ένα παμπάλαιο κουτί. 

Φωτογραφίες, παλιά σημειώματα, τέτοια πράγματα, σκέφτηκα.

Το κουτί περιείχε μια ξεθωριασμένη κόκκινη κορδέλα, ένα χτενάκι, ένα καθρεφτάκι. Ακόμη ένα μικρότερο κουτάκι μάλλον κάτι σαν μπιζουτιέρα.

Και μια φωτογραφία της γιαγιάς που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.

Η θεία μου λύγισε από το συγκινησιακό φορτίο και κάθισε στο κρεβάτι που κοιμόταν ο πατέρας της για τόσα χρόνια. 

Δεν είχα άλλο να πω κι ετοιμάστηκα να φύγω. Η θεία με κράτησε από το χέρι σφιχτά. Μου έδωσε τη φωτογραφία της γιαγιάς. Κοίταξα το πρόσωπο καλά. Μια νέα, όμορφη, περήφανη γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα. Το βλέμμα της έδειχνε πως ήξερε καλά ποιους ορίζοντες ανίχνευε και το ήρεμο μειδίαμά της δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Ήταν όπως τη θυμόμουν κι εγώ. Αυστηρή και γλυκιά μαζί. Απρόβλεπτη αλλά και απέραντα γενναιόδωρη. Ο παππούς που ήταν ένας συμπαγής βράχος σε ολόκληρη τη ζωή του, μπροστά της έλιωνε και ήταν σχεδόν αθωράκιστος, ανυπεράσπιστος. Και δεν της είχε χαλάσει ποτέ χατίρι.

«Είναι μόλις είκοσι χρόνων εκεί», μου είπε η θεία κομπιάζοντας. «Διάβασε πίσω», είπε και γύρισα την παλιά φωτογραφία.

Εδώ μέσα Γιάννη είναι όλα. Κι εσύ κι εγώ. Να ακούς και να προσέχεις. Γιατί αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια. Σε φιλώ.

Τι περίεργα λόγια… για μια γυναίκα εκείνης της εποχής, για μια απλή γυναίκα…

Η θεία μου πήρε τη φωτογραφία και την έκλεισε ξανά στο κουτάκι και αυτό ξανά στο κομοδίνο.

Η ιεροτελεστία είχε τελειώσει. Ξαναγυρίσαμε στους συνηθισμένους εαυτούς μας.

Μετά από το ράπισμα της αλήθειας του βιώματος, απαιτείται η εξισορρόπηση από ένα ρηχό, ασήμαντο γεγονός. Μια ανάλαφρη κινηματογραφική ταινία, λίγη κουβεντούλα, μια ήρεμη βόλτα ίσως.

Όμως εγώ γύρισα σπίτι και άρχισα κάτι να γράφω…




Nocturne