Τρίτη, Ιουλίου 19, 2022

Τραγουδώντας


Prayer  Beppe02

 

Έτσι λοιπόν…

όλα μου τα πήρες

με αφάνισες

και τώρα με διδάσκεις

τάχα

μέσα απ’τη σιωπή

 

κι όμως

δεν ενδίδω

σκύβω για λίγο

το κεφάλι

να περάσει άλλη μια θύελλα

κρύβομαι καλά

μετράω αντίστροφα

κι επιστρέφω λίγο λίγο

σε όσα άφησα στη μέση

 

ναι

μου τα πήρες όλα

με απογύμνωσες

και τώρα

τάχα

με διδάσκεις

μέσα απ’το αυτεξούσιο

της ερημίας

και το αυτοδικαίωτο

του ανέλπιδου

 

όμως ξέρω καλά

όλες τις λέξεις

κι όλες τις φράσεις

που περιέχουν την αγάπη

αυτές δεν μπορείς να μου τις κλέψεις

 

τις ψιθυρίζω

μυστικά

σαν προσευχή

και κάθε βράδυ

περιμένω

 

κάθε βράδυ

 

κάποτε θα έλθεις

περιμένω

 

τραγουδώντας…

 

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν...

 

«…Μια φορά, μάς λέει ο Πλούταρχος, ήρθαν στους Δελφούς άνθρωποι από τα ξένα για να ρωτήσουν το Μαντείο. Έγινε η προκαταρκτική δοκιμή με την αίγα που θα έδειχνε αν η μέρα ήταν ευοίωνη για να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αλλά το ζώο δεν αναρρίγησε όταν το ράντισαν με κρύο νερό. Δεν ήταν καλό το σημείο. Ωστόσο οι ξένοι πρέπει να ήταν σπουδαίοι και, για να τους ευχαριστήσουν, οι ιερείς ξεπέρασαν το μέτρο της φιλοτιμίας. Ώσπου το ζώο ολωσδιόλου μουσκεμένο έδωσε κάτι σημάδια ρίγους. Τότε η Πυθία κατέβηκε στο ιερό του ναού ‘άκουσα και απρόθυμος’. Μόλις έδωσε τις πρώτες αποκρίσεις, συνεχίζει ο Πλούταρχος, η αγριάδα της φωνής της φανέρωσε πως ήταν συνεπαρμένη από ένα άλαλο και κακό πνεύμα. Έμοιαζε σαν ανεμόδαρτο καράβι –‘δίκην νεώς επειγομένης’. Τέλος, ολωσδιόλου έξαλλη, με φοβερές κραυγές τινάχτηκε στην έξοδο. Ο προφήτης Νίκανδρος, οι ιερείς, οι ξένοι έφυγαν τρομαγμένοι. Γύρισαν σε λίγο και πήραν την Πυθία αλλόφρενη ακόμα. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα.

Το επεισόδιο, καθώς μάς λένε, πρέπει να το θεωρήσει κανείς αυθεντικό. Έγινε στα χρόνια του Πλουτάρχου και ο αυτόπτης προφήτης Νίκανδρος ήταν φίλος του. Μάς δείχνει πως το λειτούργημα της Πυθίας ήταν ζωντανό ακόμα σ’εκείνον τον 1ο αιώνα. Μας κάνει ακόμη να γυρίσουμε στο αιώνιο ερώτημα που όλοι, όσοι έχουν στοχαστεί τον τόσο σημαντικό ρόλο –θρησκευτικό, πολιτικό, ιδιωτικό- που έπαιξε το Μαντείο στην αρχαία ελληνική ζωή, έχουν θέσει στον εαυτό τους: αν όλες αυτές οι μαντείες και οι χρησμοί ήταν σκηνοθεσίες και απάτες πανούργων ιερέων ή μήπως υπήρχε μια ειλικρίνεια στο βάθος αυτών των πραγμάτων, κάτι που ξεπερνά τη συνηθισμένη λογική μας.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου θα μας έκανε να συλλογιστούμε πως δεν είναι πολύ πιθανό ο συγκλονισμός μιας γυναίκας, που καταλήγει στο θάνατο, να είναι απλή ηθοποιία. Φυσικά υπήρχαν οι ιερείς που ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας –πόσο έναρθρα, κανείς δεν το ξέρει- και τα παράδιναν ταχτοποιημένα σε εξάμετρα, τρίμετρα, ή πρόζα στους πιστούς. Ήταν, δεν υπάρχει αμφιβολία, καιροσκόποι, ευλύγιστοι, επιφυλακτικοί, μαστόροι της αμφιλογίας. Αλλά, όπως και στα χρόνια μας, άλλο πράγμα είναι να κοιτάζεις κάτι τέτοιες υποθέσεις της ψυχής από την πλευρά του Θεού και άλλο από την πλευρά των υπηρετών του.

Είπαν ότι το φαινόμενο της Πυθίας θα έπρεπε να το συμπεριλάβουμε στα φαινόμενα του πράγματος που λέμε σήμερα πνευματισμό. Ίσως. Τότε όμως το λιγότερο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η Πυθία μοιάζει με ένα σύγχρονο μέντιουμ όσο ο Ηνίοχος με ένα σύγχρονο άγαλμα μέσης τέχνης. Ας πούμε του Jacob Epstein. Αυτό κάνει τη διαφορά. Με αυτά θέλω να πω ότι έχει απομείνει στο άδυτο του Απόλλωνα ένα μυστήριο που μας υπερβαίνει, όπως και στην τέχνη του Ηνιόχου. Δεν ξέρω. Εκείνο όμως που μπορεί να στοχαστεί κανείς με περισσότερη ενάργεια, είναι ότι αν το Μαντείο παρακίνησε πραγματικά τη σκέψη του Σωκράτη, με τον τρόπο που μας διδάσκει ο Πλάτων στην Απολογία, η συμβολή του στην ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης θα ήταν τόση που θα άξιζε τον κόπο να είχε ιδρυθεί μόνο γι’αυτό.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου συμπίπτει περίπου με το γεγονός που τερματίζει τον κόσμο των ειδώλων. Έπειτα το Μαντείο του Απόλλωνα στεγνώνει σιγά – σιγά με μικρές σπιθοβολές και σβήνει κουρασμένο. Κάποτε ψιθυρίζει φράσεις που θυμίζουν το ‘Αποθανείν θέλω’ της Σίβυλας εκείνης που λέει ο Πετρώνιος. Τριακόσια τόσα χρόνια ακόμη μέσα στις ρυτίδες και τις τυπικές χειρονομίες του ιερατείου, που επαναλαμβάνουν, δεν δημιουργούν. Η μέριμνα που μοιάζει να το απασχολεί ακόμη, είναι μήπως σταματήσει η παλιά συνήθεια της αποστολής δώρων στον Απόλλωνα. Έτσι, ως την ακροτελεύτια απόκριση του Μαντείου στον τραγικό Ιουλιανό:

Είπατε τω βασιλήι, χαμαί πέσε δαίδαλο αυλά.

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφναν,

Ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.

Κι όμως, μολονότι το Μαντείο μοιάζει σα να γράφει μόνο του την τελευταία σελίδα της ιστορίας του, και να κατεβαίνει αυτόβουλα στον τάφο, οι θεωρητικοί της νέας θρησκείας βρήκαν πως άξιζε τον κόπο να ξοδέψουν αρκετή σκέψη και μελάνι για να το πολεμήσουν. Και το περίεργο είναι ότι δεν καταπιάνονται να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιες χρησμοδοσίες είναι έργα τσαρλατάνων. Αναγνωρίζουν τη μαντική δύναμη των Δελφών, όμως γι’αυτούς αυτά τα πράγματα είναι έργα του Σατανά και των δυνάμεων του σκότους. Και ο Απόλλων μεταμορφωμένος διάβολος.

Εδώ, στη Φωκίδα, πέρα στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, ένας ψηφιδωτός Παντοκράτωρ, πάνω από το ανώφλι της δυτικής θύρας, δείχνει την επιγραφή: ‘Εγώ ειμί τα φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τω σκότει’. Η φύση αποστρέφεται τα κενά».

Δελφοί – Αμοργός, Αύγουστος 1961

 

 

Γ. Σεφέρης , Δελφοί

[Δοκιμές, β’ τόμος, 1948-1971, Ίκαρος, Αθήνα]

Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2022

να είσαι ακόμα κι όταν δεν υπάρχεις…

 

ἐτεῇ δ’ οὐδὲν ἴδμεν. ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀλήθεια
Δημόκριτος


Π
ερπατήσανε αρκετή ώρα κάτω από τον μελαγχολικό, φθινοπωριάτικο ήλιο του απογεύματος. Η δροσιά γινόταν ψύχρα. Αναζήτησαν ένα ήσυχο καφέ για να μπορέσουν να ανταλλάξουν κάποιες σκέψεις. Δεν άργησαν να βρουν ένα και να καθίσουν κάπου απόμερα. Ο κόσμος λιγοστός τούτη την ώρα.
«Όμορφα είναι εδώ», είπε ο νεότερος απ’τους δυο που ανυπομονούσε να εκθέσει στον πρεσβύτερο κάποιες σκέψεις, κάποιους προβληματισμούς του.
«Ναι… πράγματι είναι ιδανικά… εδώ μπορούμε να απολαύσουμε ένα ζεστό καφεδάκι και να συζητήσουμε»
Ήρθαν δυο αχνιστές κούπες με καφέ. Έμειναν ικανοποιημένοι κι από τη μυρωδιά και από τη γεύση.
«Θέλω να συζητήσουμε ένα θέμα που με απασχολεί έντονα τελευταία καθώς μελετώ κείμενα ψυχολογίας αλλά και αποσπάσματα από αρχαίους φιλοσόφους. Κάνω μια εργασία σχετικά με τη σχέση αυτών των δυο», άνοιξε τη συζήτηση ο νεαρός.
«Ενδιαφέρον το θέμα. Και αρκετά δύσκολο»
«Ναι… πολύ… Όμως αυτή η εργασία είναι η αφορμή… μέσα από τις αναζητήσεις μου σε κείμενα και βιβλία, γεννήθηκαν άλλα ερωτήματα… ας πούμε πιο βαθιά… έχουμε κάνεις συζητήσεις και παλιότερα…»
«Ωραία λοιπόν, σε ακούω»
«Να… ένα βασικό μου ερώτημα είναι… πώς γίνεται… ή μάλλον, γιατί είναι τόσο δύσκολο να κατανοηθεί ο εαυτός; Θέλω να πω, γιατί γεννώνται οι αμφιβολίες; Παίρνουμε μιαν απόφαση να κάνουμε εκείνο ή το άλλο… γιατί μετά την αμφισβητούμε; Αφού πήραμε την απόφαση, ποιος την αντιμάχεται; Ποιος τη σαμποτάρει; Γιατί δεν είμαστε… πώς να το θέσω…»
«Ενιαίοι;»
«Ναι… αυτό… γιατί δεν έχουμε έναν φορέα που να σκέφτεται, να δρα και να τελειώνουμε εκεί… διαρκώς αμφιβάλλουμε, διαρκώς… ζοριζόμαστε, ας το πω έτσι απλά… Γράφουμε κάτι και το διορθώνουμε… ξανά και ξανά… λέμε κάτι και μετά σκεφτόμαστε ‘δεν έπρεπε να το πω αυτό’ ή ‘έπρεπε να το διατυπώσω διαφορετικά’…»
«Μάλιστα»
«Σου φαίνεται ανόητο ή σαχλό το θέμα που με απασχολεί;»
«Να, μόλις το ξανάκανες»
«Ποιο;»
«Αυτό που είναι ο πυρήνας του ερωτήματός σου… έθεσες το θέμα και αμέσως μετά το υπονόμευσες… εσύ, όχι εγώ. Εγώ δεν μίλησα, δεν σχολίασα… ένα μέρος του εαυτού σου το έχει υπονομεύσει εξ αρχής… το μεγαλύτερο μέρος προβληματίζεται έντονα… υπάρχει όμως και μια ισχυρή αντιπολίτευση…»
«Ναι… με συγχωρείς που μίλησα έτσι πριν… είμαι κάπως άγαρμπος στις εκφράσεις μου…»
«Και φιλύποπτος… έκανες μια προβολή πάνω μου δικών σου σκέψεων… αλλά ας μην μείνουμε σ’αυτό… ας πάμε στην ουσία…»
«Ναι… σ’ευχαριστώ…»
«Το βασικό θέμα θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: Γιατί είμαστε πολλοί και όχι ένας;»
«Ναι, σωστά»
«Το ερώτημα είναι απολύτως πρακτικό από μια άλλη άποψη. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε… ένας φορέας μας είναι αφοσιωμένος στη συζήτηση… ταυτόχρονα περνούν και κάποιες άλλες σκέψεις… τι θα κάνω μετά;, τι φαγητό έχω στο σπίτι;, τι θα κάνω με τα χρήματα που μου τελειώνουν;… χίλιες δυο σκέψεις… ταυτόχρονα, το σώμα επίσης σκέφτεται…»
«Ναι… αυτό είναι επίσης τρελό… υφίσταται όμως πράγματι και βιολογική σκέψη;»
«Έτσι λέγεται… Μάλιστα υπάρχει και η γνωστή παραλλαγή της Καρτεσιανής ρήσης ‘σκέφτομαι άρα υπάρχω’… ‘είμαι αντικείμενο σκέψης άρα υπάρχω’»
«Αρκετά δυσνόητο»
«Γιατί τελικά το σώμα δεν είναι μόνον αντικείμενο στοχασμού… είναι και υποκείμενο… αυτό όμως ξέρεις, έχουμε βάσιμες υποψίες ότι το είχαν αντιληφθεί πρώτοι οι Λακεδαίμονες!»
«Αλήθεια;»
«Ναι… υπάρχει μια άποψη που λέει πως οι Σπαρτιάτες εστίαζαν όλη τους την Αγωγή στην καθυπόταξη όχι του ψυχικού αλλά του βιολογικού φόβου… Για να στο πω αλλιώς, αυτό που φοβάται στη μάχη δεν είναι η αθάνατη ψυχή αλλά το θνητό σώμα… η ψυχή τι να φοβάται αφού είναι αθάνατη; Αντί λοιπόν να εκπαιδεύσεις κάποιον ψυχολογικά, τον κάνεις ατρόμητο σωματικά… δια της αγωγής… πάει να πει με πολλές ταλαιπωρίες βέβαια, στερήσεις… μια στρατιωτική ασκητική, αν μπορώ να την ονομάσω έτσι…»
«Ενδιαφέρον! Αυτό παραλληλίζεται με τη χριστιανική ασκητική;»
«Πρόσεξε… οι παραλληλισμοί, να ξέρεις πάντα, είναι οι παγίδες όχι του θηράματος αλλά του θηρευτή»
Ο νεαρός χαμογέλασε.
«Δηλαδή;»
«Μην ενδίδεις στους παραλληλισμούς επειδή αναφύονται ή αναδύονται από τη γνωσιακή σου βιβλιοθήκη παρά μονάχα αφού τους περάσεις από την ιερά εξέταση της κρίσης… αλλιώς κινδυνεύεις να πέσεις σε μεγάλες πλάνες… κατ’αρχάς, εδώ ξεκινάμε να οικοδομήσουμε σε έδαφος υδαρές… δεν ξέρουμε αν όντως ισχύει αυτό που είπαμε για τη Σπαρτιατική Αγωγή… είναι μια εικασία… ενδιαφέρουσα και γοητευτική αλλά εικασία… εσύ τώρα πάς να ρίξεις και όροφο πάνω από το ισόγειο που ήδη δεν έχει βαθιά θεμέλια…»
«Ναι… νιώθω τι μου λες… όμως, εκεί με πήγε ο συνειρμός»
«Ακριβώς, εκεί οδηγήθηκες συνειρμικά αλλά όχι συναφειακά. Διακρίνεις τη διαφορά;»
«Χμμμ… κάθε φορά μαζί σου από αλλού ξεκινάμε και αλλού πάμε…»
«Γι αυτό και δεν βαριόμαστε… απάντησε στο ερώτημα, μην αγνοείς τα ερωτήματα…»
«Ναι, συγνώμη… δεν ξέρω αν… όχι, δεν είμαι βέβαιος για τη διαφορά…»
«Ο συνειρμός –που τον μάθαμε όλοι οι ‘μοδέρνοι’ από τους περίφημους ‘ελεύθερους συνειρμούς’ -free associations- του Σιγιμούνδου…»
«Φρόυντ;»
«Ναι… ο συνειρμός λοιπόν τι είναι; Είπα τη λέξη ασκητική και ο νους τσίμπησε… τι είναι συνδεδεμένο με την λέξη αυτή ως περιεχόμενο, βίωμα, κλπ;»
«Οι μοναχοί»
«Και μάλιστα οι χριστιανοί μοναχοί… έτσι κάνω μια συνειρμική διασύνδεση της Σπάρτης με τον Χριστιανικό μοναχισμό… μπορεί να έχω πέσει μέσα μπορεί όμως και να έχω κάνει τη γκάφα του αιώνος… ειδικά σε εργασία… κατάλαβες;»
«Ναι… ενώ συναφειακά;»
«Εκεί έχουμε... contextual διασύνδεση που θα έλεγαν και στο… χωριό μου, θεματική και ουσιαστική. Οπότε, πρώτο δίδαγμα του απογεύματος νεαρέ… επιδόσου στον έκλυτο βίο των συνειρμών όσο θέλεις… οι ηδονές αφθονούν… πρόσεξε τι θα γράψεις όμως, αν πρόκειται για εργασία επιστημονική βέβαια ή τέλος πάντων ένα κείμενο που θα εξεταστεί και θα κριθεί για τη στερεότητα των συλλογισμών του»
«Σ’ ευχαριστώ… το πρώτο μάθημα ήταν ήδη πολύτιμο…»
«Τριάντα ευρώ…»
«Πώς!»
«Εδώ δεν ισχύει το δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε…»
«Μα, δεν έχω πάνω μου τριάντα ευρώ δάσκαλε… ένας φτωχός φοιτητής είμαι»
«Ένας τσέλα… εντάξει…»
«Τσέλα; Τι είναι πάλι τούτο;»
«Και είσαι απένταρος και θέλεις να τα μαθαίνεις όλα… άστο για άλλο μάθημα αυτό…»
«Να το σημειώσω να το γκουγκλάρω τουλάχιστον;»
«Εντάξει…»
«Ευχαριστώ. Να πάμε όμως στο αρχικό μου θέμα;»
«Ας πιούμε μια γουλιά καφέ πρώτα… Ποιο ήταν το αρχικό θέμα;»
«Το ξέχασες;»
«Όχι βέβαια… εσένα ρωτάω όμως… επανατοποθέτησέ το…»
«Ναι… α, θυμήθηκα τη δική σου φράση… είμαστε πολλοί και όχι ένας…»
«Ακριβώς…»
«Και λέγαμε ότι και τώρα, αυτή τη στιγμή, ο εαυτός… μάλλον, ο οργανισμός, κάνει παράλληλα πολλές λειτουργίες… σε πρώτο επίπεδο συζητάμε, σε άλλο επίπεδο σκεφτόμαστε πολλά άσχετα και το σώμα έχει τις δικές του ανάγκες…»
«Και όχι μόνον αυτό… το σώμα μου επίσης σκέφτεται… αλλά μην μπούμε σε αυτό το πεδίο, είναι απέραντο… το ερώτημα είναι, γιατί υπάρχει αυτή η πολυδιάσπαση; Αυτός ο τεμαχισμός; Αυτός ο κερματισμός; Αν ήμουν ενιαίος δεν θα είχα αμφιβολίες όταν θα έπαιρνα μια απόφαση… π.χ. ας δώσουμε ένα παράδειγμα που μας το προσφέρουν οι ψυχαναλυτές…»
«Α, ωραία…»
«Παίρνει μια κοπέλα απόφαση να παντρευτεί… είναι μια απόφαση σοβαρή… θέλει να παντρευτεί… έτσι τουλάχιστον διαλαλεί παντού… και δεν εμφανίζεται στην εκκλησία… την ημέρα του γάμου της εμφανίζει μια άρνηση και είναι τόσο καθηλωτική αυτή η άρνηση που την ακινητοποιεί… ενώ έχει πάρει την απόφαση, έχει δεσμευτεί, τελικά την ημέρα του γάμου δεν εμφανίζεται στο γάμο της και, φυσικά, όσα επακολουθούν είναι εύκολο να τα φανταστεί κανείς…»
«Χαμός!»
«Η γυναίκα αυτή εισέρχεται στην ψυχοθεραπεία και εκεί αποκαλύπτεται πως το θέμα της δεν είναι απλό. Δεν πρόκειται για μια μη σοβαρή προσωπικότητα, μια επιφανειακή και ρηχή προσωπικότητα. Απλώς, έχουμε το γνωστό φαινόμενο της εσωτερικής ρήξης… ή σύγκρουσης των διεστώτων για να θυμηθώ μια παλαιική έκφραση… στην ουσία δηλαδή έχουμε, λένε οι αναλυτές, ένα σχίσμα… δυο εαυτούς… ο ένας πολύ σοβαρά και υπεύθυνα αποφασίζει το γάμο, ο άλλος τρέμει τη δέσμευση και την ευθύνη του γάμου…»
«Ναι…»
«Έχουμε έναν διχασμένο άνθρωπο εδώ; Προφανώς… όχι με την ψυχοπαθολογική έννοια του όρου… είναι κάτι πολύ συνηθισμένο… ίσως όχι να μην εμφανίζονται οι νύφες στις εκκλησίες αλλά να εμφανίζονται οπωσδήποτε διχασμένες με αποτέλεσμα, ένα χρόνο μετά… το διαζύγιο…»
«Άρα η μη εμφάνιση της νύφης, από μια άποψη, είναι και μια έντιμη στάση…»
«Βεβαίως… αλλά φυσικά ο γαμβρός δεν μπορεί, με το δίκιο του να κάνει αυτή την ανάλυση εκείνη τη στιγμή αφού έχει γίνει ρεντίκολο σε πεθερικά, φίλους, γνωστούς, αδέλφια και ξαδέλφια…»
«Μα, μπορούμε να μην πάμε διχασμένοι στο γάμο μας;»
«Εξαιρετικό ερώτημα… μόλις πήρες τα τριάντα ευρώ σου πίσω…»
«Α, ωραία…»
«Μπορούμε να μην είμαστε διχασμένοι λοιπόν; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Όχι!»
«Όχι ε;»
«Δυστυχώς… ή ευτυχώς… Ένα άλλο παράδειγμα που μας προσφέρει η ψυχαναλυτική εργογραφία απαντάει σε αυτό… έμμεσα μεν αλλά απαντάει…»
«Ναι…»
«Κάποιος πολύ γνωστός ψυχαναλυτής έλεγε πως η μητέρα του αργούσε πάντοτε στα ραντεβού της μαζί του. Ενώ ήταν ακριβέστατη σε όλα της τα ραντεβού με άλλους, όταν έπρεπε να έρθει να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο, επί παραδείγματι, όταν επέστρεφε από τη σχολή του στο σπίτι του, πάντοτε αργούσε…»
«Και η εξήγηση;»
«Η ερμηνεία του ψυχαναλυτή ήταν πως η μητέρα του έτσι εξέφραζε το θυμό της απέναντί του»
«Πώς!;»
«Όταν είμαι θυμωμένος για κάποιον λόγο ή λόγους μαζί σου και δεν τους εκδηλώνω, φροντίζω να σε ‘τιμωρώ’ έμμεσα»
«Α, χα… μάλιστα»
«Δηλαδή, ενώ μου είσαι πράγματι αγαπητός και επ’αυτού δεν χωρεί καμιά αμφιβολία, ταυτόχρονα σου είμαι και θυμωμένος… γιατί; Γιατί μας παράτησες και πήγες να σπουδάσεις σε μια άλλη πόλη… μας λείπεις… αναγνωρίζω ως γονιός ότι είναι παράλογο να σού είμαι θυμωμένος επειδή λείπεις για σπουδές αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι είμαι θυμωμένος… πώς σε τιμωρώ λοιπόν;»
«Με το να σε στήνω μια ώρα στο αεροδρόμιο!»
«Έτσι… τέτοιου τύπου εσωτερικές εναντιοδρομίες έχουμε πολλές… ταυτόχρονα συμβαίνουν και έχουν ισχύ… ταυτόχρονα… δεν τελειώνει η μια και αρχίζει η άλλη… αντιπαλεύουν…»
«Που σημαίνει ότι αν μου περάσει ο θυμός, θα έρχομαι στην ώρα μου»
«Φυσικά…»
«Ωραίο… όμως…»
«Τι σχέση έχει με το θέμα μας;»
«Ναι… δηλαδή βλέπω μια σχέση δάσκαλε αλλά…»
«Το ερώτημά σου, η διερώτησή σου μάλλον είναι γιατί δεν είμαστε ένας φορέας;… ένας να αποφασίζει, ένας να εκτελεί… δηλαδή, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ένα πράγμα…»
«Βασικά και δικαστική»
«Α, και οι τρεις εξουσίες σε έναν φορέα»
«Ναι… κάπως σαν τον Δικαστή Ντρεντ… ξέρεις… το κόμικ…»
«Θυμάμαι μια ταινία του Σταλόνε… συνελάμβανε τον κακοποιό και επιτόπου τον δίκαζε και εκτελούσε και την απόφαση… αυτό είναι;»
«Ναι, μπράβο!»
«Τρία πουλάκια κάθονταν, μπράβο! Πάλι στην υποκουλτούρα με έσυρες…»
«Μα, την έχεις δει την ταινία!»
«Σωστά, το δίκιο σου βουνό, που λέει κι ένας φίλος… μόλις κέρδισες τριάντα ευρώ…»
«Από -30 έπιασα τα +30… τέλεια…»
«Αν τα δεις ποτέ…»
«Πάντως, ομολογώ, πάντα περνάω ωραία μαζί σου δάσκαλε…»
«Έτσι ε; Αυτό χρήζει εξέτασης… αλλά το εκλαμβάνω ως φιλοφρόνηση και προχωράμε…»
«Μμμ… Βγαίνει ένα μελαγχολικό συμπέρασμα δάσκαλε…»
«Ποιο είναι αυτό;»
«Ότι είμαστε πολύπλοκοι τόσο που κάνουμε ένα βήμα μπρος…»
«Και δύο πίσω…»
«Ναι… κάπως έτσι…»
«Δεν μπορώ να μην συμφωνήσω μαζί σου στο μελαγχολικό σου συμπέρασμα… από την άλλη… ο άνθρωπος έχει, όπως καλά ξέρεις, πάρα πολλούς προστατευτικούς μηχανισμούς… η ίδια η ζωή, από την πρώτη στιγμή είναι κίνδυνος… μια διαρκής έκθεση σε ένα συνεχές μακελειό… αναρίθμητες απειλές από παντού… η ίδια η οικογένεια αποτελεί εν δυνάμει απειλητικό περιβάλλον… τα πρώτα τραύματα εκεί δεν γεννιώνται;»
«Ναι, σωστά…»
«Στην ουσία μπορούμε να πούμε, με τον κίνδυνο της διολίσθησης στην αμπελοφιλοσοφία, πως ο άνθρωπος σε όλο του το βίο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αμύνεται και συνεπώς οφείλει να εκπαιδευτεί στο να το κάνει αποτελεσματικά αυτό… όλα του επιτίθενται… ακόμη και η αγάπη, ακόμη και η στοργή ή ο έρωτας μπορούν να μεταγραφούν ως επιθέσεις που απειλούν τη συμπάγειά του, την ακεραιότητά του, το ‘αρηγμάτωτο’ του εγώ του… φυσικά, ο άνθρωπος πεθαίνει χωρίς όλα τούτα… όμως κι αυτά τον σκοτώνουν αλλά με άλλο τρόπο… η εύρεση της ισορροπίας αποτελούσε ανέκαθεν για τους φιλοσόφους ένα ζητούμενο… μάλλον κάτι άπιαστο… οι περισσότεροι μεγάλοι στοχαστές τι ήταν; Μονήρεις άνθρωποι, απομονωμένοι, μελαγχολικοί και καταθλιπτικοί διανοητές… ήξεραν ότι η τριβή με τους άλλους, ο συγχρωτισμός, η σχέση, η διύπαρξη είναι και ευλογία και θάνατος… εν δυνάμει απειλές… οι περισσότεροι διάλεξαν τη μόνωση όχι γιατί ήταν ‘γρουσούζηδες’ και ‘παλιάνθρωποι’, αντικοινωνικοί και τα σχετικά… αν και κάποιοι ίσως να ήταν… διάλεξαν τη μόνωση ως προστασία από το να τους καταπιεί όλο αυτό που είναι η ζωή, η δράση, η σχέση… κάθε είδους σχέση είναι μια φοβερή δοκιμασία για έναν εκλεπτυσμένο νου με πρωτόγονα συναισθήματα… τα συναισθήματα, αυτό τον αρχαίο κόσμο τον έτρεμαν οι φιλόσοφοι, ανέκαθεν… φλυαρώ όμως…»
«Και καλά κάνεις δάσκαλε… μου αρέσουν όσα ακούω»
«Ρώτησες στην αρχή… γιατί είναι τόσο δύσκολο να κατανοηθεί ο άνθρωπος… ή κάτι τέτοιο…»
«Ναι…»
«Το πιο φοβερό είναι το επόμενο στάδιο…»
«Δηλαδή;»
«Τι κάνεις όταν έχεις κατανοήσει… τι κάνεις μ’αυτή τη γνώση… τι κάνεις γνωρίζοντας ότι είσαι θνητός, επί παραδείγματι… όχι θεωρητικά, ακαδημαϊκά το ξέρουμε όλοι… τι κάνεις όταν βιώσεις ως τα έγκατα του είναι σου αυτή την τρομακτική αλήθεια; Η κατανόηση κάποιων μηχανισμών είναι σχετικώς εύκολη… όχι ανώδυνη αλλά πάντως εφικτή… συμπεριφορικά τουλάχιστον μια αλλαγή προς το καλύτερο είναι εφικτή… τι γίνεται πυρηνικά όμως; Παραμένεις άγνωστος…»
«Άγνωστος ως το τέλος, όπως κάποτε είχες πει;»
«Ακριβώς… αυτή είναι μια ακόμη μελαγχολική διαπίστωση… Παραμένουμε άγνωστοι… ως το τέλος… από την άλλη, όλο τούτο είναι και μια… απελευθέρωση…»
«Δηλαδή;»
«Εφόσον δεν υπάρχει τέλος στη διαδρομή κι εφόσον δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι αυτό, μπορείς να δρας ενστιγματικά…
«Τι είναι αυτό πάλι;»
«Δηλαδή ειναιικά, με τη μέγιστη αυθορμησία που σου επιτρέπει ο εαυτός σου… μπορείς να είσαι και όπου υπάρχεις και όπου δεν υπάρχεις… να είσαι ακόμα κι αν δεν υπάρχεις…»
«Τώρα σ’έχασα…»
«Δεν με έχασες… εδώ είμαι… Να είσαι όταν υπάρχεις αλλά να είσαι ακόμα κι όταν δεν υπάρχεις… Κράτησέ τη αυτή τη φράση ως ένα κώδικα κι επίτρεψέ της να… σουλατσάρει για λίγες μέρες μέσα σου… κάποιος ή κάτι θα την σταματήσει, θα την ανιχνεύσει και θα την ξεκλειδώσει…»
«Τελειώσαμε;»
«Για σήμερα… γιατί τίποτε δεν τελειώνει… δεν το είπαμε;»

***