Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021

η τεχνουργία της αιωνιότητας…

 

Καμιά φορά λοιπόν, αρκεί μια πρόταση, μια λέξη… αυτό που χωράει και δεν χωράει, το αχώρητο… όλο τούτο το φορτίο που ξεχειλίζει απ’τη λέξη… η ‘επιστήμη’ του ποιητή, η αλχημεία του, η μαγεία του... φθαρμένες λέξεις, το ξέρω… όμως είναι φορές που τις νιώθω να βροντάνε μέσα μου όπως το αίμα στις φλέβες.

‘Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα’… πώς γράφεται άραγε τούτο; σαν σπαθιά, νομίζεις σε κόβει στα δυο… όταν είσαι ο Γέητς όμως…

Μαθαίνω το λοιπόν πως στα 42 του, σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία, ο ποιητής, γοητεύεται από τη Ραβέννα και τα βυζαντινά της, τα ψηφιδωτά της, την αύρα της. Περάσαν άλλα είκοσι σχεδόν χρόνια όμως για να τα αποτυπώσει όλα τούτα, την εμπείρωσή του στο ‘Ταξίδι στο Βυζάντιο’ που μας μετέφρασε ο Γ. Σεφέρης. Μα, τι είναι αυτό το ποίημα θα πω απλά δυο λέξεις στο τέλος. Κι ας μην το συνηθίζω αυτό. Του πρέπει.

 

Ταξίδι στο Βυζάντιο

Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός. Νέοι

Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου, πουλιά στα δέντρα,

-Τούτες οι γενεές που πεθαίνουν- στο τραγούδι τους,

Ποτάμια σμάρια οι σολομοί, θάλασσες σμάρια τα

σκουμπριά,

Το ψάρι, η σάρκα και το θήραμα, όσο βαστά το

καλοκαίρι υμνούν

Το κάθε τι που σπέρνεται, γεννιέται, και πεθαίνει.

Παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν

Του αγέραστου νου τα μνημεία.

 

II

Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα,

Κουρελιασμένο ρούχο απάνω σε μπαστούνι, εκτός

Αν η ψυχή χτυπήσει τις παλάμες της και τραγουδάει

πιο δυνατά, πιο δυνατά

Στο κάθε ξέσκισμα της θνητής φορεσιάς της,

Και δεν είναι σχολειό του τραγουδιού παρά η μελέτη

Των μνημείων της δικής της μεγαλοπρέπειας.

Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για να’ρθω

Στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου.

 

III

Σοφοί ορθωμενοι μέσα στην άγια φωτιά του Θεού

Λες στο χρυσό ψηφιδωτό ενός τοίχου

Βγείτε απ’την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο

στρόβιλο,

Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.

Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την. άρρωστη

του πόθου,

Δεμένη σ’ένα ζώο που ξεψυχά,

Δεν ξέρει τώρα τι είναι. και δεχτείτε με

Στην τεχνουργία της αιωνιότητας.

 

IV

Και μια φορά που θα’βγω από τη φύση, ποτέ μου

δε θ’αποζητήσω

Για τη σωματική μορφή μου πράγμα φυσικό,

Αλλά τέτοια μορφή που οι Γραικοί χρυσοχόι φτιάχνουν

Από σφυρήλατο χρυσάφι και μαλαματένιο σμάλτο

Για να κρατήσουν ένα νυσταλέον Αυτοκράτορα ξυπνό.

Ή στήνουν σε χρυσό κλωνάρι για να τραγουδά

Στους άρχοντες και στις αρχόντισσες του Βυζαντίου

Τα που περάσαν, ή που περνάν, ή που θα’ρθουν.

 

William Butler Yeats

Μετ: Γ. Σεφέρης

Αντιγραφές, Ίκαρος, Αθήνα 1978

 

Μα, δεν είναι τούτη η ‘τεχνουργία της αιωνιότητας’ που σου κλέβει την καρδιά; Λοιπόν, το ποίημα καθώς διαβάζω δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή The Tower, 1928, πρώτη μεγάλη ποιητική συλλογή του Γέητς μετά το Νόμπελ το ’23.

Ό,τι κι αν μου πει κανείς, εγώ βλέπω βέβαια ‘την υπεροχή της Τέχνης που είναι αθάνατη έναντι της Φύσης που είναι θνητή’ μα περισσότερο βλέπω την ανθρώπινη αγωνία, την αγωνία απέναντι στο τέλος που έρχεται και μεταβολίζεται σε στίχους αξεπέραστους και δυνατούς. Ικετεύει ο ποιητής τους παλαιούς σοφούς:

Βγείτε απ’την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο

στρόβιλο,

Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.

Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την. άρρωστη

του πόθου,

Δεμένη σ’ένα ζώο που ξεψυχά,

Δεν ξέρει τώρα τι είναι. και δεχτείτε με

Στην τεχνουργία της αιωνιότητας.

 

Το άλγος του γήρατος, της φθοράς, του θανάτου δεν έχει γιατρικό, μέσα στους αιώνες… οι ποιητές, οι μεγάλοι ποιητές το αθανατίζουν μα ο πυρήνας δεν αλλάζει…

Μα, δεν είσαι κουρελιασμένο ρούχο καθώς λες μεγάλε ποιητή… είσαι κάτι που υπερβαίνει τις εποχές και κάνει εμένα, που δεν θα μπορούσες να έχεις γνωρίσει ποτέ, να σε διαβάζω, να σε μελετώ, να σε έχω συντροφιά κι έπειτα από μένα άλλοι κι άλλοι… μυριάδες…

Να η τεχνουργία της αιωνιότητας

 

Μανδύες

 

Είμαστε
χορευτές από φωτιά
σ'ένα χιονισμένο σεντόνι
σαλεύουμε
αέναα απροσανατόλιστοι
ερωτικά και λάγνα
λατρεύοντας το θάνατό μας

Είμαστε
ροές φωτός
πλεξούδες χρόνου
αιχμάλωτοι ενός ανδρείου στρατού
από φαντάσματα ριψάσπιδων Ηρώων
και νεκροστόλιστες ιέρειες της Δόξας

Είμαστε
ποτάμια και χείμαρροι αιωνιότητας
που χύνονται στις θάλασσες
θνητών προσδοκιών
βλέμματα ερωτευμένων θεών
και ρυτίδες από σκόνη και θειάφι του Ηφαίστου...

Είμαστε
κουρασμένοι πολεμιστές
από αναρίθμητες μάχες
νανουριζόμαστε από σπαραγμούς αρρώστων
στο χνώτο μας κουρνιάζει ο θάνατος

Είμαστε
φρενιασμένα όνειρα στην καταιγίδα
περάσαμε από τις Πύλες της Γέννησης
και απλωνόμαστε ράθυμα
στον ανοιξιάτικο κάμπο του σύμπαντος

. . .

Είμαστε
ολομέταξοι χιτώνες
που βάφτηκαν στο αίμα αθώων
η ιστορία μάς ατενίζει θριαμβικά
υποκλίνονται οι αιώνες μπροστά μας
ο φόβος που μας τρώει τα σωθικά
έγινε το παιδί που κρατάμε απ'το χέρι

Είμαστε
πληγωμένοι εραστές που αρνήθηκαν
ένα γενναίο όχι
για να ζουν δυστυχισμένοι
σ'ένα κίβδηλο ναι...

. . .

Τα ένοχα θύματα είμαστε
που έμαθαν αθώα να γελούν
μα είμαστε και οι δήμιοι
που θα μας μακελέψουν





Twister II

Τρίτη, Ιουνίου 29, 2021

Ο τρελός των τρελών και η ενηλικίωση του βλέμματος...

 


Θ

έτω το ερώτημα… να πω, τα ερωτήματα… και τα θέτω καθώς τα στοχάζομαι και για να τα ακούω, να τα νιώθω, να με διαπερνούν, να μην ησυχάζω… όταν θέτεις το ερώτημα είναι γιατί δεν ησυχάζεις… και δεν ησυχάζεις γιατί δεν σε αναπαύουν οι ‘απαντήσεις’… δεν σε ενδιαφέρουν κάποιες απαντήσεις… εκείνο που σε πονάει είναι το ίδιο το ερώτημα και ο φόβος πως ό,τι και αν ‘ανακαλύψεις’ ως απάντηση είναι κι αυτό ένας ωραίος ελιγμός… να μπορείς να το βλέπεις τουλάχιστον… τούτο θεωρώ ως ‘ενηλικίωση’… την εποπτεία… η εποπτεία είναι η ενηλικίωση του βλέμματος… πάει να πει δεν μπορώ να κρυφτώ… δεν μπορώ και πλέον δεν θέλω να κρυφτώ… όλο μου το είναι φωνάζει ‘κρύψου’… σε όλη σου τη ζωή μαθαίνεις να κρύβεσαι… ώσπου στο τέλος βαριέσαι, δεν αντέχεις άλλο να κρύβεσαι… ο εαυτός γνωρίζει, ο οργανισμός γνωρίζει, το είναι γνωρίζει… από πού να κρυφτείς και γιατί πλέον;
Όταν γνωρίζεις δεν μπορείς να κρυφτείς.
Τι είναι αυτό που μάς μικραίνει; Ρωτάω λοιπόν, ξεκάθαρα, όσο πιο ξεκάθαρα αντέχω, τι είναι αυτό που μάς κρατάει μικρούς, μαραζωμένους, συρρικνωμένους; Γιατί δεν απλωνόμαστε, γιατί δεν ανοίγουμε φτερά, γιατί δεχόμαστε αυτόν τον καθημερινό θάνατο; Τι είναι αυτό που μάς έχει πείσει ότι είναι προτιμότερο το μερικό, το μικρό, το λίγο; Γιατί είμαστε χαμηλότερα από εκεί που αξίζουμε; Γιατί επιτρέπουμε σε άλλους να ορίζουν το δικό μας ύψος; Γιατί ανεχόμαστε να μάς στενεύουν, να μάς περιφράσσουν, να μάς προσαρμόζουν; Γιατί δεχόμαστε να είμαστε αριθμοί, νούμερα, δείγματα, μέσοι όροι; Πώς το επιτρέψαμε κάποτε αυτό; Πώς το παραχωρήσαμε κάποτε αυτό σε όποιους; Πώς το καταδεχθήκαμε; Γιατί; Τι πήραμε ως αντάλλαγμα γι αυτή την εκπόρνευση των ονείρων μας; Ασφάλεια; Χρήματα; Το αύριο; Το κάποτε στο αύριο; Το ποτέ;
Γιατί γίναμε εκτροφείς δειλών ονείρων, μικρών θεών, ασήμαντων εαυτών;
 Ο άλλος δρόμος θα πει κάποιος, είναι η ρήξη, η στάση, η επανάσταση. Ο άλλος δρόμος δεν είναι η ρήξη. Ούτε η επανάσταση. Ο άλλος δρόμος είναι η αξιοπρέπεια. Και δεν είναι ‘άλλος’ δρόμος. Είναι ο μόνος δρόμος. Αν δεν μπορείς να έχεις εποπτεία των εννοιών σημαίνει μηδενική διάκριση. Ο άλλος δρόμος απαιτεί την ενηλικίωση. Δεν θέλουμε να ενηλικιωθούμε. Γιατί ενηλικίωση του βλέμματος σημαίνει πως έχω επίγνωση πως είμαι υπόδουλος και δεν αντέχω να είμαι υπόδουλος. Προτιμώ να μην ενηλικιωθώ. Προτιμώ να είμαι χωμένος στη ημισκότεινη γωνιά μου, να ‘κάνω τη δουλειά μου’, να μην ενοχλώ κανέναν, κυριότερα, να μην με ενοχλεί κανένας. Να είμαι διαρκώς και πάντα αφανής και αθέατος.
Θα πει κάποιος υπάρχει και το ‘λάθε βιώσας’… ‘έζησε καλά όποιος κρύφτηκε καλά’… τούτο είναι μια ‘στάση’… το γνωρίζω… το δοξολογώ κι εγώ και το λιβανίζω… μα τα οχυρωματικά έργα απέναντι στον άλλο δεν σημαίνει να πεθάνεις οχυρωμένος… η στάση αυτή αφορά τη θωράκιση απέναντι στη χυδαιότητα, την ευτέλεια, τη φτήνια. Λάθε βιώσας αν σημαίνει την απόδραση από τη ζωή για να μην ‘μολυνθείς’ απ’τη ζωή τότε αυτό δεν είναι στάση… είναι θάνατος. Πάει και τέλειωσε. Πες καλύτερα ότι θέλεις να πεθάνεις. Είναι πιο τίμιο.
Όμως, επιμένω, γιατί το κάνουμε; Γιατί έχουμε γίνει τόσο ‘εύκολοι’, τόσο ‘διαχειρίσιμοι’, τόσο δειλοί; Δεν με πείθει καμιά εύκολη απάντηση, καμιά διαφυγή στο πεπερασμένο των επιλογών ή στην αφοσίωση στο εγώ που καταπίνει σαν μαύρη τρύπα και την εσχάτη ικμάδα αντίστασης. Ο έχων εποπτεία δεν μπορεί να εξαγοράζεται τόσο εύκολα από τέτοια ‘καθρεφτάκια’ και ‘χαντρούλες’ που έδιναν κάποτε οι ελεεινοί κονκισταδόρες στους αφελείς ιθαγενείς των νέων κόσμων που ‘ανακάλυπταν’.
Και πώς καταδέχεσαι να εξαγοράζεσαι από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε νόμισμα;
Θέτω τα ερωτήματα και ιχνεύω απαντήσεις… αναδύονται κάποιες, μού είναι φτηνές και φτενές δικαιολογίες, δεν τις δέχομαι, τις πετάω στα σκουπίδια.
Είναι ζήτημα ‘παιδείας’ λένε κάποιοι. Αυτή είναι η κλασική γεροντική μουρμούρα. Όλοι οι δύοντες οργανισμοί μισούν τους ανατέλλοντες. Από αρχή εμφάνισης του ‘ελλόγιμου’ είδους στον πλανήτη. Όσο είμαι νέος και ακμαίος και δυνατός δεν με ενδιαφέρει η ‘παιδεία’. Με ενδιαφέρει να ζήσω. Μπορεί να μην ξέρω πως αλλά θέλω να τρυγήσω τη ζωή. Θέλω να είμαι άτακτος, απειθάρχητος, ‘ανήλικος’. Όταν γεράσω τα ρίχνω όλα στην ‘έλλειψη παιδείας’ και κουνάω το κεφάλι μου. Τα ίδια μού έλεγαν κι εμένα οι δικοί μου και τα ίδια έλεγαν και σε κείνους οι δικοί τους γονείς. Ο Σωκράτης κάποτε κατηγορήθηκε πως διέφθειρε τους νέους. Ο Αλέξανδρος κάποτε κατηγορήθηκε από τους συντρόφους του ότι δεν σέβεται τον πατέρα του και κάνει ‘τα δικά του’. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ούτε ως φάρσα ούτε ως αστείο. Επαναλαμβάνεται, πάει και τέλειωσε [δεύτερο του είδους].
Μα έστω να το δεχθώ… η παιδεία δεν είναι αυτή που ‘θα έπρεπε’, η εκπαίδευση είναι ένα ‘μπάχαλο’, τίποτε δεν λειτουργεί και υπάρχουν, όπως πάντα οι ολίγιστοι διδάσκαλοι, οι φωτισμένοι λειτουργοί που αγαπούν τα παιδιά, τη γνώση, τη δουλειά τους… φυσικά είναι όλα ‘ζήτημα παιδείας’… όμως δεν ενηλικιώνεσαι μονάχα πεπαιδευθείς… κι αν ενηλικιώνεσαι δεν αλλάζεις… δεν έχεις μεγαλύτερη ορμή να αλλάξεις τη ρότα που κάποιοι άλλοι σού χάραξαν, δεν έχεις την απαίτηση να δεις έναν άλλο ήλιο, δεν διεκδικείς το όνειρο, δεν οργίζεσαι απέναντι στο άδικο, δεν αρνείσαι πια να είσαι ένας ‘καλός πολίτης’ που αγαπά την πατρίδα του και δεν ‘πειράζει ούτε μυρμήγκι’ ενώ την ίδια στιγμή όλοι οι από πάνω ασελγούν και στο σώμα σου και στο σώμα των αγέννητων ή γεννημένων παιδιών σου…
Δεν είναι η απάντηση η χωλή παιδεία, η ανεπαρκής παιδεία…
Κάποιοι λένε πως η απάντηση είναι η ψυχική υγεία… είμαστε η ανθρωπότητα των καταθλιπτικών ανθρώπων… δεν μάς εμπνέει τίποτε πλέον, δεν μάς ‘φουσκώνει’ τίποτε, δεν μάς συναρπάζει τίποτε… είμαστε η ανθρωπότητα των πληκτικών και βαριεστημένων ανθρώπων… Σε κάποια συντροφιά, από κάποια κοπέλα στα 27 της άκουσα ‘θέλω να κάνω ένα παιδί… πλήττω’.
Το τελευταίο ‘κοινό όραμα’ της ανθρωπότητας προσεληνώθηκε πριν από μισό αιώνα περίπου και από την επομένη σχεδόν κιόλας αρχίσαμε να χασμουριόμαστε. ‘Κατακτήσαμε’ τη σελήνη… και λοιπόν; Και τι έγινε; Τι άλλαξε; Πόσο πιο ευτυχισμένοι, πιο πλήρεις, πιο ισορροπημένοι γίναμε; Βάλαμε ένα στοίχημα με τον εαυτό μας και το κερδίσαμε… ξοδέψαμε ένα τάνκερ λεφτά και τα καταφέραμε… πέρα που για πολλούς ήταν κι αυτό μια σκηνοθεσία… δεν το λογαριάζω… τα καταφέραμε… στις εξωτερικές δράσεις ήμασταν πάντα πολύ καλύτεροι… και στον Άρη θα φτάσουμε κάποτε και τον Γαλαξία όλο θα διατρέξουμε… και λοιπόν; Πήγαμε την κατάθλιψή μας ως τη σελήνη και τη φέραμε πίσω… το να την πάμε βόλτα και ως τις εσχατιές του σύμπαντος ποια η διαφορά;
Γιατί όμως είμαστε καταθλιπτικοί; Γιατί δεν νοηματοδοτεί και σημασιοδοτεί τίποτε τη ζωή μας; Γιατί είμαστε τόσο αυτοκαταστροφικοί;
Οι ψυχολόγοι δεν μπορούν να απαντήσουν. Οι κοινωνιολόγοι δεν μπορούν να απαντήσουν. Οι θεολόγοι δεν μπορούν να απαντήσουν. Οι ψυχίατροι απαντούν συνήθως με φάρμακα. Δεν κοιμάσαι καλά; Πάρε αυτό… Έχεις νοσηρές σκέψεις; Πάρε αυτό… Έχεις ενοχές, σε ελέγχει ο εαυτός σου, έχεις επιθετικότητα, δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με κανέναν; Πάρε αυτό, σε συνδυασμό με αυτό και λίγο απ’αυτό… 
Όμως ούτε η θρυμματισμένη ψυχική υγεία είναι η απάντηση.
Υπάρχουν ακόμα εκείνοι που πιστεύουν πως έχουμε πάρει την κάτω βόλτα επειδή τάχα είμαστε υπερβολικά ναρκισσικοί. Με δυο λόγια φταίει το εγώ. Το υπερτροφικό εγώ. Έχει γίνει του συρμού άλλωστε που σε πιάνει ναυτία. Το εγώ να γίνει εμείς. Κι άλλες τέτοιες ‘ποπ’ ψυχολογικίζουσες αδολεσχίες της πεντάρας… Από τη μια δοξολογούν τις υγιείς σχέσεις και από την άλλη υμνωδούν την αυτοπραγμάτωση… πάει να πει, να παντρευτούν δυο κολοσσιαία εγώ που να μην χωρούν στο διαμέρισμα και να πρέπει να ‘ενιδρύσουν’ και υγιή σχέση… και αν δεν σκοτωθούν στο πρώτο εξάμηνο και κάνουν και παιδιά, Κύριος οίδε τι πρόκειται να ζήσουν κι αυτά τα έρμα με τέτοιους γονείς που ‘αυτοπραγματώθηκαν’ μεν αλλά… μόνοι τους… με άλλες σχέσεις… με ελεύθερες επαφές… ελεύθεροι, ανεξάρτητοι, αυτονομημένοι… λέξεις και πάλι λέξεις που γεμίζουν ‘ενδιαφέροντα βιβλία’ που αντί να τα πετάει ένα αόρατο χέρι σε κάποιο αποθέτη του σύμπαντος, τα παρουσιάζουν τιποτολόγοι εκδότες και σκουπιδολόγοι συγγραφείς με ύφος εκατό καρδιναλίων… άλλη μια σειρά εκατοντάδων σελίδων για πολτοποίηση…
Δεν ευθύνεται όμως ούτε ο αυξημένος ναρκισσισμός του μετα-νεωτερικού ανθρώπου…
Ξαναγυρίζω στην αρχή γιατί κάποιος θα πει ή θα σκέφτεται, ‘τελείωνε θέλω να δω το ματς’, ή ‘θα φτάσεις κάπου ή να πάμε για ύπνο;’ Ή και χειρότερα. Το δηλώνω από τώρα, δεν θα φτάσω κάπου… απλά γράφω… κι αν φτάσω τι σημασία έχει; Πάλι ετεροπροσδιορισμός; Από μένα περιμένει κάποιος να φτάσω κάπου για εκείνον; Δηλαδή γύρω γύρω όλοι και στη μέση η χοντρή κολώνα όπως στο τρελάδικο του ‘Εξπρές του Μεσονυχτίου’ για όσους έχουν δει την ταινία. Ο ‘τρελός’ εκεί δεν ήταν αυτός που γυρνούσε αενάως και ασκόπως γύρω απ’την κολώνα αλλά αυτός που γυρνούσε κόντρα στο ρεύμα των άλλων… ο τρελός των τρελών είναι μάλλον λογικός…
Γυρνώ το λοιπόν στην αρχή… τι είπα στην αρχή… για την ενηλικίωση, την εποπτεία… να παρατηρείς τις δράσεις σου, να έχεις επίγνωση του τι γίνεται μέσα σου, να μην σε ‘αιφνιδιάζει’ ο εαυτός σου, εσύ να τον αιφνιδιάζεις… να μην σε κοροϊδεύει ο εαυτός σου, εσύ να τον κοροϊδεύεις.
Κι ο εαυτός επειδή γνωρίζει σε χλευάζει μέσα στους αναρίθμητους αιώνες. Ξέρει την κυκλοτερή αδιέξοδη και ατέρμονη κίνηση… την ξέρει καλά και καγχάζει κάθε προσπάθεια να ‘φτάσεις’ κάπου, να ‘πραγματώσεις’ κάτι.
Ο χριστιανός έχει ως πρότυπο τον Χριστό. Άλλος ένας ετεροπροσδιορισμός. Μιμητές μου να είστε όπως εγώ του Κυρίου, λέει ο σκηνοποιός από την Ταρσό. Μην ψάχνεις τον δικό σου δρόμο, πάει να πει, υπάρχει δρόμος. Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή… το είπε κι αυτό Εκείνος. Άρα για τον χριστιανό δεν υπάρχει σπαζοκεφαλιά και τώρα που διαβάζει κουνάει το κεφάλι του και γελάει. Άλλος τον βρήκε τον δρόμο κι εγώ ακολουθώ λέει και δεν γνοιάζεται. Κι εγώ λέω πως ο Διδάσκαλος δεν είναι διδάσκαλος αν δεν αποτελεί μαγκούρα που τώρα την έχεις κι αύριο θα την πετάξεις για να αρχίσεις να περπατάς μονάχος σου. Φαντάζομαι τον Ιησού να κατεβαίνει μετά από αιώνες κι αντί για Δευτέρα Παρουσία να τα έχει πάρει πολύ άγρια γιατί δεν λένε να τον αφήσουν στην ησυχία Του. ‘Μαγκούρα ήμουν, αφήστε με επιτέλους, ποδάρια έχετε, περπατάτε!’, Τον ακούω να λέει έξαλλος.
Άλλη μια ενηλικίωση εδώ. Πνευματική. Να είσαι χριστιανός αν θέλεις κι ό,τι θέλεις να είσαι. Αλλά χωρίς μαγκούρες αδελφέ μου. Ποδάρια έχεις, περπάτα!
Πάλι στην αρχή.
Πάντα στην αρχή.
Ο τρελός των τρελών… αυτό μου μοιάζει για κλειδί…
Ή άρνηση στην ενηλικίωση… αυτό μού μοιάζει για δρόμος.
Πώς το μπορείς, πώς το καταφέρνεις, πως το επιτυγχάνεις;
‘Γίνε ο εαυτός σου’, λένε οι σοφοί, οι σπουδαίοι, οι μεγάλοι.
‘Πραγμάτωσε τον εαυτό σου’, λένε αυτοί που ξέρουν για μένα αντί για μένα.
Ο τρελός των τρελών όμως ακούει και γελάει και πάει ενάντια στη ροή… οι άλλοι πάνε δεξιόστροφα αυτός πάει αριστερόστροφα.
Όλοι πάνε στο βορρά αυτός πάει στο νότο.
Όλοι πάνε στις εκβολές αυτός αναζητά την πηγή.
Όλοι αναζητούν το φως και ανοίγουν τα παράθυρα, αυτός νιώθει πως παράθυρο είναι αυτός και μονάχα αυτός μπορεί να ανοίξει και να κλείσει… όταν θέλει, όπως θέλει… αν το θέλει
Όλοι φοβούνται τη σκιά τους… αυτός πιάνει το βουκεφάλα εαυτό του, στρέφει την πλάτη του στον ήλιο και χαμογελάει…
Ο τρελός των τρελών…
Πιάνει τα χάμουρα του α-λόγου εαυτού του και αρχίζει να καλπάζει… που; Δεν ξέρει; Για πόσο; Δεν τον ενδιαφέρει…
Ποιος είναι;
Αρνείται να ονοματίζει πια… να ορίζει, να περιορίζει, να αιχμαλωτίζει, να εγκλωβίζει…
Αρνείται να είναι ή να μην είναι…
Είναι ελεύθερος;
Ποιος ξέρει…
Είναι τρελός… έτσι λένε όλοι…

Και οι λογικοί έχουν πάντα ‘δίκιο’…