Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2013

Το στόμα σου αγέννητοι στίχοι




Ήταν το στόμα σου

Ήταν το στόμα σου
Γυμνός τοίχος, απόκρυφη θύρα
Ήταν το στόμα σου
αγέννητοι στίχοι

Τα χόρτα άλλαξαν από μόνα τους κλίμα
είδα στο στόμα την πικράδα του φύλλου
Ήταν το στόμα σου
Σαν τις τσακισμένες καρυδιές

Μάζεψε όλες τις φωνές κι έφυγε

Ήταν το στόμα σου
Το παιδί του δρόμου, ο λειψός ουρανός μου
Ήταν το στόμα σου
Ήμασταν παιδιά ακόμη όταν αγαπιόμασταν
(Στο μεσοδιάστημα δύο παιχνιδιών)



Θυμωμένη

Πήρα το πρόσωπό σου και το άφησα στη θάλασσα αθόρυβα
Στο νερό ένας αφηρημένος μύθος από το στόμα ενός ψαριού
Σαν κατάλαβα τις πόλεις, είδα τα ντροπαλά σπουργίτια
Τα γείσα θυμωμένα απ' τη γλώσσα του ξύλου
Το χώμα δεν μπορεί πια ν' απορροφήσει τον θόρυβο
Ένα σπίτι ξάπλωσε στη σκιά ενός δέντρου
Οι μέρες περνούν και φεύγουν
Ολοένα γερνάει ο ήχος του βραδιού
Κι εσύ στο λυκόφως με το βλέμμα να πηγαινοέρχεται
Σ' έναν μακρύ δρόμο που τον θυμάμαι αχνά
Αν με φιλήσεις, θα σκορπίσει ο χρόνος
Η αυλή σου θα γίνω, το αγριόχορτό σου


Gonca Özmen (Γκοντσά Οζμέν)
Το στόμα σου αγέννητοι στίχοι
μτφρ.: Θάνος Ζαράγκαλης, επιμ.: Χρύσα Σπυροπούλου

http://www.poema.gr/

Κυριακή, Ιανουαρίου 27, 2013

Αιωνίωση και φρίκη…






Η πρώτη φορά που ‘ο κύβος ερρίφθη’ ήταν με την πτώση του Εωσφόρου από το χτύπημα του Αδωνάι.
Η δεύτερη ήταν με την πτώση του Άβελ από το χτύπημα του Κάιν.
Η τρίτη ήταν με την πτώση του ελληνικού κόσμου από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στον ίδιο τον εαυτό του.

Στις απαρχές όλων των Μεγάλων Μύθων, ο άνθρωπος δεν είναι Άνθρωπος. Είναι απλά ένα έρμαιο της Μοίρας ή της Τύχης ή του εαυτού του. Στην αυγή όλων των μύθων, ο άνθρωπος δεν μετέχει της εξέλιξης αλλά άγεται και φέρεται από Δυνάμεις και Δράσεις που δεν ελέγχει. Κι όμως, στη μυθολογία της φρίκης, ο άνθρωπος πρωταγωνιστεί, συνειδητοποιείται, άρχει, ελέγχει. Στην δίνη της φρίκης, ο άνθρωπος γίνεται Αυτός και αντιμάχεται τη φθαρτότητά του.
Η φρίκη της αιωνίωσης απέναντι στη φρίκη της φθοράς.

Πως το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό; Είναι δύσκολο να περιγραφεί, να εντοπιστεί, να ιχνηλατηθεί ακόμα. Βλέπουμε τις δράσεις όπως κανείς παρακολουθεί το τσουνάμι να ορθώνεται και να ορμάει καταπάνω του. Για λίγα δευτερόλεπτα το θηριώδες φαινόμενο που τον υπερβαίνει, είναι τόσο γοητευτικό που μένει αδρανής και αρνείται την οποιαδήποτε αντίδραση. Κάποια στιγμή, αφυπνίζεται, ‘συνέρχεται’, αποφασίζει να μην θυσιαστεί χωρίς κάποια μορφής μάχη.

Οι Τρώες χάνουν την πόλη τους από την κόπωση και όχι από την ευφυία των Αχαιών.
Οι μαθητές ‘χάνουν’ τον διδάσκαλο Ιησού από δειλία και νωθρότητα κι όχι από την μοχθηρή πονηρία των Σανχεντρίν.
Οι σταυροφόροι χάνουν την Ιερουσαλήμ από την ακηδία τους κι όχι από την υπεροχή του Σαλαδίνου.

Έρχεται κάποια στιγμή που το αόρατο χέρι του Αγνώστου στεφανώνει με την εύνοιά του τη φρίκη και ο θρήνος των θνητών δεν αρκεί για να το αποτρέψει.

Η πρώτη μελαγχολική αστοχία ήταν η θεοποίηση του Αλέξανδρου από τους ιερείς του Άμμωνα Δία πάνω στα ερείπια του φαραωνικού μυστικισμού.
Η δεύτερη ήταν η καταδίκη του Σωκράτη πάνω στα ερείπια της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Η τρίτη ήταν η θεοποίηση της λογικής στα ερείπια της εσωτερικής αναπνοής.

Και το υπέρλαμπρο άρμα της σκοτεινής και ζωφώδους φρίκης περνούσε πάντα δίπλα τους και τους ράντιζε με την αιωνίωση…


ιαν2013


Nos Morituri

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

Ό,τι μου λείπει σε άγγιγμα, το κερδίζω σε όνειρο…





Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από την ‘φυγή’ ενός ποιητή προς την αιωνιότητα… με τον φθαρτό, σάρκινο φορέα του βέβαια καθώς πνευματικά και καλλιτεχνικά, η Αιωνιότητα, ο Χρόνος και η Μνήμη είναι άξονες που δεν τον αποχωρίστηκαν ποτέ. Και παρότι δεν είμαι ο ‘ειδικός’ ή ο ‘επαγγελματικά αρμόδιος’ αισθάνομαι πως αξίζει ο κόπος να γράψω δυο λόγια για όλο αυτό το ταξίδι που έχω βιώσει επί πολλά χρόνια μέσα από τον Αγγελοπουλικό κινηματογράφο.
Και να ξεκινήσω με έναν αιφνιδιασμό. Δεν τον χώνεψα στην αρχή, ούτε τον Αγγελόπουλο, ούτε την ‘μυθολογία’ γύρω απ’αυτόν. Εκεί, γύρω στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο σκηνοθέτης έκανε τις ωραιότερες ίσως ταινίες του, προσωπικά αρνιόμουν πεισματικά να τις δω. Για να πω την αλήθεια, αισθανόμουν πως όλη αυτή η δοξολογία από τους αριστερούς κριτικούς ήταν μια κατασκευή που ήθελε να μας επιβάλλει αυτό το ‘νέο’ κινηματογράφο ως τον μοναδικό. Δεν μπορώ όμως να μην ομολογήσω επίσης πως, κρυφά και ως αντιπολίτευση στον εαυτό μου, διάβαζα για τις ταινίες του, μάθαινα για την εκπληκτική φωτογραφία, τα μυθικά πλάνα, την ποιητική γραφή και την μαγική μουσική. Και όλο αυτό το πληροφοριακό υλικό υπέσκαβε την… ξεροκέφαλη πεισμοσύνη μου και καλά της έκανε αφού, τελικά, ενέδωσα και είδα, σε βίντεο θυμάμαι, ως πρώτη ταινία, το ‘Ταξίδι στα Κύθηρα’ που είναι και η πρώτη ταινία που η Καραΐνδρου ‘έντυσε’ μουσικά. Και το έκανα ύστερα από μια ιδιοτροπία της τύχης αφού η βιντεοκασέτα ‘ήρθε’ με έναν παράξενο τρόπο στα χέρια μου από κάποιον φίλο. Ομολογώ πως εκείνη η εμπειρία ήταν από τις ωραιότερες και δυνατότερες. Και την ανακαλώ πάντοτε. Τη θεωρώ δε ισοδύναμη με την περίφημη –κατά την εσωτερική παράδοση – ‘μυητική έκρηξη’… αλλά τούτο ας είναι αντικείμενο άλλης ανάρτησης…


Η όλη γραφή, η όλη αφήγηση, η σχεδόν μαυλιστική μουσική και η οστεώδης, ασκητική, σχεδόν Ελ Γκρεκική παρουσία του Κατράκη που από μόνη της είναι ένας φοβερός κεντροβαρικός άξονας, με πυροδότησαν θα έλεγα για να αναζητήσω αμέσως τις παλαιότερες και όποιες άλλες ταινίες του Αγγελόπουλου δεν είχα δει και ‘σαμποτάριζα’. Και τούτη η δίψα, περίεργο, δεν έσβησε ποτέ. Ακόμα κι αν παραδέχομαι και αναγνωρίζω πως μετά την ‘Αιωνιότητα’ η κινηματογραφική αποτύπωση φθίνει, έχει μια μανιερίστικη ευκολία και ειδικά στην τελευταία του ταινία, την ‘Σκόνη του Χρόνου’ εγκλωβίζεται σε μια μελαγχολική βύθιση στο Γνωστό και στο αδιέξοδο. Ένας φίλος μου είπε κάποτε πως ακόμα κι αν έμενε στην ‘Αναπαράσταση’ ο Αγγελόπουλος θα ήταν αρκετό για να τον τοποθετήσει μέσα στους είκοσι ή τριάντα κορυφαίους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα. Μπορεί να είναι υπερβολικό αλλά δεν είναι και μακριά από την αλήθεια. Ακόμα και για τον ίδιο αυτό το σύνορο, αυτός ο πήχης έμεινε αξεπέραστος, άπιαστος, απρόσιτος.

Αν με ρωτήσει κάποιος που θέλει να δει Αγγελόπουλο με ποια ταινία να ξεκινήσει, δεν θα του πρότεινα, όπως συνήθως, το ‘Θίασο’. Κι αυτό γιατί η ταινία αυτή, όπως και οι άλλες δυο της λεγόμενης Τριλογίας της Ιστορίας (Μέρες του ’36, Ο Θίασος και Οι Κυνηγοί) δεν είναι η ‘απόλυτα’ ολοκληρωμένη εργασία του σκηνοθέτη. Δική μου συμβουλή θα ήταν να ξεκινήσει κανείς από την ‘Αιωνιότητα και μια ημέρα’. Κι αυτό γιατί σ’αυτή την ταινία ο Αγγελόπουλος δεν καταπιάνεται με την ιστορία ως πρωταγωνιστή αλλά με τον άνθρωπο, το πρόσωπο και την εσωτερική του μάχη με το χρόνο, τον έρωτα και το θάνατο. Εκτός αυτών, η ταινία έχει αρετές που σε καθηλώνουν και σε διαπερνούν. Η ανυπέρβλητη μουσική της Καραΐνδρου, οι ερμηνείες - φωνές του Πέτρου Φυσσούν (που τη δανείζει στον Μπρούνο Γκάντζ) και της Πέμης Ζούνη στα θαυμάσια ποιητικά αποσπάσματα, η πάντοτε διεισδυτική και άλλοτε υποβλητική φωτογραφία του Αρβανίτη, το εκπληκτικό ‘εύρημα’ της ένθεσης του Σολωμού στην ροή της αφήγησης και πολλά άλλα… Η κρίση βέβαια παραμένει εντελώς υποκειμενική… Για πολλούς η εμβληματικότερη ταινία του υπήρξε ο ‘Μεγαλέξανδρος’, κατ’άλλους ο Αγγελόπουλος έφτασε στην όποια κορυφή του στο ‘Βλέμμα του Οδυσσέα’… ποικίλλουν οι απόψεις.

Έχουν γραφτεί και πολλά ‘αντί’ για τον Αγγελόπουλο και τη γραφή του. Πως υπήρξε εμμονικός, ‘ναρκισσιστικός’ και υπέρμετρα αυτοαναφορικός, πως αφαιρούσε από τους ηθοποιούς το πρόσωπο και τους χρησιμοποιούσε εργαλειακά ώστε στο τέλος της ταινίας να μην τους θυμάσαι σχεδόν (ποιος θυμάται, ας πούμε ότι στο ‘Τοπίο στην ομίχλη’ πρωταγωνιστούσε ο Στράτος Τζώρτζογλου ή ότι στον ‘Μελισσοκόμο’ δίπλα στον μεγάλο Μαστρογιάννι ήταν η Νάντια Μουρούζη;). Πως δεν ‘χάριζε’ γκρο-πλαν σε κανέναν ηθοποιό, όσο κι αν τον αγαπούσε, ακόμη κι αν είχε… το θεό μπάρμπα (έκανε όμως και μια εξαίρεση, στο ‘Λιβάδι’ και έγινε συζήτηση!). Γνωστή επίσης η… φετιχιστική λατρεία του Αγγελόπουλου με την βροχή (δεν ήθελε ποτέ τους τεχνητούς καταιονιστήρες και περίμενε υπομονετικά να ανοίξουν οι ουρανοί για ένα πλάνο μόνο!) ή το όνομα ‘Αλέξανδρος’ που το συναντά κανείς στις μισές του ταινίες ή τα στατικά του πλάνα που σε μερικές ταινίες… παραείναι στατικά, την τρομερή του τελειομανία, έως εξόντωσης, για την ολοκλήρωση γυρισμάτων που θα μπορούσαν να πάρουν το 1/10 του χρόνου… κι όμως, προσωπικά πιστεύω πως όλα τούτα περισσότερο συμβάλουν στο μύθο του παρά τον αποδομούν… Λένε πως ακόμη και τον γηραιό Μάνο Κατράκη είχε ταλαιπωρήσει τόσο πολύ στο ‘Ταξίδι στα Κύθηρα’ που παρά λίγο ο μεγάλος ηθοποιός να μην αντέξει!!. Φαίνεται πως η απουσία άλλων επιχειρημάτων στην περίπτωση του Αγγελόπουλου είναι περισσότερο από εμφανής και κραυγαλέα. Ειδικά μετά τον Χρυσό Φοίνικα για την ‘Αιωνιότητα’ οι λυσσαλέες επιθέσεις στο πρόσωπό του δεν είχαν τέλος (που βρίσκει τόσο εύκολα χορηγούς; με τι λεφτά κάνει τόσο ακριβές ταινίες; επαναλαμβάνεται και δεν έχει πια τίποτα να πει, είναι γρουσούζης, τσιγκούνης και δεσποτικός, κλπ, κλπ).
Κι όλα αυτά για την Ελλάδα δεν είναι πρωτόφαντα ούτε καινοφανή. Ένας χαρισματικός άνθρωπος, πρωτοπόρος και αληθινά προικισμένος, είναι βέβαιο πως προκαλεί τον φθόνο και τα συμπλέγματα κατωτερότητας των μετρίων και των ηλιθίων δεν αργούν να βγουν στην επιφάνεια.
Ευτυχώς για τον κινηματογράφο όσους αγαπούν την ποιητική ιδιαίτερα μυθοπλαστική αφήγηση, τις μεγάλες, εικονοπλαστικές αφηγήσεις και την άλλοτε λυρική και άλλοτε σκληρή αποτύπωση του ασύνορου φαντασιακού κόσμου και της ρεαλιστικής δράσης, ο Αγγελόπουλος άφησε πίσω του το έργο του και αυτό θα μείνει μετά από πολλά χρόνια να ταξιδεύει και τις επόμενες γενιές.

Και στην αληθινή ποίηση ισχύει απόλυτα τούτη η φράση από την ‘Σκόνη του Χρόνου’ που στοιχειώνει την εξόριστη πρωταγωνίστρια σε κάποιο στρατόπεδο της Σιβηρίας :

Ό,τι μου λείπει σε άγγιγμα, το κερδίζω σε όνειρο…

Πολύ όμορφο το αφιέρωμα από το Αθηνόραμα

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

ο Μεγάλος Σκοπός...






Ο πατέρας μου ήταν λάτρης των ταινιών ‘γουέστερν’. Αγαπούσε βέβαια γενικά τον κινηματογράφο και είναι βέβαιο ότι μου μετέδωσε αυτή την αγάπη. Μου μιλούσε για ώρες για τις παλιές ταινίες, τους διάσημους ηθοποιούς και τις ωραίες πρωταγωνίστριες… όταν βλέπαμε μαζί ταινίες στην τηλεόραση μου εξιστορούσε και τα συμβάντα της εποχής, τις περιπέτειες των ηθοποιών, τους μεγάλους έρωτες αλλά και τις σκηνοθετικές αντιλήψεις, τη φωτογραφία και τις σεναριακές ‘ευκολίες’… χωρίς να το θέλω, ή μάλλον, επειδή ακριβώς το ήθελα, άρχισα να εντρυφώ, ως θεατής και όχι ως δόκιμος σκηνοθέτης, σε έναν μαγικό κόσμο…
Όμως, τα γουέστερν παρέμεναν η μεγάλη του, αξεπέραστη αγάπη. Και όχι τόσο οι ‘μοντέρνες’ εκδοχές, τύπου Σέρτζιο Λεόνε με τους μοναχικούς αντι-ήρωες, τη μυθική μουσική του Μορικόνε  τα κοντινά, επαφικά σχεδόν πλάνα, την ακούραστη σάρωση της κάμερας 360 μοίρες και την ωμότητα που δεν είχε καμιά υπεκφυγή. Ο πατέρας μου είχε μεγαλώσει με τις επικές, μεγάλες και ‘ηρωικές’ ταινίες του Τζον Φορντ, του Τζον Γουέιν και του Έρολ Φλιν. Αγαπούσε να χάνεται στις μεγάλες επελάσεις του ιππικού της ‘Ελαφράς Ταξιαρχίας’, στο ατελείωτο πιστολίδι μεταξύ ινδιάνων και λευκών, στις θρυλικές κλοπές χρηματαποστολών, στους μοναχικούς ντεσπεράντος που πάντα κρύβουν κάποια πληγή, ένα δράμα, ένα εσωτερικό ανθρώπινο χάσμα…
Τα καλοκαίρια που ψαρεύαμε μαζί, πολλές φορές, στις ατελείωτες ώρες της υπομονής και της ησυχίας της θάλασσας, άρχιζε να μου αναλύει σκηνές, να μου αιτιολογεί τις δράσεις των ηρώων, να μου τεκμηριώνει σκηνοθετικά άλματα που ίσως πρωτογενώς, το μάτι του ‘αμύητου’ δεν μπορεί να συλλάβει. Και κάποια μέρα, το θυμάμαι καλά, μου μίλησε για τον μεγάλο άξονα, τον κινητήριο άξονα όλων αυτών των ταινιών που αν δεν τον αναγνωρίσεις αμέσως, πολλά σου φαίνονται μετά ‘παράλογα’ και απλώς ‘χολιγουντιανά’…
«Ξέρεις λοιπόν από πού ξεκινούν όλες οι ταινίες γουέστερν;» με ρώτησε και με κοιτούσε με σχεδόν παιδιάστικο βλέμμα. Όταν ένας άνθρωπος νιώθει αληθινά οικείος με εκείνο που συζητά ή ασχολείται, όταν βρίσκεται σε έναν βιότοπο αγάπης και ομορφιάς που συνηχείται με τη ψυχή του, έχει ένα άλλο βλέμμα. Έχει μια άλλη έκφραση. Γίνεται ξανά παιδί και για λίγο, είναι όντως ξανά παιδί…
«Η εκδίκηση», απάντησε μετά από λίγο. «Σκέψου το λίγο… το πιο ισχυρό, το πιο μεγάλο, το αρχαίο κίνητρο για να δράσει ένας άνθρωπος, να βγεί απ’το κουκούλι του, να ρισκάρει… η εκδίκηση… όλες σχεδόν οι ταινίες έτσι ξεκινούν ή έτσι τελειώνουν…» είπε και σιώπησε… Ενώ έφερνα στο μυαλό μου κάποιες ταινίες που ήδη είχα δει ως τότε για να επαληθεύσω την σκέψη του, εκείνος συνέχισε…
«Είναι όμως και κάτι ακόμα… μονάχα έτσι ο ήρωας γίνεται συμπαθής, μπορείς να ταυτιστείς μαζί του… αν δεν παλεύει για ένα μεγάλο σκοπό τότε μοιάζει απλά με ένα περιφερόμενο αλήτη της Άγριας Δύσης που πιστολίζει, παίζει πόκερ, πίνει και πηδάει όποιαν βρει μπροστά του… τι είναι αυτό που μεταβάλει έναν σκοτεινό ήρωα σε ένα αληθινό ήρωα; Ο μεγάλος σκοπός… και η προσπάθειά του να τον κατακτήσει!»
Μπορεί να μην ανακαλώ λέξη προς λέξη εκείνα τα λόγια αλλά δεν έχει σημασία. Εντυπώθηκε μέσα μου όλη τούτη η σφραγίδα και με ακολουθούσε πάντα.

Τι είναι εκείνο που μεταρσιώνει το ανίερο σε ιερό και το βέβηλο σε όσιο;
Τι είναι εκείνο που μεταστοιχειώνει το χοϊκό σε πνευματικό και τον εφιάλτη σε όνειρο;
Η Μεγάλη Ιδέα, ο Μέγας Σκοπός… και μαζί…
Το Βλέμμα, το άγγιγμα του Αιώνιου, ο υπερ-αντιληπτικός κόσμος ενός ερωτικού ενοφθαλμισμού όσων στο εδαφικό, γαιώδες και χθόνιο σύμπαν μοιάζουν πεπερασμένα, ασήμαντα, θλιβερά…

Ίσως ο Πλάτων να είχε δίκιο, πέρα από τα Αρχέτυπα και τις Ιδεομορφές δεν υπάρχει στην ουσία καμιά αναζήτηση… αλλά στο δικό μας κόσμο, ό,τι νοηματοδοτεί το βίο δεν μπορεί παρά να έχει τις αναφορές του στο Πρώτο και Μέγιστο και... 

Εκεί όπου η ‘εκδίκηση’ είναι η αποκατάσταση του Χρόνου
Και όπου το μαρτύριο της υπομονής για έναν καλύτερο κόσμο, δεν έχει δικαίωση… δεν έχει την ανάγκη καμιάς δικαίωσης...
Εκεί όπου οι ισορροπίες και οι έννοιες δεν αφορούν κανέναν… είναι σε μια γλώσσα ακατάληπτη, απρόσιτη, άηχη…

Στο Γνόφο του Είναι…

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2013

ανεξίτηλες...




στο πνεύμα εγγράφονται 
οι μέρες της σιωπής
στο δέρμα απογράφονται
οι ιαχές της μοναξιάς
στη σάρκα αποτυπώνονται
όλες οι αιωνιότητες των στιγμών

και μένουν ανεξίτηλες…

στην καρδιά εν-τυπώνονται
οι δωρεές του Ανθρώπου
στην ψυχή εγγλύφονται
οι αναρίθμητες περπατησιές του Χρόνου
στο δέρμα μελανώνονται
οι βάναυσες αλλοιώσεις του στοχασμού
στη σάρκα απολιθώνονται
οι παράξενες ιδιοτροπίες του Αχανούς

και μένουν ανεξίτηλες…

στα δάχτυλα ανασαίνουν
οι κρυφές γεωμετρίες του πόνου
στα μάτια αναρριχώνται 
οι φωτεινές νύχτες
και οι σκοτεινές ημέρες
της εγκατιαίας πείνας για κατάκτηση

στο δέρμα
εκδιπλώνεται
η αρχέγονη ανάγκη
να συνυπάρχεις

στη σάρκα
γεννιέται
και στους μυστικούς της δρόμους
σαν κυτταρικός ποταμός
διακλαδώνεται
η απόκρυφη
και μαγική 
και ανεξήγητη εντελέχεια

να δι-υπάρχεις…

και μένει ανεξίτηλη…

ιαν2013

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Η βαρβαρότητα της εγκατάλειψης...




Η είδηση με χτύπησε σαν κεραυνός…

Για δέκα χρόνια ήταν νεκρή μέσα στο εξοχικό της σπίτι στην Αίγινα, στην περιοχή Βαγία, μια γυναίκα. Σύμφωνα με την αστυνομία, πρόκειται για την Ξένου Ειρήνη, κάτοικο Αθήνας γεννηθείσα το 1959. Την γυναίκα, που ήταν άγαμη χωρίς αδέρφια και γονείς, είχαν να τη δουν οι γείτονες από το 2002. Το περιστατικό ανακαλύφθηκε τυχαία, όταν, στις 25 Νοεμβρίου 2012, γείτονες στο εξοχικό της σπίτι στην Αίγινα αποφάσισαν να καθαρίσουν τον αυλόγυρο από ξερά χόρτα και σκουπίδια. Εκεί αντιλήφθηκαν σφραγισμένη την εσωτερική πόρτα του σπιτιού με τσιμεντόλιθους και όταν την άνοιξαν, με τη βοήθεια της αστυνομίας, αντίκρισαν σε μουμιοποιημένη κατάσταση το πτώμα της. Οι γείτονες δήλωσαν ότι ήταν ένα άτομο μοναχικό και είχαν καιρό να τη δουν.
(http://www.tovima.gr/society/article/?aid=493119)

Είναι δυνατή μια ‘οικείωση’ με τέτοιες ‘ειδήσεις’; Μέσα στον κονιορτό όλων όσων γίνονται, όλων όσων μαθαίνουμε και περισσότερο εκείνων που ποτέ δεν θα μάθουμε, τούτη η ερημιά, τούτη η βροντώδης… απουσία, τούτη η Σαχάρειος εγκατάλειψη, για μένα δεν θα γίνει ποτέ ‘είδηση’… αρνούμαι να το πληροφορηθώ απλά χωρίς να θυμώσω, να οργιστώ, να επαναστατήσω… ίσως και να αηδιάσω… θα πει κάποιος ‘και λοιπόν; ό,τι και αν κάνουμε δεν μπορούμε τέτοια ζητήματα να τα λύσουμε’… πώς να παρέμβεις δηλαδή στην αλυσιδωτή αντίδραση; Πώς να αναστρέψεις εσύ με τις χωμάτινές σου πλάτες την προαιώνια, διατροφική αλυσίδα; Το μεγάλο στόμα μας περιμένει και όσες επαναστάσεις κι αν γίνουν εκεί θα οδηγηθούμε… κι όμως… η βαρβαρότητα της εγκατάλειψης για μένα παραμένει ένα κολοσσιαίο σκάνδαλο και δεν πρόκειται να το διαπραγματευτώ με καμιά ‘λογική’ θεώρηση, με καμιά ψύχραιμη στάση… είναι οι φορές που οι βολικές κοινοτοπίες με θυμώνουν ακόμα περισσότερο ‘πώς καταντήσαμε έτσι;… όλα κάποτε τελειώνουν… ίσως έτσι είναι καλύτερα…’

Και η σημειολογία, η μεγάλη ειρωνεία της ύπαρξης, ο ποταμιαίος σαρκασμός του Απείρου δεν έχει τέλος… Η γυναίκα λεγόταν Ξένου… Ξένου Ειρήνη… Όνομα που στεφανώνει τον ανθρώπινο ρόγχο με ένα κλαδί παραμυθίας και γλυκαίνει τις πυρετικές ενοράσεις του Τέλους με μια ψευδαίσθηση γαληνιαίας αποδρομής… 
Και το επώνυμο… μια ταυτοποίηση του νεκρού από τους ζωντανούς… πως πράγματι υπήρξε αλλά δεν την γνώριζε κανείς… πως πράγματι ζούσε αλλά ήταν νεκρή…

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013

Το πανηγύρι των στιγμών...




Είναι ίσως πιθανό να καταφέρεις κάποτε να… γλιτώσεις από την αγάπη του Θεού. Είναι εντελώς αδύνατον όμως να ξεφύγεις απ’τον κυνισμό του…

-Συναντηθήκαμε κάτω από... δύσκολες συνθήκες, του είπε. Κάτω από συνθήκες που δεν ευνοούσαν την επικοινωνία. Καθώς μιλούσε, η ένταση της φωνής μειωνόταν. Ο άνθρωπος που ταυτόχρονα σκέφτεται αυτά που λέει, δεν έχει σταθερή ένταση φωνής. Είναι γιατί διαπραγματεύεται τις σκέψεις του και τις προϋποθέσεις εξωτερίκευσής τους. Και τούτη η διαδικασία έχει τη φορεσιά της συναλλαγής σε ένα εμπορικό μαγαζάκι. Όταν ελέγχεις τον μαγαζάτορα για την ποιότητα του εμπορεύματος, έχεις φωνή δυνατή και σταθερή. Όταν όμως θέλεις να σου κάνει ‘σκόντο’ η φωνή σου χαμηλώνει και το ηχόχρωμα γλυκαίνει.

-Ποιες συνθήκες ήταν δύσκολες, την ρώτησε. Οι δικές σου ή οι δικές μου; Πως νιώθει εκείνος που γνωρίζει πως του ξημερώνει μια άθλια ημέρα και προετοιμάζεται αποβραδίς, έτσι της μιλούσε, έτσι την κοιτούσε. Η λατρεία και η λαγνεία μοιάζουν ίσως τελικά σ’αυτό. Στο τρόπο που κοιτάμε τον άλλο.

-Και των δυο. Και η γενίκευση δεν θα αργούσε φυσικά. Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε τον άλλο αν δεν εντάξουμε το φόνο σε μια παγκόσμια, πανάρχαια και γενικευμένη νομοτέλεια. Όλοι θα πεθάνουμε, χτες εκείνος, σήμερα εσύ, αύριο εγώ. Βέβαια, σήμερα σε σκοτώνω εγώ και θα πρέπει να σου κάνω και μια μικρή διάλεξη περί ανθρωπίνων σχέσεων και της ματαιότητας αυτών. Αυτό δεν ίσχυε φυσικά όταν ήμασταν τρελά ερωτευμένοι. Τότε η ματαιότητα είχε βαφτιστεί ‘άδραξε το σήμερα’ και ‘ζήσε τη στιγμή’. Πόσες ανοησίες δεν έχουν κάνει σλόγκαν οι άνθρωποι; Λες κι είναι δυνατόν να μην ζήσεις τη στιγμή. Λες κι είναι δυνατόν να ζήσεις οτιδήποτε άλλο εκτός από τη στιγμή.
Ρηχός δεν είναι ο άνθρωπος που δεν έχει ΄βαθιές’ σκέψεις. Είναι εκείνος που αναμεταδίδει τις ρηχότητες των άλλων.

-Ώστε λοιπόν, ήρθε το τέλος. Το τέλος… το δέος του τέλους… το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα που θα έλεγε και ο Κλάιβ Μπάρκερ… ήρθε το τέλος… ο άνθρωπος σε ανάλογες καταστάσεις συνήθως επαναλαμβάνει… ώστε ήρθε το τέλος… ξανά και ξανά… όχι πως θέλει να ακούσει την αναγγελία σαν κάποια άσκηση μαζοχισμού, είναι που ο αντίλαλος της ετυμηγορίας του εχθρικού δικαστή τον έχει αφοπλίσει… προσωρινά… σύντομα το συναίσθημα θα αναπληρώσει το κενό…

Το συναίσθημα, ως ροϊκή και δυναμική δράση του Αχανούς, υπερπληρώνει όλα τα κενά που αφήνει ο νους, η σκέψη, η αλήθεια. Το συναίσθημα δεν αντιλαμβάνεται την ‘αλήθεια’ αλλά μονάχα αυτό που έχει μητρικά αποτυπώσει ως ‘πραγματικότητα’. Όταν αυτή η πραγματικότητα διασαλεύεται, απειλείται, πληγώνεται, τότε το ρυάκι γίνεται χείμαρρος και πλημμυρίζει τα πάντα…

Και τότε έρχεται ο θυμός…  

Και η κωμωδία του διαλόγου, της επικοινωνίας, της ‘πολιτισμένης’ επαφής απεκδύεται κάθε έννοια αρχοντοχωριάτικου καθωσπρεπισμού και γίνεται αυτό που ήταν πάντα. Μια τυφλή, σκοτεινή, δολοφονική δύναμη.

Είναι απλά τα πράγματα και τα είπε ξεκάθαρα και ο Μωυσής χρόνια πριν… Οδόντα αντί οδόντος και…

Το ‘πανηγύρι’ των στιγμών δεν έχει τέλος… και ο παρατηρητής δεν οφείλει να είναι πάντα ψύχραιμος, ψυχρόαιμος… εκτός αν ζηλεύει τον ερωτισμό του δράκου του Κόμοντο ή των κροκοδείλων του Νείλου…

Και το βλέμμα που μας αποσυνθέτει, τελικά, δεν είναι ποτέ του άλλου, είναι πάντα το δικό μας…

Είναι ίσως κατορθωτό να αποφύγεις την τιμωρία του εαυτού. Είναι εντελώς αδύνατον όμως να κρυφτείς από το βλέμμα του…

Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2013




απομακρυνόμαστε…

στο σχολείο θυμάμαι πόσο με είχε συνεπάρει μια εικόνα… ο καθηγητής της Φυσικής μας έλεγε πως το σύμπαν διαστέλλεται… μοιάζει με ένα μπαλόνι που φουσκώνει συνεχώς… όλα τα σημεία του μπαλονιού –και ζωγράφισε κάποιες κουκίδες – απομακρύνονται διαρκώς το καθένα από όλα τα άλλα από μια μυστική, παράξενη και αρχέγονη εντελέχεια που όλοι ψάχνουν να βρουν κι ακόμη κανείς δεν έχει καταφέρει…

τι φοβερή αναλογία με την καθημερινή πραγματικότητα, σκέφτηκα χρόνια αργότερα… οι άνθρωποι έρχονται για μια στιγμή κοντά αλλά στην ουσία, όλοι απομακρυνόμαστε… ακόμα κι αν ζούμε μαζί, κάτω απ’την ίδια στέγη… νομίζουμε ότι με τον καιρό γνωριζόμαστε καλύτερα, γινόμαστε ‘οικείοι’ –τι ξεπεσμός τούτη η λέξη όταν συναντιέται με την καθημέρια φθορά – αλλά συμβαίνει το αντίθετο… κλεινόμαστε στο ένδον σύμπαν μας και παρατηρούμε το ‘μπαλόνι’ να φουσκώνει και να απομακρυνόμαστε… το ίδιο από όλους, χωρίς να φταίμε… χωρίς να μπορούμε τούτη τη μυστική εντροπία να την ανατρέψουμε…

και γιατί άλλωστε;

κάποια στιγμή δεν θέλουμε να γνωρίσουμε κανέναν άλλο, να μας γνωρίσει κανείς άλλος… μας αρκεί το χαοτικό ισοδύναμο που κληρονομήσαμε, δεν έχουμε καμιά ανάγκη να γίνουμε Κολόμβοι σε άλλους ωκεανούς… ήδη ο δικός μας παραμένει εφιαλτικά ανεξερεύνητος…

εφιαλτικά ή και παρηγορητικά…

σε τούτη την διαστολική συμμετρική κίνηση πάνω στη σφαίρα του κόσμου, απλώνουμε τα χέρια και δεν φτάνουν πια στον άλλο… δεν κόντυναν τα χέρια μας, εμείς αλλάζουμε θέση… κάθε μέρα, κάθε χρονιά όλο και περισσότερο…

και στη μελαγχολική αυτή διάγνωση, τι αντίδοτο υπάρχει; μια αυξημένη επίγνωση; τι να την κάνεις; η αίσθηση της συνέχειας μέσα από τα παιδιά μας –όσοι έχουν; - πόσο εγωτική δράση αυτή! το θρησκευτικό παραλήρημα της ‘μετά θάνατον’ α ή β ή γ συνέχισής μας με τον α ή β ή γ τρόπο; αυτό κι αν χαϊδεύει το εγώ μας…

κι όμως
υπάρχει αντίδοτο…

στον 5ο χρόνο μπαίνω πια ως ‘Νημερτής’ και συνειδητοποιώ πως υπάρχει κάποιο ‘γιατρικό’… όχι ασπιρίνη για τον καρκίνο αλλά ένα άλλο βλέμμα για το ίδιο τοπίο… μου το προσέφεραν δεκάδες άγνωστοι φίλοι και φίλες που με τίμησαν τόσο γενναιόδωρα με την παρουσία τους και συνεχίζουν να με τιμούν… η ευρυγώνια οπτική του ίδιου τοπίου… σα να ζεις χρόνια σε ένα σπίτι, να βλέπεις έξω από το παράθυρο τα ίδια δέντρα, τα ίδια σπίτια, τα ίδια βουνά αλλά μια μέρα…

αποφασίζεις να… παρέμβεις στο τοπίο
να μην είσαι αυτός μονάχα που παρατηρεί
αλλά κι αυτός που μετέχει…

και στο επικοινωνιακό θαύμα, δεν χρειάζεται καμιά διαφυγή και καμιά… οικειότητα... το σοκ της ‘ετερότητας’ άλλωστε είναι από μόνο του αρκετό… για να σε πληρώσει με ενέργεια, να σε αιμοδοτήσει, να κινητροδοτήσει ξανά εκκινήσεις και βλέμματα…

και αυτό αν δεν είναι συγκλονιστικό, οπωσδήποτε είναι καλοδεχούμενο…

καμιά φορά αρκούν λίγες σταγόνες από μια πηγή για να ξεδιψάσει κανείς… αρκεί το νερό να είναι καθαρό, κρύο και να αφεθείς να το απολαύσεις… 

μια καλότυχη και ενδιαφέρουσα χρονιά ας έχουμε όλοι...