Πέμπτη, Δεκεμβρίου 23, 2021

Οδυσσέας


Τ

ο όνομά μου είναι Οδυσσέας κι έχω μετά από χρόνια που έλειψα, που έχω χάσει το λογαριασμό πόσα, μετά από πολέμους και ταξίδια και φουρτούνες και θύελλες και αιχμαλωσίες και αποδράσεις ως και κατάβαση στον μεγάλο και σκοτεινό και φοβερό Άδη, μετά από τόσα που πέρασα και άλλα τόσα και αναρίθμητα και ανιστόρητα γιατί θα ήθελαν όλοι οι Όμηροι του κόσμου να γράφουν και να γράφουν και σταματημό να μην έχουν, το λοιπόν είμαι ο Οδυσσέας, μόνος, γυμνός σχεδόν, κουρελής και αξύριστος, με το μαλλί μου ακόμα πυκνό όμως άσπρο, γδαρμένος στο κορμί και στην ψυχή όμως ατόφιος, ακέραιος ίσως παρότι οι ρωγμές στο είναι μου ανταμώνουν με αυτές στο σώμα μου… κι είμαι ξανά εδώ… εδώ από όπου ξεκίνησα, κάποτε, πριν από αιώνες να συναντήσω το πεπρωμένο μου κάτω απ’τα απόρθητα τείχη του Ιλίου… ώστε λοιπόν είμαι ξανά εδώ, στο πάτριο χώμα, τη γενέθλια γη… κανείς δεν ξέρει ότι γύρισα… κανείς… κανείς δεν το υποπτεύεται… ίσως μονάχα εκείνη… ίσως αν ύστερα από τόσα χρόνια με περιμένει ακόμα… ίσως μονάχα εκείνη και ο γιός μου… ίσως ακόμα δυο τρεις άνθρωποι δικοί μου… κι όμως κανείς στα σοβαρά δεν το υποπτεύεται… κανείς δεν είναι τόσο απάνθρωπος που να σκίσει το είναι του στα δυο, να το γεμίσει χρόνο και να αφανίσει όλα τα άλλα… κανείς δεν είναι τόσο παράλογος που να γεμίσει τη ζωή του τίποτα, να αφανίσει το εγώ του για να γεμίσει υπομονή… για ποιον; Για κάποιον που πια λογίζεται νεκρός ανάμεσα στις σκιές του κάτω κόσμου… τις ξέρω, τις είδα, δεν φεύγουν οι εικόνες αυτές, ποτέ δεν θα απαλλαγώ από τις μυρωδιές, το χτυποκάρδι, τη μαχαιριά σαν είδα ανάμεσά τους κείνο το αγαπημένο πρόσωπο να σέρνεται… λοιπόν κανείς δεν ξέρει ότι ήρθα… ότι είμαι εδώ… ένας νεκρός που γύρισε στους ζωντανούς, που επέστρεψε, που ήρθε στα χώματα που τον έθρεψαν, στις ακτές που τον έλουσαν, στα παλάτια που τον στέγασαν από μικρό παιδί…

Και λοιπόν;

Τα κατάφερα θα πεις, ενάντια σε όλους τους θεούς και τους δαίμονες, εγώ, από όλους τους συντρόφους μου, τα κατάφερα…

Ε, και λοιπόν;

Νιώθω το χώμα που πατώ να τρέμει, τις δονήσεις των ιερών προγόνων που με δέχονται ξανά στην αγκαλιά τους, τον αέρα να φυσάει τα μάγουλά μου… όλα όσα μυρίζαν κάποτε πατρίδα και σήμερα τα ίδια είναι… μονάχα που εγώ δεν τα νιώθω πια έτσι και πατρίδα πια για μένα έγινε, τι παράξενο να το λέω εγώ που δαπάνησα 20 χρόνια βίου για να επιστρέψω ακριβώς εδώ… πατρίδα το λοιπόν για μένα έγινε όλος ο κόσμος… ξηρός και υγρός, αρσενικός και θηλυκός, φίλιος κι εχθρικός… όλος ο κόσμος, μα όλος… ως και οι θάνατοι των αγαπημένων μου συντρόφων, πατρίδα είναι, ως και οι αγκαλιές των γυναικών που απολαύσαμε τον έρωτα νύχτες και μέρες, πατρίδα είναι ως και τα έγκατα του Άδη που χώθηκα για να συρθώ σαν σκιά ανάμεσα στις σκιές, πατρίδα είναι… ως και τα βάθια των ωκεανών που παραλίγο να χαθώ για πάντα, ως και του Πολύφημου η σπηλιά… πατρίδα είναι… και τούτος ο τόπος πια δεν είναι!

Και βλέπω ολόγυρα γνώριμα τοπία και κλαίει η ψυχή μου που δεν θέλω να τα αγκαλιάσω, να τα φιλήσω, να γίνω ένα μαζί τους… Και βλέπω μακριά τις στέγες των σπιτιών και τους καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό, άνθρωποι δικοί μου, και δικοί μου πια δεν είναι.

Και έχω στο βλέμμα πια ένα άλλο τοπίο και έχω στην καρδιά έναν άλλο τόπο που θέλω να γυρίσω για να ξεκουραστώ.

Κι έχω στη ψυχή μια θύελλα που δεν κοπάζει πια και δεν ξεγελιέται από νεανικές θύμησες και κάμαρες συζυγικές και πρωινά και δείπνα και κυνήγια με τους φίλους στα δάση και δεν μετράνε όσα κάποτε είπα πάνω στο λυγμό του χωρισμού από την ωραία αγκαλιά της γυναίκας. Εκείνης της γυναίκας που για μένα ήταν όλες οι γυναίκες. Κάποτε…

Μα, δεν ξεγελιέται η ψυχή που γνώρισε ακροσύνορα και στερεώματα και απλώθηκε στο Αχανές κι ελευθερώθηκε!

Και δεν ξεγελιέται το βλέμμα που στερεώθηκε για πάντα σε γκρεμών αβύσσους και θεαινών τα στήθη.

Και δεν γελιέται το καρδιοχτύπι που έδινε αίμα πορφυρό στα όνειρα μιας άλλης ύπαρξης, μεγάλης, πιο μεγάλης από οτιδήποτε σχημάτισε με το μυαλό του ο άνθρωπος.

Και ξέρω τώρα καλά πως δεν έχω γυρίσει, αλίμονο, στην αγαπημένη μου πατρίδα… μα από εκείνη έφυγα δίχως να το ξέρω και με καλεί, βροντοχτυπώντας ανελέητα στις φλέβες το αίμα της, να γυρίσω πίσω!

 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 17, 2021

Ψηφιακή οντολογία και ασυμπτωματικός… ανθρωπισμός

 

Δ

εν ξέρω, ειλικρινά, αν μέσα σε αυτή την παρακμιακή και πνιγηρή ατμόσφαιρα των τελευταίων ετών και μηνών ιδιαίτερα, μπορεί κανείς να βρει το κέφι ή έστω το κουράγιο να γράψει, να εκφραστεί, να επικοινωνήσει οτιδήποτε. Γιατί δεν έχω απαντήσει εσωτερικά αν όλο τούτο το εγχείρημα έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα. Νόημα μπορεί να έχει οτιδήποτε αλλά η απάντηση ένδον δεν έχει ωστόσο αναδυθεί. Μοιάζει να είναι κωφός ή βουβός ο ένδον εαυτός και οπωσδήποτε σε χαμηλή επικοινωνιακή δυναμική. Ή μπορεί πάλι να εργάζεται και να ετοιμάζει πράγματα. Ίσως, όλα είναι πιθανά.

Οι φετινές γιορτές έχουν το συνήθη στολισμό και διάκοσμο αλλά ο εσωτερικός διάκοσμος δεν είναι ο αντίστοιχος. Από τη μια ευτυχώς βέβαια, θα ήταν παράλογο. Από την άλλη μελαγχολεί κανείς στη σκέψη ότι παραδίδουμε έναν κόσμο στα νεότερα μέλη αυτής της κοινότητας βουτηγμένο στον πεσιμισμό, την ουδενοκρατία, το θρίαμβο της ρουφιανιάς και την κατίσχυση του ‘μέσου όρου’ σε οτιδήποτε. Είναι μάλλον μεγάλο θράσος έπειτα να απαιτείς από αυτή τη γενιά να σώσει την ανθρωπότητα ή να ανοίξει ολότελα διαφορετικούς δρόμους. Η γενιά που έρχεται θα είναι μάλλον… ασυμπτωματική σε οτιδήποτε καταφάσκει την πνευματική ζωή, την πολιτική δράση, την ουσιαστική ανάλυση και οπωσδήποτε φουλ συμπτωματική σε οτιδήποτε καταφάσκει το ρηχό και το έξαλλο. Το βλέπουμε παντού ολόγυρα και στο νοσογόνο περιβάλλον των σόσιαλ, έτι περισσότερον. Στο άμεσο μέλλον δεν θα υπάρχει καν άλλο περιβάλλον εκτός από το ψηφιακό. Για να πιστοποιήσεις την ύπαρξή σου δεν θα αρκεί να εμφανίζεσαι με σάρκα και οστά. Θα πρέπει να μπορούν να σε… σκανάρουν και ψηφιακά σε κάποια οθόνη για να είσαι οκ!

Μια τέτοια ψηφιακή οντολογία μας αναμένει στη γωνία και θα πετάξει στα σκουπίδια όλες τις παλαιές οντολογίες που ταλαιπώρησαν τη διανόηση επί αιώνες. Ακόμη και ο Θεός θα πιστοποιείται ψηφιακά, αυτό είναι που έρχεται και δεν πρόκειται για κινδυνολογία αλλά για απλή διαπίστωση. Προσαρμοζόμαστε βέβαια, πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς;

Όσο για τον ανθρωπισμό που από τους Νέους Χρόνους κιόλας αναδύθηκε ως αίτημα και σκέψη και στοχασμός και πράξη και βίωμα, πάει περίπατο… στην καλύτερη περίπτωση θα είναι… ασυμπτωματικός… θα υπάρχει κάπου βαθιά χωμένος και δεν θα εκδηλώνει κανένα σύμπτωμα για να μην… ενοχλεί τον φορέα του.

Θα έχει με άλλα να ασχολείται αυτός… και ο ανθρωπισμός απαιτεί ενέργεια, ευαισθησία και καλλιέργεια… αλλόκοτα πράγματα δηλαδή!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2021

Ο σοφός άνθρωπος εκλέγει μια κατεύθυνση με την καρδιά και την ακολουθεί...

 

«…‘μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε πάνω στο κάθε τι’, είπε, ‘και κατόπιν μαθαίνουμε τα μάτια μας να κοιτάζουν όπως σκεφτόμαστε πάνω στα πράγματα που κοιτάζουμε. Κοιτάζουμε τον εαυτό μας σκεφτόμενοι ήδη πως είμαστε σημαντικοί. Κατά συνέπεια έχουμε υποχρέωση να νιώθουμε σημαντικοί! Όταν όμως ένας άνθρωπος μάθει να βλέπει, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πλέον να σκέφτεται πάνω στα πράγματα που κοιτάζει, κα αν δεν μπορεί να σκέφτεται ό,τι κοιτάζει, τότε όλα γίνονται ασήμαντα’…»

«…’Έμαθα να βλέπω και σου λέω πως τίποτα πραγματικά δεν έχει σημασία. Τώρα είναι η σειρά σου. Ίσως κάποια μέρα να δεις κι εσύ και τότε θα μάθεις αν τα πράγματα έχουν σημασία ή όχι. Για μένα τίποτα δεν έχει σημασία αλλά για σένα μπορεί να έχουν όλα. Θα πρέπει να γνωρίζεις από τώρα ότι ο σοφός άνθρωπος ζει δρώντας και όχι σκεφτόμενος πάνω στη δράση, ούτε στοχαζόμενος αυτό που θα σκεφτεί όταν θα έχει τελειώσει τη πράξη. Ο σοφός άνθρωπος εκλέγει μια κατεύθυνση με την καρδιά και την ακολουθεί. Και κατόπι κοιτάζει και χαίρεται και γελά. Και κατόπιν βλέπει και γνωρίζει. Γνωρίζει ότι η ζωή του θα τελειώσει πολύ γρήγορα. Γνωρίζει ότι τόσο αυτός όσο και κάθε άλλος δεν πηγαίνει πουθενά (μετά το θάνατο). Γνωρίζει επειδή βλέπει ότι τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από ένα άλλο. Μ’άλλα λόγια, ένας σοφός άνθρωπος, δεν έχει τιμή, αξιοπρέπεια, οικογένεια, όνομα, χώρα, αλλά μονάχα μια ζωή για να τη ζήσει και κάτω απ’αυτές τις συνθήκες το μόνο που τον δένει με τους συνανθρώπους του είναι η ελεγχόμενη τρέλα του. Έτσι, ο σοφός άνθρωπος αγωνίζεται, ιδρώνει, λαχανιάζει κι όταν τον βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι τους φαίνεται σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Η μόνη διαφορά του είναι ότι ελέγχει τη τρέλα της ζωής του’…»
 

Κάρλος Καστανέντα: Μια ξεχωριστή πραγματικότητα
 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2021

Ο Οίκος...


Ο
ποιητής σήκωσε το βλέμμα και το προσανατόλισε στην είσοδο του Οίκου. Ρίγησε. Όλο του το είναι σκίρτησε. Η ατραπός τελειώνει εδώ, συλλογίστηκε και τα μάτια του υγράνθηκαν. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο ηλιακό του πλέγμα. Έβγαλε με μια ήρεμη κίνηση αυτό που κρατούσε καλά κρυμμένο και αθέατο κατάσαρκα στο στήθος. Το χάιδεψε απαλά, με άφατη τρυφερότητα. Το κράτησε με το δεξί του χέρι και κοίταξε ξανά μπροστά. Πρέπει να κάνω το βήμα, μονολόγησε. Γι αυτό βρίσκομαι εδώ… πήρε μια βαθιάν ανάσα, έδιωξε τις σκέψεις της τελευταίας στιγμής και προχώρησε.
 
Έφτασε λίγο πριν το Κατώφλι, ανάμεσα στους δυο μεγάλους κίονες όταν ο πόνος στο στήθος έγινε οξύτερος. Τα γόνατά του έτρεμαν, όλο του το είναι βρισκόταν σε συναγερμό. Πρέπει να στηριχτώ, πρέπει να κλείσω την ατραπό, ενθάρρυνε τον εαυτό του και μονομιάς ένιωσε να στυλώνεται ξανά στα πόδια του. Πέρασε τη νοητή γραμμή που συνέδεε τους δυο επιβλητικούς κίονες και έφτασε στο Κατώφλι. Στάθηκε και έκλεισε τα μάτια. Γνώριζε καλά την προσευχή. Όλη του τη ζωή την επαναλάμβανε σαν μαγική επωδό. Οι λέξεις ανέβηκαν αβίαστα απ’την ψυχή στα χείλη. Τα δάκρυα έτρεξαν καυτά, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Πόσο μεγάλη είναι τούτη η στιγμή, σκέφτηκε σαν ολοκλήρωσε την προσευχή του. Σήκωσε ξανά το βλέμμα. Και πέρασε το κατώφλι.
 
Ο Οίκος ήταν σκοτεινός, ζεστός και γεμάτος μια πανάρχαια ενέργεια που τον 'χτύπησε' από το πρώτο του βήμα στο εσωτερικό. Δεν υπήρχε τίποτα ολόγυρα. Οι τοίχοι ήταν σκοτεινοί, γεμάτοι σκαλίσματα, παραστάσεις ακατάληπτες και λαξευμένες αράδες από προσευχές προσκυνητών σε άγνωστες, ξεχασμένες πια γλώσσες. Μπροστά του, στο κέντρο του Οίκου ήταν ο βωμός. Τον χώριζαν μονάχα λίγα βήματα.
 
Ξαφνικά, εκείνο που κρατούσε στο δεξί του χέρι σα να ζωντάνεψε… μια θερμότητα τον διαπέρασε αρχικά κι από το χέρι απλώθηκε γοργά σε όλο του το σώμα. Δύσπνοια. Το οξυγόνο ήταν λιγοστό εδώ μέσα και ένιωθε πως πνιγόταν. Να βιαστώ, είπε δυνατά και πλησίασε θαρρετά τον οκταγωνικό βωμό. 
 
Τα βήματά του ήταν δύσκολα, όλο και πιο δύσκολα. Ένιωθε μια τεράστια πίεση να τον πιέζει στους ώμους λες και ολόκληρος ο Οίκος, ο κόσμος όλος έπεφτε πάνω του. Πήρε μια γενναία ανάσα και έφτασε μπροστά στο βωμό. Γονάτισε με ευλάβεια και έφερε το αντικείμενο μπροστά του. Είχε μια άλλη όψη και άλλη υφή τώρα. Έμοιαζε με διάπυρο ξίφος που άστραφτε μέσα στο σκοτεινό, πανάρχαιο Οίκο. Μια κίνηση έμεινε, σκέφτηκε κι αισθάνθηκε πόνο σε όλα του τα μέλη, ως τα κατάβαθα του είναι του. Εκείνος δεν θέλει να το κάνω, είπε και ένιωσε τον ιδρώτα να τρέχει απ’το μέτωπό του. Εκείνος παλεύει να με σταματήσει, είπε ξανά και τέντωσε το χέρι του για να αποθέσει το αντικείμενο που σα να είχε φλογιστεί πια ολόκληρο, σα να είχε πυρποληθεί από μια τρομερή ενέργεια και δύναμη που δεν μπορούσε να ελέγξει. Όλα είχαν φτάσει πια στο πιο κρίσιμο σημείο. Ολόκληρη η ύπαρξή του δονείτο… ένιωθε σαν αρχαίος βράχος που άρχιζε να ρηγματώνεται παντού και έφτανε στα όρια να σπάσει σε αναρίθμητα κομμάτια. Προσπάθησε να ψελλίσει κάτι και δεν έβγαινε η φωνή του… ως και η σκέψη του είχε παύσει, ως και η ανάσα της αθάνατης ψυχής του τρεμόσβηνε μέσα του… άνοιξε τα δάχτυλά του και το έμπυρο αντικείμενο έπεσε μέσα στο βωμό…
 
Δεν κατάφερε να δει όσα ακολούθησαν… τον πίδακα φωτιάς που όρμησε από το βωμό και έγλειψε την οροφή του Οίκου… τα έγγλυφα στους τοίχους ολόγυρα να πυρώνονται και να εκπέμπουν το αρχαιώνιο φως του είναι τόσων και τόσων προσκυνητών πριν απ’αυτόν… ένιωσε όμως να του δροσίζει τα φλεγόμενα μάγουλά του μια πρωτόγνωρη ανάσα… η πίεση αφαιρέθηκε από τα μέλη του, η ψυχή του ανάσανε, το μυαλό του αναπαύτηκε… προσπάθησε να σηκώσει το ταλαιπωρημένο του σώμα αλλά δεν τα κατάφερε… και τότε άκουσε, ένιωσε περισσότερο εκείνη την παράξενη μελωδία… την εξέπνεε θα’λεγες ο Οίκος… διέρρεε από τους πόρους του, πλημμύρισε το χώρο και την ύπαρξη του ποιητή που ένιωσε το βάρος της απόφασής του και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ήξερε τι σήμαινε αυτή η πένθιμη μελωδία που απλωνόταν σα φίδι με χίλια κεφάλια στα έγκατά του και τον άλωνε… πάλεψε ξανά να σηκωθεί, να σταθεί όρθιος… τα κατάφερε και αναθαρρημένος έκανε μεταβολή… Αν φτάσω ως την έξοδο… ψέλλισε κοιτάζοντας το φως που έμπαινε από την είσοδο του Οίκου… Δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα βήμα… έπεσε στα δυο του γόνατα εξοντωμένος από την υπερπροσπάθεια και έγειρε το σώμα του με το κεφάλι προς τα πίσω συμφιλιωμένος με το αναπόδραστο. Η μυσταγωγική μελωδία δυνάμωσε. Οι τοίχοι του Οίκου τον ζύγωναν. Η φωτιά στο βωμό είχε σβήσει. 
 
Και τότε, ακριβώς τη στιγμή που η μουσική είχε γεμίσει το είναι του και είχε μεθύσει τις αισθήσεις του, ένιωσε κι έπειτα είδε τη μεγάλη ρομφαία να τον διαπερνά και να προβάλλει από την εκτεθειμένη του κοιλιά. Άνοιξε το στόμα του, ρούφηξε τις τελευταίες ριπές οξυγόνου που του αναλογούσαν, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον εξώχωρο και παραδόθηκε…
 
 

Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2021

Ελιγμοί Εσωτερικής Δράσης

 


Να σου αρνούνται το βλέμμα κι εσύ να μην ρίχνεις το φταίξιμο στα μάτια

Να ξημερώνει η νύχτα κι εσύ να μη θρηνείς την ημέρα

Να αρνείσαι πεισματικά να είσαι διάφανος ακόμα κι αν έχεις ενοχές που είσαι σκοτεινός

Να φυσά τόσο δυνατά που να πιστεύεις πως όλα θα εκριζωθούν κι εσύ να μην αγκιστρώνεσαι από πουθενά

Να έχεις την επιλογή να γίνεις αλλά να επιμένεις να είσαι

Να μη φοβάσαι το άγγιγμα

Να μάχεσαι τον κυνισμό στο πνεύμα όπως θα μαχόσουν τον καρκίνο στο σώμα

Να στέκεις όρθιος αλλά να μορφάζεις από πόνο αν το αισθάνεσαι

Να φιλοξενείς το χρόνο αλλά να μην οικειώνεσαι ποτέ μαζί του

Να δίνεις το χέρι σου σ’εκείνον που σου δίνει ένα χαμόγελο

Να σου αρνούνται το αυτονόητο κι εσύ να μην αυτοδικαιώνεσαι

Να έχεις δυο λόγους να πεις
και να λες τον ένα

Να βλέπεις στον καθένα το παιδί μέσα του
Να μην σηκώνεις κανένα σταυρό που δεν σου υπόσχεται τη σταύρωση

Να έχεις ένα λόγο να πεις
και να προτιμάς τη σιωπή…

whispery moment
 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 03, 2021

Σάββατο, Νοεμβρίου 27, 2021

Τρεις 'ελιγμοί' του Νοέμβρη...

 

 



Ι. Η Μεγάλη Εικόνα…

Υποτίθεται πως το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να δούμε την περίφημη μεγάλη εικόνα. Ξυπνάς και βρίσκεσαι κατευθείαν μέσα στο στίβο… είσαι σχεδόν γυμνός, συντροφιά με το μυαλό σου κι ένα σπαθί. Αυτά έχεις… και ολόγυρά σου ένα περίεργο, άγνωστο, αφιλόξενο σκηνικό… δεν ξέρεις ούτε που είσαι, ούτε γιατί είσαι εκεί, ούτε τι πρόκειται να συμβεί… με μια έννοια θα πρέπει να τα σκηνοθετήσεις εσύ όλα… όλα; Όχι ακριβώς… γιατί ξαφνικά, από το πουθενά εμφανίζεται το πρώτο… το πρώτο λιοντάρι… το πρώτο από τα πολλά, τα αναρίθμητα που θα ακολουθήσουν… φόβος, ανησυχία, πανικός, κρύος ιδρώτας… τι είναι αυτό και πώς βρέθηκε εκεί; Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι φιλικό. Και σε ορέγεται…
Αλλά αυτή είναι η μικρή εικόνα. Κάθε λιοντάρι είναι μια μικρή εικόνα. Το μικρό τμήμα ενός μεγάλου τέμπλου… ενός απέραντου τέμπλου… κι εσύ δεν έχεις ιδέα ούτε καν για τον εαυτό σου…
Άλλο ένα πρόβλημα… θα πρέπει να μαθαίνεις μαχόμενος. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε χώρος για ανάπαυση και περισυλλογή. Ο χρόνος που υπάρχει είναι ακριβώς όσος χρειάζεται για να μάχεσαι. Άρα, όσο μάχεσαι θα πρέπει να μάθεις και να σκέφτεσαι, να οργανώνεις και να οργανώνεσαι… να δρας.
Το πρώτο λιοντάρι θα το φονεύσεις σχετικά εύκολα. Όχι γιατί ξέρεις, τίποτα δεν ξέρεις ακόμη. Απλά γιατί είσαι ‘φρέσκος’ στο στίβο, δυνατός και ακμαίος. Επίσης επειδή δεν έχεις σκεφτεί ακόμα σε βάθος. Δεν έχεις περάσει στη σκοτεινή πλευρά της σκέψης, στο στοχασμό. Οι άνθρωποι δεν καταθλίβονται επειδή σκέφτονται. Καταθλίβονται επειδή στοχάζονται όσα σκέφτηκαν… αλλά αυτό αργεί ακόμα.
Το επόμενο λιοντάρι ίσως να αργήσει λίγο. Εσύ όμως συνεχίζεις να μάχεσαι, να μαθαίνεις, να μεγαλώνεις. Είσαι ακόμη νέος, αισιόδοξος, αλαζόνας. Και οι δεξιότητές σου στο χειρισμό του σπαθιού βελτιώνονται. Επομένως όλα είναι δυνατά… νομίζεις…
Θα ήθελες πολύ βέβαια να είχες μια ευρύτερη θέαση του στίβου… όσο είσαι ισοϋψής με τη χλωρίδα και την πανίδα αυτού του κόσμου δεν μπορείς να εκτιμήσεις τίποτε… μα δεν υπάρχει τρόπος… ούτε ένας λόφος, ούτε ένας βράχος να πατήσεις να ρίξεις μια ματιά στο βάθος… έστω, μπορεί αργότερα, μπορεί…
Αρχίζεις λοιπόν να μετράς, να οργανώνεσαι, να τυποποιείς, να τεμαχίζεις, να αναλύεις, να συνθέτεις… αρχίζεις να μαθαίνεις όχι απλά πώς να επιβιώνεις αλλά πώς να διαχειρίζεσαι την επιβίωση… που και που απολαμβάνεις και τις μάχες με τα λιοντάρια που εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Η μάχη ανεβάζει την αδρεναλίνη, έχει ενδιαφέρον, έχει έξαψη. Η μάχη σε κρατάει σε φόρμα, σε γυμνάζει, σε χτίζει… εξωτερικά κι εσωτερικά… κυρίως εσωτερικά…
Σύντομα γίνεται η πρώτη μελαγχολική διαπίστωση. Η μάχη είναι άνιση. Εσύ είσαι ένας και τα λιοντάρια δεν τελειώνουν. Σκοτώνεις ένα, ακολουθούν τα επόμενα. Μπορεί να μην έχουν κάποιο ανεξάντλητο ρεπερτόριο επιθέσεων αλλά κι εσύ δεν έχεις ανεξάντλητες δυνάμεις. Και είπαμε, είσαι ένας. Όχι ίσως μόνος –τούτο δεν μας αφορά εδώ- αλλά ένας. Κι αυτό γίνεται βίωμα που σε πληγώνει και σε κάνει τρωτό. Όσο απλά τα σκεφτόσουν όλ’αυτά ήταν εντάξει. Όμως, ο στοχασμός της τρωτότητάς σου είναι κάτι άλλο. Σε τρώει όπως το σκουλήκι τον καρπό…
Ο καιρός περνάει, εσύ μεγαλώνεις, οι φυσικές δεξιότητές σου στη μάχη δεν βελτιώνονται άλλο, οι δυνάμεις σου είναι λιγότερες… έχει αυξηθεί όμως η γνώση σου. Σε όλα τα επίπεδα. Μπορείς να κρύβεσαι, να αποφεύγεις κάποιες μάχες, να διαλέγεις την ώρα και τον τόπο της μάχης. Με λιγότερα χτυπήματα είσαι πιο αποτελεσματικός. Η οικονομία της δράσης σου βελτιστοποιείται. Αυτό είναι παρήγορο. Όχι ίσως το ιδανικό αλλά οπωσδήποτε παρήγορο. Γιατί ακολουθεί μια δεύτερη μελαγχολική διαπίστωση: Γερνάς.
Η σκέψη των γηρατειών δεν μελαγχολεί κανέναν. Ο στοχασμός όμως… το είπαμε κιόλας… και μάλιστα το βίωμα είναι καταθλιπτικό. Πρέπει να προσέχεις περισσότερο, πρέπει να εξοικονομείς περισσότερες δυνάμεις, πρέπει να επιστρατεύεις την πονηρία και την απάτη πλέον. Τα λιοντάρια είναι πανέμορφα ζώα αλλά δεν τα βγάζουν πέρα με τους απατεώνες γλαδιατόρους. Αλλά δεν έχει σημασία. Είναι πολλά, αναρίθμητα.
Και λόφος πουθενά να ρίξεις μια ματιά… πόσος στίβο έχεις διανύσει; Είσαι στη μέση, στο τέλος ή μήπως ακόμη στην αρχή; Νέες βαριές σκέψεις. Το ηθικό σου φυλλοροεί, το φρόνημά σου πλήττεται.
Τρίτη και φαρμακερή μελαγχολική διαπίστωση: Δεν υπάρχει ελπίδα. Θα χάσω.
Ό,τι και να κάνεις; Ό,τι και να κάνω…
Πίσω να γυρίσεις δεν μπορείς… και να μπορούσες τι νόημα έχει;
Υπάρχει και λύση της απελπισίας. Να χώσεις το σπαθί σου στην κοιλιά σου και να προσφέρεις δωρεάν γεύμα στο επόμενο λιοντάρι.
Υπάρχει και μια ακόμη: Να προχωρήσεις έστω και αν δεν υπάρχει ελπίδα!
Ανακαλύπτεις μια φωτεινή περιοχή μέσα στο σκότος των στοχασμών σου. Η απουσία ελπίδας δεν είναι αναγκαστικά κατάρα, μπορεί να είναι κι ευλογία. Το να αναμετρηθείς με οτιδήποτε χωρίς καμιά ελπίδα. Κι ας χάσεις, κι ας πέσεις, κι ας σβήσεις.
Υπέρβαση;
Ηρωισμός;
Απόγνωση;
Βλακεία;
Όλα μαζί.
Κι έτσι σηκώνεσαι και συνεχίζεις…
Είπα στην αρχή πως το υποτιθέμενο πρόβλημα είναι πως δεν μπορούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα… ας το σκεφτούμε λίγο… θα θέλαμε αληθινά να τη δούμε;
Ας υποθέσουμε ότι ο μονομάχος βρίσκει ένα λοφίσκο και περιχαρής ανεβαίνει για να θαυμάσει το τοπίο… αυτό που αντικρίζει του παγώνει την καρδιά, του λυγίζει τα γόνατα… όσο μακριά μπορεί να δει, αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω… η ίδια βλάστηση, εκατομμύρια λιοντάρια που παραμονεύουν, κρύβονται, βγαίνουν για μια στιγμούλα και μοιάζουν με κουκίδες στον ορίζοντα… ξαναχάνονται… κι εσύ; Εσύ ολομόναχος στο κέντρο αυτού του εφιαλτικού κόσμου!
Κατεβαίνεις ψυχικό ερείπιο από τον καταραμένο λόφο και γονατίζεις στην άμμο… κλαίς, βυθίζεσαι στο σκοτεινό σου σύμπαν, κομματιάζεσαι…
Ήθελες να δειςνα μάθειςνα γνωρίσεις… όχι αυτά που σου αρμόζουν
Όχι αυτά που αντέχεις
Ήθελες τη μεγάλη εικόνα…


ΙΙ. Αντιστρόφως…

Πόσες φορές -το έχεις αναλογιστεί;- ακολουθούμε την αντίστροφη πορεία; Λέμε συχνά στην αρχή μιας σχέσης –μιας επαφής που προσδοκούμε να γίνει σχέση, αν θέλεις- ‘θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα’. Γιατί το λέμε αυτό; Στην ουσία δεν το εννοούμε. Ο αρχαίος μας εαυτός εγείρεται, κραυγάζει, σημαίνει τον κώδωνα του κινδύνου αλλά δεν τον ακούμε. Αυτός ξέρει πολύ καλά πως δεν θα περάσει πολύς καιρός για να πούμε ‘θα ήταν καλύτερα να μην σε γνώριζα καθόλου!’. Όμως ο αρχαίος εαυτός, το είναι, τα Έγκατα, το ίχνος του Αχανούς, πες το όπως θέλεις, δεν συμμετέχει εκείνη την ώρα στη διαδικασία της επαφής που ονειρεύεται να γίνει σχέση… ή της σχέσης που μεγαλαυχεί πως θα γίνει συνάντηση… και της συνάντησης που προσέρχεται στο Ναό του Ενός με ένα και μοναδικό αίτημα… να γίνει Σιγή…
Ας μην απεραντολογούμε, ας μείνουμε στο συγκεκριμένο. Ποιο είναι τούτο; Πως ακολουθούμε πολύ συχνά την αντίστροφη πορεία. Περιμένουμε από έναν άνθρωπο ‘να μας μιλήσει για τον εαυτό του’. Για τις αγάπες του, τα όνειρά του, τα πάθη του, τις ματαιώσεις, τις θλίψεις του. Ξέρουμε βέβαια πως όλο αυτό είναι μια σκηνοθετημένη θεατρική παράσταση. Όλοι τελειοποιούμαστε με τα χρόνια σ’αυτήν. Ανάλογα με τις περιστάσεις παρουσιάζουμε και μια άλλη εκδοχή. Άλλο έργο θα παρουσιάσουμε στον μελλοντικό εργοδότη για να μας προσλάβει, άλλο στον μελλοντικό πενθερό για να μας πάρει από καλό μάτι, άλλο στον υφιστάμενο για να συνειδητοποιήσει τη θέση του και τα όριά του, άλλο στη γυναίκα που λαχταράμε να γίνει δική μας, κλπ. Έχουμε πλήθος έργων, πλούσιο ρεπερτόριο… και σε όλη μας τη ζωή το ραφινάρουμε, το εργαζόμαστε, καμαρώνουμε γι αυτό. Ό,τι κι αν μας παρουσιαστεί είμαστε έτοιμοι… ή σχεδόν έτοιμοι. Γιατί υπάρχουν και οι αιφνιδιασμοί που μας ακινητοποιούν… αλλά γι αυτούς ας μην μιλήσω τώρα. Είπαμε, να είμαστε συγκεκριμένοι…
Λοιπόν, αντί να περιμένουμε από τον άλλο να μας μιλήσει για τον εαυτό του, πράγμα που ενεργοποιεί όλη τη διαδικασία της επιλογής και προβολής του καταλλήλου έργου, καλό θα ήταν να πηγαίναμε αντίστροφα. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Δεν θα μάθω για σένα από εσένα. Θα μάθω για σένα από όσα περιέχεις. Αυτά θα ‘μου πουν’ για σένα. Εσύ μπορείς να λες ό,τι αγαπάς. Δεν με πειράζει. Μην νομίζεις πως δεν σε ακούω. Κυριότερα σε βλέπω όμως, σε παρατηρώ, σε ψηλαφώ. Με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, όχι το φερόμενο αλλά το φέρον. Όχι ο οχούμενος παρά το όχημα. Όχι η ουσία, όχι ακόμη… είναι μακριά για μένα, για τον οποιονδήποτε, δεν μου πέφτει λόγος καν γι αυτήν. Η μορφή… Η μορφή μου αρκεί. Όσο κι αν την έχουν υποτιμήσει οι ψυχολόγοι της καφετέριας και οι αναλυτές της συμφοράς. Η μορφή εν τέλει είναι η ουσία…
Ευτυχώς που πάμε αντίστροφα το λοιπόν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι άνθρωποι που παρατηρούν δεν πάνε ποτέ ευθέως. Πάνε πάντοτε πλευρικά… δεν διαλέγουν τη μεγάλη λεωφόρο με τα φώτα και τους παντοειδείς περισπασμούς… προτιμούν τα πλευρικά στενοσόκακα, τα ημισκότεινα, τα ‘επικίνδυνα’, γιατί όχι; Εκεί που εγκυμονεί κίνδυνος πεθαίνει και η υποκρισία. Μπροστά στον κίνδυνο παύει να ψεύδεται κανείς. Ο δειλός είναι δειλός και ο τρελός είναι τρελός. Εντάξει, το θέμα δεν είναι να μπεις στο σκοτεινό δρομάκι. Το θέμα είναι να βγεις… και μάλιστα το πώς θα βγεις…
Νομίζεις απ’όλα αυτά πως είμαι ένας αδιάκριτος άνθρωπος; Είναι αδιάκριτος αυτός που ξέρει να ακούει, μπορεί να βλέπει, έχει ασκηθεί να διαβάζει; Αν δεν ήμουν έτσι δεν θα με έλεγες διακριτικό, θα με έλεγες αδιάφορο. Θα έλεγες, δεν δίνει δεκάρα για μένα, δεν με ρώτησε τίποτε, δεν του καίγεται καρφί για το ποιος είμαι, τι κάνω, τι με απασχολεί… είναι αδιάφορος. Άλλη μια θριαμβική νίκη του αντίστροφου λέω εγώ! Του αρρωστημένου και νοσηρού καλύτερα. Εάν ενδιαφέρομαι ρωτώ, αν ρωτώ γίνομαι αδιάκριτος. Πάμε προς τα πίσω τώρα. Για να μην είμαι αδιάκριτος δεν ρωτώ, εφόσον δεν ρωτώ δεν μπαίνω στο πάνθεον των διακριτικών αλλά στον αποθέτη των… αδιάφορων! Βλέπεις;
Ίσως αναρωτιέσαι γιατί στα λέω όλα αυτά… είναι ένα είδος εξομολόγησης… σου εφιστώ την προσοχή… γιατί πολλές φορές σχολιάστηκες ως αδιάφορος επειδή ήσουν σεμνός… πολλές φορές κρίθηκες ως άνους επειδή ήσουν σιγηλός… τι τραγικό αδιέξοδο στις περίφημες ‘ανθρώπινες σχέσεις’… κανένας δεν θέλει να μάθουν οι άλλοι τα εσώψυχά του και μονίμως κλαίγεται πως τον αγνοούν οι πάντες… δεν θέλουμε τον άλλο βέβαια… θέλουμε τον άλλο ως selfobject, καθώς θα έλεγε και ένας γνωστός ψυχαναλυτής άλλων εποχών… τι είναι αυτό;
Ε, γιατί το έχουμε το ρημάδι το Γκουγκλ; Για ομορφάδα;


ΙΙΙ. Panic Room…

Ήμουν κρυμμένος…
Ήμουν κρυμμένος σε κείνο το μυστικό δωμάτιο που μού είχαν ετοιμάσει…
Ήμουν ασφαλής και ακέραιος…
Χαμογελούσα
Ξημέρωνε και ξημέρωνα
Νύχτωνε και νύχτωνα
Πεινούσα κι έτρωγα
Νύσταζα και κοιμόμουν…
Δεν φοβόμουν
Ήμουν ήρεμος
Αρραγής, ατεμάχιστος…
Ήμουν αυτό που είχα προοριστεί να είμαι…
Έστω κι αν δεν το γνώριζα
Έστω κι αν δεν το επέλεξα ποτέ…
Χαμογελούσα
Στην αρχή από χαρά
Μετά από πικρία
Κι ύστερα από θλίψη…
Χαμογελούσα γιατί ήμουν μόνος και δεν θα με πλήγωνε ξανά κανείς
Κι έκλαιγα γιατί ήμουν μόνος
και δεν θα με άγγιζε ξανά κανείς…
Κι άρχισα τότε να φοβάμαι
Πως δεν θα έβλεπε ξανά κανείς το χαμόγελό μου ή το κλάμα μου
Πως δεν θα άκουγε ξανά κανείς τη φωνή μου
Δεν θα θύμωνε με το θυμό μου
Δεν θα γελούσε με το γέλιο μου…
Συρρικνώθηκα…
Χωρούσα πια στο μισό μου χώρο
Κι έπειτα στο μισό του μισού…
Έτεινα να εξαφανιστώ…
Αυτό ήθελα;
Αυτό ήθελα…
Να γίνω πιο λεπτός κι από την πιο λεπτή χαραμάδα…
Θα είχε κι αυτός ο χώρος κάποια χαραμάδα, έλεγα…
Δεν μπορεί να μην είχε…
Αυτοί που έχτισαν τούτο το δωμάτιο θα είχαν προβλέψει κάτι τόσο στοιχειώδες όπως οι χαραμάδες, έτσι δεν είναι;
Η όρασή μου θόλωνε
Οι αισθήσεις μου νεκρώνονταν
Δεν άκουγα παρά μονάχα όσα έλεγα στον εαυτό μου
Γινόμουν ένας κόκκος σκόνης…
Βρήκα την μεγάλη, ατσαλένια πόρτα που με κρατούσε ασφαλή και ακέραιο εδώ μέσα τόσα χρόνια…
Και της επιτέθηκα!
Έψαξα ψηλά, όρμηξα αριστερά και δεξιά
Βούτηξα χαμηλά…
Δεν υπήρχαν χαραμάδες πουθενά!
Ούτε ένας κόκκος σκόνης δεν μπορούσε να διαφύγει από το δωμάτιό μου!
Πόση δεξιότητα διέθεταν οι κατασκευαστές!
Πόση αρτιότητα στην τέλεση του έργου!
Θα ήθελα να τους βρω και να τους πω ότι τους θαύμαζα!
Όμως θα έπρεπε να περιμένω… πόσο ακόμα;
Όσο χρειαζόταν!
Και ναι, μια μέρα ένιωσα περισσότερο παρά άκουσα… ήχους όμορφους, ήχους γελαστούς…
Η πόρτα… άνοιγε!
Τι χαρά!
Βρήκα τον τρόπο, προσανατολίστηκα, πήρα θέση…
Θα άνοιγε η θεόρατη, σκληρόκαρδη πόρτα και…
Θα χυνόμουν στην ελευθερία!
Ήμουν πια μικροσκοπικός, σχεδόν διάφανος… μπορούσα να αιωρούμαι με τόση χάρη…
Μπορούσα να χορεύω στον αέρα…
Στον αέρα!, σκέφτηκα πανικόβλητος!
Τι θα γινόταν αν άνοιγε η πόρτα αυτή και κάποιο φοβερό ρεύμα αέρα χυνόταν μέσα στο δωμάτιο;
Θα προλάβαινα να κρυφτώ κάπου, να ξεφύγω, να γλιτώσω;
Έτσι αβαρής και πουπουλένιος θα με κατάπινε η άβυσσος!
Η πόρτα μούγγρισε κι άρχισε να τρέμει!
Άνοιγε!
Πανικός!
Προσπάθησα να ριχτώ αριστερά, να γίνω ένα με τον τοίχο…
Να η πρώτη χαραμάδα, ένα παράξενο φως χύθηκε στο δωμάτιο…
Έκανα ελιγμούς, πάλεψα, κόλλησα στον τοίχο… τα είχα καταφέρει…
Σκιές ανθρώπων με προσπέρασαν, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, το ρεύμα που φοβόμουν όρμηξε με μίσος…
Δεν με άγγιξε!
Ήμουν ακόμη ζωντανός, υπήρχα, γέλασα δυνατά!
Με όση δύναμη έχει ένας απειροελάχιστος οργανισμός όπως εγώ!
Ήμουν ακόμη ζωντανός!
Είχα γλιτώσει, τα είχα καταφέρει!
Κόσμε του φωτός, κόσμε υπέροχε σου έρχομαι!
Και τότε άκουσα μέσα στο κεφάλι μου την τρομερή φωνή:
«Να ξεσκονίσει κάποιος εδώ μέσα… αρχίστε απ’ τους τοίχους!»