Ι. Η Μεγάλη Εικόνα…
Υποτίθεται πως το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να δούμε την περίφημη μεγάλη εικόνα. Ξυπνάς
και βρίσκεσαι κατευθείαν μέσα στο στίβο… είσαι σχεδόν γυμνός, συντροφιά
με το μυαλό σου κι ένα σπαθί. Αυτά έχεις… και ολόγυρά σου ένα περίεργο,
άγνωστο, αφιλόξενο σκηνικό… δεν ξέρεις ούτε που είσαι, ούτε γιατί είσαι
εκεί, ούτε τι πρόκειται να συμβεί… με μια έννοια θα πρέπει να τα
σκηνοθετήσεις εσύ όλα… όλα; Όχι ακριβώς… γιατί ξαφνικά, από το
πουθενά εμφανίζεται το πρώτο… το πρώτο λιοντάρι… το πρώτο από τα πολλά,
τα αναρίθμητα που θα ακολουθήσουν… φόβος, ανησυχία, πανικός, κρύος
ιδρώτας… τι είναι αυτό και πώς βρέθηκε εκεί; Το σίγουρο είναι ότι δεν
είναι φιλικό. Και σε ορέγεται…
Αλλά αυτή είναι η μικρή εικόνα. Κάθε
λιοντάρι είναι μια μικρή εικόνα. Το μικρό τμήμα ενός μεγάλου τέμπλου…
ενός απέραντου τέμπλου… κι εσύ δεν έχεις ιδέα ούτε καν για τον εαυτό
σου…
Άλλο
ένα πρόβλημα… θα πρέπει να μαθαίνεις μαχόμενος. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε
χώρος για ανάπαυση και περισυλλογή. Ο χρόνος που υπάρχει είναι ακριβώς
όσος χρειάζεται για να μάχεσαι. Άρα, όσο μάχεσαι θα πρέπει να μάθεις και
να σκέφτεσαι, να οργανώνεις και να οργανώνεσαι… να δρας.
Το
πρώτο λιοντάρι θα το φονεύσεις σχετικά εύκολα. Όχι γιατί ξέρεις, τίποτα
δεν ξέρεις ακόμη. Απλά γιατί είσαι ‘φρέσκος’ στο στίβο, δυνατός και
ακμαίος. Επίσης επειδή δεν έχεις σκεφτεί ακόμα σε βάθος. Δεν έχεις
περάσει στη σκοτεινή πλευρά της σκέψης, στο στοχασμό. Οι άνθρωποι δεν
καταθλίβονται επειδή σκέφτονται. Καταθλίβονται επειδή στοχάζονται όσα
σκέφτηκαν… αλλά αυτό αργεί ακόμα.
Το
επόμενο λιοντάρι ίσως να αργήσει λίγο. Εσύ όμως συνεχίζεις να μάχεσαι,
να μαθαίνεις, να μεγαλώνεις. Είσαι ακόμη νέος, αισιόδοξος, αλαζόνας. Και
οι δεξιότητές σου στο χειρισμό του σπαθιού βελτιώνονται. Επομένως όλα
είναι δυνατά… νομίζεις…
Θα
ήθελες πολύ βέβαια να είχες μια ευρύτερη θέαση του στίβου… όσο είσαι
ισοϋψής με τη χλωρίδα και την πανίδα αυτού του κόσμου δεν μπορείς να
εκτιμήσεις τίποτε… μα δεν υπάρχει τρόπος… ούτε ένας λόφος, ούτε ένας
βράχος να πατήσεις να ρίξεις μια ματιά στο βάθος… έστω, μπορεί αργότερα,
μπορεί…
Αρχίζεις
λοιπόν να μετράς, να οργανώνεσαι, να τυποποιείς, να τεμαχίζεις, να
αναλύεις, να συνθέτεις… αρχίζεις να μαθαίνεις όχι απλά πώς να επιβιώνεις
αλλά πώς να διαχειρίζεσαι την επιβίωση… που και που απολαμβάνεις και
τις μάχες με τα λιοντάρια που εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο σε
ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Η μάχη ανεβάζει την αδρεναλίνη, έχει
ενδιαφέρον, έχει έξαψη. Η μάχη σε κρατάει σε φόρμα, σε γυμνάζει, σε
χτίζει… εξωτερικά κι εσωτερικά… κυρίως εσωτερικά…
Σύντομα
γίνεται η πρώτη μελαγχολική διαπίστωση. Η μάχη είναι άνιση. Εσύ είσαι
ένας και τα λιοντάρια δεν τελειώνουν. Σκοτώνεις ένα, ακολουθούν τα
επόμενα. Μπορεί να μην έχουν κάποιο ανεξάντλητο ρεπερτόριο επιθέσεων
αλλά κι εσύ δεν έχεις ανεξάντλητες δυνάμεις. Και είπαμε, είσαι ένας. Όχι
ίσως μόνος –τούτο δεν μας αφορά εδώ- αλλά ένας. Κι αυτό γίνεται βίωμα
που σε πληγώνει και σε κάνει τρωτό. Όσο απλά τα σκεφτόσουν όλ’αυτά ήταν
εντάξει. Όμως, ο στοχασμός της τρωτότητάς σου είναι κάτι άλλο. Σε τρώει
όπως το σκουλήκι τον καρπό…
Ο
καιρός περνάει, εσύ μεγαλώνεις, οι φυσικές δεξιότητές σου στη μάχη δεν
βελτιώνονται άλλο, οι δυνάμεις σου είναι λιγότερες… έχει αυξηθεί όμως η
γνώση σου. Σε όλα τα επίπεδα. Μπορείς να κρύβεσαι, να αποφεύγεις κάποιες
μάχες, να διαλέγεις την ώρα και τον τόπο της μάχης. Με λιγότερα
χτυπήματα είσαι πιο αποτελεσματικός. Η οικονομία της δράσης σου
βελτιστοποιείται. Αυτό είναι παρήγορο. Όχι ίσως το ιδανικό αλλά
οπωσδήποτε παρήγορο. Γιατί ακολουθεί μια δεύτερη μελαγχολική διαπίστωση:
Γερνάς.
Η
σκέψη των γηρατειών δεν μελαγχολεί κανέναν. Ο στοχασμός όμως… το είπαμε
κιόλας… και μάλιστα το βίωμα είναι καταθλιπτικό. Πρέπει να προσέχεις
περισσότερο, πρέπει να εξοικονομείς περισσότερες δυνάμεις, πρέπει να
επιστρατεύεις την πονηρία και την απάτη πλέον. Τα λιοντάρια είναι
πανέμορφα ζώα αλλά δεν τα βγάζουν πέρα με τους απατεώνες γλαδιατόρους.
Αλλά δεν έχει σημασία. Είναι πολλά, αναρίθμητα.
Και
λόφος πουθενά να ρίξεις μια ματιά… πόσος στίβο έχεις διανύσει; Είσαι
στη μέση, στο τέλος ή μήπως ακόμη στην αρχή; Νέες βαριές σκέψεις. Το
ηθικό σου φυλλοροεί, το φρόνημά σου πλήττεται.
Τρίτη και φαρμακερή μελαγχολική διαπίστωση: Δεν υπάρχει ελπίδα. Θα χάσω.
Ό,τι και να κάνεις; Ό,τι και να κάνω…
Πίσω να γυρίσεις δεν μπορείς… και να μπορούσες τι νόημα έχει;
Υπάρχει και λύση της απελπισίας. Να χώσεις το σπαθί σου στην κοιλιά σου και να προσφέρεις δωρεάν γεύμα στο επόμενο λιοντάρι.
Υπάρχει και μια ακόμη: Να προχωρήσεις έστω και αν δεν υπάρχει ελπίδα!
Ανακαλύπτεις
μια φωτεινή περιοχή μέσα στο σκότος των στοχασμών σου. Η απουσία
ελπίδας δεν είναι αναγκαστικά κατάρα, μπορεί να είναι κι ευλογία. Το να
αναμετρηθείς με οτιδήποτε χωρίς καμιά ελπίδα. Κι ας χάσεις, κι ας πέσεις, κι ας σβήσεις.
Υπέρβαση;
Ηρωισμός;
Απόγνωση;
Βλακεία;
Όλα μαζί.
Κι έτσι σηκώνεσαι και συνεχίζεις…
Είπα
στην αρχή πως το υποτιθέμενο πρόβλημα είναι πως δεν μπορούμε να δούμε
τη μεγάλη εικόνα… ας το σκεφτούμε λίγο… θα θέλαμε αληθινά να τη δούμε;
Ας
υποθέσουμε ότι ο μονομάχος βρίσκει ένα λοφίσκο και περιχαρής ανεβαίνει
για να θαυμάσει το τοπίο… αυτό που αντικρίζει του παγώνει την καρδιά,
του λυγίζει τα γόνατα… όσο μακριά μπορεί να δει, αριστερά, δεξιά, μπρος,
πίσω… η ίδια βλάστηση, εκατομμύρια λιοντάρια που παραμονεύουν,
κρύβονται, βγαίνουν για μια στιγμούλα και μοιάζουν με κουκίδες στον
ορίζοντα… ξαναχάνονται… κι εσύ; Εσύ ολομόναχος στο κέντρο αυτού του
εφιαλτικού κόσμου!
Κατεβαίνεις
ψυχικό ερείπιο από τον καταραμένο λόφο και γονατίζεις στην άμμο… κλαίς,
βυθίζεσαι στο σκοτεινό σου σύμπαν, κομματιάζεσαι…
Ήθελες να δεις, να μάθεις, να γνωρίσεις… όχι αυτά που σου αρμόζουν…
Όχι αυτά που αντέχεις…
Ήθελες τη μεγάλη εικόνα…
ΙΙ. Αντιστρόφως…
Πόσες
φορές -το έχεις αναλογιστεί;- ακολουθούμε την αντίστροφη πορεία; Λέμε
συχνά στην αρχή μιας σχέσης –μιας επαφής που προσδοκούμε να γίνει σχέση,
αν θέλεις- ‘θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα’. Γιατί το λέμε αυτό; Στην
ουσία δεν το εννοούμε. Ο αρχαίος μας εαυτός εγείρεται, κραυγάζει,
σημαίνει τον κώδωνα του κινδύνου αλλά δεν τον ακούμε. Αυτός ξέρει πολύ
καλά πως δεν θα περάσει πολύς καιρός για να πούμε ‘θα ήταν καλύτερα να
μην σε γνώριζα καθόλου!’. Όμως ο αρχαίος εαυτός, το είναι, τα Έγκατα, το
ίχνος του Αχανούς, πες το όπως θέλεις, δεν συμμετέχει εκείνη την ώρα
στη διαδικασία της επαφής που ονειρεύεται να γίνει σχέση… ή της σχέσης
που μεγαλαυχεί πως θα γίνει συνάντηση… και της συνάντησης που
προσέρχεται στο Ναό του Ενός με ένα και μοναδικό αίτημα… να γίνει Σιγή…
Ας
μην απεραντολογούμε, ας μείνουμε στο συγκεκριμένο. Ποιο είναι τούτο;
Πως ακολουθούμε πολύ συχνά την αντίστροφη πορεία. Περιμένουμε από έναν
άνθρωπο ‘να μας μιλήσει για τον εαυτό του’. Για τις αγάπες του, τα
όνειρά του, τα πάθη του, τις ματαιώσεις, τις θλίψεις του. Ξέρουμε βέβαια
πως όλο αυτό είναι μια σκηνοθετημένη θεατρική παράσταση. Όλοι
τελειοποιούμαστε με τα χρόνια σ’αυτήν. Ανάλογα με τις περιστάσεις
παρουσιάζουμε και μια άλλη εκδοχή. Άλλο έργο θα παρουσιάσουμε στον
μελλοντικό εργοδότη για να μας προσλάβει, άλλο στον μελλοντικό πενθερό
για να μας πάρει από καλό μάτι, άλλο στον υφιστάμενο για να
συνειδητοποιήσει τη θέση του και τα όριά του, άλλο στη γυναίκα που
λαχταράμε να γίνει δική μας, κλπ. Έχουμε πλήθος έργων, πλούσιο
ρεπερτόριο… και σε όλη μας τη ζωή το ραφινάρουμε, το εργαζόμαστε,
καμαρώνουμε γι αυτό. Ό,τι κι αν μας παρουσιαστεί είμαστε έτοιμοι… ή
σχεδόν έτοιμοι. Γιατί υπάρχουν και οι αιφνιδιασμοί που μας
ακινητοποιούν… αλλά γι αυτούς ας μην μιλήσω τώρα. Είπαμε, να είμαστε
συγκεκριμένοι…
Λοιπόν,
αντί να περιμένουμε από τον άλλο να μας μιλήσει για τον εαυτό του,
πράγμα που ενεργοποιεί όλη τη διαδικασία της επιλογής και προβολής του
καταλλήλου έργου, καλό θα ήταν να πηγαίναμε αντίστροφα. Δεν χρειάζεται
να μου πεις τίποτα. Δεν θα μάθω για σένα από εσένα. Θα μάθω για σένα από
όσα περιέχεις. Αυτά θα ‘μου πουν’ για σένα. Εσύ μπορείς να λες ό,τι
αγαπάς. Δεν με πειράζει. Μην νομίζεις πως δεν σε ακούω. Κυριότερα σε
βλέπω όμως, σε παρατηρώ, σε ψηλαφώ. Με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, όχι
το φερόμενο αλλά το φέρον. Όχι ο οχούμενος παρά το όχημα. Όχι η ουσία, όχι ακόμη… είναι μακριά για μένα, για τον οποιονδήποτε, δεν μου πέφτει λόγος καν γι αυτήν. Η μορφή… Η μορφή μου αρκεί. Όσο κι αν την έχουν υποτιμήσει οι ψυχολόγοι της καφετέριας και οι αναλυτές της συμφοράς. Η μορφή εν τέλει είναι η ουσία…
Ευτυχώς
που πάμε αντίστροφα το λοιπόν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι άνθρωποι που
παρατηρούν δεν πάνε ποτέ ευθέως. Πάνε πάντοτε πλευρικά… δεν διαλέγουν τη
μεγάλη λεωφόρο με τα φώτα και τους παντοειδείς περισπασμούς… προτιμούν
τα πλευρικά στενοσόκακα, τα ημισκότεινα, τα ‘επικίνδυνα’, γιατί όχι;
Εκεί που εγκυμονεί κίνδυνος πεθαίνει και η υποκρισία. Μπροστά στον
κίνδυνο παύει να ψεύδεται κανείς. Ο δειλός είναι δειλός και ο τρελός
είναι τρελός. Εντάξει, το θέμα δεν είναι να μπεις στο σκοτεινό δρομάκι.
Το θέμα είναι να βγεις… και μάλιστα το πώς θα βγεις…
Νομίζεις
απ’όλα αυτά πως είμαι ένας αδιάκριτος άνθρωπος; Είναι αδιάκριτος αυτός
που ξέρει να ακούει, μπορεί να βλέπει, έχει ασκηθεί να διαβάζει; Αν δεν
ήμουν έτσι δεν θα με έλεγες διακριτικό, θα με έλεγες αδιάφορο. Θα
έλεγες, δεν δίνει δεκάρα για μένα, δεν με ρώτησε τίποτε, δεν του
καίγεται καρφί για το ποιος είμαι, τι κάνω, τι με απασχολεί… είναι αδιάφορος.
Άλλη μια θριαμβική νίκη του αντίστροφου λέω εγώ! Του αρρωστημένου και
νοσηρού καλύτερα. Εάν ενδιαφέρομαι ρωτώ, αν ρωτώ γίνομαι αδιάκριτος.
Πάμε προς τα πίσω τώρα. Για να μην είμαι αδιάκριτος δεν ρωτώ, εφόσον δεν
ρωτώ δεν μπαίνω στο πάνθεον των διακριτικών αλλά στον αποθέτη των…
αδιάφορων! Βλέπεις;
Ίσως
αναρωτιέσαι γιατί στα λέω όλα αυτά… είναι ένα είδος εξομολόγησης… σου
εφιστώ την προσοχή… γιατί πολλές φορές σχολιάστηκες ως αδιάφορος επειδή
ήσουν σεμνός… πολλές φορές κρίθηκες ως άνους επειδή ήσουν σιγηλός… τι
τραγικό αδιέξοδο στις περίφημες ‘ανθρώπινες σχέσεις’… κανένας δεν θέλει
να μάθουν οι άλλοι τα εσώψυχά του και μονίμως κλαίγεται πως τον αγνοούν
οι πάντες… δεν θέλουμε τον άλλο βέβαια… θέλουμε τον άλλο ως selfobject, καθώς θα έλεγε και ένας γνωστός ψυχαναλυτής άλλων εποχών… τι είναι αυτό;
Ε, γιατί το έχουμε το ρημάδι το Γκουγκλ; Για ομορφάδα;
ΙΙΙ. Panic Room…
Ήμουν κρυμμένος…
Ήμουν κρυμμένος σε κείνο το μυστικό δωμάτιο που μού είχαν ετοιμάσει…
Ήμουν ασφαλής και ακέραιος…
Χαμογελούσα
Ξημέρωνε και ξημέρωνα
Νύχτωνε και νύχτωνα
Πεινούσα κι έτρωγα
Νύσταζα και κοιμόμουν…
Δεν φοβόμουν
Ήμουν ήρεμος
Αρραγής, ατεμάχιστος…
Ήμουν αυτό που είχα προοριστεί να είμαι…
Έστω κι αν δεν το γνώριζα
Έστω κι αν δεν το επέλεξα ποτέ…
Χαμογελούσα
Στην αρχή από χαρά
Μετά από πικρία
Κι ύστερα από θλίψη…
Χαμογελούσα γιατί ήμουν μόνος και δεν θα με πλήγωνε ξανά κανείς
Κι έκλαιγα γιατί ήμουν μόνος
και δεν θα με άγγιζε ξανά κανείς…
Κι άρχισα τότε να φοβάμαι
Πως δεν θα έβλεπε ξανά κανείς το χαμόγελό μου ή το κλάμα μου
Πως δεν θα άκουγε ξανά κανείς τη φωνή μου
Δεν θα θύμωνε με το θυμό μου
Δεν θα γελούσε με το γέλιο μου…
Συρρικνώθηκα…
Χωρούσα πια στο μισό μου χώρο
Κι έπειτα στο μισό του μισού…
Έτεινα να εξαφανιστώ…
Αυτό ήθελα;
Αυτό ήθελα…
Να γίνω πιο λεπτός κι από την πιο λεπτή χαραμάδα…
Θα είχε κι αυτός ο χώρος κάποια χαραμάδα, έλεγα…
Δεν μπορεί να μην είχε…
Αυτοί που έχτισαν τούτο το δωμάτιο θα είχαν προβλέψει κάτι τόσο στοιχειώδες όπως οι χαραμάδες, έτσι δεν είναι;
Η όρασή μου θόλωνε
Οι αισθήσεις μου νεκρώνονταν
Δεν άκουγα παρά μονάχα όσα έλεγα στον εαυτό μου
Γινόμουν ένας κόκκος σκόνης…
Βρήκα την μεγάλη, ατσαλένια πόρτα που με κρατούσε ασφαλή και ακέραιο εδώ μέσα τόσα χρόνια…
Και της επιτέθηκα!
Έψαξα ψηλά, όρμηξα αριστερά και δεξιά
Βούτηξα χαμηλά…
Δεν υπήρχαν χαραμάδες πουθενά!
Ούτε ένας κόκκος σκόνης δεν μπορούσε να διαφύγει από το δωμάτιό μου!
Πόση δεξιότητα διέθεταν οι κατασκευαστές!
Πόση αρτιότητα στην τέλεση του έργου!
Θα ήθελα να τους βρω και να τους πω ότι τους θαύμαζα!
Όμως θα έπρεπε να περιμένω… πόσο ακόμα;
Όσο χρειαζόταν!
Και ναι, μια μέρα ένιωσα περισσότερο παρά άκουσα… ήχους όμορφους, ήχους γελαστούς…
Η πόρτα… άνοιγε!
Τι χαρά!
Βρήκα τον τρόπο, προσανατολίστηκα, πήρα θέση…
Θα άνοιγε η θεόρατη, σκληρόκαρδη πόρτα και…
Θα χυνόμουν στην ελευθερία!
Ήμουν πια μικροσκοπικός, σχεδόν διάφανος… μπορούσα να αιωρούμαι με τόση χάρη…
Μπορούσα να χορεύω στον αέρα…
Στον αέρα!, σκέφτηκα πανικόβλητος!
Τι θα γινόταν αν άνοιγε η πόρτα αυτή και κάποιο φοβερό ρεύμα αέρα χυνόταν μέσα στο δωμάτιο;
Θα προλάβαινα να κρυφτώ κάπου, να ξεφύγω, να γλιτώσω;
Έτσι αβαρής και πουπουλένιος θα με κατάπινε η άβυσσος!
Η πόρτα μούγγρισε κι άρχισε να τρέμει!
Άνοιγε!
Πανικός!
Προσπάθησα να ριχτώ αριστερά, να γίνω ένα με τον τοίχο…
Να η πρώτη χαραμάδα, ένα παράξενο φως χύθηκε στο δωμάτιο…
Έκανα ελιγμούς, πάλεψα, κόλλησα στον τοίχο… τα είχα καταφέρει…
Σκιές ανθρώπων με προσπέρασαν, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, το ρεύμα που φοβόμουν όρμηξε με μίσος…
Δεν με άγγιξε!
Ήμουν ακόμη ζωντανός, υπήρχα, γέλασα δυνατά!
Με όση δύναμη έχει ένας απειροελάχιστος οργανισμός όπως εγώ!
Ήμουν ακόμη ζωντανός!
Είχα γλιτώσει, τα είχα καταφέρει!
Κόσμε του φωτός, κόσμε υπέροχε σου έρχομαι!
Και τότε άκουσα μέσα στο κεφάλι μου την τρομερή φωνή:
«Να ξεσκονίσει κάποιος εδώ μέσα… αρχίστε απ’ τους τοίχους!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου