Ο
άνθρωπος που ζει δίχως έρωτα, για την
ακρίβεια, ο άνθρωπος που επιλέγει να
ζήσει κρυπτόμενος από το ερωτικό
γεγονός, μοιάζει με κείνον που ζει
χωρίς όνειρα. Δηλαδή με κείνον που ξυπνά
κάθε πρωί και δεν μπορεί, δεν είναι
ικανός ή το χειρότερο, επιλέγει να
μην μπορεί να ανακαλέσει ούτε μια εικόνα,
ίχνος συναισθήματος, καμιά συγκίνηση
από το ονειρικό γεγονός. Η ζωή αυτή,
δεν είναι ζωή... είναι σαν να βρισκόμαστε
στην αίθουσα του κινηματογράφου κι ενώ
οι γύρω μας απολαμβάνουν την ταινία με
τα χρώματα, τις μουσικές, τους διαλόγους,
τις φωνές, τις συγκινήσεις της δράσης,
εμείς απλά παρακολουθούμε μια θολή
εικόνα, μια γκριζόμαυρη αφήγηση φιγούρων
που δεν μας μεταδίδουν τίποτε. Είναι
μια ενόχληση, μια βελούδινη ενόχληση
που ίσως να μας εκνευρίζει αλλά δεν
μας... ενοχλεί. Δεν μπορεί να μας 'πειράξει'
κι έτσι, δεν μπορεί να μας αλλάξει. Στο
τέλος της ταινίας, όλοι αποχωρούν με
διάφορα συναισθήματα, με χαμόγελα και
δάκρυα, με αντιφατικές εσωτερικές
δράσεις, μια εντατική κατάσταση που
τους εξελίσσει, έστω για ένα βήμα κι
εμείς αποχωρούμε όπως ακριβώς μπήκαμε
στην αίθουσα: ανηδονικοί, ασυγκίνητοι,
άθραυστοι, απρόσβλητοι, ατόφιοι...
ακέραιοι και συμπαγείς με την πιο
μειωτική σημασία και το πλέον ντροπιαστικό
περιεχόμενο των λέξεων.
Γιατί
είναι αληθινά ντροπιαστικό να
επιλέξεις να ζεις χωρίς το ερωτικό
γεγονός να συγκλονίζει τη ζωή σου, να γελοιοποιεί τις ησυχίες σου, να εποφθαλμιά
τις κατακτήσεις σου, να εκκεντρώνει τις
ισορροπίες σου...
Μπορείς
να επιλέξεις όμως να ζήσεις χωρίς το
ερωτικό γεγονός;
Μπορείς...
και αυτό είναι το τραγικό αντίστοιχο
της ελευθερίας της βούλησης στο ανθρώπινο
ον... ένα κατοπτρικό αντίστοιχο σαν
προβολή του είναι σε έναν εφιαλτικό
καθρέφτη... το είδωλό σου ζει, εσύ το
επιλέγεις, το ομοίωμά σου ζει κι όχι
εσύ. Εσύ τι κάνεις; Απλά το παρακολουθείς
στην παραλυτική ασφάλεια της πλήρους
ακινησίας. Και το στέλνεις στο πεδίο
της μάχης ενώ ταυτόχρονα επιλέγεις την
άθλια και αμέριμνη και ασυννέφιαστη
ασφάλεια των μετόπισθεν.
Και
γιατί το κάνεις όλο τούτο; Γιατί το
επιλέγεις; Το επιλέγεις γιατί φοβάσαι.
Γιατί είσαι δειλός. Γιατί το Μεγάλο
Μυστικό Θέαμα πρόκειται να σε ρουφήξει,
να σε καταπιεί κι εσύ πιστεύεις πως
είσαι αθάνατος και θα ζεις για πάντα...
και μάλιστα αρηγμάτωτος, ακινδύνευτος,
αραγής, αυτάρκης, αυτόκρατος, πανίσχυρος...
θεωμένος στο μοναδιαίο σου σύμπαν της
αιώνιας θλίψης...
Και
να το τερατώδες παιδί σου: ο άνθρωπος
αυτός δεν είναι άνθρωπος... πλέον... ο
άνθρωπος αυτός δεν αναγνωρίζεται, είναι
αψηλάφητος ακόμα και από το Αχανές... ο
άνθρωπος αυτός είναι ένα αλαζονικό
Φρανκεσταϊνικό κατασκεύασμα, ένα
φρικιαστικό Γκόλουμ, ένα υλομορφικό
ψεύδος, ένας εφιαλτόμορφος νοοσχηματισμός
που αναπνέει, τρέφεται, κινείται και
διαδρά... αλλά άψυχος, άζωος, αλλογενής
και ξένος...
Ο
άνθρωπος που ζει χωρίς τον έρωτα στη
ζωή του αυτό καταλήγει να ανασαίνει...
ένα τοξικό, ένα δηλητηριασμένο αέρα ως
το πέρας των ημερών του. Και προς το
τέλος της διαδρομής αυτής, του αποκαλύπτεται
πως στην ουσία υπήρξε ένας μοναχικός
ξενιστής της ίδιας της ζωής που αρνήθηκε,
του ήλιου που μελάνωσε και μόλυνε, της
ιερότητας που απόξεσε από το κάθε κύτταρό
του...
Στη
βραχνή, σπηλαιώδη, εγκατιαία φωνή του
αρχαίου ρίγους του θανάτου μονάχα
μπορείς να αναζητήσεις ανάλογο στερέωμα
ύπαρξης... με την αγωνία να είναι η όξινη
βροχή που σε ξυπνάει όχι με τον ήχο...
αλλά με την απουσία που βροντάει στις
φλέβες σου...