Ήταν κοντά του με
τον τρόπο εκείνο, με τη στάση εκείνη που απαιτούσε η στιγμή. Η συμπαντιαία στιγμή της τρομακτικής επίγνωσης ότι το
να είσαι μόνος είναι μια διάσταση που τα εξακτινώνει όλα στην αρχή τους… στον
πυρήνα τους.. στη γέννησή τους. Στο αδιαμόρφωτο είναι τους.
Ήταν σα να είχε
μπροστά της το πέπλο του Ανεκδήλωτου. Ριγούσε. Έτρεμε στη σκέψη τι θα συνέβαινε
εάν ανασήκωνε τούτο το πέπλο. Πόσο εύθραυστη ήταν η ίδια η στιγμή! Το δικό του
βήμα προς την Άβυσσο, η δική της ανάσα που φοβόταν πως θα μπορούσε να τα καταστρέψει
όλα…
«Πέθανα τόσες
φορές», ανάσανε περισσότερο παρά μίλησε. «Τόσες φορές… και δεν αξιώθηκα ακόμα
να ζήσω…»
Ήταν μια
ολόκληρη Δημιουργία εκείνη η Στιγμή. Το Μηδέν που τα περιέχει όλα εν δυνάμει.
Ποια βούληση και σε ποια κατεύθυνση θα στρέψει τη Δημιουργία όταν εκείνη
μοιραία θα επισυμβεί; Ήταν μια στιγμή Απόλυτης Ενσυναίσθησης για εκείνη και το
ένιωθε στα κόκκαλα και στους νεφρούς της. Δεν ανάσαινε πια από το στέρνο της.
Εισέπνεε το μεγαλείο της Ώρας και το εξέπνεε από τους πόρους του κορμιού της.
Με οδύνη. Με ωδίνες.
«Αν μπορούσα να
αποδεχθώ ότι φοβάμαι… ανοίγομαι σ’ αυτό το βάραθρο… και δεν ξέρω αν είναι απλά
ο επόμενος θάνατος… ή ίσως η μία και μόνη ζωή που αξιωνόμαστε…»
Τα δάχτυλά της
σταμάτησαν στην αύρα του σώματος και δεν τόλμησε να την διαπεράσει για να
ανταμωθεί με το δέρμα… πονούσε κι αυτό… ένα Τραύμα… το Αρχαίο Ρίγος είναι,
τελικά, ένα Τραύμα… τα δάκρυά της ήταν ο δικός του πόνος… απόλυτη ενσυναίσθηση…
«Περπατώ μόνος
όλους αυτούς τους αιώνες… δεν είχα βήμα, δεν διδάχθηκα την εναρμόνιση… δεν
γονάτισα μπροστά στο Κατώφλι… ασεβής ίσως σκεφτείς… άσμενος περιπατητής…
χαρούμενος... και λυπημένος… δεν διδάχθηκα τίποτα… πονώ γιατί δεν έμαθα
τίποτα…»
Οι λέξεις
διαχύνονταν στην ατμόσφαιρα όπως οι σταγόνες της βροχής από τη θύελλα. Λες κι
αναζητούσαν να ταιριάξουν με άλλες λέξεις, να γονιμοποιηθούν, να φτιάξουν νέα
στερεώματα…
Άρχισε να
βαδίζει αργά… απομακρυνόταν…
Δεν θα τον έχανε από τα μάτια της… ποτέ… κοιτούσε
πλέον μέσα απ’τα δικά του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου