(Περί συναισθηματικού μιθριδατισμού)
|
Θ |
α μπορούσα να ξεκινήσω κάπως έτσι:
Υπάρχει ένας και μόνος τρόπος να αντισταθείς -όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει και αντίσταση δεν έλεγε ο Φουκώ;- στη νωχελικά ολοένα και περισσότερο εκτατικά απλωνόμενη εντός σου αίσθηση της… μη – αίσθησης. Αυτό το τεμπέλικο φίδι της απάθειας, της νωχελικής απόσυρσης στο ‘κανείς’ και στο ‘όλα και τίποτε’, αυτής της μελαγχολικής συριχτής φωνής που αναδύεται από τα έγκατα, που αργοκυλάει μέσα όπως φλέβες της ύπαρξής σου και αν το θέλεις μπορείς να αφεθείς, να στήσεις το αυτί και ν’ακούσεις το μαυλιστικό σκοπό της που δεν παύει να δονεί, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό όλα τα κύτταρα του είναι σου… κι αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από το να συνθλίψεις τούτο το ελεεινό ερπετό, να το λιώσεις, να το κάνεις να σιγήσει επιτέλους, να ελευθερωθείς!
Όμως…
Θα μπορούσα όπως να ξεκινήσω εναλλακτικά ως εξής:
Αυτό που πλημμύρισε με ηδύτητα άφατη τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που τον έκανε να αψηφήσει ό,τι ιερό και όσιο κρύβεται στο μεγάλο σύμπαν της φιλίας και της φιλότητας, αυτό που τον νανούρισε μεθυστικά και τον κοίμισε γλυκά κι ανάλαφρα σαν μωρό, ήταν ένας απροσδόκητος σύμμαχος: η απάθεια. Όχι όμως με την ωραία φιλοσοφική θεώρηση των στωικών και των επικούρειων -ως αταραξία και απεμπλοκή του ανθρώπου από όσα δεν ορίζει και δεν είναι στο χέρι του- αλλά με το ελεεινό της κακέκτυπο: τη φυγή από το σχετίζεσθαι, την απόδραση στην ασφάλεια της μόνωσηε, την εξαφάνιση, την απουσία. Τούτο το ριγώδες βίωμα που ναρκώνει συνειδήσεις και εξαγοράζει πολύ φτηνά τις όποιες ενοχές χάιδεψε τρυφερά τον επίδοξο προδότη πείθοντάς τον πως αυτός ήταν πιο σημαντικός από τον Διδάσκαλο στο έργο της θείας οικονομίας. Απλώς, δεν ήταν δυνατόν να το δει κανείς ολοκάθαρα τώρα. Θα το έβλεπε αργότερα. Όταν θα αποκαλυπτόταν η σπουδαιότητα και το μεγαλείο της δήθεν προδοσίας του.
Και ο Ιούδας κοιμήθηκε γλυκά ως μαθητής του Απείρου και ξύπνησε τρισάθλιος ιππότης της μολυσμένης του ψυχής.
Κοιμήθηκε όμορφος και ξύπνησε άσχημος… αλλά ήταν πια αργά…
Τελικά, προτιμώ να μπω κατευθείαν -τρόπος του λέγειν- στο θέμα:
Ό,τι πιο ύπουλο και ΄σατανικά’ επινοημένο είναι αυτό που αποκαλώ: συναισθηματικός μιθριδατισμός. Με μια εύρυνση του όρου θα μπορούσα να μιλήσω για πνευματικό μιθριδατισμό που στην ουσία εμπεριέχει ή και υπερ-καλύπτει την διανοητική ακηδία και την συνολική οργανισμική απάθεια, μια κατάσταση ανάλογη με την περίφημη πραλάγια των Ινδουιστών σε κοσμολογικό επίπεδο.
Όμως το οξύ σύμπτωμα είναι ο συναισθηματικός μιθριδατισμός που προσωπικά εκτιμώ πώς είναι –μαζί με τον κοντινό του εξάδελφο, τον κυνισμό- για το πνεύμα ό,τι ο καρκίνος για το σώμα. Και ‘χτυπάει’ αδιακρίτως και οριζόντια. Όπως σαρώνει και διαλύει άμυνες και συστήματα αιώνων! Δεν γνωρίζει φύλα και ηλικίες, δεν αναχαιτίζεται από συνθηματολογίες και αφορισμούς.
Και τούτο είναι που παρατηρεί εύκολα ο οποιοσδήποτε έχει τις κεραίες του ανορθωμένες και βιώνει ξυπνητός και όχι κοιμώμενος και ονειρευόμενος, τα όσα γίνονται και φαίνονται αλλά περισσότερο αντιλαμβάνεται όσα κάποιοι απεργάζονται και δεν φαίνονται. Όψις αδήλων τα φαινόμενα, για να μνημονεύσω τον μεγάλο Αναξαγόρα.
Εκείνο δηλαδή που για εκείνον που έχει ζήσει αρκετά χρόνια κι έχει αξιωθεί να δει τους κροτάφους του να γκριζάρουν, είναι κατάδηλο: ο βαθμός συναισθηματικής αναισθησίας έχει αυξηθεί ανησυχητικά. Οι άνθρωποι ψυχικώς απομακρύνονται, κλείνονται στην ατομική τους φούσκα, αυτο-ρικνώνονται και εμφανίζουν συμπτώματα αυτισμού σε υπερθετικό βαθμό. Και όλο τούτο μοιάζει σχεδόν ‘φυσιολογικό’ και δεν ενοχλεί σχεδόν κανέναν. Γιατί κατά τα άλλα οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπηρετούν το ‘διανόημα της ζωής’. Οι άνθρωποι σπουδάζουν, πιάνουν δουλειά, παντρεύονται, κάνουν καριέρα, κάνουν παιδιά, κάνουν κίβδηλα προφίλ στα σόσιαλ, εξαπατούν με θαυμαστή επινοητικότητα τον εαυτό τους, γερνούν και πεθαίνουν. Συνήθως καταθλιπτικοί ή βουλιαγμένοι σε μια πελώρια αμηχανία για το αν έζησαν και τι έζησαν…
[Σε μια παλιότερη ανάρτησή μου με τον τίτλο ‘Ο φόβος της αληθινής ζωής’ αν θέλει ο καλός αναγνώστης μπορεί να βρει νύξεις και σκέψεις γύρω από την… αναπηρία του σύγχρονου ανθρώπου να διυπάρξει… μιας και το θυμήθηκα και σχετίζεται με τα όσα αναπτύσσω σε αυτή την ανάρτηση, είπα να τη μνημονεύσω]
Και βαφτίζω το τέρας που ταΐζει όλη τούτη τη χυδαία μηχανή ‘συναισθηματικό μιθριδατισμό’ γιατί, κανείς δεν γεννιέται με όλη αυτή τη νοσηρή ακηδία, αυτή τη δολοφονική απόσυρση από όλους και όλα. Κανείς δεν γεννιέται ‘Μιθριδάτης’, thank God! Μα, τι σημασία έχει; Το αποτέλεσμα μετράει, καθώς λέει και η γνωστή διαφήμιση.
Αν είχε δίκιο ο Πλάτων -και σε πολλά θεωρώ είχε- τότε ο άνθρωπος είναι ‘ζώον άπτερον, δίπουν, πλατυώνυχον. ό μόνον των όντων επιστήμης της κατά λόγους δεκτικόν έστι’. Όχι πως χρειάζεται μετάφραση αλλά για λόγους… ροϊκής ανάγνωσης (πάει να πει ξεκούραστης), ο άνθρωπος λοιπόν είναι ‘ζώο άπτερο, δίποδο, με πλατιά νύχια. το μόνο ανάμεσα στα όντα που είναι ικανό να αποκτήσει γνώση με βάση συλλογισμούς’ (Πλάτωνος ορισμοί, μτφ. Γ. Αραμπατζή, Ελληνικά Γράμματα 1997). Μάλιστα. Μα έλα που εγώ θα ορθώσω πνεύμα αντιλογίας και θα ισχυριστώ πως ο άνθρωπος γεννιέται με φτερά και όχι άπτερος. Μονάχα που είναι φτερά στο πνεύμα. Κι αν μου αντιλέξει κάποιος πως δεν πρωτοτυπώ γιατί αυτά λέει κι ο Σωκράτης στον Φαίδρο, τότε θα πω πως είναι καλά διαβασμένος!
Ο άνθρωπος λοιπόν έχει φτερά… μονάχα που δεν φαίνονται. Και παρότι σε όλο του το βίο -δυστυχώς- σπάνια χρειάζεται να τα ενεργοποιήσει, αυτά υπάρχουν. Με τα χρόνια ατροφούν βέβαια. Όσο είναι μικρός τα φτερά του είναι δυνατά και όμορφα. Κάνει πολλές ‘πτήσεις’, εξερευνά σύμπαντα, χτίζει κόσμους, πετάει πάνω απ’τη μιζέρια, την αθλιότητα και την ασχήμια των ‘μεγάλων’. Μα όσο περνά ο καιρός, όσο μεγαλώνει και οδεύει προς το να γίνει ‘ακαδημαϊκός πολίτης’ και να υπερηφανεύεται και να κορδώνεται γι’αυτό, όλοι φροντίζουν να του ψαλιδίζουν τα φτερά του. Η οικογένεια, το σχολείο, οι παρέες, η κοινωνία εν γένει. Κι έπειτα γίνεται το φοβερό: Πιάνει ο ίδιος το ψαλίδι! Κι αρχίζει να ψαλιδίζει ο ίδιος τα φτερά του με αυτοκτονική μανία! Και τι συμβαίνει; Ό,τι δεν χρησιμοποιείται ατροφεί καθώς είπαμε, τελικώς… πεθαίνει. Ο άνθρωπος, λέει ο μέγας Ρουσσώ, παντού γεννιέται ελεύθερος και κάποια στιγμή τον βρίσκουν με αλυσίδες. Ορατές και αόρατες. Στο λαιμό, στα χέρια, στα πόδια. Και, ας το ξαναπώ, φτάνει να πεθαίνει πολλές φορές ως αξιοσέβαστος γέρων αναρωτώμενος όμως, τι έζησε, αν έζησε και γιατί… δεν έζησε αλλιώς!
Η απάντηση δεν είναι εύκολη γιατί ωραίο να θέτεις τα ερωτήματα -έργο των φιλοσόφων όλων των εποχών- αλλά το ζόρι είναι οι απαντήσεις. Και εννοώ απαντήσεις αληθινές κι όχι… ελιγμοί διαφυγής και ελιγμοί επιβίωσης.
Γιατί συναισθηματικός μιθριδατισμός λοιπόν; Πώς συμβαίνει όλο τούτο και γιατί από νέοι ασκούμαστε στο να ‘βιώνουμε’ πολλά αλλά να νιώθουμε ελάχιστα ή καθόλου; Γιατί από νέοι κρυβόμαστε από τη ζωή, την αληθινή ζωή; Τι είναι αυτό που μας τρομοκρατεί, μας λυγίζει, μας ωθεί στο να προδώσουμε την ιερή αποστολή μας -που εν συντομία θεωρώ πως είναι η αυτό-πραγμάτωσή μας-, μας σπρώχνει να προδώσουμε τον εαυτό μας, τα όνειρά μας, τα φτερά μας;
Γιατί πέφτουμε για ύπνο όμορφοι και ξυπνάμε άσχημοι, όπως ο Ιούδας;
Η μαγική λέξη ίσως να είναι η επιβίωση! Όμως τούτη την προσέγγιση -και για τους δι-ελιγμούς επιβίωσης έχω αναφερθεί θεωρώ αρκετά επιτυχημένα στην ανάρτησή μου με τίτλο «Η παραμυθία της ‘φυσιολογικότητας’…»- την έχω ήδη εξετάσει. Και επιμένω πως είναι μια προσέγγιση που ασφαλώς δεν εξαντλεί το όλο θέμα.
Γιατί το θέμα είμαστε εμείς και η ζωή μας.
Εμείς και η αλήθεια μας.
Εμείς και τα αναρίθμητα ‘οχυρωματικά έργα’ -δηλαδή τα ψεύδη- που ορθώνουμε ως άριστοι μηχανικοί για να διανοηθεί καν να μας εγγίσει το αληθές.
Άριστοι μηχανικοί και κατασκευαστές θαυμαστών οχυρωματικών έργων εξαιρετικής αποτελεσματικότητας ώστε το… δολοφονικό αληθές να μην τολμήσει να μας… μολύνει!
Άριστοι μηχανικοί και κίβδηλοι άνθρωποι!
Μα, νομίζω πως τούτο, καλά το σκέφτονται ίσως όσοι με γνωρίζουν τόσα χρόνια -στις αρχές Γενάρη κλείνω 17 χρόνια ως blogger!!!- τούτο λοιπόν είναι το θέμα που με απασχολεί, με τριγυρίζει σαν τον καρχαρία και σε ησυχία δεν με αφήνει άρα κι εγώ σε ησυχία δεν μένω και θα επανέλθω – Θεού θέλοντος- με νέα ανάρτηση και νέες προσεγγίσεις!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου