Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2017

Ομίχλη...



Θυμάσαι εκείνη την όμορφη εποχή;
Την εποχή της καθαρότητας; Της λιακάδας; Της ευδίας;
Θυμάσαι τον ήλιο της σχέσης μας;
Ήταν λαμπερός, θαλερός, παλλόμενος… σχεδόν θρασύς…
Εγώ θυμάμαι την ομίχλη…
Την ομίχλη που μας σκότωσε… την ομίχλη που μας τα πήρε όλα…
Αυτή θυμάμαι εγώ… και το ότι κάποια στιγμή… άγνωστο πως και γιατί, έπαψα να σε βλέπω…
Έπαψες κι εσύ να βλέπεις εμένα… αυτός που κοίταζες δεν ήμουν εγώ, αυτή που κοίταζα δεν ήσουν εσύ…
Προκειμένου να οικειωθούμε το μεταξύ μας, γίναμε ξένοι στον εαυτό μας…
Αναζητώντας προσκύρωση στο έμπεδο, χάσαμε το ροϊκό…
Ψηλαφώντας τις διαστάσεις του εαυτού, αρνηθήκαμε το εν τω αυτώ…
Δεν μας εκδικήθηκε το αύριο ούτε το χτες…
Μας αφάνισε το τώρα που πρώτοι εμείς περιφρονήσαμε…

Κι έπειτα
Κάποια μέρα
Δεν ξέρω το πώς και το γιατί…
Γεννήθηκε η ομίχλη…
Τα σκέπασε όλα, τα κατάπιε όλα…

Κι όταν την ανασάναμε τόσο ώστε να γίνουμε ένα μ’αυτήν…
Μας εγκατέλειψε…

Και πήρε μαζί της τα πρόσωπα
Τις ιαχές
Τις γεωμετρίες
Τα πιθανώς
Τα επιπλέον
Τα ενδεχομένως…
Ακόμα κι αυτά...

Στην ερημία που άφησε πίσω της
Ο χρόνος γενναιόδωρα
Και πάντα μοχθηρά
Σου προσφέρει την προίκα της επίγνωσης…

Κι έτσι προχωράς…

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2017

το Μεγάλο Φονικό...



Η αλήθεια έκρυψε στην αγκαλιά της το Μεγάλο Φονικό και το προστάτεψε όπως η μητέρα το θηλάζον βρέφος.
Χωρίς τις λευκές ημέρες να το απειλούν.
Με αθέατο το αίμα.
Λυπόταν όμως ακόμα και τα ελάχιστα ίχνη ελπίδας είναι πολύτιμα.
Εκείνος που οφείλει να ακολουθήσει θα διαβεί το σκοτεινό δρυμό. Αφύλαχτος, απαθής, αθώος.
Και ο ερχομός του έχει την αξία του νερού στην έρημο.
Και του ασπασμού του εραστή στα διψασμένα χείλη του ερωμένου.
Ως και ο ουρανός γονατίζει για να το υποδεχθεί.
Σιωπηλός και φρόνιμος.
Εκείνος που αναμένεται θα διαβεί το σκοτεινό δρυμό και η αποστολή του είναι η δυσκολότερη που περιέχουν οι πρώτες αφηγήσεις και τα λόγια των παλαιών.
Ό,τι απέμεινε από τη σοφία τους κινδυνεύει να χαθεί μέσα στο αρχαίο δάσος αν εκείνος που αναμένεται αποκλειστεί, δεν περάσει.
Και η αλήθεια τον περιμένει.
Και θωπεύει το δόρυ που θα τον διατρήσει.
Και βρεφουργεί το βλέμμα που θα τον αλώσει.
Ο ερχόμενος θα το αναγνωρίσει.
Όμως μονάχα την ύστατη στιγμή.
Θα είναι αργά γι αυτόν.
Θα γείρει και το αίμα του θα ρεύσει από τις πρησμένες φλέβες για να δώσει ζωή ξανά στο καθεύδον σώμα.

Όμως θα απλώνεται πάντα πίσω του το δάσος.

Για ό,τι γεννιέται και πεθαίνει μέσα σ’αυτό δεν υπάρχουν αφηγήσεις.

Υπάρχει μόνο το ειναιικό όνειρο της α-νόητης καθόδου της Ύπαρξης.

Κι αυτό δεν μοιράζεται…

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2017

Μην ξεχνάς πως έχεις φτερά...




Δεσμίδες φωτός
χαράζουν διαρκώς
πυλώνες ενός 
κρυμμένου ναού
στα βάθη του νου

φωνές μυστικές
ηχούν στο μυαλό
που σε οδηγούν
ν’αλλάξεις μορφή
ν’αλλάξεις ζωή
Άνοιξε τα φτερά σου λοιπόν
και πέτα μακριά
στα σύννεφα
το διάφανο κάλυμμά σου
κομμάτια στα νερά

ξαφνικά
στον ήλιο πετάς
σαν μια χρυσαλλίδα!

Μην ξεχνάς

πως έχεις φτερά

αγγίζεις δειλά

την ελευθερία!

(Χρυσαλλίδα, Μikroalbum “1800”– 2004)


Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2017

Στη σκιά των γιγάντων…



Η συγκίνηση δεν έχει μόνο μνημονικά χαρακτηριστικά… Η συγκίνηση είναι ο αιφνιδιασμός του αληθινού απέναντι στην προσαρμογή… στην οποιαδήποτε προσαρμογή… πρώτιστα στην προσαρμογή στο ευτελές, το εφικτό, το προσηνές, το απτό… τίποτε δεν μπορεί να αναχαιτίσει την κεραύνια δράση του αληθινού απέναντι στο κίβδηλο… όσο κι αν κρύβεσαι, η συγκίνηση θα σε κεραυνοβολήσει, θα σε κλονίσει, ίσως και να σε σκοτώσει…
Κίνδυνος!
Κάποτε έβλεπες αλλά τώρα έχεις τυφλωθεί… η λάσπη και η ιλύς του ερπετώδους, του γλοιώδους, του εδαφιαίου σε οτιδήποτε ολόγυρά σου έχει επικαθίσει στα βλέφαρά σου… κι αυτά με το χρόνο βάρυναν, έκλεισαν τα μάτια σου, στόμωσαν το νου σου, πάχυναν την καρδιά σου…
Σέρνεσαι…
Έρπεις…
Βολεύτηκες…
Έμαθες να βολεύεσαι στο χειροπιαστό, το γειτνιάζον, το εύχρηστο…
Έμαθες να βολεύεσαι και ο εαυτός σου θνήσκει… ο πολεμιστής εντός σου αργοπεθαίνει όχι από το γήρας αλλά από αηδία, πλήξη, νωχέλεια, ακηδία… ο κάποτε εύστροφος, αιχμηρός, αινιγματώδης, βρυαρός εαυτός σου, θνήσκει…
Γιατί έμαθες να βολεύεσαι… στο φτηνό, το ‘οκαζιόν’, το πρόσφορο…
Όμως η συγκίνηση σε ξεβολεύει…
Η συγκίνηση μοιάζει με τον χείμαρρο που ορμά ξαφνικά μια μέρα στη λασπώδη αμμουδιά που σαπίζεις και σε ξεπλένει…
Κίνδυνος!
Η συγκίνηση μοιάζει με τον καθαρό, παγωμένο άνεμο που χιμάει από ψηλά και σου αφαιρεί το νοσηρό μανδύα της νοητικής θαλπωρής σου…
Η συγκίνηση μοιάζει με την έξοδο από το υγρό σπήλαιο στο ηλιόλουστο ξέφωτο… το σώμα σου μουδιάζει από το σοκ, τα κύτταρά σου τρέμουν από το ρίγος… ο θάνατος χάνει τη μάχη, η ζωή σε ραπίζει, δίνει ξανά χρώμα στα μάγουλά σου, θαλερότητα στο βήμα σου, βλέμμα στα μάτια σου…
Κίνδυνος!
Η σκιά τούτων των γιγάντων δεν είναι σκοτεινή, ομιχλική, νοσηρή, υδαρής…
Η σκιά τούτων των γιγάντων είναι ενθύμηση…
Φως, πόλεμος, ρίγος και ενθύμηση…
Ενθύμηση και κίνδυνος!

Ότι ακόμα στις κόγχες του προσώπου σου εδράζονται οφθαλμοί αθανασίας…
Ότι στις κόγχες του είναι εδράζονται ηλιαίοι πυρήνες αιωνιότητας…
Ότι στις κόγχες των ονείρων σου υπάρχεις ακόμα εσύ και ανασαίνεις…

Ο Νάρκισσος των Αγρών…



Το μόνο ταλέντο που αληθινά έχουμε καλλιεργήσει μέσα στους αναρίθμητους αιώνες, είναι να προσαρμοζόμαστε στο κακό… και τούτο δεν υπόκειται σε καμιά τελεολογική συνθήκη αποδρομής… είναι κάτι όπως είναι… παραδόθηκε από τους ανιόντες και θα κληροδοτηθεί στους κατιόντες… το ξέρουμε βαθιά και το ξέρουμε όλοι… το κακό μας έμαθε να προσαρμοζόμαστε στο κακό… γίναμε οι καθρέφτες του και το κατοπτρίζουμε στην εναργή του εντέλεια…
Αν όντως μπορεί κάτι να αποδράσει από τούτο το στενόχωρο νόμο, δεν είναι η ανθρωπότητα αλλά ίσως να είναι ο άνθρωπος… συνεχίζει να έρπει αλλά με το κεφάλι ψηλά… ενίοτε, τυχηματικά, σπασμωδικά, σαν σπάραγμα ενός ταλαντούχου ποιητή που δεν τολμά να ολοκληρώσει τίποτε… όχι απλά γιατί δεν έχει νόημα… γιατί δεν τολμά να εγκαταλείψει τον ασφαλή βιότοπό του…
Το κακό οργανώνει το βιότοπο με θαυμαστή λεπτομέρεια… στο κάθε τι… στο κάθε σήμερα… οργανώνει και σπέρνει… ο άνθρωπος θερίζει και απλώνεται στο Αχανές… τεντώνει τα μέλη του, υμνεί με τα σπλάχνα του, ακρωτηριάζει τα παιδιά του… η αέναη προσαρμογή τον έχει διδάξει την επανάληψη και η επανάληψη διδάσκει πάντα με ακρίβεια… το κακό παρέδωσε από την απαρχή του χρόνου τα πρωτόκολλα και ο άνθρωπος ιεροποίησε την πράξη παραλαβής και παράδοσης… οι ύμνοι έρχονται από τα έγκατα και ναρκώνουν όλες τις αισθήσεις…
Στο χωράφι αυτό συναντάς το επόμενο και δεν το αναγνωρίζεις… στο χωράφι αυτό αλυχτάς και δεν ακούγεσαι… στο χωράφι αυτό αναμένεις και δεν τίποτε δεν έρχεται… δεν είσαι μόνος… και αυτό σε στοιχειώνει ως το τέλος των λιγοστών ημερών σου…
Αν θα μπορούσες να μάθεις να προσαρμόζεσαι στο άλλο εκείνο… όμως είναι μια ονειρική αφήγηση… δεν είναι αλήθεια… είναι η μοναχική εκσπερμάτιση του Αυνάν… δεν είναι σχέση, είναι το κάλεσμα από κάπου που δεν γνωρίζεις… θέλεις να ανήκεις και αυτό σε κάνει προαπαιτούμενο της βρώσης…
Θα ταϊστείς κι ύστερα θα γίνεις δείπνο για κάτι που δεν μπορείς να ορίσεις…
Στα χωράφια αυτά αν ακουμπήσεις την παλάμη θα νιώσεις την αρχαία ανάσα του Όντος… αν το σκεφτείς θα υλοποιηθεί αμέσως…
Αν το κοιτάξεις θα πάψεις να είσαι…

Ο Νάρκισσος των Αγρών… αυτό είσαι…