Σάββατο, Νοεμβρίου 27, 2021

Τρεις 'ελιγμοί' του Νοέμβρη...

 

 



Ι. Η Μεγάλη Εικόνα…

Υποτίθεται πως το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να δούμε την περίφημη μεγάλη εικόνα. Ξυπνάς και βρίσκεσαι κατευθείαν μέσα στο στίβο… είσαι σχεδόν γυμνός, συντροφιά με το μυαλό σου κι ένα σπαθί. Αυτά έχεις… και ολόγυρά σου ένα περίεργο, άγνωστο, αφιλόξενο σκηνικό… δεν ξέρεις ούτε που είσαι, ούτε γιατί είσαι εκεί, ούτε τι πρόκειται να συμβεί… με μια έννοια θα πρέπει να τα σκηνοθετήσεις εσύ όλα… όλα; Όχι ακριβώς… γιατί ξαφνικά, από το πουθενά εμφανίζεται το πρώτο… το πρώτο λιοντάρι… το πρώτο από τα πολλά, τα αναρίθμητα που θα ακολουθήσουν… φόβος, ανησυχία, πανικός, κρύος ιδρώτας… τι είναι αυτό και πώς βρέθηκε εκεί; Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι φιλικό. Και σε ορέγεται…
Αλλά αυτή είναι η μικρή εικόνα. Κάθε λιοντάρι είναι μια μικρή εικόνα. Το μικρό τμήμα ενός μεγάλου τέμπλου… ενός απέραντου τέμπλου… κι εσύ δεν έχεις ιδέα ούτε καν για τον εαυτό σου…
Άλλο ένα πρόβλημα… θα πρέπει να μαθαίνεις μαχόμενος. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε χώρος για ανάπαυση και περισυλλογή. Ο χρόνος που υπάρχει είναι ακριβώς όσος χρειάζεται για να μάχεσαι. Άρα, όσο μάχεσαι θα πρέπει να μάθεις και να σκέφτεσαι, να οργανώνεις και να οργανώνεσαι… να δρας.
Το πρώτο λιοντάρι θα το φονεύσεις σχετικά εύκολα. Όχι γιατί ξέρεις, τίποτα δεν ξέρεις ακόμη. Απλά γιατί είσαι ‘φρέσκος’ στο στίβο, δυνατός και ακμαίος. Επίσης επειδή δεν έχεις σκεφτεί ακόμα σε βάθος. Δεν έχεις περάσει στη σκοτεινή πλευρά της σκέψης, στο στοχασμό. Οι άνθρωποι δεν καταθλίβονται επειδή σκέφτονται. Καταθλίβονται επειδή στοχάζονται όσα σκέφτηκαν… αλλά αυτό αργεί ακόμα.
Το επόμενο λιοντάρι ίσως να αργήσει λίγο. Εσύ όμως συνεχίζεις να μάχεσαι, να μαθαίνεις, να μεγαλώνεις. Είσαι ακόμη νέος, αισιόδοξος, αλαζόνας. Και οι δεξιότητές σου στο χειρισμό του σπαθιού βελτιώνονται. Επομένως όλα είναι δυνατά… νομίζεις…
Θα ήθελες πολύ βέβαια να είχες μια ευρύτερη θέαση του στίβου… όσο είσαι ισοϋψής με τη χλωρίδα και την πανίδα αυτού του κόσμου δεν μπορείς να εκτιμήσεις τίποτε… μα δεν υπάρχει τρόπος… ούτε ένας λόφος, ούτε ένας βράχος να πατήσεις να ρίξεις μια ματιά στο βάθος… έστω, μπορεί αργότερα, μπορεί…
Αρχίζεις λοιπόν να μετράς, να οργανώνεσαι, να τυποποιείς, να τεμαχίζεις, να αναλύεις, να συνθέτεις… αρχίζεις να μαθαίνεις όχι απλά πώς να επιβιώνεις αλλά πώς να διαχειρίζεσαι την επιβίωση… που και που απολαμβάνεις και τις μάχες με τα λιοντάρια που εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Η μάχη ανεβάζει την αδρεναλίνη, έχει ενδιαφέρον, έχει έξαψη. Η μάχη σε κρατάει σε φόρμα, σε γυμνάζει, σε χτίζει… εξωτερικά κι εσωτερικά… κυρίως εσωτερικά…
Σύντομα γίνεται η πρώτη μελαγχολική διαπίστωση. Η μάχη είναι άνιση. Εσύ είσαι ένας και τα λιοντάρια δεν τελειώνουν. Σκοτώνεις ένα, ακολουθούν τα επόμενα. Μπορεί να μην έχουν κάποιο ανεξάντλητο ρεπερτόριο επιθέσεων αλλά κι εσύ δεν έχεις ανεξάντλητες δυνάμεις. Και είπαμε, είσαι ένας. Όχι ίσως μόνος –τούτο δεν μας αφορά εδώ- αλλά ένας. Κι αυτό γίνεται βίωμα που σε πληγώνει και σε κάνει τρωτό. Όσο απλά τα σκεφτόσουν όλ’αυτά ήταν εντάξει. Όμως, ο στοχασμός της τρωτότητάς σου είναι κάτι άλλο. Σε τρώει όπως το σκουλήκι τον καρπό…
Ο καιρός περνάει, εσύ μεγαλώνεις, οι φυσικές δεξιότητές σου στη μάχη δεν βελτιώνονται άλλο, οι δυνάμεις σου είναι λιγότερες… έχει αυξηθεί όμως η γνώση σου. Σε όλα τα επίπεδα. Μπορείς να κρύβεσαι, να αποφεύγεις κάποιες μάχες, να διαλέγεις την ώρα και τον τόπο της μάχης. Με λιγότερα χτυπήματα είσαι πιο αποτελεσματικός. Η οικονομία της δράσης σου βελτιστοποιείται. Αυτό είναι παρήγορο. Όχι ίσως το ιδανικό αλλά οπωσδήποτε παρήγορο. Γιατί ακολουθεί μια δεύτερη μελαγχολική διαπίστωση: Γερνάς.
Η σκέψη των γηρατειών δεν μελαγχολεί κανέναν. Ο στοχασμός όμως… το είπαμε κιόλας… και μάλιστα το βίωμα είναι καταθλιπτικό. Πρέπει να προσέχεις περισσότερο, πρέπει να εξοικονομείς περισσότερες δυνάμεις, πρέπει να επιστρατεύεις την πονηρία και την απάτη πλέον. Τα λιοντάρια είναι πανέμορφα ζώα αλλά δεν τα βγάζουν πέρα με τους απατεώνες γλαδιατόρους. Αλλά δεν έχει σημασία. Είναι πολλά, αναρίθμητα.
Και λόφος πουθενά να ρίξεις μια ματιά… πόσος στίβο έχεις διανύσει; Είσαι στη μέση, στο τέλος ή μήπως ακόμη στην αρχή; Νέες βαριές σκέψεις. Το ηθικό σου φυλλοροεί, το φρόνημά σου πλήττεται.
Τρίτη και φαρμακερή μελαγχολική διαπίστωση: Δεν υπάρχει ελπίδα. Θα χάσω.
Ό,τι και να κάνεις; Ό,τι και να κάνω…
Πίσω να γυρίσεις δεν μπορείς… και να μπορούσες τι νόημα έχει;
Υπάρχει και λύση της απελπισίας. Να χώσεις το σπαθί σου στην κοιλιά σου και να προσφέρεις δωρεάν γεύμα στο επόμενο λιοντάρι.
Υπάρχει και μια ακόμη: Να προχωρήσεις έστω και αν δεν υπάρχει ελπίδα!
Ανακαλύπτεις μια φωτεινή περιοχή μέσα στο σκότος των στοχασμών σου. Η απουσία ελπίδας δεν είναι αναγκαστικά κατάρα, μπορεί να είναι κι ευλογία. Το να αναμετρηθείς με οτιδήποτε χωρίς καμιά ελπίδα. Κι ας χάσεις, κι ας πέσεις, κι ας σβήσεις.
Υπέρβαση;
Ηρωισμός;
Απόγνωση;
Βλακεία;
Όλα μαζί.
Κι έτσι σηκώνεσαι και συνεχίζεις…
Είπα στην αρχή πως το υποτιθέμενο πρόβλημα είναι πως δεν μπορούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα… ας το σκεφτούμε λίγο… θα θέλαμε αληθινά να τη δούμε;
Ας υποθέσουμε ότι ο μονομάχος βρίσκει ένα λοφίσκο και περιχαρής ανεβαίνει για να θαυμάσει το τοπίο… αυτό που αντικρίζει του παγώνει την καρδιά, του λυγίζει τα γόνατα… όσο μακριά μπορεί να δει, αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω… η ίδια βλάστηση, εκατομμύρια λιοντάρια που παραμονεύουν, κρύβονται, βγαίνουν για μια στιγμούλα και μοιάζουν με κουκίδες στον ορίζοντα… ξαναχάνονται… κι εσύ; Εσύ ολομόναχος στο κέντρο αυτού του εφιαλτικού κόσμου!
Κατεβαίνεις ψυχικό ερείπιο από τον καταραμένο λόφο και γονατίζεις στην άμμο… κλαίς, βυθίζεσαι στο σκοτεινό σου σύμπαν, κομματιάζεσαι…
Ήθελες να δειςνα μάθειςνα γνωρίσεις… όχι αυτά που σου αρμόζουν
Όχι αυτά που αντέχεις
Ήθελες τη μεγάλη εικόνα…


ΙΙ. Αντιστρόφως…

Πόσες φορές -το έχεις αναλογιστεί;- ακολουθούμε την αντίστροφη πορεία; Λέμε συχνά στην αρχή μιας σχέσης –μιας επαφής που προσδοκούμε να γίνει σχέση, αν θέλεις- ‘θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα’. Γιατί το λέμε αυτό; Στην ουσία δεν το εννοούμε. Ο αρχαίος μας εαυτός εγείρεται, κραυγάζει, σημαίνει τον κώδωνα του κινδύνου αλλά δεν τον ακούμε. Αυτός ξέρει πολύ καλά πως δεν θα περάσει πολύς καιρός για να πούμε ‘θα ήταν καλύτερα να μην σε γνώριζα καθόλου!’. Όμως ο αρχαίος εαυτός, το είναι, τα Έγκατα, το ίχνος του Αχανούς, πες το όπως θέλεις, δεν συμμετέχει εκείνη την ώρα στη διαδικασία της επαφής που ονειρεύεται να γίνει σχέση… ή της σχέσης που μεγαλαυχεί πως θα γίνει συνάντηση… και της συνάντησης που προσέρχεται στο Ναό του Ενός με ένα και μοναδικό αίτημα… να γίνει Σιγή…
Ας μην απεραντολογούμε, ας μείνουμε στο συγκεκριμένο. Ποιο είναι τούτο; Πως ακολουθούμε πολύ συχνά την αντίστροφη πορεία. Περιμένουμε από έναν άνθρωπο ‘να μας μιλήσει για τον εαυτό του’. Για τις αγάπες του, τα όνειρά του, τα πάθη του, τις ματαιώσεις, τις θλίψεις του. Ξέρουμε βέβαια πως όλο αυτό είναι μια σκηνοθετημένη θεατρική παράσταση. Όλοι τελειοποιούμαστε με τα χρόνια σ’αυτήν. Ανάλογα με τις περιστάσεις παρουσιάζουμε και μια άλλη εκδοχή. Άλλο έργο θα παρουσιάσουμε στον μελλοντικό εργοδότη για να μας προσλάβει, άλλο στον μελλοντικό πενθερό για να μας πάρει από καλό μάτι, άλλο στον υφιστάμενο για να συνειδητοποιήσει τη θέση του και τα όριά του, άλλο στη γυναίκα που λαχταράμε να γίνει δική μας, κλπ. Έχουμε πλήθος έργων, πλούσιο ρεπερτόριο… και σε όλη μας τη ζωή το ραφινάρουμε, το εργαζόμαστε, καμαρώνουμε γι αυτό. Ό,τι κι αν μας παρουσιαστεί είμαστε έτοιμοι… ή σχεδόν έτοιμοι. Γιατί υπάρχουν και οι αιφνιδιασμοί που μας ακινητοποιούν… αλλά γι αυτούς ας μην μιλήσω τώρα. Είπαμε, να είμαστε συγκεκριμένοι…
Λοιπόν, αντί να περιμένουμε από τον άλλο να μας μιλήσει για τον εαυτό του, πράγμα που ενεργοποιεί όλη τη διαδικασία της επιλογής και προβολής του καταλλήλου έργου, καλό θα ήταν να πηγαίναμε αντίστροφα. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Δεν θα μάθω για σένα από εσένα. Θα μάθω για σένα από όσα περιέχεις. Αυτά θα ‘μου πουν’ για σένα. Εσύ μπορείς να λες ό,τι αγαπάς. Δεν με πειράζει. Μην νομίζεις πως δεν σε ακούω. Κυριότερα σε βλέπω όμως, σε παρατηρώ, σε ψηλαφώ. Με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, όχι το φερόμενο αλλά το φέρον. Όχι ο οχούμενος παρά το όχημα. Όχι η ουσία, όχι ακόμη… είναι μακριά για μένα, για τον οποιονδήποτε, δεν μου πέφτει λόγος καν γι αυτήν. Η μορφή… Η μορφή μου αρκεί. Όσο κι αν την έχουν υποτιμήσει οι ψυχολόγοι της καφετέριας και οι αναλυτές της συμφοράς. Η μορφή εν τέλει είναι η ουσία…
Ευτυχώς που πάμε αντίστροφα το λοιπόν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι άνθρωποι που παρατηρούν δεν πάνε ποτέ ευθέως. Πάνε πάντοτε πλευρικά… δεν διαλέγουν τη μεγάλη λεωφόρο με τα φώτα και τους παντοειδείς περισπασμούς… προτιμούν τα πλευρικά στενοσόκακα, τα ημισκότεινα, τα ‘επικίνδυνα’, γιατί όχι; Εκεί που εγκυμονεί κίνδυνος πεθαίνει και η υποκρισία. Μπροστά στον κίνδυνο παύει να ψεύδεται κανείς. Ο δειλός είναι δειλός και ο τρελός είναι τρελός. Εντάξει, το θέμα δεν είναι να μπεις στο σκοτεινό δρομάκι. Το θέμα είναι να βγεις… και μάλιστα το πώς θα βγεις…
Νομίζεις απ’όλα αυτά πως είμαι ένας αδιάκριτος άνθρωπος; Είναι αδιάκριτος αυτός που ξέρει να ακούει, μπορεί να βλέπει, έχει ασκηθεί να διαβάζει; Αν δεν ήμουν έτσι δεν θα με έλεγες διακριτικό, θα με έλεγες αδιάφορο. Θα έλεγες, δεν δίνει δεκάρα για μένα, δεν με ρώτησε τίποτε, δεν του καίγεται καρφί για το ποιος είμαι, τι κάνω, τι με απασχολεί… είναι αδιάφορος. Άλλη μια θριαμβική νίκη του αντίστροφου λέω εγώ! Του αρρωστημένου και νοσηρού καλύτερα. Εάν ενδιαφέρομαι ρωτώ, αν ρωτώ γίνομαι αδιάκριτος. Πάμε προς τα πίσω τώρα. Για να μην είμαι αδιάκριτος δεν ρωτώ, εφόσον δεν ρωτώ δεν μπαίνω στο πάνθεον των διακριτικών αλλά στον αποθέτη των… αδιάφορων! Βλέπεις;
Ίσως αναρωτιέσαι γιατί στα λέω όλα αυτά… είναι ένα είδος εξομολόγησης… σου εφιστώ την προσοχή… γιατί πολλές φορές σχολιάστηκες ως αδιάφορος επειδή ήσουν σεμνός… πολλές φορές κρίθηκες ως άνους επειδή ήσουν σιγηλός… τι τραγικό αδιέξοδο στις περίφημες ‘ανθρώπινες σχέσεις’… κανένας δεν θέλει να μάθουν οι άλλοι τα εσώψυχά του και μονίμως κλαίγεται πως τον αγνοούν οι πάντες… δεν θέλουμε τον άλλο βέβαια… θέλουμε τον άλλο ως selfobject, καθώς θα έλεγε και ένας γνωστός ψυχαναλυτής άλλων εποχών… τι είναι αυτό;
Ε, γιατί το έχουμε το ρημάδι το Γκουγκλ; Για ομορφάδα;


ΙΙΙ. Panic Room…

Ήμουν κρυμμένος…
Ήμουν κρυμμένος σε κείνο το μυστικό δωμάτιο που μού είχαν ετοιμάσει…
Ήμουν ασφαλής και ακέραιος…
Χαμογελούσα
Ξημέρωνε και ξημέρωνα
Νύχτωνε και νύχτωνα
Πεινούσα κι έτρωγα
Νύσταζα και κοιμόμουν…
Δεν φοβόμουν
Ήμουν ήρεμος
Αρραγής, ατεμάχιστος…
Ήμουν αυτό που είχα προοριστεί να είμαι…
Έστω κι αν δεν το γνώριζα
Έστω κι αν δεν το επέλεξα ποτέ…
Χαμογελούσα
Στην αρχή από χαρά
Μετά από πικρία
Κι ύστερα από θλίψη…
Χαμογελούσα γιατί ήμουν μόνος και δεν θα με πλήγωνε ξανά κανείς
Κι έκλαιγα γιατί ήμουν μόνος
και δεν θα με άγγιζε ξανά κανείς…
Κι άρχισα τότε να φοβάμαι
Πως δεν θα έβλεπε ξανά κανείς το χαμόγελό μου ή το κλάμα μου
Πως δεν θα άκουγε ξανά κανείς τη φωνή μου
Δεν θα θύμωνε με το θυμό μου
Δεν θα γελούσε με το γέλιο μου…
Συρρικνώθηκα…
Χωρούσα πια στο μισό μου χώρο
Κι έπειτα στο μισό του μισού…
Έτεινα να εξαφανιστώ…
Αυτό ήθελα;
Αυτό ήθελα…
Να γίνω πιο λεπτός κι από την πιο λεπτή χαραμάδα…
Θα είχε κι αυτός ο χώρος κάποια χαραμάδα, έλεγα…
Δεν μπορεί να μην είχε…
Αυτοί που έχτισαν τούτο το δωμάτιο θα είχαν προβλέψει κάτι τόσο στοιχειώδες όπως οι χαραμάδες, έτσι δεν είναι;
Η όρασή μου θόλωνε
Οι αισθήσεις μου νεκρώνονταν
Δεν άκουγα παρά μονάχα όσα έλεγα στον εαυτό μου
Γινόμουν ένας κόκκος σκόνης…
Βρήκα την μεγάλη, ατσαλένια πόρτα που με κρατούσε ασφαλή και ακέραιο εδώ μέσα τόσα χρόνια…
Και της επιτέθηκα!
Έψαξα ψηλά, όρμηξα αριστερά και δεξιά
Βούτηξα χαμηλά…
Δεν υπήρχαν χαραμάδες πουθενά!
Ούτε ένας κόκκος σκόνης δεν μπορούσε να διαφύγει από το δωμάτιό μου!
Πόση δεξιότητα διέθεταν οι κατασκευαστές!
Πόση αρτιότητα στην τέλεση του έργου!
Θα ήθελα να τους βρω και να τους πω ότι τους θαύμαζα!
Όμως θα έπρεπε να περιμένω… πόσο ακόμα;
Όσο χρειαζόταν!
Και ναι, μια μέρα ένιωσα περισσότερο παρά άκουσα… ήχους όμορφους, ήχους γελαστούς…
Η πόρτα… άνοιγε!
Τι χαρά!
Βρήκα τον τρόπο, προσανατολίστηκα, πήρα θέση…
Θα άνοιγε η θεόρατη, σκληρόκαρδη πόρτα και…
Θα χυνόμουν στην ελευθερία!
Ήμουν πια μικροσκοπικός, σχεδόν διάφανος… μπορούσα να αιωρούμαι με τόση χάρη…
Μπορούσα να χορεύω στον αέρα…
Στον αέρα!, σκέφτηκα πανικόβλητος!
Τι θα γινόταν αν άνοιγε η πόρτα αυτή και κάποιο φοβερό ρεύμα αέρα χυνόταν μέσα στο δωμάτιο;
Θα προλάβαινα να κρυφτώ κάπου, να ξεφύγω, να γλιτώσω;
Έτσι αβαρής και πουπουλένιος θα με κατάπινε η άβυσσος!
Η πόρτα μούγγρισε κι άρχισε να τρέμει!
Άνοιγε!
Πανικός!
Προσπάθησα να ριχτώ αριστερά, να γίνω ένα με τον τοίχο…
Να η πρώτη χαραμάδα, ένα παράξενο φως χύθηκε στο δωμάτιο…
Έκανα ελιγμούς, πάλεψα, κόλλησα στον τοίχο… τα είχα καταφέρει…
Σκιές ανθρώπων με προσπέρασαν, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, το ρεύμα που φοβόμουν όρμηξε με μίσος…
Δεν με άγγιξε!
Ήμουν ακόμη ζωντανός, υπήρχα, γέλασα δυνατά!
Με όση δύναμη έχει ένας απειροελάχιστος οργανισμός όπως εγώ!
Ήμουν ακόμη ζωντανός!
Είχα γλιτώσει, τα είχα καταφέρει!
Κόσμε του φωτός, κόσμε υπέροχε σου έρχομαι!
Και τότε άκουσα μέσα στο κεφάλι μου την τρομερή φωνή:
«Να ξεσκονίσει κάποιος εδώ μέσα… αρχίστε απ’ τους τοίχους!»

Πέμπτη, Νοεμβρίου 18, 2021

Από το μύθο στην ιστορία (Κίρκη)

 

…Σε αντιδιαστολή προς τις αφηγήσεις για τη διαφυγή από το μύθο ως γλιτωμό από τη βαρβαρότητα του ανθρωποφάγου, η μαγική ιστορία της Κίρκης, παραπέμπει πάλι στη βαθμίδα της κυρίως μαγείας. Η μαγεία αποδιοργανώνει τον εαυτό που περιπίπτει πάλι στην εξουσία της και έτσι σπρώχνεται πίσω προς ένα παλαιότερο βιολογικό είδος. Η διαλυτική της δύναμη είναι και πάλι εκείνη της λήθης. Μαζί με τη σταθερή τάξη του χρόνου προσβάλλει και τη σταθερή θέληση του υποκειμένου που προσανατολίζεται σύμφωνα με αυτή την τάξη. 

Η Κίρκη παρασύρει τους άντρες του Οδυσσέα να αφεθούν στις ορμές τους. Ανέκαθεν η ζωική μορφή των εκμαυλιζόμενων συνδέεται με αυτόν τον πειρασμό και η Κίρκη έγινε το αρχέτυπο της εταίρας. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στους στίχους του Ερμή που της απέδιδαν ως αυτονόητη την ερωτική πρωτοβουλία: «Κι αυτή θα φοβηθεί σαν έπειτα σου πει να κοιμηθείτε, πια της θεάς εσύ τον έρωτα μην τον αρνιέσαι» (Οδ. κ΄296-297). Σήμα της Κίρκης είναι η αμφισημία. Έτσι εμφανίζεται πρώτα σαν φθοροποιός και ύστερα σαν βοηθός. Η αμφισημία εκφράζεται από το ίδιο το γενεαλογικό της δέντρο: είναι κόρη του Ήλιου και εγγονή του Ωκεανού.Αδιαχώριστα είναι μέσα της τα στοιχεία φωτιά και νερό, και αυτό το αδιαχώριστο ως αντίθεση στην πρωτοκαθεδρία μιας ορισμένης πλευράς της φύσης –είτε της μητρικής είτε της πατριαρχικής- συνιστά τη φύση της σεξουαλικής πολυσυντροφικότητας, την ουσία αυτού που ενσαρκώνει η εταίρα, και αφήνει ακόμη μια ανταύγεια στη ματιά της πόρνης, στην υγρή αντανάκλαση του άστρου [1]

Η εταίρα χαρίζει ευτυχία και καταστρέφει την αυτονομία του ευτυχισμένου –αυτό συνιστά την αμφισημία της. Όμως δεν  τον εξοντώνει κατ’ανάγκη: διαιωνίζει μια παλαιότερη μορφή ζωής [2]. Όπως και οι Λωτοφάγοι, η Κίρκη δεν πλήττει θανάσιμα τους επισκέπτες της. Ακόμη και εκείνοι τους οποίους έχει μεταμορφώσει σε άγρια ζώα είναι ειρηνικοί: «Λύκοι βουνίσιοι το τριγύριζαν και λιόντες, που’χε ατή της γητέψει, δίνοντάς τους βότανα φαρμακερά να φάνε. Κι ουδέ που χίμιξαν απάνω τους, καθώς τους είδαν ξένους, μόν’ τις μακριές ουρές χαρούμενα κουνώντας σηκώθηκαν. Πώς κάνουν γύρα στον αφέντη τους τρανές χαρές οι σκύλοι, από τραπέζι ως φτάνει, ξέροντας καλούδια πως τους φέρνει, όμοια και οι λιόντες και οι ατσαλόνυχοι… λύκοι…» (Οδ. κ΄212 κ.ε.). Οι μαγεμένοι άνθρωποι συμπεριφέρονται παρόμοια με τα άγρια ζώα που ακούνε τον Ορφέα να παίζει. Η μυθική εντολή στην οποία υποτάσσονται απελυθερώνει ταυτόχρονα ακριβώς την καταπιεσμένη φύση μέσα τους. Αυτό που με την επαναστροφή τους στο μύθο αναιρείται είναι επίσης μύθος. Η καταπίεση της ορμής τους, που τους κάνει να συνιστούν έναν εαυτό και τους διαχωρίζει από το ζώο, ήταν η εσωστρέφεια της καταπίεσης στον απελπιστικά κλειστό κύκλο της φύσης, τον οποίο, σύμφωνα με μια παλαιότερη αντίληψη υπαινίσσεται το όνομα Κίρκη [3]

Η βίαιη μαγεία αντίθετα, η οποία τους θυμίζει επιτακτικά τον εξειδανικευμένο προϊστορικό κόσμο, επιφέρει μαζί με τη ζωικότητα και την έστω επίσης ανελεύθερη ψευδαίσθηση της συμφιλίωσης, όπως ο ειδυλλιακός κόσμος των Λωτοφάγων. Επειδή όμως αυτοί υπήρξαν κάποτε ήδη άνθρωποι, το εκπολιτιστικό στην τάση του έπος δεν μπορεί παρά να περιγράψει ως δεινή κατακόρυφη πτώση αυτό που τους συνέβη. Και δύσκολα, βρίσκονται στην ομηρική αφήγηση ακόμη και ίχνη ηδονής. Αυτή εξαλείφεται τόσο πιο ριζικά, όσο πιο πολιτισμένα είναι τα ίδια τα θύματα. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα δεν μεταμορφώνονται όπως οι προγενέστεροι επισκέπτες σε ιερά πλάσματα της άγριας φύσης, αλλά σε ακάθαρτα κατοικίδια ζώα, σε γουρούνια. Στην ιστορία της Κίρκης υπεισέρχεται ίσως η ανάμνηση από τη χθόνια λατρεία της Δήμητρας, για την οποία το γουρούνι ήταν ιερό [4]

Ίσως όμως αυτό το θέμα να εξηγείται από την παρόμοια με τον άνθρωπο ανατομία του γουρουνιού και τη γυμνότητά του: σαν να βάραινε τους Ίωνες το ίδιο ταμπού της ανάμειξεης με κάτι όμοιό τους, όπως διατηρήθηκε στους Εβραίους. Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς τέλος και την απαγόρευση του κανιβαλισμού, επειδή όπως στον Γιουνεβάλις, η γεύση της ανθρώπινης σάρκας περιγράφεται σαν όμοια με αυτή του χοιρινού κρέατος. Αργότερα πάντως, σε ολόκληρο τον πολιτισμό, γουρούνια αποκαλούσαν κατά προτίμηση εκείνους των οποίων οι ορμές αναπολούν διαφορετικές απολαύσεις από αυτές που η κοινωνία έχει καθιερώσει για τους σκοπούς της. 

Το μάγεμα και το ξεμάγεμα κατά τη μεταμόρφωση των συντρόφων συνδέονται με βότανα και κρασί, η μέθη και το ξύπνημα με την όσφρηση ως την ολοένα περισσότερο καταπιεσμένη και απωθημένη αίσθηση, η οποία βρίσκεται πιο κοντά τόσο στη σεξουαλικότητα όσο και στην αναθύμηση της προϊστορίας. Στην εικόνα του γουρουνιού όμως αυτή η ευτυχία της όσφρησης είναι ήδη παραμορφωμένη σε ανελεύθερο ανιχνευτικό μύρισμα αυτού αυτού που έχει τη μύτη κοντά στο έδαφος και εγκαταλείπει το όρθιο βάδισμα. Η μάγισσα-εταίρα μοιάζει να επαναλαμβάνει, με την τελετουργική διαδικασία στην οποία υποβάλλει τους άντρες, εκείνη στην οποία η πατριαρχική κοινωνία υποβάλλει συνεχώς την ίδια. 

Παρόμοια με αυτή, υπό την πίεση του πολιτισμού, προπάντων οι γυναίκες έχουν την τάση να υιοθετούν την κρίση του πολιτισμού για τη γυναίκα και να δυσφημούν τη σεξουαλικότητα. Στην αντιπαράθεση μεταξύ διαφωτισμού και μύθου, τα ίχνη της οποία σώζονται στην εποποιία, η δυνατή πλανεύτρα είναι ταυτόχρονα αδύνατη, απαρχαιωμένη, τρωτή, και χρειάζεται τα υποτελή ζώα ως ένοπλη συνοδεία (Οδ. κ΄434). Ως αντιπρόσωπος της φύσης η γυναίκα στην αστική κοινωνία έγινε η αινιγματική εικόνα της ακαταμάχητης γοητείας και της αδυναμίας. Έτσι καθρεφτίζει απέναντι στην κυριαρχία το καθαρό ψέμα, που εγκαθιδρύει την υπέρβαση της φύσης στη θέση της συμφιλίωσής της.

Ο γάμος είναι η μέση οδός του κοινωνικού συμβιβασμού: η γυναίκα παραμένει αδύνατη, καθώς η δύναμη περιέρχεται σε αυτή μόνο διαμεσολαβημένη από τον άντρα. Κάτι από αυτό διακρίνεται στην ήττα της θεάς–εταίρας μέσα στην Οδύσσεια, ενώ ο ολοκληρωμένος γάμος με την Πηνελόπη, λογοτεχνικά νεότερος, αντιπροσωπεύει ένα μεταγενέστερο στάδιο αντικειμενικότητας της πατριαρχικής τάξης πραγμάτων. Με την εμφάνιση του Οδυσσέα στην Αία η διφορούμενη σχέση του άντρα προς τη γυναίκα, λαχτάρα και επιταγή, παίρνει ήδη τη μορφή μιας ανταλλαγής που προστατεύεται με συμβόλαια. Προϋπόθεσή της είναι η παραίτηση. 

Ο Οδυσσέας αντιστέκεται στη μαγεία της Κίρκης. Γι’ αυτό απολαμβάνει ακριβώς ό,τι η μαγεία της μόνο απατηλά υπόσχεται σε εκείνους που δεν της αντιστέκονται. Ο Οδυσσέας κοιμάται μαζί της. Προηγούμενως όμως της αποσπά τον μεγάλο όρκο των μακαρίων, τον ολύμπιο. Ο όρκος αποσκοπεί στην προστασία του άντρα από τον ακρωτηριασμό, την εκδίκηση για την απαγόρευση της πολυσυντροφικότητας και για την ανδρική κυριαρχία που με τη σειρά της όμως, ως διαρκής ορμική παραίτητη, εκτελεί συμβολικά τον αυτοακρωτηριασμό του άντρα. Η Κίρκη θέλει να δοθεί σε αυτόν που της αντιστάθηκε, στον κύριο, στον εαυτό, τον οποίο λόγω της μη μεταμορφωσιμότητάς του κατηγορεί ότι φέρει «αγήτευτη ψυχή στα στήθια μέσα». (Οδ. κ΄329). «Μον’ έλα, το σπαθί στη θήκη σου για ξαναχώσε τώρα κι ας ανεβούμε στο κλινάρι μου τον πόθο να χαρούμε ο ένας του άλλου για να κερδίσουμε την πάσα εμπιστοσύνη». (Οδ. κ΄ 333 κ.ε.). Για την ηδονή που παρέχει θέτει ως τίμημα το γεγονός ότι η ηδονή έπεσε σε περιφρόνηση. 

Η τελευταία εταίρα αποδείχθηκε ο πρώτος γυναικείος χαρακτήρας. Κατά τη μετάβαση από το μύθο στην ιστορία συμβάλλει αποφασιστικά στην αστική ψυχρότητα. Η συμπεριφορά της τηρεί έμπρακτα την ερωτική απαγόρευση, η οποία αργότερα επιβλήθηκε με τόσο μεγαλύτερη ισχύ όσο περισσότερο ο έρωτας, ως ιδεολογία, έπρεπε να αποκρύπτει το μίσος μεταξύ των ανταγωνιστών. Στον κόσμο της ανταλλαγής έχει άδικο εκείνος που δίνει περισσότερα. Αυτός που αγαπά όμως είναι πάντοτε αυτός που αγαπά περισσότερο. Ενώ η θυσία του εξυμνείται, υπάρχει ζηλότυπη επαγρύπνηση ώστε αυτός να μην απαλλαγεί από τη θυσία. Στον ίδιο τον έρωτα ακριβώς κρίνεται ότι αυτός που αγαπά έχει άδικο και έτσι τιμωρείται. Η ανικανότητα για κυριαρχία πάνω στον εαυτό του και στους άλλους, την οποία μαρτυρεί η αγάπη του, είναι αρκετός λόγος για να μην του παρασχθεί η εκπλήρωση. Μαζί με την κοινωνία αναπαράγεται διευρυνόμενη και η μοναξιά. Αυτός ο μηχανισμός εισχωρεί ως τις τρυφερότερες διακλαδώσεις τους συναισθήματος, ώσπου η ίδια η αγάπη, προκειμένου να μπορέσει να βρει το δρόμο προς τον άλλον, εξωθείται τόσο πολύ στην ψυχρότητα, ώστε πάνω στην πραγμάτωσή της διαλύεται.

Η δύναμη της Κίρκης που υποτάσσει τους άντρες κάνοντάς τους υποτελείς της, μετατρέπεται σε υποτέλειά της απέναντι σε εκείνον ο οποίος με την παραίτησή του αρνήθηκε να υποταχθεί σε αυτή. Η επιρροή πάνω στη φύση, που ο ποιητής αποδίδει στη θεά Κίρκη, συρρικνώνεται σε προφητεία ιέρειας και μάλιστα σε έξυπνη πρόβλεψη των μελλοντικών ναυσιπλοϊκών δυσκολιών. Από τις προφητείες της αποδυναμωμένης μάγισσας για τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, στο τέλος επωφελείται μόνον η ανδρική αυτοσυντήρηση.

Πόσο ακριβά όμως στοίχισε η αποκατάσταση συνθηκών κανονικής διαδοχής των γενεών μπορούμε να το μαντέψουμε κάπως μόνον από τους σκοτεινούς στίχους που περιγράφουν τη συμπεριφορά των φίλων, όταν η Κίρκη τους αναμεταμόρφωσε κατ’εντολή του συμβατικού κυρίου της. διαβάζομε πρώτα: «Και πήραν όψη πάλι ανθρώπινη κι ομπρός σου τους θωρούσες πιο νιους και πιο τρανούς και πιο όμορφους πολύ παρ’ό,τι πρώτα». (Οδ. κ΄395 κ.ε). Όμως έτσι επιβεβαιωμένοι και στην αρρενωπότητά τους ενισχυμένοι δεν είναι ευτυχείς «… κι ως του θρήνη μάς έπνιξε ο καημός, ολόγυρα το σπίτι αντιλαλούσε βαριά απ’τους βόγγους…» (Οδ. κ΄398 κ.ε.)

Theodor Adorno, Max Horkheimer, Dialektik Der Aufklarung (Διαλεκτική του Διαφωτισμού)

Μετ: Λευτέρης Αναγνώστου,

Για τα αποσπάσματα από την Οδύσσεια χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή



[1] Baudelaire, Le vin du solitaire (Les Fleurs du Mal).

[2] J.A.K. Thomson, Studies in the Odyssey, Οξφόρδη 1914.

[3] Πιθανή η ετυμολογική συγγένεια του ονόματος Κίρκη με τα: κίρκος (είδος γερακιού που διαγράφει κύκλους στον αέρα) και κρίκος καθώς και το λατ. circus.

[4] «Γουρούνια είναι κατά κανόνα τα σφάγια της Δήμητρας» (Wilamowitz, Der Glaube der Hellenen)

 

Κυριακή, Νοεμβρίου 14, 2021

αιτία ελομένου, θεός αναίτιος…

 

 

Έ

ΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΕΝΝΟΙΑ και συναρπαστικότερους –με αφήγηση κινηματογραφική θα λέγαμε- μύθους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι ο περίφημος καταληκτικός μύθος της Πολιτείας, ο μύθος του Ηρός. Έχει προηγηθεί ένα ολόκληρο βιβλίο μεγάλο και πλούσιο σε νοήματα, θέσεις και άλλους μύθους και στην ουσία όλη η βιοφιλοσοφική και μυητική ματιά του Πλάτωνα της ώριμης φάσης της ζωής του. Η Πολιτεία είναι ένα αληθινό εργαστήρι φιλοσοφίας, ηθικής, πολιτικής και μεταφυσικής οντολογίας που δεν βρήκε όμοιό του ως τα σήμερα. Όσες φορές και αν το διαβάσει κανείς θα βρίσκει νέους δρόμους, νέες αναγνώσεις. Ο Πλάτων λοιπόν, κατά την αγαπημένη του συνήθεια σφραγίζει όλα όσα ειπώθηκαν με έναν μύθο. Όπως το κάνει στον Γοργία και στο Φαίδωνα. Κάποιοι μιλούν για ‘καταφυγή στο μύθο’. Καταφυγή δηλαδή σε μια υπερ-αλήθεια, μια αλήθεια πέρα από τη νοητική διαστασιολόγηση, πέρα από την ψηλάφηση του νου… έστω… προσωπικά θεωρώ ότι ο Πλάτων είναι παιδί της εποχής του πέρα από μέγας μύστης… και η εποχή του χρησιμοποιούσε το μύθο ως βιωματική και υπερ-νοητική γεφύρωση με το άχρονο και το Αγαθό. Σήμερα όλο τούτο έχει διασωθεί στο παραμύθι αλλά αυτό είναι μιας άλλης τάξης ζήτημα.

Τι είναι όμως ο μύθος του Ηρός;

Ο ανατολίτης Ηρ έχει άθελά του μια παράξενη τύχη, την τύχη του Οδυσσέα. Να επισκεφτεί δηλαδή τον κάτω κόσμο και να επιστρέψει μεταφέροντας στους ανθρώπους όσα είδε εκεί. Τρομερό και συγκλονιστικό μαζί. Ο Ηρ επιστρέφει στη ζωή 12 ημέρες μετά το θάνατό του. Διηγείται λοιπόν ότι έφθασε με άλλες ψυχές σε τόπον δαιμόνιον όπου υπήρχαν δυο χάσματα. Ανάμεσα στα χάσματα δίκαζαν δικαστές. Έστελναν τους δίκαιους πάνω και τους άδικους κάτω ενώ τον ίδιο τον άφησαν να παρατηρεί για να μεταφέρει τα πάντα στους ανθρώπους. Οι ψυχές επέστρεφαν μετά την ανταμοιβή ή την τιμωρία τους που κρατούσε 1000 χρόνια. Μετά τον καθαρμό τους, οι ψυχές έμειναν σε ένα λειμώνα 7 μέρες και την όγδοη ξεκίνησαν (Η αριθμολογία στον Πλάτωνα όπως και σε όλη την Πυθαγόρεια φιλοσοφία είναι ουσιώδης). Περπάτησαν 4 μέρες και αντίκρυσαν ένα λαμπρό φως που διαπερνούσε ως άξονας τον ουρανό και τη γη. Εκεί αντίκρυσαν το αδράχτι της Ανάγκης. Οι τρείς μοίρες, η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος, κινούσαν τα αδράχτι ψάλλοντας τα παρόντα και τα μέλλοντα. Αναγγέλλουν στις ψυχές τη μοίρα τους λέγοντάς τους ότι υπάρχουν πολλαπλές μορφές βίου και ότι κάθε ψυχή θα πρέπει μόνη της να διαλέξει το είδος του βίου που θα ξαναζήσει. Ας δούμε εδώ το χωρίο από το τον Πλάτωνα:

Ανάγκης θυγατρός κόρης Λαχέσεως λόγος. Ψυχαί εφήμεροι, αρχή άλλης περιόδου θνητού γένους θανατηφόροι. ουχ υμάς δαίμων λήξεται, αλλ’υμείς δαίμονα αιρήσεσθε. πρώτος δ’ο λαχών πρώτος αιρείσθω βίον ω συνέσται εξ ανάγκης. αρετή δε αδέσποτον, ήν τιμών και ατιμάζων πλέον και έλαττον αυτής έκαστος έξει. αιτία ελομένου. θεός αναίτιος

[Της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της Ανάγκης είναι τούτος ο λόγος. Ψυχές της μιας ημέρας, αρχίζει για το θνητό γένος άλλος ένας κύκλος με κατάληξη το θάνατο. Δεν θα σας πάρει με κλήρο κάποιος δαίμονας, θα τον διαλέξετε εσείς το δαίμονα. Οποιανού λάχει ο πρώτος κλήρος, αυτός πρώτος να διαλέξει τη ζωή που αναγκαστικά θα ζήσει. Δεν έχει δεσπότη η αρετή. Ανάλογα αν την τιμάει κανείς ή την περιφρονεί, θα είναι και πιο μεγάλο ή πιο μικρό το μερτικό του επάνω της. Η ευθύνη είναι εκείνου που διαλέγει. Ο θεός δεν έχει ενοχή]

Πλάτων, Πολιτεία, 617e

μτφ: Ν.Μ. Σκουτερόπουλος

 

Οι ψυχές λοιπόν έκαναν με διάφορα κριτήρια την επιλογή τους και στη συνέχεια πορεύονταν προς την πεδιάδα της λήθης, έφθαναν στον ποταμό Αμέλητα, έπιναν το νερό της λησμονιάς και ξεχνούσαν όσα είχαν ζήσει στον άλλο κόσμο. Βυθίζονταν έπειτα σε ύπνο και εκσφεδονίζονταν στη γη όπου άρχιζε η νέα τους ζωή. Αυτός είναι εν περιλήψει ο μύθος αν και παρέλειψα την ωραία περιγραφή του Πλάτωνα για τα 8 ομόκεντρα ημισφαίρια που στρέφονται σε αργή κίνηση αντιστρόφως προς την κίνηση του αδραχτιού. Δεν είναι το θέμα μου εδώ αυτό. Το θέμα μου είναι αυτό το θεός αναίτιος

Δεν προσπαθεί να κρυφτεί ο μύστης και φιλόσοφος πίσω από τους μύθους και δεν προσπαθεί να ‘απογυμνώσει’ τους θεούς από την όποια ευθύνη θα μπορούσαν να έχουν. Προσπαθεί όμως, όπως το διαβάζω εγώ τουλάχιστον, να τονίσει γι αυτό και ο μύθος κλείνει την Πολιτεία, πως ό,τι κάνουμε είναι τελικά στο χέρι μας, είναι η ευθύνη μας, ανάλογα όμως με το βαθμό επίγνωσής μας, θα προσέθετα. Ο μύστης μετράει σαν βράχος, το μικρό παιδί σαν φτερό. Δεν έχουν τον ίδιο βαθμό επίγνωσης. Ο Πλάτων δηλαδή, κλείνει ένα αριστούργημα μυστικιστικής πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας, όπως είναι η Πολιτεία του, με μια απλή και τρομερή μαζί υπενθύμιση: Πώς για ό,τι αποφασίσουμε αναλαμβάνουμε εμείς την ευθύνη και δεν νοείται να φορτώνουμε σε άλλους ή στο κακό μας κάρμα ή στην ρημάδα την τύχη μας τη μαύρη τις αποτυχίες ή τις αστοχίες μας. Ο… αμείλικτος Πλάτων τοποθετεί τον άνθρωπο στην κορωνίδα και τον καθιστά υπεύθυνο του βίου του. Είναι μια ριγώδης στιγμή της παγκόσμιας φιλοσοφίας που εκφεύγει οριστικά από μαγικο-θρησκευτικές δοξασίες και δεισιδαιμονίες και απολύτως υπαρξιστικά κάνει μια τεράστια τομή και χαράζει έναν άλλο δρόμο.

Και παραμένει το ίδιο αληθινός, δυνατός και ακέραιος τούτος ο στοχασμός 2500 χρόνια μετά… σε μια εποχή όπου ανεύθυνοι και υπεύθυνοι έχουν γίνει ένας πολτός και οι άνθρωποι κουτουλάνε σαν κοτόπουλα από ακηδία και αγνωσία πάνω στους τοίχους της φυλακής τους…