Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2016

οτιδήποτε προβάλλει αντίσταση στη βούλησή σου να ζήσεις, είναι φορέας θανάτου…


Ακόμα και εάν ολόκληρη η ανθρωπότητα, τα 7 ή 8 ή 108 δις ανθρώπων φανερώνονταν εμπρός σου και προσπαθούσαν να σε πείσουν πως ο δρόμος που έχεις χαράξει είναι λανθασμένος και πρέπει να τον εγκαταλείψεις, αν αυτός ο δρόμος είναι συμβατός με τη δική σου ροή, αν αυτός ο δρόμος είναι η ίδια η ροή του μυστικού υπόγειου ποταμού σου, τότε οφείλεις να αδιαφορήσεις πλήρως για όλους και όλα να την ακολουθήσεις…

Υπάρχει εντός μας μια ισχυρή αντιπολίτευση που πάντα αντιστρατεύεται οτιδήποτε κινείται προς την αθέατη και μυστική μας πηγή… αυτή η κίνηση είναι βουβή και γίνεται θορυβώδης μονάχα όταν την ανακαλύπτει ο νους… είναι οι στιγμές και οι εποχές που φτάνουμε στους κόμβους των δικών μας Υ και καλούμαστε να αποφασίσουμε ποιον δρόμο θα επιλέξουμε… 99 φορές στις 100 επιλέγει για μας η λογική, η σύνεση και η φρονιμάδα… την μια φορά που θα επιλέξουμε αγνοώντας τα όλα αυτά θα βρεθούμε είτε στην περιοχή της τρέλας είτε στην περιοχή της Απόλυτης Ευδαιμονίας… της Ποίησης, του Έρωτα, της Αθανασίας… πιθανώς όλες αυτές οι περιοχές να είναι μια και μόνη με πολλές ονομασίες…

Όταν είμαστε απόλυτα και ολοκληρωτικά ερωτευμένοι, είμαστε πολύ κοντά στις περιοχές της μυητικής επίγνωσης, είμαστε κοντά σε μια ‘φώτιση’, έχουμε την απαιτούμενη ενέργεια – κι αυτό είναι πολύ σπάνιο – για να επιχειρήσουμε το ‘άλμα’… Όμως δεν το τολμάμε τελικά και με σύνεση και… λογική επιστρέφουμε ‘στ’αβγά’ μας. Πολύ συχνά θα πιάσουμε τον εαυτό μας χωρίς ντροπή να λέει μετά από χρόνια ‘δεν ήξερα τι έκανα, είχα τρελαθεί, είχα ερωτευτεί τόσο που έχασα τον εαυτό μου’. Στην πραγματικότητα χάσαμε την μοναδική ευκαιρία να βρούμε τον εαυτό μας.

Κάποτε ρώτησα μια φίλη μου τι είναι αυτό που μας συγκινεί τόσο πολύ στα ερωτικά δράματα, στους μεγάλους έρωτες… γιατί ταυτιζόμαστε ξανά και ξανά με τους ήρωες ενός μοιραίου έρωτα που οδήγησε στο θάνατο, στην αυτοκτονία ή στον παντοτινό χωρισμό; Είμαστε λάτρεις του μελό ή συμβαίνει κάτι άλλο; Μετά από μερικά δευτερόλεπτα παύσης γύρισε και μου είπε… αν είχαμε βιώσει κάτι τόσο δυνατό, τόσο συγκλονιστικό, τόσο οριακό, δεν θα με ρωτούσες… θα ήξερες κι εσύ όπως κι εγώ την απάντηση… και θα την κρατούσαμε προστατευμένη στη σιωπή…

Κι όμως, γνωρίζουμε την απάντηση…

Και ζούμε σχεδόν όλη την ‘ενήλικη’ ζωή μας στη σιωπή

Οτιδήποτε πασχίζει να αποκαταστήσει την προαιώνια βούληση του Αχανούς για την Ύπαρξη, είναι φορέας ζωής…

Κι οτιδήποτε προβάλλει αντίσταση στη βούλησή σου να ζήσεις, είναι φορέας θανάτου…

Τρίτη, Ιουνίου 28, 2016

Όλα εκείνα που γέννησαν τον κόσμο...



Η μέρα ανέβαινε αργά, μαζί με τις υποσχέσεις και τους θρήνους της. Μαζί με το χαμόγελο και τη λύπη της. Θα μπορούσε κανείς να ξεδιαλέξει από τις αχτίνες του ήλιου εκείνες που ταιριάζουν στη ψυχή του περισσότερο μα, πώς να κρατήσεις μερικές και άλλες να αγνοήσεις; Ως και στις πιο δροσερές κρύβεται το μυστικό του βασιλιά πατέρα… ως και στις πιο καυτές φωλιάζει το θαύμα του ζωοδότη φίλου και αδελφού.

Κάθονταν στο μοναχικό παγκάκι και απολάμβαναν το σήκωμα του ήλιου σιωπηλοί…  τι να πρωτοπείς τούτες τις μαγικές ώρες που ως και το Αχανές σου επιτρέπει την πολυτέλεια της μοναχικότητας… τι να ψελλίσεις εμπρός στο αρχαίο μυστήριο, το Μεγάλο Μυστικό Θέαμα που τα σάρκινά σου μάτια ευλογήθηκαν να αντικρίζουν και τα άλλα, εκείνα που έχει το είναι σου, αντιλαμβάνονται με το ρίγος της πρώτης φοράς…

«Όλα εκείνα που μας μίλησαν για πρώτη φορά… κάποτε… είναι πάντα εδώ», είπε εκείνος ξαφνικά. Η φωνή του ήταν γεμάτη από το δέος της στιγμής και ίσα που ακουγόταν. 

«Όλα εκείνα που γέννησαν τον κόσμο, δεν πέθαναν ποτέ. Μπορούμε αν θέλουμε να τα ακούσουμε, να τα αγγίξουμε, να τα δούμε… μα για μια στιγμή μονάχα… τη μαγική στιγμή που οι θωρακίσεις μάς εγκαταλείπουν… μα είναι η μεγάλη μας ευκαιρία να συνομιλήσουμε με το πιο ευαίσθητο, το πιο λεπτοφυές και μαζί, το πιο όμορφο απ’όλα όσα μας περικλείει και το περικλείουμε… δεν έχει σημασία τι θα πούμε, δεν έχει σημασία ποιος μας ακούει ή τι μας παρατηρεί… είναι η σπάνια και μοναδική στιγμή που έχουμε συνείδηση της ύπαρξής μας…», είπε και σιώπησε ξανά.

Εκείνη αναζήτησε το χέρι του με το δικό της και το κράτησε σφιχτά. Ήξερε πως εκείνη ακριβώς τη στιγμή εκείνος πονούσε πολύ. Και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ στο πρόσωπό της.

«Όλοι αξιωθήκαμε τούτη την έκσταση και για όλους χαράχτηκε η ατραπός…», είπε πάλι και ανταπέδωσε το ζεστό της άγγιγμα.

Ο ήλιος σκαρφάλωνε σιγά σιγά στο θρόνο του και μια γλυκιά ζέστη χάιδευε τα πρόσωπά τους. Η πόλη ολόγυρα ξυπνούσε σιγά σιγά. 

«Ας μην φύγουμε από εδώ… ποτέ!», του ψιθύρισε κι αμέσως μετάνιωσε για τα λόγια της.

«Ναι, ας μείνουμε για πάντα εδώ», της απάντησε εκείνος και αφέθηκε ξανά στην απόλαυση της ακριβής τους εμπειρίας…



Spirit of Light

Σάββατο, Ιουνίου 25, 2016

Παράλογο...



Π
ερπατούσαν στην ησυχία του πρωινού. Εκείνης της ώρας που ακροπατάει σε ένα μεταίχμιο. Μεταξύ της σιδηράς νύχτας και της εύκρατης πρώτης αχτίδας. Είναι το σημείο εκείνο που ακροβολίζονται οι τελευταίοι υπερασπιστές του σκοταδιού αναμένοντας την εισβολή του φωτός… πάντα ξέρουν πως θα ηττηθούν… και πάντα πιάνουν τις θέσεις τους για να δώσουν την ύστατη μάχη…
«Μην βιάζεσαι να πεις πως σχετίζεσαι με εκείνον που αγαπάς», της είπε ξαφνικά και η καρδιάς της σα να μείωσε το χτύπημα στο στήθος της.
«Τι σημαίνει σχετίζομαι; Πως βρίσκομαι ικέτης στο ιερό σου, καταδιωγμένος, κυνηγημένος από τις άρπυιες της βιοτής κι εσύ με υποδέχεσαι, με φιλοξενείς, με αναπαύεις δίπλα στις αρχαίες, ιερές πηγές σου. Όμως, μη νομίσεις πως ακόμα έχουμε σχέση εμείς οι δυο. Γιατί το θηρίο μέσα σου δεν έχει πάψει να βρυχάται, να καραδοκεί, να ελπίζει σε ένα θήραμα… έστω και μέσα στον Μεγάλο Ειναιικό Ναό…»
Τον άκουγε και τα λόγια του έμπαιναν μέσα της σαν από ολάνοιχτη πόρτα… όμως, απομακρύνθηκε από κοντά του… οι δονήσεις του δυνάμωναν μαζί με τον ήλιο που ερχόταν…
«…πως βρέθηκα ως εδώ; Δεν ξέρω… γιατί επέλεξα το δικό σου ιερό; Δεν ξέρω… γιατί εσύ με σπλαχνίστηκες και με φιλοξένησες; Δεν ξέρω… δεν θα μου πεις, δεν πρέπει να μου πεις ποτέ; Τι σημαίνει σχετίζομαι; Σημαίνει πως αποφασίζω να το ανακαλύψω έστω κι αν χρειαστούν όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου… γιατί; Γιατί είναι παράλογο… και μόνο με το παράλογο μπορώ αληθινά να σχετιστώ…»
Κοιτούσε το στερέωμα όπως το έβαφαν οι εμπροσθοφυλακές του ήλιου που ανέβαινε… σιγά σιγά κι όμως, με τρομακτική ταχύτητα…
«…σε αναζητούσα από καιρό… αιωνιότητες… αυτό θα σκεφτείς… αν δεν το σκεφτείς δεν έχεις εισέλθει στο σωστό ιερό… όλα τα παράλογα και αδύνατα θα πρέπει να σκεφτείς και να έχεις την ακλόνητη πεποίθηση όχι πως θα τα εκλογικεύσεις, θα τα αλλάξεις, μα πως θα τα απολαύσεις, θα τους επιτρέψεις να σε στοιχειώσουν, να σε ενοικήσουν, να σε καταλάβουν… μάχες θα δοθούν από τα κτήνη μέσα μας… τα κτήνη δεν θέλουν συγκατοίκους, η περιοχή είναι δική τους, αιώνες τώρα, τα κτήνη δεν θέλουν παρείσακτους… όμως εκείνος που θα πάρει την απόφαση εκείνος έχει τη δύναμη…»
Μια απαλή αύρα της δρόσισε τα μάγουλα. Είχε πυρετό αλλά δεν το ήξερε. Κρύωνε και φλεγόταν την ίδια στιγμή.
«…κι ακόμα τότε, μην επαίρεσαι, μην μεγαλαυχείς, μην πεις πως σχετίζεσαι… όταν θα είσαι έτοιμη όμως θα το γνωρίζεις… είσαι δίπλα στις πρωτογενείς πηγές εκείνου… θα σκύψεις και θα πιεις, θα λουστείς, θα βυθιστείς ολόκληρη στο σκοτεινό νερό… όμως το χέρι εκείνου δεν θα σου επιτρέψει να πνιγείς… την ύστατη ώρα, την ώρα της μέγιστης απώλειας και της μέγιστης εμπιστοσύνης, θα σε σηκώσει, θα σε αγκαλιάσει, θα σε λυτρώσει… να τι θα πει σχετίζομαι απόλυτα… σου εμπιστεύομαι το θάνατό μου περισσότερο απ’όσο σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου… και ξέρω όσο παράλογο κι αν είναι πως εσύ θα με σώσεις… από όλα τα πλάσματα, μόνον εσύ… κι είναι παράλογο… μα μονάχα με το παράλογο μπορείς να σχετιστείς…»
Ο ήλιος σηκωνόταν αργά, σκαλοπάτι σκαλοπάτι πάνω απ’τη θάλασσα… και στερέωνε μέσα της ένα σύμπαν…

Beginning

Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2016



Υπήρχε μια εποχή
όταν ο λειμώνας, το σύδεντρο και το ρυάκι
η γη
και κάθε κοινή θέα
μου φαίνονταν
λουσμένα σε ουράνιο φως!
Η δόξα και η φρεσκάδα
ενός ονείρου...

Δεν είναι πλέον όπως τότε

Οπουδήποτε κι αν στρέψω το βλέμμα μου
νύχτα ή μέρα
τα πράγματα που αντίκρισα
δεν μπορώ πια ν’αντικρίσω

Υπάρχει όμως ένα δέντρο
μονάχα ένα
απ’τα πολλά
ένα μοναχικό λιβάδι
που ατένισα
αμφότερα μου μίλησαν
για ό,τι χάθηκε

Ο πανσές στα πόδια μου
την ίδια ιστορία επαναλάμβανε

Σε ποιο μέρος δραπέτευσε
το λαμπρό όραμα;

Που βρίσκεται τώρα
η δόξα
και το όνειρο;


Ωδή στον Υπαινιγμό της Αθανασίας

Ουίλιαμ Γουόρντσγουορθ




Rêve de Pap
Denis LAMBLIN

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2016

Η ενθύμηση της ζωής…






Κ
άτι που διαφοροποιεί εντελώς την περπατησιά του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη Γη από όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα, είναι, βέβαια, ο στοχασμός του Τέλους… κοινότοπο αυτό, θα πει κάποιος. Σωστά. Ως και το Πέρας είναι ένα κοινό διανόημα, σε όλους τους λαούς, σε όλες τις εποχές. Άλυτο και αξεδιάλυτο, όμως κοινό, σχεδόν καθημερινό. Όπως περίπου τα ψώνια της εβδομάδας ή το ραντεβού με τον οδοντίατρο. Είναι κάτι που έρχεται, θα συμβεί, αδήριτη ανάγκη το θέτει στο καλεντάρι. 

Πιστεύω όμως πως συμβαίνει κάτι ακόμη. Ή καλύτερα, ο υπόγειος ποταμός αυτής της ‘επίγνωσης’ είναι κάτι άλλο. Κι αυτό είναι η ενθύμηση του τέλους. Πάει να πει, ο άνθρωπος όχι απλώς περιμένει το αναπότρεπτο να επισυμβεί που θα τον ρημάξει αλλά έχει και τη μνήμη του. Είναι απίστευτο αλλά τρέμει τη στιγμή αυτή όχι επειδή τη γνωρίζει ως βιολογική νομοτέλεια αλλά επειδή έχει μνήμη. Κι αυτό καμία σχέση δεν έχει με την θεωρία ή δοξασία των αναρίθμητων επαναγεννήσεων. Είναι κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, είναι το εντελώς αντίθετο!

Ο άνθρωπος δεν περιμένει τίποτε στην ουσία από τη ζωή του. ‘Κάνει σχέδια’, ‘βάζει στόχους’, ‘παλεύει για ένα καλύτερο αύριο’, ‘φροντίζει για το μέλλον του’ κι όλα αυτά τα κενά περιεχομένου βαρύγδουπα. Τα αναμασά από νεαρής ηλικίας όπως οι γονείς και οι παππούδες του. Κι όπως εκείνοι, έτσι κι αυτός, απλώς οικοδομεί στην άμμο. Και μάλιστα σε υδατώδες υπέδαφος στο οποίο δεν θεμελιώνεις ούτε βράχο.

Ο άνθρωπος δεν πιστεύει στη δύναμη της ζωής γι αυτό και την δοξολογεί αενάως. Φλυαρεί ακατάσχετα για τον μαχητικό βιταλισμό που πρέπει να έχει ο κάθε υγιής νέος, για την αισιοδοξία, το βλέμμα στο αύριο κι όχι στο χθες. Ο άνθρωπος μοιάζει με κυνηγημένο θήραμα. Κρύβεται διαρκώς, παλεύει να παραμείνει αόρατος από την ειμαρμένη, πασχίζει να αποτελέσει εξαίρεση στον τραγικό κανόνα. Τελικά το βέλος θα τον χτυπήσει με ακρίβεια χιλιοστού αλλά, ποιος ξέρει, μπορεί να αστοχήσει ο θηρευτής… μπορεί να μην τον δει… μπορεί να τον ξεχάσει, να τον αγνοήσει… αυτό πίστευε και ο Αδάμ όταν κρυβόταν απ΄το Θεό… όχι τόσο πως δεν θα τον ‘δει’. Περισσότερο πως θα τον αγνοήσει… 

Όχι μόνο δεν έχει πίστη στη δύναμη της ζωής ο άνθρωπος αλλά τη συκοφαντεί διαρκώς. Την υπονομεύει, τη σαμποτάρει, βάζει δυναμίτη στα σπλάχνα της. Κρυφά και μυστικά, ο άνθρωπος συμμαχεί με αυτόν που καλά γνωρίζει πως είναι ο βέβαιος νικητής. Το θάνατο. Και από την πρώτη μέρα ως τη τελευταία, προσποιείται ότι λατρεύει τη ζωή ενώ κλείνει το μάτι πονηρά στο θάνατο. 
Γλεντάει, ξενυχτάει, ταξιδεύει, υμνεί τα νιάτα και την ομορφιά, ερωτεύεται δυνατά, λέει αστεία, χασκογελάει, θορυβεί. Ο θόρυβος είναι αναγκαίο συστατικό διαφυγής. Ο θάνατος είναι η σιωπή. Άρα ο θόρυβος είναι ζωή. Και η ζωή θόρυβος…

Ο άνθρωπος δεν έχει καμιά ενθύμηση ζωής και γι αυτό δεν τον απασχολεί η καταμέτρηση των ημερών του. Σπαταλάει το λιγοστό χρόνο που του αναλογεί στοχαζόμενος τις κρυψώνες του και τον Θηρευτή. Είναι στην επόμενη γωνία άραγε; Τον παρακολουθεί; Τον βλέπει; Ξέρει γι αυτόν; Μήπως ασχολείται με κάποιον άλλο; Μήπως αυτός θα αργήσει; Μήπως τον προσπεράσει; Ή μήπως πρέπει να αναζητήσει νέο καταφύγιο;

Ο άνθρωπος θυμάται το θάνατο και τον θυμάται πολύ καλά. Είναι τόσο έντονη μέσα του τούτη η ενθύμηση, είναι τόσο βαθιά τα ίχνη στην πορεία του που το παιχνίδι είναι σχεδόν λειτουργικά αψεγάδιαστο. Θα ξεκινήσει έτσι, θα συνεχιστεί έτσι, θα τελειώσει έτσι. Η ζωή δεν έχει να κάνει τίποτε με όλο αυτό. 

Μέσα στην αρένα του Σίρκους Μάξιμους κανείς δεν σκεφτόταν τη ζωή. Όλα είχαν να κάνουν με το θάνατο.

Ενθύμηση του τέλους, με όρους εικόνας ή συμβόλων είναι να γνωρίζεις τις εκβολές του ποταμού και όχι τις πηγές του. Ο ποταμός εκβάλλει μοιραία κάπου και εκεί παύει να υφίσταται. Με μια έννοια αφομοιώνεται από το Μεγάλο Ον, με μια άλλη ολοκληρώνει την αποστολή του και παραδίδει το βρυαρό του πνεύμα στο Άπειρο, με μια τρίτη, πεθαίνει. Απλώς πεθαίνει.

Ενθύμηση του τέλους σημαίνει πως το ποιητικό διανόημα του βίου ακυρώνεται και μετουσιώνεται στην ενθύμηση της ζωής. Και ο Μύστης, σε όλες τις εποχές, σε όλους τους κόσμους, σε όλες τις διαστάσεις, σε όλους τους ναούς, σε όλες τις Σχολές, αυτό ήταν. 

Ο άνθρωπος που θυμήθηκε τη ζωή.

Όπως ο Οδυσσέας στην Ιθάκη.
 
Ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο πριν το κώνειο.

Ο Ιησούς στον Κήπο της Γεσθημανή.

Ο Ζακ ντε Μολέ και ο Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά της Inquisition.

Ο ανώτερος εαυτός στην αγωνιώδη πάλη του να υπάρξει πέρα από την ψηλαφητή ανάμνηση της ύλης…