Πέμπτη, Ιουλίου 11, 2024

Ο Μύστης...

  

 The Warriors Code  Art Print by Fabien BRAVIN

 

Π

οια είναι η διαφορά του ανθρώπου της σκέψης από τον άνθρωπο της δράσης; Λοιπόν πέρα από την προφανή απάντηση (πως ο ένας σκέφτεται ενώ ο άλλος δρα) υπάρχει μια διάσταση που βρίσκω ενδιαφέρουσα... οι βεβαιότητες... Ο άνθρωπος της δράσης διαθέτει βεβαιότητες... ο άνθρωπος της σκέψης δεν διαθέτει καμιά.

Αν ονομάσουμε τον ένα πολεμιστή και τον άλλο φιλόσοφο, έχουμε μπροστά μας ένα δυναμικό σχήμα. Όχι ένα δίπολο. Όχι απαραίτητα τουλάχιστον. Έχουμε όμως ένα σχήμα που ισορροπεί αν και με πολλαπλά δομικά ζητήματα ισορροπίας ή... ανισορροπίας...

Εύκολα μπορούμε να φέρουμε στο νου μας τον Αλέξανδρο ως αυθεντικό εκπρόσωπο των ανθρώπων της δράσης... το κατέδειξε η πορεία του, η περπατησιά του, η ζωή του... όταν έφτασε εμπρός στον Γόρδιο Δεσμό δεν σκέφτηκε στιγμή. έδρασε... [δεν πάει εύκολα ο νους σε κείνο τον ωραίο σολωμικό στίχο ‘σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή’;]. Κάποιος άλλος θα χανόταν μέσα στις πιθανότητες και τις απιθανότητες. Όχι ο Μακεδόνας στρατηλάτης. Όχι ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν.

Ο πολεμιστής δεν έχει την πολυτέλεια του φιλοσόφου, εξ αυτής της επόψεως... ο πολεμιστής που θα αποκτήσει αβεβαιότητες είναι ήδη νεκρός. Από την άλλη ο φιλόσοφος δεν έχει την ανάπαυση του πολεμιστή στις βεβαιότητες. Τα πράγματα, οι έννοιες, οι καταστάσεις δεν είναι λευκές ή μαύρες, σκοτεινές ή φωτεινές... όλα βρίσκονται σε μια αχλύ, στο γνόφο της αναζήτησης, της διερώτησης, της αμφιβολίας... βασανιστικό και ατέρμονο το κάθε στοχαστικό ταξίδι του φιλοσόφου... κάποιοι το θεωρούν γοητευτικό... για τον ίδιο είναι μαρτυρικό, επώδυνο, ριγώδες... Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να αναπαυτεί σε τίποτα, να αγκυρωθεί, να κρατηθεί από πουθενά.

Έχουμε λοιπόν το σχήμα μας... είναι ένα πολύ ενδιαφέρον όχι ακριβώς ‘δίπολο’ όπως ανέφερα και πριν… είναι περισσότερο μια λάβρυς ή αλλιώς ένας δυαδικός ηνίοχος… ο πολεμιστής και ο φιλόσοφος... όμως υπάρχει κι ένας τρίτος... το πάντρεμά τους... η μυητική τους σύνθεση, ο αλχημικός τους 'γάμος'... Ο φιλόσοφος πολεμιστής... πάει να πει ο Μύστης...

Όταν ‘στην εξίσωση’ όπως λέμε συχνά τα τελευταία χρόνια, μπει και μια τρίτη μεταβλητή, τότε τα δυαδικά, δίαιχμα ή ανάλογα σχήματα καταργούνται. Όμως ο Μύστης δεν εισέρχεται ως διαλυτικός παράγων. Διότι ο Μύστης δεν είναι μια ακόμη ‘αιχμή’ αλλά ένα ολότελα νέο όπλο… δεν πρόκειται για μια νέου τύπου κατασκευή, μια άλλη λάβρυς, κάτι που δεν μπορεί παρά μονάχα φαντασιακά να υποστασιωθεί. Πρόκειται για το μυητικό σύνθεμα, το ευγενές τέκνο του αλχημικού γάμου του φιλοσόφου με τον πολεμιστή.

Και από μια άποψη, αμιγώς ποιητική, είναι κάτι που υπέρκειται και των δυο.

Μπορεί να φανεί σε κάποιους παράδοξο όμως ένας από τους χαρακτηριστικούς φιλόσοφους πολεμιστές που μου έρχονται άμεσα στο νου είναι ο Μωυσής... ο Μωυσής δεν ήταν αρχικά ούτε φιλόσοφος, ούτε πολεμιστής. Ήταν όμως Μύστης. Είχε ολοκληρώσει όλες τις βαθμίδες των μικρών και μεγάλων αιγυπτιακών μυστηρίων και ήταν αρχιερέας. Όμως παρότι μυημένος της ύπατης βαθμίδας δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που επί πολλά χρόνια ζούσε μια ειρηνική και αδιάφορη ζωή στη Γη Μαδιάμ. Επελέγη από μια οντότητα της Ιεραρχίας, έναν Λόγο, του ανατέθηκε μια αποστολή τεράστιας δυσκολίας και προικοδοτήθηκε με ιδιαίτερες δυνάμεις για να φέρει εις πέρας το τρομακτικό του Έργο. Ο Μωυσής ήταν ο άνθρωπος της Εξόδου. Και ήταν ο άνθρωπος του Νόμου, της Τορά. Με την έννοια αυτή, όσο πιο συνοπτικά μπορεί κανείς να το σημειώσει, ήταν και πολεμιστής (άνθρωπος της δράσης) και φιλόσοφος (άνθρωπος της σκέψης). Ο Μωυσής βέβαια σύμφωνα με την αρχαία Θεοσοφική παράδοση ήταν και πολλά άλλα –καθώς είχε την ικανότητα ή το χάρισμα της απευθείας επικοινωνίας με μια αρχαγγελική οντότητα απίστευτης δύναμης όπως ο Μέτατρον αλλά τούτο δεν είναι της παρούσης.

Και με όλα τούτα τα ενδιαφέροντα, θα επανέλθω…

Τετάρτη, Ιουνίου 26, 2024

Παρουσία…

 


Ο
πατέρας πάντοτε φεύγει.
Εγώ πάντοτε του φωνάζω και δεν ακούω τη φωνή μου. Έχω την αγωνία της κραυγής μου, την παραμόρφωση στο πρόσωπο, το μορφασμό, το τέντωμα στο στήθος. Ξέρω ότι θα φύγει, όπως κάνει πάντοτε. Όμως, εγώ του φωνάζω.
Θέλω να τον κρατήσω;
Θέλω να τον κάνω να με δει;
Ο πατέρας με ακούει, το ξέρω. Δεν χρειάζεται τον ήχο της φωνής μου. Δεν χρειάζεται κανέναν ήχο, καμιά δόνηση, καμιά ένταση. Με ακούει και δεν μου γυρνά ούτε ένα βλέμμα. Σα να βιάζεται. Πάντοτε βιάζεται και πάντοτε φεύγει.
Είναι όπως όταν αποχωρίζεσαι έναν αγαπημένο φίλο μετά από μια τραυματική συνάντηση. Ειπώθηκαν πολλά κι όμως αρκούσαν πολύ λιγότερα για να σκοτώσει ο ένας τον άλλο. Κι ο αποχωρισμός έχει ανάστημα και σκιά και πόνο. Αλλά έχει και χαρά. Δεν ήθελες πραγματικά να σκοτώσεις κανέναν. Ήθελες απλά να είσαι εκεί. Ορατός, ψηλαφητός, σαρκικός. Όχι με τη σκέψη ή το πνεύμα σου. Καμιά παράξενη ενέργεια, κανένας απροσδιόριστος καημός. Καμιά ανάσα. 
 
Παρουσία…
 
Είναι όπως όταν αποχωρίζεσαι έναν αγαπημένο μετά από μια αιματηρή συνάντηση.
Ήταν αιματηρή, βέβαια… μα μην ξεχνάς, ήταν συνάντηση
Μη βλέπεις εκείνο που διαλύεται στο τέλος της, κράτα το μεγαλείο της παρουσίας όσο εκείνη υπήρχε…
Κράτα το δώρο κι ας λείπει εκείνος που στο χάρισε…
Το φως που πάλλει κι ας χάθηκε η πηγή του… αλλόκοτο…
 
Παρουσία…
 

Παρασκευή, Ιουνίου 14, 2024

Δάκρυα-πέτρες


 

Έμεινε η αγάπη όλη να μετράει ώρες και μήνες και χρόνια…

τόσα χρόνια… ψέματα…

Όλα είναι ψέματα…

 

Μα κι αν ήταν κάποτε αλήθεια

Ότι υπήρξαμε, ότι μεγαλώσαμε, ότι γεράσαμε μαζί

Δεν το αποδέχομαι

Δεν το πιστεύω

Το αρνούμαι…

 

Έμεινε η αγάπη καλέ μου

Να μαζεύει σαν βοτσαλάκια τις ώρες

τις μέρες

τους μήνες

να φτιάχνει στοίβες όμορφες

πυραμιδούλες από αιώνιες στιγμές

και δάκρυα που κρυσταλλώθηκαν

κι έγιναν πέτρες

 

και ο χρόνος σαν άτακτο παιδί

ρίχνει κλωτσιές στο βουναλάκι

και σκορπίζει χαιρέκακα όλες μου τις πέτρες

 

και ξεκινάω να τα μαζεύω πάλι απ’την αρχή

ένα ένα όλα τούτα τα δάκρυα-στιγμές 

κρυσταλλωμένης αιωνιότητας

 

και να τα φτιάχνω όπως ήταν πριν…

 

Σάββατο, Ιουνίου 08, 2024

Αποκατάσταση....

 

Σκληρές
πώς έγιναν οι φλέβες
σχοινιά
τεντώνονται κάτω απ’το σώμα
μου μιλούν
όμως δεν τις καταλαβαίνω
 
μαντεμένιο αίμα…

μεγάλες
πώς έγιναν οι μέρες
χωράφια χέρσα
που κάποιος τα εγκατέλειψε
κι αυτά θρηνούν
στενάζουν
 
όλα είναι ψέμα…

θανατοφόρος
χρόνος
ύπνος φονικός
σαν λαιμοδέτης
σφίγγει το δέρμα
ώσπου ν’ αγγίξει
τον τσιμεντένιο ουρανό
ο λυγμός
τα χείλη να μαυρίσουν
 
κέρινο βλέμμα

δικαιοσύνη λες
ψιθυριστά
σήκωσε στον ήλιο η νύχτα
επανάσταση

κι εγώ
σκυμμένος πάνω απ’το χώμα
σου απαντώ

αποκατάσταση…
 

Σάββατο, Μαΐου 25, 2024

Ο παλαιστής όρθιος. Ο Σίσυφος όρθιος...





Βλέπω στο βράχο που ανασαίνει μπροστά μου
είδωλα και εικόνες
όλη την ανθρωπότητα αγγίζω
στο βρώμικο αυτό ανάγλυφο
και το βάρος ελαφραίνει
κάθε φορά
που μπορώ να κοιτάξω
έναν μονάχα
χωρίς ντροπή

το κοινό καθιστό
με κομμένη την ανάσα
όσο ο ήρωας απαγγέλλει

βλέπω στο βράχο τις θάλασσες
τα πρωτοβρόχια
και τις ήρεμες Κυριακές της άνοιξης
κάποια απογεύματα
ευλογημένης ανίας
και κάποιες νύχτες που ο φόνος
έκανε τα δάχτυλά μου
να μυρμηγκιάζουν
και ήθελα τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντούσα
να τον αφανίσω
και ύστερα χώνευα το θυμό μου
μαζί με το φριχτό μαρτύριο της ήττας
και σε όλα τούτα που βλέπω μπροστά μου
δεν ανήκω
λέω με έπαρση

και σε όλα αυτά που δεν βλέπω
ξέρω πως ανήκω

ο παλαιστής όρθιος
ο Σίσυφος όρθιος
οι θεατές καθιστοί

και η ανάσα ακόμα ηχεί παράταιρη

βλέπω στο βάθος του ορίζοντα
ένα κορίτσι
δεν έρχεται για μένα
θα με προσπεράσει
έχει αλλάξει τόσο η μορφή μου
που δεν με αναγνωρίζει
ούτε η βροχή
ούτε ο ήλιος
κι εγώ με βία καταφέρνω
να ψελλίσω δυο λόγια συμπόνιας

κι εγώ αρνούμαι άλλο να μιλήσω
με λόγια συμπόνιας

και ο παλαιστής αφήνει το βράχο
και ο Σίσυφος αφήνεται στο βράχο

και ο βράχος συνθλίβει τον παλαιστή
και ο βράχος αθανατίζει τον Σίσυφο

όρθιο το κοινό χειροκροτεί 
και αλαλάζει...


Σάββατο, Μαΐου 18, 2024

Χαντάκι

 

 

Κρυμμένος

κι αθέατος είμαι σε μια γωνιά

σ’αυτό το χαντάκι

στο χαράκωμα

και σου γράφω αυτές τις λέξεις

 

ολόγυρά μου

η τρέλα

άνθρωποι ντυμένοι σαν κι εμένα

και ολόγυμνοι

όπως κι εγώ

πηγαινοέρχονται, φωνάζουν

κάποιοι ουρλιάζουν

κάποιοι δεν έχουν ένα χέρι

ή ένα πόδι

κάποιοι έμειναν τυφλοί

κάποιοι σέρνονται στα τέσσερα

χωρίς προορισμό

κάποιοι σηκώνουν το κεφάλι τους

και αφανίζονται από ριπές

κάποιοι δειλοί

όπως εγώ

ψάχνουν γωνιές να κρύψουν τη ντροπή τους

ψάχνουν ρωγμές

να ησυχάσουν την ψυχή τους

ψάχνουν μια τρύπα

να πεθάνουν

με λίγη αξιοπρέπεια

 

κι εγώ σου γράφω αυτές τις λέξεις

και με το ζόρι σηκώνω το βλέμμα μου στον ήλιο

και ήλιος δεν υπάρχει πια

μονάχα ένας θολός, συννεφιασμένος ουρανός

σα βάλτος

που στάζει βρόμικο νερό

 

κάποιος με αρπάζει απ’τον ώμο

θέλει να με σηκώσει

θέλει να με ρίξει στη μάχη

με κοιτάζει με ένα θυμωμένο βλέμμα

κόκκινο σαν τους λεκέδες στο πρόσωπό του

κάτι φωνάζει μες στ’αυτιά μου

κάτι που δεν ακούω

τίποτε δεν ακούω πλέον

έπειτα με τραβολογάει με ένταση

και τότε ξαφνικά κάποια ριπή τον διαπερνά

μένει το χέρι του κολλημένο στο δικό μου

το βάρος του νιώθω πάνω μου

τον απωθώ

έχω να γράψω, του φωνάζω στα νεκρά του αυτιά

έχω να γράψω ακόμα

 

εδώ

μέσα στο χαντάκι

πλακωμένος από πτώματα

ανασαίνω με δυσκολία

θέλω να ζήσω, κάτι λέει μέσα μου

εγώ δεν θέλω, όχι πια του αντιγυρίζω

τότε γιατί δεν πολεμάς;

το προσπάθησα του λέω

κάποιες φορές, 56 χρόνια τώρα

πολλές φορές

 

κάποιες νύχτες που δεν ξημέρωνε

κάποια πρωινά που δεν σηκωνότανε ο ήλιος

το προσπάθησα

ως και το πουκάμισό μου άνοιξα διάπλατα

και τους περίμενα

άκουσα τις ριπές να με διαπερνούν

ένιωσα τη φωτιά

πίστεψα πως τελειώνω

όμως έζησα

 

το προσπάθησα

αλήθεια στο λέω

μα δεν μπορούσα να πεθάνω

 

και κάποτε ανακάλυψα

πως ούτε να ζήσω ήθελα

ούτε να πολεμήσω

ούτε να με σκοτώσει η μοναξιά

ή η τρέλα

 

μονάχα λίγη ησυχία

να γράψω τούτες τις λιγοστές γραμμές

και να αφεθώ έπειτα

στο χάδι του χρόνου

 

αν είναι η νύχτα πιο σπλαχνική απ’το Στόμα

αν είναι το όνειρο πιο μαλθακό απ’το χώμα

αν είναι το αεί πιο στιγμιαίο απ’το πάντα

 

θα έρθει και για μένα

σαν απάντηση στην προσευχή μου

η ωραία στιγμή

και βέβαια θα’ρθει

 

των αφηγήσεων το πέρας

των ποιημάτων το κλείσιμο

και όλων των ανθρώπων που αγάπησα

και με αγάπησαν

το αληθινό χαμόγελο…