Κυριακή, Μαΐου 20, 2018

Οι επιστρέφοντες...


Ώστε επιστρέφουμε λοιπόν στη θρησκεία;
Με μια έννοια, η επιστροφή ήδη συντελείται είναι ένα συνεχές, μια διαρκής κίνηση μια διαρκής ‘ολίσθηση’ μπαίνουμε και βγαίνουμε σε μια περιοχή που κάποτε απορρίψαμε, περιθωριοποιήσαμε αποτάξαμε κι όμως, ο ελέφαντας ήταν πάντοτε μέσα στο δωμάτιο απλά ήταν σιωπηλός και περίμενε...
Στην ουσία δεν επιστρέφουμε στη ‘θρησκεία’. Επιστρέφουμε στο Γεγονός. Το Γεγονός είναι ο εφέντης, η θρησκεία είναι ο παρατρεχάμενος… ας πούμε ότι το Γεγονός είναι ο ‘σέρβερ’ και η θρησκεία ένα συνδεδεμένο τερματικό… ένας υποσταθμός άνευ σημασίας… κι αν λείψει το αντικαθιστούμε εύκολα… είμαστε υπέροχοι μηχανικοί και μπορούμε να κατασκευάσουμε ό,τι θέλουμε. Μπορούμε για την απόλαυσή μας να κατασκευάσουμε μια παγκόσμια, μια καθολική, μια πανανθρώπινη ιδεολογία, να την καμαρώσουμε, να την αμολήσουμε στα κοινωνικά υποκείμενα, να τη δούμε να θεριεύει, να απλώνεται, να ριζώνει. Κι ύστερα, μια ωραία πρωία, επειδή ακριβώς πλήττουμε αφόρητα, κάνουμε ένα ‘χραπ’ και την πετάμε ‘έξω από την ιστορία’. Μπορεί προσωρινά οι συνάνθρωποί μας να μένουν διαπορούντες και πεντάρφανοι όμως έχουμε άλλη να τους δώσουμε, δεν θα τους αφήσουμε ανέστιους για καιρό…
Δεν είμαστε τόσο… φιλάνθρωποι
Η θρησκεία το λοιπόν δεν είναι το πρόβλημα έστω κι αν… αποτελεί πρόβλημα. Ούτε οι ιδεολογίες, οι ‘μεγάλες αφηγήσεις’, τα κοσμοείδωλα, οι κοσμοθεάσεις είναι πρόβλημα. Αποτυγχάνει η μια έχουμε άλλες πέντε στο συρτάρι. Πνίγει στο αίμα την ανθρωπότητα αυτή, ουπς, ήταν μια δυσλειτουργία του συστήματος, ορίστε, βάζουμε αυτή και είμαστε οκ… Θυσιάστηκαν άνθρωποι χαμογελώντας γι αυτήν; Πάντως όσο έζησαν ήταν ‘γεμάτοι’ κι ευτυχείς. Και δεν πέθαναν επί ματαίω. Πίστευαν αληθινά πως η θυσία τους έπιανε τόπο. Τι να κάνουμε τώρα… έτσι είναι οι θυσίες.
Εμείς δεν επιστρέφουμε σε καμιά θρησκεία, σε καμιά ιδεολογία, σε κανένα ‘ισμό’.
Εμείς επιστρέφουμε ‘μαζικά’ στο Γεγονός.
Τούτο πάει να πει απλά πως εκζητούμε το Γεγονός.
Και επίσης σημαίνει πως πιστεύουμε ότι το Γεγονός υπάρχει.
Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, ο περίφημος ‘μετα-νεωτερικός’ άνθρωπος –όπως κι αν σημασιοδοτείται τούτο το πράγμα- πίστευε πως είχε ξεμπερδέψει μια και καλή με το Γεγονός… τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν στη θέση τους, οι αμερικανοί πάλευαν με τα μετατραυματικά σύνδρομα του Βιετνάμ και είχαν επινοήσει τον Ράμπο ως αντι-ψυχωσικό ευρείας χρήσης και οι χριστιανισμοί ανά την υφήλιο πάσχιζαν να κρατήσουν τα μαγαζιά ανοιχτά καθώς οι πιστοί φυλλορροούσαν και οι φυσικές επιστήμες περνούσαν από τον ένα θρίαμβο στον άλλο… ήταν η εποχή που ‘τα κομπιούτερς’ θα ήταν ‘το μέλλον’… και σε ένα μέλλον με πλήκτρα και ψηφιακές πραγματικότητες το να επιμένεις σε περιφορές επιταφίων και λατρείες σταυρωμένων θεών έμοιαζε με περιττό παραλογισμό, αν μη τι άλλο.
Γιατί βεβαίως υπάρχουν και παραλογισμοί που είναι χρήσιμοι. Αλλά τούτο είναι άλλης τάξης ζήτημα.
Το λοιπόν ως και τριάντα χρόνια πριν, πάνω κάτω, είχαμε τακτοποιήσει κάπως τα πράγματα. Μπορεί το τέρας να υπήρχε αλλά είχε λουφάξει στα αρχαία του βάθια και δεν το άκουγε πλέον κανείς. Κάποιοι μάλιστα είχαν αποτολμήσει και τις προφητείες: Ως το τέλος του αιώνα το θέμα θρησκεία θα αποτελεί παρελθόν, οριστικά και αμετάκλητα. Μια μέρα θα ξυπνήσουμε και ο Πάπας θα έχει κλειδώσει τον Άγιο Πέτρο ή θα τον έχει παραδώσει σε κάποια κρατική υπηρεσία να τον κάνει μουσείο για να βλέπουν οι επόμενες γενιές ‘το πώς κάποτε οι άνθρωποι λάτρευαν τον Ιησού Χριστό, τον ενσαρκωμένο Λόγο’. Φοβερά και ακατανόητα πράγματα δηλαδή μέσα στην χιλιοβασανισμένη ανθρώπινη ιστορία. Τόσοι αιώνες πεταμένοι στα σκουπίδια… τόσοι αιώνες χαμένοι!
Ναι… είναι αλήθεια τα είχαμε ‘τακτοποιημένα’ όλα αν και μας διέφευγε η ασήμαντη λεπτομέρεια πως δεν είχαμε τακτοποιήσει τίποτα! Ο άνθρωπος εξακολουθούσε παρά την περίφημη ‘απομάγευση’ της κβαντικής εποχής και των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων να ζει μέσα στο Γνόφο, μέσα στη Σπηλιά. Ο άνθρωπος παρέμενε ένα αρχαίο ζώο που όταν απειλείται επιτίθεται, ξεσκίζει, κατασπαράζει και όταν δεν απειλείται επινοεί απειλές. Γιατί δεν είναι ένα οποιοδήποτε κτήνος. Είναι ένα ευφυές κτήνος… Η φλούδα του είναι ‘πεπολιτισμένη’ καθώς θα έλεγε και ο παππούς Σιγιμούνδος, όλο το ψαχνό από κάτω, αμέτρητα layers από κάτω ανεξιχνίαστου, τρομώδους και ριγώδους σκότους… μια μικρούλα τόσο δα λεπτομέρεια… αλλά μάς διέφυγε…
Επίσης ένα άλλο ζητηματάκι ήταν ότι δεν ‘εξελιχθήκαμε’ γραμμικά όπως είχαν προβλέψει οι πρωτομάστορες των φυσικών επιστημών. Δεν κατακτήσαμε πρώτα εκείνο, μετά το άλλο και ούτω καθεξής. Φτάσαμε κάπου και σταματήσαμε. Κάναμε πίσω, οπισθοπατήσαμε. Κοιτάξαμε καλά γύρω γύρω και στραφήκαμε ξανά στα ένδον τέρατα. Θα μπορούσαμε, μας είπαν, από το 1000 μ.Χ. να έχουμε ανακαλύψει το υποβρύχιο και από το 1900 να έχουμε πυραύλους. Θα μπορούσαμε το 2000 να έχουμε ήδη αποικήσει τον Άρη και να σουλατσάρουμε στην επιφάνεια του κόκκινου πλανήτη. Όμως κολλήσαμε. Πολλές φορές κολλήσαμε, αλλάξαμε ρότα, γυρίσαμε πίσω. Φοβηθήκαμε, σαστίσαμε, ξαναγυρίσαμε στη Σπηλιά…
Γιατί;
Γιατί υπήρχε πάντοτε μέσα μας το Γεγονός…
Κείνη η μυστική, αρχαία, άγνωστη και μαυλιστική φωνή κάποιων θεών που δεν γνωρίσαμε αλλά που οι αφηγήσεις γι αυτούς υπήρχαν μέσα μας από αναρίθμητους αιώνες. Ποιοι ήταν αυτοί; Τι ήταν αυτοί; Τι θέλαν από μας;
Ο μετα-νεωτερικός άνθρωπος δεν κατάφερε το λοιπόν παρά μια τρύπα στο νερό. Σαν τον Ουροβόρο κυνηγούσε κι αυτός την ουρά του και νόμιζε πως ‘εξελίσσεται’, προοδεύει, ξορκίζει τους δαίμονες και 'πάει μπροστά'. Ελεύθερος, αδέσποτος, κυρίαρχος του είναι του, του κόσμου και των επιλογών του. Αυτοχρίστηκε ‘ανασταστοχαζόμενος άνθρωπος’ και περηφανεύτηκε πως επιτέλους, αυτονομήθηκε! Δεν σε έχω ανάγκη Γιαχβέ, σε φτύνω Δία, σε ξεκορμίζω από πάνω μου και μέσα μου Άγνωστε Θεέ των εφιαλτών μου… είμαι γερός και κραταιός και γιός του Προμηθέα! Κι εγώ δεν απέτυχα όπως ο άτυχος Τιτάνας. Εμένα δεν μ’έπιασες, δεν με αιχμαλώτισες, δεν με αλυσόδεσες! Εγώ το πυρ το έχω, πάντα θα το έχω. Είναι το βλέμμα μου τούτο το πυρ, είναι το αίμα μου τούτο το πυρ, είναι το σπέρμα μου τούτο το πυρ!!
Και ξυπνήσαμε ένα πρωί και ήταν όλα ερείπια όπως σε ένα καλό όνειρο που έγινε στην πορεία κακό… μια κωμωδία που εξελίχθηκε σε δράμα, μια σάτιρα που αποδείχθηκε πως αφορούσε τελικά το δημιουργό της!
Και ξυπνήσαμε ένα ωραίο πρωί και ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν ήδη ανύπαρκτος, ο Φρόυδ πεταμένος σε κάποιον κάλαθο αχρήστων και ο Πάπας γονατισμένος μπροστά στον Εσταυρωμένο να χαμογελά πνιχτά. Τίποτε δεν είχε τελειώσει, όλα φτου ξανά απ’την αρχή…
Γιατί το Γεγονός εγκατοικεί στο Ιερό και το Ιερό είναι το DNA του σύμπαντος…
Γιατί το Γεγονός εγκατοικεί στο Βλέμμα και το Βλέμμα είναι το ιχώρ του Αχανούς…
Γιατί το Γεγονός εγκατοικεί στον Ένα κι ο Ένας δεν εξελίσσεται, δεν αλλάζει, δεν προοδεύει, δεν μεταστοιχειώνεται, δεν αλλοιώνεται, δεν φθίνει, δεν κυνηγάει την ουρά του, δεν διαλέγεται, δεν είναι μεθεκτός, δεν γνωρίζεται, δεν ενσταλάζει σοφία σε τίποτε…
Περιμένει όμως…
Περιμένει την επιστροφή σου…
Το επόμενο τρεμάμενο βήμα σου, το σάστισμά σου, το χαμηλωμένο βλέμμα σου…
Περιμένει…
Και συντονίζει την από αναρίθμητες αιωνιότητες δια-πνοή του
με την ανάσα σου…

Σάββατο, Μαΐου 19, 2018

A Quiet Passion...



[Κάποιες σκέψεις με αφορμή την ταινία για την Έμιλι Ντίκινσον, A Quiet Passion (2016)]

Ε
ίναι τρομακτικό και γι αυτό αληθινό. Ένας άνθρωπος μπορεί να πετάξει σχεδόν στα σκουπίδια τη ζωή του, όταν έρθει η ‘στιγμή’ όμως, θα κάνει ό,τι μπορεί για την επιβίωσή του. Κι αυτό το ‘ό,τι μπορεί’ αποδίδει στην κυριολεξία το νόημα της διατύπωσης. Από την άλλη ίσως όχι. Γιατί σε μια τέτοια περίσταση, απειλή ή κίνδυνο, ο άνθρωπος θα κάνει και ό,τι δεν μπορεί.  
Ποια είναι η διάσταση; Υφίσταται πραγματικά μια οντολογική διάσταση, μια υπαρξιακή διάσταση ανάμεσα στη ζωή και την επιβίωση; Αναρωτιέμαι και καταφάσκω την ίδια στιγμή.  Οι άνθρωποι, κάποιες φορές δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη ζωή τους αλλά μάχονται μέχρι θανάτου για να ‘κρατηθούν’ σ’αυτή προ των πυλών του αφανισμού, του εκμηδενισμού. Ο επικείμενος μηδενισμός όμως δεν νοηματοδοτεί ‘όσα έζησα’. Και οι πράξεις στις οποίες θα περάσω, τα μέσα που θα μετέλθω, δεν δικαιώνουν τίποτα ‘από όσα έζησα’. Όλα τούτα είναι αμπελο-βιοφιλοσοφίες Κυριακάτικου απογεύματος σε παραλιακή καφετέρια με πλαστικές καρέκλες. Όλα τούτα αποδεικνύουν πως ο άνθρωπος και η ‘ζωή’ του είναι η μεγαλύτερη σουρεαλιστική συνθήκη του σύμπαντος.
Ναι. Ο απόλυτος σουρεαλισμός, ένα συμπαντικό ‘τρολάρισμα’, μια χονδροειδής κοσμική φάρσα. Κι όμως, από την άλλη, μια ‘σπλαχνική’ θέαση του όντος αυτού που στέκει στα δυο ποδάρια του και μεγαλαυχεί, χιλιάδες χρόνια τώρα, πεισματικά και απροσκύνητα, μαλακώνει την αυστηρότητα του ισχυρισμού και χρωματίζει πιο ζεστά το κωμικοτραγικό της όλης υπόθεσης, της ιδιαίτερης αυτής συνθήκης, της μοναδικής αυτής συνθήκης. Γιατί ο άνθρωπος είναι άξιος περισσότερο συμπόνιας παρά κρίσης. Ακόμη και στην ελεεινότερη πλευρά του φάσματος. Έτσι κι αλλιώς, όσο δυνατά κι αν φωνάζει δεν τον ακούει σχεδόν κανείς. Ίσως μονάχα ο εαυτός του. Κι όσο ψηλός και αγέρωχος κι αν φαντάζει, μέσα στη σπηλιά εγκαταβιεί… εκεί γεννιέται κι εκεί ξεψυχά. Ώστε ποιος ο λόγος να τον σταυρώνουμε;
Τον αντίλογο πάει να πει σε όλο τούτο τον επιστρέφει η ίδια η ζωή. Ποτέ μονοσήμαντα, ποτέ μονοδρομικά, ποτέ μονοδιάστατα. Είναι αυτή η μεγαλειώδης κρυπτική αξιοπρέπεια των αληθινά μεγάλων. Όλων αυτών που μεταβολίζουν το ταπεινό της επιβίωσης στο υψιπετές της ζωής. Όλων εκείνων που βύζαξαν το αρχαιώνιο γάλα του Αχανούς και δεν φοβήθηκαν ούτε το μάταιο ούτε το παράλογο ούτε το αδιέξοδο του βίου. Όλων εκείνων που ρούφηξαν το θάνατο για να μην… δηλητηριαστούν από ζωή…
Όλοι αυτοί είναι αδελφοί μας που θυσιάστηκαν για να περάσουμε εμείς. Είναι οι φύλακες των περασμάτων, των κατωφλίων, των στενών. Όλοι αυτοί είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες, οι σιγηλοί ήρωες, οι κεκρυμμένοι μάχιμοι, οι πρωτοστάτες, οι ιχνευτές, οι ακρίτες. Όσο μακρινότερα τα φυλάκια τόσο ιερότερο το βλέμμα. Όσο πιο αφιλόξενοι οι τόποι, τόσο πιο ακλόνητο το φρόνημα. Όσο πιο αχαρτογράφητος ο ωκεανός τόσο πιο ατρόμητος ο εξερευνητής, ο τολμητίας, ο ‘τρελός’…
Βλέποντας την ταινία, γνωρίζοντας κάποια πράγματα, στοχαζόμενος πολλά περισσότερα, υποκλίνομαι στους ποιητές που αρνήθηκαν σχεδόν τα πάντα εκτός απ’την ψυχή τους. Υποκλίνομαι σε κείνους που ‘γνωρίσαμε’ μετά γιατί στο τότε εκείνοι εργάζονταν μόνοι ανοίγοντας τους δρόμους για να βαδίσουν οι επόμενοι. Οι αχάριστοι, οι άξεστοι, οι υλόφρονες επόμενοι. Όλοι οι επόμενοι, δεν έχει σημασία. Και υποκλίνομαι στους αδελφούς της αλύσου που δεν σταμάτησαν να κρατούν τις δάδες αναμμένες, το βλέμμα στο στερέωμα, την καρδιά ζεστή και την ύπαρξη ακέραια.
Γιατί τι είναι ο αληθινός ποιητής αν όχι ένας μοναχικός πολεμιστής στα κρυφά περάσματα της ύπαρξης; Τι είναι ο αληθινός ποιητής αν όχι ο ανέστιος οδοιπόρος, ο παρεξηγημένος σαλός, ο μυστικός τροβαδούρος, ο ανώνυμος μύστης της ύπαρξης; Αν το έργο του ‘αναγνωρίζεται’ από κάποιους ή όλους, από εμάς ή τους επόμενους, πόση σημασία έχει;
Ο αληθινός ποιητής δεν ζει για τον καιρό του, για τους συγχρόνους του, για την δικαίωσή του. Σμιλεύει τον Άνθρωπο όλων των εποχών, λαξεύει την ατραπό όλων των διαστάσεων, θλίβεται για όλους, πονά για όλους, αγωνιά για όλους…
Με μια πικρή έννοια, ζει για όλους και πεθαίνει για όλους…
Και αν έρθει κάποιο μελαγχολικό απόγευμα ένας στίχος ή ένα παλιό τραγούδι, σαν αύρα δροσερή και πάρει λίγη από τη φωτιά της μάχης απ’το μέτωπό σου, να ξέρεις, είναι η ανάσα ενός αδελφού μας που σε σπλαχνίστηκε και ήρθε να σε ανακουφίσει.
Γιατί στη μάχη σου είδε τη δική του μάχη.
Γιατί στη φωτιά σου ένιωσε τη δική του πύρα.
Γιατί στο πρόσωπό σου είδε το δικό του… και ρίγησε…

Πέμπτη, Μαΐου 17, 2018

ο χρόνος μισεί τους αχάριστους...




Η ίδια η ζωή διδάσκει πως δεν είναι δυνατόν να επιβιώσεις. Μπορείς βέβαια να παλέψεις. Το δικαιούσαι. Μεγαλώνεις με τούτη την κληρονομιά. Οι πρόγονοι πάλεψαν, οι παλαιοί πάλεψαν, οφείλεις να κάνεις το ίδιο. Είσαι έγκλειστος σε ένα πολιορκούμενο οχυρό από την πρώτη ως την τελευταία ημέρα. Και μάχεσαι, παλεύεις. Οι ορδές ατελείωτες, τα κύματα των επιτιθέμενων αναρίθμητα. Κάποιες στιγμές πιστεύεις πως ‘καθάρισες’. Πως εσύ ‘τη γλύτωσες’ ή πως τελικά, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα όσο νόμιζες. 

Είναι οι λιακάδες, οι μεθυστικές λιακάδες της ζωής σου. Τα ερωτικά πρωινά, τα μαγικά απογεύματα, τα ονειρικά βράδια που είσαι ξέγνοιαστος… ξεγελασμένος… ας είναι…

Η ίδια η ζωή, επίσης, διδάσκει πως όταν σκέφτεσαι πολύ στοχάζεσαι λίγο και ζεις λιγότερο. Τα ξέφωτα είναι σύντομα σε διάρκεια αλλά δυνατά κι ευεργετικά αν ξέρεις να τα εκμεταλλεύεσαι. Αν ερωτευτείς να δοθείς ολόκληρος, αν είσαι χαρωπός να γελάς δυνατά, εκκωφαντικά, να μην μειδιάζεις επειδή φοβάσαι την ύβρη. Το γέλιο δεν είναι ύβρις απέναντι στην ειμαρμένη. Είναι χλευασμός του παραλόγου του βίου και οφείλεις να το υπηρετείς. Κάτι ήξεραν οι ‘σκυθρωποί’ Σπαρτιάτες. Έστω…

Κι όλα αυτά είναι λιακάδες, οφείλεις να το αναγνωρίσεις, οφείλεις να το χαρτογραφήσεις, να το ψηλαφήσεις. Όχι με τα χέρια του κορμιού σου. Με τα χέρια της ψυχής σου.

Η ίδια η ζωή διδάσκει ακόμα πως ο χρόνος μισεί τους αχάριστους. 

Γιατί όταν αρνείσαι τα δώρα των αγαπημένων φίλων σου μπορείς να αναπαύεσαι στην ευρυχωρία της ψυχής τους. Όταν αρνείσαι όμως τα δώρα των εχθρών σου, τότε χτίζεσαι μέσα στο σπήλαιο της ίδιας της αρνητικότητας και υπηρετείς μονάχα το σκοτάδι μέσα σου.

Και το Στόμα θρέφεται πάντα απ’το σκοτάδι…

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2018

Call me Ishmael...




Το τέρας είναι αληθινό… πάντοτε ήταν… ξέραμε πως κρυβόταν σε εκείνα τα αρχαία βάθη, σε κείνα τα ανήλιαγα έγκατα του Απείρου και δεν τολμούσαμε να σκεφτούμε παρά μόνο τη μέρα που θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με τη μοχθηρία του, το βλέμμα του, την αβυσσαλέα ψυχή του. Γιατί το ξέραμε πως είχε κι αυτό ψυχή. Μονάχα που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε πόσο σκοτεινά, πόσο απόκοσμα ήταν τα χρώματά της. Κι όμως, έπρεπε κάποια στιγμή να αναμετρηθούμε μαζί του. Οι φωνές των προγόνων μας καλούσαν, οι ιαχές του χρόνου που ρυτίδωνε τη σκέψη μας, οι εφιάλτες που μας μαστίγωναν κάθε βράδυ. Το τέρας ήταν εκεί, βαθιά στις σπηλιές του Απέραντου και μας περίμενε. Κάπου κάπου ανέβαινε στην επιφάνεια, εμφανιζόταν σε όλη του τη φριχτή μεγαλοπρέπεια και ύστερα πάλι βυθιζόταν στα ανεξερεύνητα στρώματα της Δημιουργίας. 

Δέσαμε την ύπαρξή μας με τη δική του. Τούτο θα γινόταν χωρίς αμφιβολία κάποτε. Και όσο αυτός ο νοσηρός ομφάλιος λώρος σφιγγόταν γύρω από το λαιμό μας, τόσο πιο καθαρό γινόταν το βλέμμα μας. Το τέρας είχε γεννηθεί μαζί μας. Ήταν ο Κάιν με το σημάδι στο μέτωπο που ζητούσε να μας παρασύρει στη δική του Άβυσσο. Ήταν ο Λεβιάθαν και όλα τα ανοσιουργήματα του Κακού που αιμοδοτούσαμε από την ώρα που είδαμε το φως αυτού του κόσμου. Και όσο αυξανόμασταν εμείς και ο κόσμος, τόσο κι αυτό αυξανόταν μέσα μας. Και θα ερχόταν η στιγμή που ως και τα αρχέγονα βάθη του είναι δεν θα του ήταν αρκετά. Θα ερχόταν η ώρα που θα διεκδικούσε το φως και τον ορίζοντα. Και τότε, οι φωνές στο κεφάλι μας θα γίνονταν κραυγές και ουρλιαχτά και ριπές πύρινης βροχής.

Και αναλάβαμε κάποια μέρα την μεγάλη και σπουδαία αποστολή. Και βγήκαμε στα ανοιχτά της ύπαρξης για να το ανταμώσουμε. Και φορέσαμε μονάχα το πανωφόρι της ελπίδας και στα χέρια μας κρατάμε σφιχτά τα καμάκια με τις ποτισμένες στο δηλητήριο του μίσους αιχμές. Χρειάστηκε όλο το κουράγιο των αιώνων για να ανοιχτούμε μεσοπέλαγα και για τούτη την αναμέτρηση με το τέρας δεν περισσεύει κανείς.

Και είμαστε ακόμα σε τούτη την αρχαία σιωπή, στη θάλασσα των ναυαγίων και το περιμένουμε. Το ξέρουμε, είναι εκεί, κάτω, μας περιμένει, μας μετράει… μας ανασαίνει… συσσωρεύει όλη του τη δύναμη, καταστρώνει το τελικό του σχέδιο. Θα μας αφανίσει ακέραιους. Έτσι το θέλει. Θα μας οργώσει, θα μας αναλώσει.

Και έχει πέσει ο άνεμος εδώ και χρόνια αμέτρητα πια που δεν μετριέται σε ζωές ανθρώπινες. Και στην απόλυτη νηνεμία, την αρρωστημένη αυτή άπνοια, γεννιούνται οι πιο φρικαλέοι στοχασμοί… καλύτερα έτσι… για να μπορέσουμε να το αντικρίσουμε ολοκάθαρα όταν θα αναδυθεί κάποια στιγμή που οι καρδιές όλων μας θα συντονιστούν… καλύτερα έτσι… για να μιχτεί το αίμα μας με τη πηχτή αυτή παράξενη θάλασσα που μας σηκώνει αφιλόξενα στη ράχη της…

Και ο πρώτος που θα το δει απ’το ψηλότερο κατάρτι και θα ουρλιάξει ‘εκεί ξεφυσάει!’ θα ξέρει μέσα στη βασανισμένη του ψυχή πως θα είναι και ο πρώτος που γιορτάζει με μια κραυγή το χαμό του…


Σάββατο, Μαΐου 05, 2018

Στην κόψη του ξυραφιού…



Στην κόψη του ξυραφιού…
Η φωνή μέσα μου σαν αντήχηση… σαν μυστικός ψαλμός… 

Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να ζεις…

Το τέλος… ποιο τέλος;
Η αρχή… ποια απ’όλες;
Φροντίδα και μέριμνες… οι εποχές… η μια μετά την άλλη…
Ένας κατεστραμμένος πίνακας κάποιου ζωγράφου που πέθανε άγνωστος…
Χειροποίητο…
Ένα μισοσβησμένο ποίημα… δεν βγάζεις νόημα… λέξεις που χύθηκαν ανάκατες πάνω στο λαδωμένο χαρτί…
Η μοναξιά… αυτή σε σβήνει… σε ακυρώνει… σε κάνει άηχο… νιώθεις, έτσι λες… πως νιώθεις… όμως για σκέψου ένα πρωινό που θα φορέσεις τα ρούχα σου και δεν θα νιώθεις… φαντάσου…

Στην κόψη του ξυραφιού…
Η φωνή επιμένει… σαν ανάσα ετοιμοθάνατου… ρόγχος… αγωνία για ύπαρξη… αγωνία για οτιδήποτε… ακόμα και για το πέταγμα ενός πουλιού… Η φωνή ανασαίνει…

Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να αγαπάς…

Στο κάτω κάτω δεν ήξερες… πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι τα χέρια σου; Τι θα κρατήσουν; Τι είναι τα μάτια σου; Τι θα δουν; Πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι οι φλέβες σου; Ποιο αίμα τρέχει μέσα σου; Δεν θα μπορούσες να ξέρεις…
Ξεκίνησες κάποτε τις ανακρίσεις… ρωτάς το σώμα σου και δεν πονάει… ρωτάς το φόβο σου και δεν ουρλιάζεις… ρωτάς τις νύχτες και δεν ξημερώνουν…
Κανείς δεν ξέρει…

Στην κόψη του ξυραφιού…
Κλείνω τα μάτια μου… όχι για να σε κρατήσω μέσα μου… για να μην με απειλείς άλλο πια… κουράστηκα να σε κοιτάζω όπου γυρνώ… Ναι… σε ακούω άλλα δεν αντέχω άλλο να σε βλέπω
Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να πεθαίνεις…

Μην αγοράζεις άλλο χρόνο… δεν χρειάζεται… δεν πρέπει…
Μην αγοράζεις άλλα ψέματα...
Ήξερες!

Και βέβαια ήξερες…



Hornbeam avenue