Τρίτη, Μαΐου 27, 2025
παγώνουμε όχι από φόβο αλλά από άγνοια...
Παρασκευή, Μαΐου 23, 2025
Μπα'αλ Σεμ

σε κερδίζω και σε χάνω
Σάββατο, Μαΐου 17, 2025
Οδυσσέας
Τ |
ο όνομά μου είναι Οδυσσέας κι έχω μετά από χρόνια που έλειψα, που έχω χάσει το λογαριασμό πόσα, μετά από πολέμους και ταξίδια και φουρτούνες και θύελλες και αιχμαλωσίες και αποδράσεις ως και κατάβαση στον μεγάλο και σκοτεινό και φοβερό Άδη, μετά από τόσα που πέρασα και άλλα τόσα και αναρίθμητα και ανιστόρητα γιατί θα ήθελαν όλοι οι Όμηροι του κόσμου να γράφουν και να γράφουν και σταματημό να μην έχουν, το λοιπόν είμαι ο Οδυσσέας, μόνος, γυμνός σχεδόν, κουρελής και αξύριστος, με το μαλλί μου ακόμα πυκνό όμως άσπρο, γδαρμένος στο κορμί και στην ψυχή όμως ατόφιος, ακέραιος ίσως παρότι οι ρωγμές στο είναι μου ανταμώνουν με αυτές στο σώμα μου… κι είμαι ξανά εδώ… εδώ από όπου ξεκίνησα, κάποτε, πριν από αιώνες να συναντήσω το πεπρωμένο μου κάτω απ’τα απόρθητα τείχη του Ιλίου… ώστε λοιπόν είμαι ξανά εδώ, στο πάτριο χώμα, τη γενέθλια γη… κανείς δεν ξέρει ότι γύρισα… κανείς… κανείς δεν το υποπτεύεται… ίσως μονάχα εκείνη… ίσως αν ύστερα από τόσα χρόνια με περιμένει ακόμα… ίσως μονάχα εκείνη και ο γιός μου… ίσως ακόμα δυο τρεις άνθρωποι δικοί μου… κι όμως κανείς στα σοβαρά δεν το υποπτεύεται… κανείς δεν είναι τόσο απάνθρωπος που να σκίσει το είναι του στα δυο, να το γεμίσει χρόνο και να αφανίσει όλα τα άλλα… κανείς δεν είναι τόσο παράλογος που να γεμίσει τη ζωή του τίποτα, να αφανίσει το εγώ του για να γεμίσει υπομονή… για ποιον; Για κάποιον που πια λογίζεται νεκρός ανάμεσα στις σκιές του κάτω κόσμου… τις ξέρω, τις είδα, δεν φεύγουν οι εικόνες αυτές, ποτέ δεν θα απαλλαγώ από τις μυρωδιές, το χτυποκάρδι, τη μαχαιριά σαν είδα ανάμεσά τους κείνο το αγαπημένο πρόσωπο να σέρνεται… λοιπόν κανείς δεν ξέρει ότι ήρθα… ότι είμαι εδώ… ένας νεκρός που γύρισε στους ζωντανούς, που επέστρεψε, που ήρθε στα χώματα που τον έθρεψαν, στις ακτές που τον έλουσαν, στα παλάτια που τον στέγασαν από μικρό παιδί…
Και λοιπόν;
Τα κατάφερα θα πεις, ενάντια σε όλους τους θεούς και τους δαίμονες, εγώ, από όλους τους συντρόφους μου, τα κατάφερα…
Ε, και λοιπόν;
Νιώθω το χώμα που πατώ να τρέμει, τις δονήσεις των ιερών προγόνων που με δέχονται ξανά στην αγκαλιά τους, τον αέρα να φυσάει τα μάγουλά μου… όλα όσα μυρίζαν κάποτε πατρίδα και σήμερα τα ίδια είναι… μονάχα που εγώ δεν τα νιώθω πια έτσι και πατρίδα πια για μένα έγινε, τι παράξενο να το λέω εγώ που δαπάνησα 20 χρόνια βίου για να επιστρέψω ακριβώς εδώ… πατρίδα το λοιπόν για μένα έγινε όλος ο κόσμος… ξηρός και υγρός, αρσενικός και θηλυκός, φίλιος κι εχθρικός… όλος ο κόσμος, μα όλος… ως και οι θάνατοι των αγαπημένων μου συντρόφων, πατρίδα είναι, ως και οι αγκαλιές των γυναικών που απολαύσαμε τον έρωτα νύχτες και μέρες, πατρίδα είναι ως και τα έγκατα του Άδη που χώθηκα για να συρθώ σαν σκιά ανάμεσα στις σκιές, πατρίδα είναι… ως και τα βάθια των ωκεανών που παραλίγο να χαθώ για πάντα, ως και του Πολύφημου η σπηλιά… πατρίδα είναι… και τούτος ο τόπος πια δεν είναι!
Και βλέπω ολόγυρα γνώριμα τοπία και κλαίει η ψυχή μου που δεν θέλω να τα αγκαλιάσω, να τα φιλήσω, να γίνω ένα μαζί τους… Και βλέπω μακριά τις στέγες των σπιτιών και τους καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό, άνθρωποι δικοί μου, και δικοί μου πια δεν είναι.
Και έχω στο βλέμμα πια ένα άλλο τοπίο και έχω στην καρδιά έναν άλλο τόπο που θέλω να γυρίσω για να ξεκουραστώ.
Κι έχω στη ψυχή μια θύελλα που δεν κοπάζει πια και δεν ξεγελιέται από νεανικές θύμησες και κάμαρες συζυγικές και πρωινά και δείπνα και κυνήγια με τους φίλους στα δάση και δεν μετράνε όσα κάποτε είπα πάνω στο λυγμό του χωρισμού από την ωραία αγκαλιά της γυναίκας. Εκείνης της γυναίκας που για μένα ήταν όλες οι γυναίκες. Κάποτε…
Μα, δεν ξεγελιέται η ψυχή που γνώρισε ακροσύνορα και στερεώματα και απλώθηκε στο Αχανές κι ελευθερώθηκε!
Και δεν ξεγελιέται το βλέμμα που στερεώθηκε για πάντα σε γκρεμών αβύσσους και θεαινών τα στήθη.
Και δεν γελιέται το καρδιοχτύπι που έδινε αίμα πορφυρό στα όνειρα μιας άλλης ύπαρξης, μεγάλης, πιο μεγάλης από οτιδήποτε σχημάτισε με το μυαλό του ο άνθρωπος.
Και ξέρω τώρα καλά πως δεν έχω γυρίσει, αλίμονο, στην αγαπημένη μου πατρίδα… μα από εκείνη έφυγα δίχως να το ξέρω και με καλεί, βροντοχτυπώντας ανελέητα στις φλέβες το αίμα της, να γυρίσω πίσω!
Παρασκευή, Μαΐου 09, 2025
Υπόγειος ποταμός
της κράτησε το χέρι
και άρχισε να της μιλά
"πολλές είναι οι φορές που στάθηκα αναποφάσιστος
διλημματικός
στον κόμβο ενός Υ
και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να ακολουθήσω το δεξί
ή το αριστερό σκέλος...
είχα βλέμμα και για τα δυο
είχα ενέργεια
είχα 'παύση' αρνήσεων
καμιά εσωτερική αντιπολίτευση...
αναρωτιόμουν
πώς επιλέγει κανείς;
πώς 'διαλέγει';
ή ποιος τον διαλέγει
ποιος επιλέγει για λογαριασμό μας;
ήρθε η μέρα που
άκουσα και κάτι... καινούργιο
κάτι παράξενο, κάτι πρωτόφαντο
έναν... παφλασμό...
κάτω απ'τα πόδια μου...
λες και το έδαφος έβραζε
λες και η γη ετοιμαζόταν να υγροποιηθεί
να γίνει μια ρευστή απεικόνιση της αντίληψης...
μια ποιητική απόδοση της πραγματικότητας...
φοβήθηκα...
κι ύστερα
σαν από κάποιο μεγα-προβολικό μηχάνημα
τον... είδα
έτρεχε, υπέροχα αφρισμένος
μπροστά μου
κάτω μου...
ένας ποταμός!
από πού ερχόταν;
πού πήγαινε;
το συναίσθημα δεν ήταν απλά λυτρωτικό
ήταν μια διάνοιξη όλης της ύπαρξης
μέθεξη!
λες και υπήρχαν χιλιάδες μικροσκοπικά άλογα
που οι χαίτες τους ανέμιζαν
τα νερά του κάλπαζαν μπροστά...
και ακολουθούσαν την πορεία
που θα έπαιρνα
έτσι κι αλλιώς!"
"και... τι έγινε μετά;" τον ρώτησε
"δεν κράτησε πολύ τούτη η εμπειρία
κράτησε ίσως όσο μπορούσα να την αντέξω...
κατάλαβα...
αντιλήφθηκα...
τούτη είναι η αληθινή μύηση
να δεις κάποτε
να αξιωθείς να δεις
τον δικό σου υπόγειο ποταμό
να τον ακούσεις
να τον υποδεχτείς
να μην τον φοβηθείς!
εκεί
το Μέγα Αρσενικό που βρυχάται την διαιώνιση
εκεί
το Αιώνιο Θηλυκό που γονιμοποιεί το Άπειρο
εκεί όλες οι πρωτοπηγές του παραδείσου
εκεί όλες οι Υγρές Φωτιές της κόλασης
εκεί όλο το διανόημα του γνωστού
και τα κατηγορήματα της σκέψης
εκεί ο μελαγχολικός στοχασμός του φιλοσόφου
η ανάσα του ποιητή
καθώς αφουγκράζεται το είναι του
εκεί
η περιπέτεια του ασκητή
στο απειροδιάστατο κελί του
εκεί
και το μοναχικό τραγούδι των αδελφών μας βάρδων
που κανείς ποτέ
δεν συγκρίθηκε μαζί τους
στην αποκοτιά
να προκαλούν το Απρόσιτο...
εκεί ο έρωτας
εκεί το λάθος
εκεί το πρώτο σου φιλί
εκεί ο ρόγχος του τέλους"
σταμάτησε για λίγο
κι ύστερα πάλι είπε...
"ναι...
να τον ακούσεις
να τον δεις!
κι ίσως
ίσως λέω
κάποια μέρα
να έχεις τα κότσια
ολόγυμνος
να βουτήξεις μέσα του
ολόκληρος!"
"κι αν αυτό... αν αυτό σημαίνει..."
"θάνατο;
όχι, δεν έχει τη φορεσιά του θανάτου
όλο αυτό το γιορτάσι...
ζωή
που όλα τα περιέχει
αλλά απαιτεί
το άλμα..."
έτσι της είπε
και έμειναν ώρα σιωπηλοί...
Κυριακή, Απριλίου 27, 2025
Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν...
«…Μια φορά, μάς λέει ο Πλούταρχος, ήρθαν στους Δελφούς άνθρωποι από τα ξένα για να ρωτήσουν το Μαντείο. Έγινε η προκαταρκτική δοκιμή με την αίγα που θα έδειχνε αν η μέρα ήταν ευοίωνη για να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αλλά το ζώο δεν αναρρίγησε όταν το ράντισαν με κρύο νερό. Δεν ήταν καλό το σημείο. Ωστόσο οι ξένοι πρέπει να ήταν σπουδαίοι και, για να τους ευχαριστήσουν, οι ιερείς ξεπέρασαν το μέτρο της φιλοτιμίας. Ώσπου το ζώο ολωσδιόλου μουσκεμένο έδωσε κάτι σημάδια ρίγους. Τότε η Πυθία κατέβηκε στο ιερό του ναού ‘άκουσα και απρόθυμος’. Μόλις έδωσε τις πρώτες αποκρίσεις, συνεχίζει ο Πλούταρχος, η αγριάδα της φωνής της φανέρωσε πως ήταν συνεπαρμένη από ένα άλαλο και κακό πνεύμα. Έμοιαζε σαν ανεμόδαρτο καράβι –‘δίκην νεώς επειγομένης’. Τέλος, ολωσδιόλου έξαλλη, με φοβερές κραυγές τινάχτηκε στην έξοδο. Ο προφήτης Νίκανδρος, οι ιερείς, οι ξένοι έφυγαν τρομαγμένοι. Γύρισαν σε λίγο και πήραν την Πυθία αλλόφρενη ακόμα. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Το επεισόδιο, καθώς μάς λένε, πρέπει να το θεωρήσει κανείς αυθεντικό. Έγινε στα χρόνια του Πλουτάρχου και ο αυτόπτης προφήτης Νίκανδρος ήταν φίλος του. Μάς δείχνει πως το λειτούργημα της Πυθίας ήταν ζωντανό ακόμα σ’εκείνον τον 1ο αιώνα. Μας κάνει ακόμη να γυρίσουμε στο αιώνιο ερώτημα που όλοι, όσοι έχουν στοχαστεί τον τόσο σημαντικό ρόλο –θρησκευτικό, πολιτικό, ιδιωτικό- που έπαιξε το Μαντείο στην αρχαία ελληνική ζωή, έχουν θέσει στον εαυτό τους: αν όλες αυτές οι μαντείες και οι χρησμοί ήταν σκηνοθεσίες και απάτες πανούργων ιερέων ή μήπως υπήρχε μια ειλικρίνεια στο βάθος αυτών των πραγμάτων, κάτι που ξεπερνά τη συνηθισμένη λογική μας.
Η αφήγηση του Πλουτάρχου θα μας έκανε να συλλογιστούμε πως δεν είναι πολύ πιθανό ο συγκλονισμός μιας γυναίκας, που καταλήγει στο θάνατο, να είναι απλή ηθοποιία. Φυσικά υπήρχαν οι ιερείς που ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας –πόσο έναρθρα, κανείς δεν το ξέρει- και τα παράδιναν ταχτοποιημένα σε εξάμετρα, τρίμετρα, ή πρόζα στους πιστούς. Ήταν, δεν υπάρχει αμφιβολία, καιροσκόποι, ευλύγιστοι, επιφυλακτικοί, μαστόροι της αμφιλογίας. Αλλά, όπως και στα χρόνια μας, άλλο πράγμα είναι να κοιτάζεις κάτι τέτοιες υποθέσεις της ψυχής από την πλευρά του Θεού και άλλο από την πλευρά των υπηρετών του.
Είπαν ότι το φαινόμενο της Πυθίας θα έπρεπε να το συμπεριλάβουμε στα φαινόμενα του πράγματος που λέμε σήμερα πνευματισμό. Ίσως. Τότε όμως το λιγότερο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η Πυθία μοιάζει με ένα σύγχρονο μέντιουμ όσο ο Ηνίοχος με ένα σύγχρονο άγαλμα μέσης τέχνης. Ας πούμε του Jacob Epstein. Αυτό κάνει τη διαφορά. Με αυτά θέλω να πω ότι έχει απομείνει στο άδυτο του Απόλλωνα ένα μυστήριο που μας υπερβαίνει, όπως και στην τέχνη του Ηνιόχου. Δεν ξέρω. Εκείνο όμως που μπορεί να στοχαστεί κανείς με περισσότερη ενάργεια, είναι ότι αν το Μαντείο παρακίνησε πραγματικά τη σκέψη του Σωκράτη, με τον τρόπο που μας διδάσκει ο Πλάτων στην Απολογία, η συμβολή του στην ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης θα ήταν τόση που θα άξιζε τον κόπο να είχε ιδρυθεί μόνο γι’αυτό.
Η αφήγηση του Πλουτάρχου συμπίπτει περίπου με το γεγονός που τερματίζει τον κόσμο των ειδώλων. Έπειτα το Μαντείο του Απόλλωνα στεγνώνει σιγά – σιγά με μικρές σπιθοβολές και σβήνει κουρασμένο. Κάποτε ψιθυρίζει φράσεις που θυμίζουν το ‘Αποθανείν θέλω’ της Σίβυλας εκείνης που λέει ο Πετρώνιος. Τριακόσια τόσα χρόνια ακόμη μέσα στις ρυτίδες και τις τυπικές χειρονομίες του ιερατείου, που επαναλαμβάνουν, δεν δημιουργούν. Η μέριμνα που μοιάζει να το απασχολεί ακόμη, είναι μήπως σταματήσει η παλιά συνήθεια της αποστολής δώρων στον Απόλλωνα. Έτσι, ως την ακροτελεύτια απόκριση του Μαντείου στον τραγικό Ιουλιανό:
Είπατε τω βασιλήι, χαμαί πέσε δαίδαλο αυλά.
Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφναν,
Ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
Κι όμως, μολονότι το Μαντείο μοιάζει σα να γράφει μόνο του την τελευταία σελίδα της ιστορίας του, και να κατεβαίνει αυτόβουλα στον τάφο, οι θεωρητικοί της νέας θρησκείας βρήκαν πως άξιζε τον κόπο να ξοδέψουν αρκετή σκέψη και μελάνι για να το πολεμήσουν. Και το περίεργο είναι ότι δεν καταπιάνονται να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιες χρησμοδοσίες είναι έργα τσαρλατάνων. Αναγνωρίζουν τη μαντική δύναμη των Δελφών, όμως γι’αυτούς αυτά τα πράγματα είναι έργα του Σατανά και των δυνάμεων του σκότους. Και ο Απόλλων μεταμορφωμένος διάβολος.
Εδώ, στη Φωκίδα, πέρα στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, ένας ψηφιδωτός Παντοκράτωρ, πάνω από το ανώφλι της δυτικής θύρας, δείχνει την επιγραφή: ‘Εγώ ειμί τα φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τω σκότει’. Η φύση αποστρέφεται τα κενά».
Δελφοί – Αμοργός, Αύγουστος 1961
Γ. Σεφέρης , Δελφοί
[Δοκιμές, β’ τόμος, 1948-1971, Ίκαρος, Αθήνα]
Σάββατο, Απριλίου 19, 2025
Επιμένουμε κι ανασαίνουμε...
Τετάρτη, Απριλίου 16, 2025
Όραμα
Look ahead
Ivano Cheli