Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2025

Γιατί πέφτουμε για ύπνο όμορφοι και ξυπνάμε άσχημοι;

 (Περί συναισθηματικού μιθριδατισμού)



Θ

α μπορούσα να ξεκινήσω κάπως έτσι:

Υπάρχει ένας και μόνος τρόπος να αντισταθείς -όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει και αντίσταση δεν έλεγε ο Φουκώ;- στη νωχελικά ολοένα και περισσότερο εκτατικά απλωνόμενη εντός σου αίσθηση της… μη – αίσθησης. Αυτό το τεμπέλικο φίδι της απάθειας, της νωχελικής απόσυρσης στο ‘κανείς’ και στο ‘όλα και τίποτε’, αυτής της μελαγχολικής συριχτής φωνής που αναδύεται από τα έγκατα, που αργοκυλάει μέσα όπως φλέβες της ύπαρξής σου και αν το θέλεις μπορείς να αφεθείς, να στήσεις το αυτί και ν’ακούσεις το μαυλιστικό σκοπό της που δεν παύει να δονεί, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό όλα τα κύτταρα του είναι σου… κι αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από το να συνθλίψεις τούτο το ελεεινό ερπετό, να το λιώσεις, να το κάνεις να σιγήσει επιτέλους, να ελευθερωθείς!

Όμως…

Θα μπορούσα όπως να ξεκινήσω εναλλακτικά ως εξής:

Αυτό που πλημμύρισε με ηδύτητα άφατη τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που τον έκανε να αψηφήσει ό,τι ιερό και όσιο κρύβεται στο μεγάλο σύμπαν της φιλίας και της φιλότητας, αυτό που τον νανούρισε μεθυστικά και τον κοίμισε γλυκά κι ανάλαφρα σαν μωρό, ήταν ένας απροσδόκητος σύμμαχος: η απάθεια. Όχι όμως με την ωραία φιλοσοφική θεώρηση των στωικών και των επικούρειων -ως αταραξία και απεμπλοκή του ανθρώπου από όσα δεν ορίζει και δεν είναι στο χέρι του- αλλά με το ελεεινό της κακέκτυπο: τη φυγή από το σχετίζεσθαι, την απόδραση στην ασφάλεια της μόνωσηε, την εξαφάνιση, την απουσία. Τούτο το ριγώδες βίωμα που ναρκώνει συνειδήσεις και εξαγοράζει πολύ φτηνά τις όποιες ενοχές χάιδεψε τρυφερά τον επίδοξο προδότη πείθοντάς τον πως αυτός ήταν πιο σημαντικός από τον Διδάσκαλο στο έργο της θείας οικονομίας. Απλώς, δεν ήταν δυνατόν να το δει κανείς ολοκάθαρα τώρα. Θα το έβλεπε αργότερα. Όταν θα αποκαλυπτόταν η σπουδαιότητα και το μεγαλείο της δήθεν προδοσίας του.

Και ο Ιούδας κοιμήθηκε γλυκά ως μαθητής του Απείρου και ξύπνησε τρισάθλιος ιππότης της μολυσμένης του ψυχής.

 

Κοιμήθηκε όμορφος και ξύπνησε άσχημος… αλλά ήταν πια αργά…

 

Τελικά, προτιμώ να μπω κατευθείαν -τρόπος του λέγειν- στο θέμα:

Ό,τι πιο ύπουλο και ΄σατανικά’ επινοημένο είναι αυτό που αποκαλώ: συναισθηματικός μιθριδατισμός. Με μια εύρυνση του όρου θα μπορούσα να μιλήσω για πνευματικό μιθριδατισμό που στην ουσία εμπεριέχει ή και υπερ-καλύπτει την διανοητική ακηδία και την συνολική οργανισμική απάθεια, μια κατάσταση ανάλογη με την περίφημη πραλάγια των Ινδουιστών σε κοσμολογικό επίπεδο.

Όμως το οξύ σύμπτωμα είναι ο συναισθηματικός μιθριδατισμός που προσωπικά εκτιμώ πώς είναι –μαζί με τον κοντινό του εξάδελφο, τον κυνισμό- για το πνεύμα ό,τι ο καρκίνος για το σώμα. Και ‘χτυπάει’ αδιακρίτως και οριζόντια. Όπως σαρώνει και διαλύει άμυνες και συστήματα αιώνων! Δεν γνωρίζει φύλα και ηλικίες, δεν αναχαιτίζεται από συνθηματολογίες και αφορισμούς.

Και τούτο είναι που παρατηρεί εύκολα ο οποιοσδήποτε έχει τις κεραίες του ανορθωμένες και βιώνει ξυπνητός και όχι κοιμώμενος και ονειρευόμενος, τα όσα γίνονται και φαίνονται αλλά περισσότερο αντιλαμβάνεται όσα κάποιοι απεργάζονται και δεν φαίνονται. Όψις αδήλων τα φαινόμενα, για να μνημονεύσω τον μεγάλο Αναξαγόρα. 

Εκείνο δηλαδή που για εκείνον που έχει ζήσει αρκετά χρόνια κι έχει αξιωθεί να δει τους κροτάφους του να γκριζάρουν, είναι κατάδηλο: ο βαθμός συναισθηματικής αναισθησίας έχει αυξηθεί ανησυχητικά. Οι άνθρωποι ψυχικώς απομακρύνονται, κλείνονται στην ατομική τους φούσκα, αυτο-ρικνώνονται και εμφανίζουν συμπτώματα αυτισμού σε υπερθετικό βαθμό. Και όλο τούτο μοιάζει σχεδόν ‘φυσιολογικό’ και δεν ενοχλεί σχεδόν κανέναν. Γιατί κατά τα άλλα οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπηρετούν το ‘διανόημα της ζωής’. Οι άνθρωποι σπουδάζουν, πιάνουν δουλειά, παντρεύονται, κάνουν καριέρα, κάνουν παιδιά, κάνουν κίβδηλα προφίλ στα σόσιαλ, εξαπατούν με θαυμαστή επινοητικότητα τον εαυτό τους, γερνούν και πεθαίνουν. Συνήθως καταθλιπτικοί ή βουλιαγμένοι σε μια πελώρια αμηχανία για το αν έζησαν και τι έζησαν…

 

[Σε μια παλιότερη ανάρτησή μου με τον τίτλο ‘Ο φόβος της αληθινής ζωής’ αν θέλει ο καλός αναγνώστης μπορεί να βρει νύξεις και σκέψεις γύρω από την… αναπηρία του σύγχρονου ανθρώπου να διυπάρξει… μιας και το θυμήθηκα και σχετίζεται με τα όσα αναπτύσσω σε αυτή την ανάρτηση, είπα να τη μνημονεύσω]

 

Και βαφτίζω το τέρας που ταΐζει όλη τούτη τη χυδαία μηχανή ‘συναισθηματικό μιθριδατισμό’ γιατί, κανείς δεν γεννιέται με όλη αυτή τη νοσηρή ακηδία, αυτή τη δολοφονική απόσυρση από όλους και όλα. Κανείς δεν γεννιέται ‘Μιθριδάτης’, thank God! Μα, τι σημασία έχει; Το αποτέλεσμα μετράει, καθώς λέει και η γνωστή διαφήμιση.

Αν είχε δίκιο ο Πλάτων -και σε πολλά θεωρώ είχε- τότε ο άνθρωπος είναι ‘ζώον άπτερον, δίπουν, πλατυώνυχον. ό μόνον των όντων επιστήμης της κατά λόγους δεκτικόν έστι’. Όχι πως χρειάζεται μετάφραση αλλά για λόγους… ροϊκής ανάγνωσης (πάει να πει ξεκούραστης), ο άνθρωπος λοιπόν είναι ‘ζώο άπτερο, δίποδο, με πλατιά νύχια. το μόνο ανάμεσα στα όντα που είναι ικανό να αποκτήσει γνώση με βάση συλλογισμούς’ (Πλάτωνος ορισμοί, μτφ. Γ. Αραμπατζή, Ελληνικά Γράμματα 1997). Μάλιστα. Μα έλα που εγώ θα ορθώσω πνεύμα αντιλογίας και θα ισχυριστώ πως ο άνθρωπος γεννιέται με φτερά και όχι άπτερος. Μονάχα που είναι φτερά στο πνεύμα. Κι αν μου αντιλέξει κάποιος πως δεν πρωτοτυπώ γιατί αυτά λέει κι ο Σωκράτης στον Φαίδρο, τότε θα πω πως είναι καλά διαβασμένος!

Ο άνθρωπος λοιπόν έχει φτερά… μονάχα που δεν φαίνονται. Και παρότι σε όλο του το βίο -δυστυχώς- σπάνια χρειάζεται να τα ενεργοποιήσει, αυτά υπάρχουν. Με τα χρόνια ατροφούν βέβαια. Όσο είναι μικρός τα φτερά του είναι δυνατά και όμορφα. Κάνει πολλές ‘πτήσεις’, εξερευνά σύμπαντα, χτίζει κόσμους, πετάει πάνω απ’τη μιζέρια, την αθλιότητα και την ασχήμια των ‘μεγάλων’. Μα όσο περνά ο καιρός, όσο μεγαλώνει και οδεύει προς το να γίνει ‘ακαδημαϊκός πολίτης’ και να υπερηφανεύεται και να κορδώνεται γι’αυτό, όλοι φροντίζουν να του ψαλιδίζουν τα φτερά του. Η οικογένεια, το σχολείο, οι παρέες, η κοινωνία εν γένει. Κι έπειτα γίνεται το φοβερό: Πιάνει ο ίδιος το ψαλίδι! Κι αρχίζει να ψαλιδίζει ο ίδιος τα φτερά του με αυτοκτονική μανία! Και τι συμβαίνει; Ό,τι δεν χρησιμοποιείται ατροφεί καθώς είπαμε, τελικώς… πεθαίνει. Ο άνθρωπος, λέει ο μέγας Ρουσσώ, παντού γεννιέται ελεύθερος και κάποια στιγμή τον βρίσκουν με αλυσίδες. Ορατές και αόρατες. Στο λαιμό, στα χέρια, στα πόδια. Και, ας το ξαναπώ, φτάνει να πεθαίνει πολλές φορές ως αξιοσέβαστος γέρων αναρωτώμενος όμως, τι έζησε, αν έζησε και γιατί… δεν έζησε αλλιώς!

 Η απάντηση δεν είναι εύκολη γιατί ωραίο να θέτεις τα ερωτήματα -έργο των φιλοσόφων όλων των εποχών- αλλά το ζόρι είναι οι απαντήσεις. Και εννοώ απαντήσεις αληθινές κι όχι… ελιγμοί διαφυγής και ελιγμοί επιβίωσης.

 Γιατί συναισθηματικός μιθριδατισμός λοιπόν; Πώς συμβαίνει όλο τούτο και γιατί από νέοι ασκούμαστε στο να ‘βιώνουμε’ πολλά αλλά να νιώθουμε ελάχιστα ή καθόλου; Γιατί από νέοι κρυβόμαστε από τη ζωή, την αληθινή ζωή; Τι είναι αυτό που μας τρομοκρατεί, μας λυγίζει, μας ωθεί στο να προδώσουμε την ιερή αποστολή μας -που εν συντομία θεωρώ πως είναι η αυτό-πραγμάτωσή μας-, μας σπρώχνει να προδώσουμε τον εαυτό μας, τα όνειρά μας, τα φτερά μας;

Γιατί πέφτουμε για ύπνο όμορφοι και ξυπνάμε άσχημοι, όπως ο Ιούδας;

Η μαγική λέξη ίσως να είναι η επιβίωση! Όμως τούτη την προσέγγιση -και για τους δι-ελιγμούς επιβίωσης έχω αναφερθεί θεωρώ αρκετά επιτυχημένα στην ανάρτησή μου με τίτλο «Η παραμυθία της ‘φυσιολογικότητας’…»- την έχω ήδη εξετάσει. Και επιμένω πως είναι μια προσέγγιση που ασφαλώς δεν εξαντλεί το όλο θέμα.

Γιατί το θέμα είμαστε εμείς και η ζωή μας.

Εμείς και η αλήθεια μας.

Εμείς και τα αναρίθμητα ‘οχυρωματικά έργα’ -δηλαδή τα ψεύδη- που ορθώνουμε ως άριστοι μηχανικοί για να μην διανοηθεί καν να μας εγγίσει το αληθές.

Άριστοι μηχανικοί και κατασκευαστές θαυμαστών οχυρωματικών έργων εξαιρετικής αποτελεσματικότητας ώστε το… δολοφονικό αληθές να μην τολμήσει να μας… μολύνει!

Άριστοι μηχανικοί και κίβδηλοι άνθρωποι!

 

Μα, νομίζω πως τούτο, καλά το σκέφτονται ίσως όσοι με γνωρίζουν τόσα χρόνια -στις αρχές Γενάρη κλείνω 17 χρόνια ως blogger!!!- τούτο λοιπόν είναι το θέμα που με απασχολεί, με τριγυρίζει σαν τον καρχαρία και σε ησυχία δεν με αφήνει άρα κι εγώ σε ησυχία δεν μένω και θα επανέλθω – Θεού θέλοντος- με νέα ανάρτηση και νέες προσεγγίσεις!

 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2025

Το αληθινό...


Ο
ΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΕΙ ως αληθινό θα πρέπει πριν, συνθήκη αναγκαία και ικανή της ‘μετάβασης’, να έχει διέλθει από τη σφαίρα του μυθικού. Τούτο δεν συμβαίνει με το περίφημο και υπερ-εκτιμημένο πραγματικό. Τουναντίον. Ως πραγματικό μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε οι αισθήσεις αιχμαλωτίζουν είτε δύνανται είτε όχι να το μεθερμηνεύσουν. Το γνωστό, υπό μία έννοια, είναι εξόχως πραγματικό αλλά δεν μπορεί κανείς να το αναγνωρίσει ως αληθινό. Το άγνωστο δεν μπορεί έμφρων άνθρωπος να χαρακτηρίσει ως πραγματικό. Και είναι το ‘αληθινότερο’ όλων…

Πάνω σε τούτα εδράζεται όλη η εικοτολογία της ‘πραγματικής ζωής’ σε διάσταση με τη ενδο-θέαση της ‘αληθινής ζωής’. Όποιος ενδιαφέρεται να αποκτήσει γνώση και επίγνωση, πάει να πει βαθιά εποπτεία, θα πρέπει σταδιακά να εγκαταλείπει τα δόγματα του πραγματικού και να εισέρχεται ψηλαφώντας και νυκτοπατώντας στα άδυτα και ημι-σκότεινα δώματα του αληθινού. 

Γιατί να το πράξει όμως αυτό κάποιος; Γιατί να ‘μπει σ’αυτήν την περιπέτεια;’ Τούτο αναρωτιέται ο ράθυμος και νωθρός νους ο οποίος, εξησφαλισμένος από τη θωράκιση –απατηλή βεβαίως- της ‘φυσικής’, πάει να πει εμπειρικής και εμπειρωσιακής πραγματικότητας, απορρίπτει εύκολα οιαδήποτε αναδίφηση και εμβύθιση στους υποθαλασσίους και άχρονους κόσμους του μη-περατού. Ο νωθρός και ακηδής άνθρωπος εθριάμβευσε και στο δικό του κόσμο ζούμε όλοι μας, εξωτερικά τουλάχιστον. Αιώνες τώρα. Είμαστε αιχμάλωτοι του τροπαιοφόρου και παιανίζοντος επιστήμονα που γνωρίζει κάλλιστα να τεμαχίζει και ελάχιστα να συνθέτει. Πέταξε κάποτε στα σκουπίδια τον ‘παλαιό κόσμο των μύθων’ ο ‘καρτεσιανός’ άνθρωπος για να εισέλθει στο ‘νέο και πραγματικό κόσμο των αισθήσεων’… και των παραισθήσεων βεβαίως. 

Θέλουμε να γνωρίσουμε… θέλουμε να δούμε… δεν θέλουμε πλέον να ονειρευόμαστε τον κόσμο, στην ουσία ούτε να τον ζήσουμε θέλουμε… θέλουμε να τον ψηλαφήσουμε, να τον μετρήσουμε, να τον κόψουμε και να τον αναλύσουμε… θέλουμε, σαν τα μικρά παιδιά, να τον χαλάσουμε και να δούμε τι ‘έχει μέσα’… Και ο κόσμος δεν αρκεί, η Γη δεν αρκεί, το ηλιακό μας σύστημα δεν αρκεί, ο υποατομικός κόσμος δεν αρκεί, ο άνθρωπος δεν αρκεί… έχουμε έναν πυρετικό και αδίψαστο ζήλο να κόβουμε σε τεμάχια μικρότερα ως και το ελάχιστο… καμιά ακεραιότητα δεν είναι αληθινή. Έτσι διακηρύξαμε κάποτε, έτσι συνεχίζουμε να μεγαλαυχούμε… εμείς που τα διαλύσαμε, εμείς θα τα ξαναφτιάξουμε… όμως… 

Όμως ενώ το πραγματικό διαλυόμενο στα εξ ων συνετέθη ίσως δύναται κάποτε να επανέλθει, έστω και ‘χαρβαλωμένο’ στην προτέρα του ομοσχημία, το αληθινό, αρνείται πεισματικά να ξαπλώσει στο κρεβάτι του προκρούστη νου και να τεμαχιστεί από τον Μένγκελε φιλοπερίεργο δόκτορα ο οποίος αφού κορέσει, προς στιγμήν την εγκατιαία του πείνα για κατασφαγή και διαμελισμό, θα απέλθει αφήνοντας το σώμα στην αναξιοπρεπή κατάσταση που βρέθηκε το ‘τέρας’ του δόκτορος Φρανκεστάιν. Έμπνουν είδωλον, αν έχει την δυστυχία να αναπνέει ακόμα, αποκρουστικό εργαστηριακό πειραματόζωο που θανατώθηκε προς δόξαν της ‘επιστήμης’ στις περισσότερες περιπτώσεις…

Το αληθινό δεν αγγίζεται όμως… κι αυτή είναι η μέγιστη δόξα του και το αμιγές και αναφές της φύσης του… το κύδος και το κλέος… αναπνέει στο Γνόφο του Αχανούς και χλευάζει όλους τους μικροσκοπικούς επηρμένους κόκορες με τις λευκές μπλούζες που νομίζουν ότι κάποτε θα το εγκιβωτίσουν σε μια συσκευή και θα μπορούν να το αναπαράγουν κατά το δοκούν… 

Το αληθινό δεν αιχμαλωτίζεται, δεν από-ιεροποιείται, δεν αποσαρθρώνεται, δεν αποδομείται, δεν σήπεται, δεν θνήσκει… 

Η γεύση του πρώτου φιλιού δυο ερωτευμένων, το άγγιγμα της μητέρας στο πρόσωπο του παιδιού, το βλέμμα της αγαπημένης, οι ιερές πρωτανάσες της ζωής που ενσαρκώνεται και δημιουργεί μέσω της χονδροειδούς ύλης λεπτοφυή και υπερφυή θαύματα, οι σιωπές των μελαγχολικών μοναχικών συνανθρώπων μας, η αγιότητα της καρτερίας του ευγενούς όντος, η ενσυναίσθητη προσοχή και προσήλωση στον αναξιοπαθούντα αδελφό μας… όλα τούτα δεν εξαγοράζονται, δεν εκπίπτουν, δεν αποσαρκώνονται…
Μεταρσιώνονται όμως σε όνειρο, ποίηση και δράση… μεταβολίζονται σε γεγονότα αλήθειας… από ρυπαρές πραγματικότητες μεταβαίνουν σε αληθινότητες λάμπουσες… και αθανατίζονται… 

αιωνίζονται κάθε στιγμή… χωρίς να το ξέρουμε…

κάθε φορά που υποδεχόμαστε με αγάπη και ησυχία τον άλλο…
κάθε φορά που ψελλίζουμε την ανάγκη μας για εκείνο που πάντα θα είναι…
κάθε φορά που απογαλακτιζόμαστε από εκείνο που κάποτε ήταν…
κάθε φορά που απλώνουμε το χέρι και το κρατάμε σταθερά προσφέροντας τον εαυτό μας…

Κι όλα αυτά που εμείς κάποτε περιφρονήσαμε ως ‘απλοϊκά’, στοιχειώδη, παιγνιώδη, πρωτογενή, ‘εύκολα’, ευανάγνωστα, πεπαλαιωμένα, άχρηστα, πεπερασμένα, ανούσια, υπερκερασμένα…

Όλα τούτα υπάρχουν και μας αναμένουν…

Στην αλήθεια τους ανασαίνουν το πραγματικό…

Στην ανθοφορία τους πραγματώνουν το αληθές

Και μας χαμογελούν…



Nearing Spring
Jake Olson

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2025

Στέφανος...

 


Π
ερπατούσαμε για αρκετή ώρα στα κατηφορικά δρομάκια της περιοχής. Μας άρεσε κάποτε να κατεβαίνουμε αυτά τα στενά και να εξετάζουμε τα παλαιά, διώροφα με τις ωραίες θύρες, τα ανάγλυφα και τις κοσμήσεις με τους ρόδακες. Έπειτα βγαίναμε στον παραλιακό δρόμο, προσπερνούσαμε τις ταβέρνες και τα φωτεινά καταστήματα που προορίζονται περισσότερο για τους τουρίστες και τους προνομιούχους αυτού του κόσμου και καθόμασταν σε ένα απόμερο καφέ, στο τέλος του δρόμου. Πολλές φορές είχαμε κάνει αυτές τις βόλτες και απολαμβάναμε πάντα τον καφέ μας συζητώντας για χίλια δυο. Απόψε δεν είχαμε το ίδιο κέφι όπως τότε, πολλά χρόνια πριν, όμως δεν βιαστήκαμε να κατέβουμε στον δρόμο της θάλασσας. Είχαμε τόσο καιρό να ανταμώσουμε και θέλαμε να χαρούμε την ευκαιρία σαν γιορτή. Όμως το παλιό μας καφέ δεν το βρήκαμε. Στη θέση του είχε ‘σηκωθεί’ ένα κακάσχημο, ‘μοδέρνο’ κτήριο γραφείων με φιμέ υαλοπίνακες να καλύπτουν όλη του την πρόσοψη από πάνω ως κάτω σαν πένθιμο σάβανο.
‘Υπάρχει ένα άλλο, εδώ κοντά’, είπε ο Στέφανος χαμογελώντας. ‘Το είδα καθώς ερχόμουν’. Έτσι τον θυμόμουν, να μην αποθαρρύνεται ποτέ, να βρίσκει λύσεις σε όλα.
‘Πάμε λοιπόν’, του είπα καθώς επιζητούσα τη ζεστασιά ενός χώρου και τη γεύση ενός καλού καφέ.
Και πράγματι, δεν αργήσαμε να το εντοπίσουμε. Ο φίλος μου με οδήγησε ανάμεσα στα στενά δρομάκια και κάποια στιγμή το είδαμε σε μια γωνιά. Φαινόταν για στέκι φοιτητών. Φοβήθηκα πως θα είχε κόσμο και θόρυβο και δεν θα μπορούσαμε να συζητήσουμε. Τούτη την ώρα όμως ήταν σχεδόν άδειο και τα παιδιά που το λειτουργούσαν μάς καλωσόρισαν με χαμόγελο.
Καθίσαμε σε μια γωνιά και παραγγείλαμε τους καφέδες μας.
‘Να λοιπόν που μετά από πολλά χρόνια ξανανταμώνουμε φίλε’, τού είπα και ένιωθα βαθιά στην καρδιά μου εκείνο το ρίγος μιας εποχής που είχε περάσει πια για πάντα αλλά είχε αφήσει θερμές αναμνήσεις.
Ο Στέφανος χαμογέλασε γλυκά. Ήταν όμορφος τότε με πυκνά, μαύρα μαλλιά και έξυπνο, ανήσυχο βλέμμα. Η φωνή του είχε μια ένταση και ταυτόχρονα μια μουσικότητα που δεν είχα σε άλλον άνθρωπο συναντήσει. Τού έλεγα τότε πως σε κείνον μπορούσε εύκολα κανείς να διδαχθεί τις δασυνόμενες λέξεις και γελούσε. Μα και σήμερα διατηρούσε πολλή από την ομορφιά και την μεγαλοπρέπειά του. Ήμασταν και οι δυο στο κατώφλι των γηρατειών όμως εκείνος φαινόταν να απολαμβάνει κάποιας ιδιαίτερης εύνοιας από το χρόνο.
Ήρθαν δυο μεγάλες κούπες με αχνιστό καφέ και οι πρώτες γουλιές μάς ζωντάνεψαν.
‘Έλειπα πολλά χρόνια στην Αμέρικα’, μού είπε και άστραφτε το βλέμμα του. ‘Δεν έχω παράπονο, καλά τα πήγαμε… παντρεύτηκα και μια αμερικάνα… τη Λορίν… μια μέρα θα σε καλέσω δάσκαλε να τη γνωρίσεις… τής έχω πει πολλά για μάς τότε…’
Συνήθιζε τότε να με αποκαλεί ‘δάσκαλο’ αστειευόμενος περισσότερο επειδή ήμουν ο επικεφαλής της ολιγομελούς ομάδας. Στην ουσία δεν υπήρχε καμιά διάκριση, κανένας ρόλος, καμιά ιεραρχία έστω και άτυπη. Ήμασταν όλοι ‘αναζητητές τού αόρατου και αψηλάφητου’, όπως συνήθιζα να λέω κι απλώς τύχαινε εγώ να είμαι ο παλιότερος στο μονοπάτι… 
‘Και βέβαια θέλω να γνωρίσω τη Λορίν. Παιδιά;’
‘Δυο… ο γιος σπουδάζει ναυπηγική και η κόρη… είναι η χαϊδεμένη μου… σχολείο ακόμα…’, είπε και έφυγε για λίγο το βλέμμα του… ένιωσα στη φωνή του πάλι εκείνη τη δασεία και το ρίγος της συγκίνησης… ήμουν βέβαιος πως ήταν ένας θαυμάσιος πατέρας.
‘Μού έλειψες… μού έλειψες πολύ δάσκαλε… όλοι σας εδώ μού λείψατε… υπήρχαν μέρες, να ξέρεις, που λίγο ήθελα να τα βροντήξω όλα και να καβαλήσω το πρώτο αεροπλάνο για Ελλάδα… αν δεν υπήρχε η Λορίν και τα παιδιά θα είχα σαλέψει…’
Δεν σχολίασα τον αφορισμό του και δραπέτευσα στον αχνιστό καφέ.
‘Βλέπεις κανέναν από την ομάδα μας;’, με ρώτησε.
‘Πολύ σπάνια πλέον επικοινωνώ με τη Ραχήλ… τη θυμάσαι; Όλοι οι άλλοι εξαφανίστηκαν… εδώ και χρόνια… αγνοείται η τύχη τους’, είπα μελαγχολικά.
Ο Στέφανος κούνησε το κεφάλι του και κάποιες τούφες από τα πυκνά ακόμα μαλλιά του έπεσαν στο μέτωπό του.
‘Πώς δεν τη θυμάμαι τη Ρέιτσελ… το πιο έξυπνο θηλυκό που γνώρισα σε δυο ηπείρους δάσκαλε… μακάρι να την είχα στο μαγαζί εκεί πέρα… θα τους είχα κατατροπώσει όλους…’
Χαμογέλασα. Δεν είχε άδικο. Η Ραχήλ διέθετε μια ιδιαίτερη ευστροφία που κάποιες φορές σε άφηνε έκπληκτο. Και μια δυνατότητα ανάλυσης που δεν είχα συναντήσει ξανά.
‘Καμιά φορά σκέφτομαι… όλα εκείνα… όλα εκείνα που μάς έδιναν ορμή και ενέργεια τότε… ώρες ατελείωτες, θυμάσαι Αντώνη; Ώρες ατελείωτες να συζητάμε για κείνο και το άλλο… για το πνεύμα, την ψυχή, το θείο, το καλό και το κακό και το διαλογισμό και τόσα άλλα… να αναλύουμε… να μιλάς εσύ και να σε ακούμε και μετά να πετάγομαι εγώ σαν εξυπνάκιας να λέω τα δικά μου, ύστερα εκείνος ο οργανοπαίκτης με τα γυαλάκια…’
‘Ο Μηνάς’
‘Α, ναι… μπράβο… αυτός και μετά πάλι να λες εσύ κι εμείς να ακούμε και να σημειώνουμε και να πιάνουμε τον Πυθαγόρα και τα Χρυσά Έπη και τον Ιάμβλιχο και τον ένα και τον άλλο και να ξημερώνουμε με δαύτα… ξέρεις πως τα θυμάμαι όλα τούτα φίλε; Έχουν ζωντανέψει όλα και έχουν πάρει σάρκα και οστά… μέχρι και μάτια έχουν και με κοιτάνε με παράπονο… γιατί μάς παράτησες;, έτσι με ρωτάνε και δεν έχω απάντηση να δώσω… καταπιάστηκες να ανοίξεις μαγαζί, να κάνεις επιχείρηση, να κάνεις οικογένεια και με μάς… τι γίνεται με μάς; Μάς πρόδωσες… έτσι μού λένε και με κοιτάνε σαν παραπονιάρικα σκυλιά…’
Τον είδα να κοιτάζει την κούπα με τον καφέ του, να την στριφογυρίζει στα χέρια του, να έχει φορτιστεί πολύ… 
‘Μού φαίνεται πως από όλους μας… μονάχα εσύ κράτησες την αξιοπρέπειά σου δάσκαλε… δεν ήταν τυχαίο που ήσουν ο πρώτος ανάμεσά μας… ήσουν ο πιο αφοσιωμένος, ο πιο ζεστός, ο πιο έντιμος… όσο για μένα… ξύστρας… παχιά λόγια και γκομενιλίκια… τα λεφτά σκεφτόμουνα και να σηκωθώ να πάω στο θείο μου στην Αμερική που πέθαινε και θα έμενε το μαγαζί στους αραπάδες… πήγα να σώσω το μαγαζί του θείου μου δήθεν… ψέμα… πήγα να βγάλω ντόλαρς και να ζήσω όπως όλοι οι άλλοι… κι εμείς σπουδάζαμε τα μεγάλα και τα σημαντικά… και τελικά τα φτύσαμε όλα και γίναμε ένα με όσα κοροϊδεύαμε…’
Είχε καρφώσει το βλέμμα του στον καφέ του λες κι αναζητούσε εκεί μια διέξοδο… άνοιγε την καρδιά του κι έκανε τον απολογισμό του… στον εαυτό του, όχι σε μένα…
‘Ξέρεις τι είπα στη Λορίν ένα βράδυ που είχε σχεδόν ένα μέτρο χιόνι στη μεγάλη λεωφόρο και δεν τολμούσες να ξεμυτίσεις; Πως έναν έντιμο πνευματικό άνθρωπο έχω γνωρίσει στη ζωή μου και μια μέρα, στο λέω μια μέρα μάτια μου, θα γυρίσουμε στην Ελλάδα και θα σού τον γνωρίσω… όχι σαν κι εμένα που ήμουν μονάχα λόγια και ουσία μηδέν… θα σού γνωρίσω έναν άνθρωπο που είχα την τιμή να λέω φίλο μου και δάσκαλό μου και…’
Κόμπιασε, δεν είπε άλλα, σιώπησε. Ήπιε μια γουλιά καφέ και ύστερα σήκωσε το υγρό του βλέμμα και με κοίταξε όχι στα μάτια μα κατευθείαν στην καρδιά.
Είχα φορτιστεί κι εγώ ακούγοντάς τον και έμενα σιωπηλός καθώς τέτοιες στιγμές είναι ιερές και την ιερότητα δεν μπορεί να την διαταράσσει κανείς.
‘Από εκείνους δεν μπορώ δάσκαλε να ζητήσω συγνώμη’, είπε.
‘Από ποιους εννοείς;’, τον ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια.
‘Από τους δασκάλους… τους παλιούς εννοώ… τους Μεγάλους… τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αισχύλο… μπορώ να ζητήσω συγνώμη από σένα; Και να μού υποσχεθείς πως θα μεσιτέψεις για μένα; Μπορώ;’
Άπλωσε το χέρι του πάνω στο τραπέζι και τον μιμήθηκα. Μού έσφιξε δυνατά την παλάμη. 
‘Θα τούς το πεις για μένα φίλε μου; Θα το κάνεις;’
Τον είδα να χαμογελά ξανά με κείνον τον ιδιαίτερο και γοητευτικό τρόπο που έβρισκαν ακαταμάχητο κάποτε οι κοπέλες. 
‘Στέφανε…’, πήγα να πω όμως δεν σήκωνε αντίλογο. Όχι εκείνη τη βραδιά, όχι στην έντονη συγκίνησή του.
‘Να είμαι ήσυχος δάσκαλε;’
Χαμογέλασα και του ανταπέδωσα το σφίξιμο.
‘Να είσαι ήσυχος φίλε μου’, τού είπα ζεστά και ειλικρινά μέσα απ’την καρδιά μου.
Ο φίλος μου δεν άργησε να ξαναβρεί το ρέον κέφι του και άρχισε να μου διηγείται τη ζωή του στην ξενιτειά, τις χαρές και τις λύπες του, τη συνύπαρξή του με τους αμερικανούς, το πώς αποφάσισε τελικά να γυρίσει στην πατρίδα με την οικογένειά του. Ήθελε να πει πολλά, εγώ δεν μιλούσα, άκουγα. Σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση κι ένιωθε ευλογημένος που τα είχε καταφέρει και επέστρεψε. 
Η ώρα είχε περάσει, αποφασίσαμε να φύγουμε. Βγήκαμε από το καφέ με πολλά και δυνατά συναισθήματα. Είχε βραδιάσει και το κρύο έφτανε στο κόκαλο. 
‘Θα σου τηλεφωνήσω να ανταμώσουμε ξανά δάσκαλε, να γνωρίσεις την οικογένεια. Και θα πάμε σε ένα ρεμπετάδικο να κάνουμε κέφι… να τα πιούμε, να γελάσουμε και να χαρούμε… δεν θα μού αρνηθείς…’
‘Δεν θα σού αρνηθώ Στέφανε’, τού είπα.
Αγκαλιαστήκαμε για ώρα κι έπειτα χωρίσαμε. 
Πήρα τον ανηφορικό δρόμο προς τον επάνω δρόμο για το σπίτι μου γεμάτος σκέψεις, αναμνήσεις και ένα σφίξιμο στην καρδιά.


Ο Στέφανος κράτησε την υπόσχεσή του, εν μέρει όμως. Δεν μου τηλεφώνησε ξανά όμως μού έστειλε μετά από μήνες ένα ηλεκτρονικό μήνυμα… είχε ξαναγυρίσει στην Αμερική… όλα του φαίνονταν ξένα εδώ, έτσι μού έγραφε… η γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν αμερικανοί κι εκείνος δεν ήξερε πια τι ήταν… μονόδρομος, σκεφτόμουν… Μού ζητούσε και συγνώμη που δεν κράτησε την υπόσχεσή του… ‘Την επόμενη φορά που θα ξανάρθω, δάσκαλε… θα είναι πριν πεθάνω… να με περιμένεις…’, μού έγραφε στο τέλος και νομίζω πως τον έβλεπα να χαμογελάει με κείνον τον ωραίο, λεβέντικο, γενναιόδωρο τρόπο του.


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2025

Οφιόμορφοι...


Άνθρωποι φίδια

Ερπετά…

Αθόρυβοι, σχεδόν αόρατοι…

Έρπουν γύρω σου όταν ‘κοιμάσαι’

Έρπουν και μέσα σου όταν τους ονειρεύεσαι…

Ανασηκώνουν το κεφάλι όταν αψηφήσεις την ύπαρξή τους

Και ορμούν στη καρωτίδα σου όταν τους αγκαλιάσεις…


Οφιόμορφοι… ομοιόμορφοι…

Θανατηφόροι…

Τρίτη, Νοεμβρίου 25, 2025

από το παρατηρείν στην ανάδυση του στοχασμού...

 [όροι του κατωφλίου]

-απόσπασμα από κάποιες σημειώσεις-

Observer Maryamhasaniborchaloui

 

 

Σημαίνει τούτο το όνομα ο ‘άνθρωπος’ ότι τα μεν άλλα θηρία ών ορά ουδέν επισκοπεί ουδέ αναλογίζεται ουδέ αναθρεί, ο δε άνθρωπος άμα εώρακε –τούτο δ’εστί όπωπε- και αναθρεί και λογίζεται τούτο ό όπωπεν. Εντεύθεν δη μόνον των θηρίων ορθώς ο άνθρωπος ‘άνθρωπος’ ωνομάσθη, αναθρών ά όπωπε

Πλάτων, Κρατύλος [399c]

 

[Αυτό το όνομα άνθρωπος σημαίνει ότι τα άλλα θηρία απ’όσα βλέπουν τίποτε δεν ερευνούν ούτε συλλογίζονται ούτε παρατηρούν με προσοχή (αναρθείν), ο άνθρωπος όμως συγχρόνως βλέπει –και αυτό είναι το όπωπε- και παρατηρεί με προσοχή (αναρθεί) και συλλογίζεται εκείνο που έχει δεί. Από αυτό λοιπόν βγαίνει ότι από τα θηρία μόνον ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε άνθρωπος, ‘ο εξετάζων όσα έχει δεί’ (αναθρών ά όπωπε)…]

  

Ο άνθρωπος παρατηρεί… 

ίσως κάθε άνθρωπος αλλά ιδιαίτερα ο μοναχικός άνθρωπος

ο μονώτης άνθρωπος

αυτός που διεκδίκησε και κέρδισε τον εαυτό του

αυτός που μαχήθηκε σκληρά και πραγμάτωσε τον εαυτό του

ο ενικός

ο ακέραιος

αυτός που επάξια ισχυρίζεται ότι κέρδισε την ύπαρξή του

 

ο μοναχικός άνθρωπος παρατηρεί…

δεν παρατηρεί επειδή είναι μόνος… παρατηρεί επειδή αναδιευθετεί διαρκώς την ένδον ροή 

είναι ένας αγαπημένος εθισμός

αλλά είναι και μια αναγκαιότητα

η παρατήρηση είναι μια μηχανική διαδικασία

δεν είναι όμως μια μηχανιστική διαδικασία [αυτή είναι είναι έργο του μηχανικού εαυτού] 

το παρατηρείν είναι μια θαυμάσια μηχανική του εαυτού

όχι ένας μηχανισμός του εαυτού

ο μοναχικός άνθρωπος παρατηρεί την κίνηση, τις συνομιλίες, τις μεταβάσεις, τις συνάξεις, τις οικειώσεις, τις προσεγγίσεις, τους ρυθμούς, τους ελιγμούς, τις διαζεύξεις, τις αρμονικές των συνανθρώπων του

ο μοναχικός άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται να ακούσει συνομιλίες, να εμπλακεί στις ζωές των συνανθρώπων του, να ερμηνεύσει συμπεριφορές, να κρίνει, να επικρίνει ή να δικαιώσει

ο παρατηρητής δεν είναι ηδονοβλεψίας 

ο παρατηρητής δεν είναι λαθρακουστής

ο μοναχικός άνθρωπος παρατηρεί αλλά δεν σκέφτεται ταυτόχρονα

ο παρατηρητής δεν σκέφτεται αλλά στοχάζεται 

δεν ασχολείται με τις δράσεις του εαυτού

ο παρατηρητής παύει τον εσωτερικό διάλογο

ο παρατηρητής δεν ακούει τον εαυτό του

ο παρατηρητής ελευθερώνει χώρο για την ανάδυση του στοχασμού

ελευθερώνω χώρο δε σημαίνει πως διακοσμώ διαφορετικά, πως τακτοποιώ καλύτερα, πως παλεύω να ιδρύσω τάξη στην αναρχία και στο χάος

ελευθερώνω χώρο σημαίνει πως αδειάζω και αναμένω να πληρωθώ από εκείνο που πρόκειται να αναδυθεί

και για να ελευθερωθεί χώρος θα πρέπει να πάψει η αλληλουχία των σκέψεων και συνεπώς η ακατάσχετη ροή

ο παρατηρητής βγαίνει έξω απ’τη ροή… έξω απ’το χρόνο

και τότε αναδύεται ο στοχασμός

ο παρατηρητής δεν αξιολογεί, δεν αξιοδοτεί, δεν ανυψώνει, δεν μειώνει, δεν επιλέγει, δεν αρνείται, δεν κρύβει, δεν κρύβεται, δεν πασχίζει να ενσωματώσει εμπειρίες, δε δραπετεύει

ο παρατηρητής απλώς αφήνεται στην παρατήρηση

δίχως την παρατήρηση ο άνθρωπος επιταχύνει δραματικά το πνευματικό και βιολογικό του τέλος… ακόμα και σε έναν κλειστό χώρο, σε οποιονδήποτε χώρο, η έξοδός του είναι η παρατήρηση 

δίχως την παρατήρηση ο μοναχικός άνθρωπος τυφλώνεται, μαραζώνει, πεθαίνει

δίχως την παρατήρηση ο μοναχικός άνθρωπος δεν μπορεί να διακόψει τη ροή των σκέψεων και αναγκάζεται να καταφεύγει σε ελεεινά ‘τρικ’ και ‘ασκήσεις’ που απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα και ιδρύουν μια νοσηρή συναλλακτική σχέση με ολέθρια αποτελέσματα για τη συγκρότηση και την εποπτεία των εσωτερικών δράσεων του εαυτού 

όποιος σκέφτεται διαρκώς δίχως παρατήρηση είναι αναπόφευκτο να ανακυκλώνει διαρκώς το ίδιο υλικό

όποιος σκέφτεται αενάως δίχως παρατήρηση βρίσκεται στον τόπο της νεύρωσης και δυνητικά και της ψύχωσης

το διαρκές σκέπτεσθαι δίχως την παρατήρηση δηλητηριάζει τον άνθρωπο και τον φονεύει… πρώτα πνευματικά, έπειτα βιολογικά

η παρατήρηση αναδιευθετεί και εμπλουτίζει τη ροή… είναι δράση επιβίωσης… δεν είναι ελιγμός επιβίωσης… είναι επιταγή επιβίωσης…

η παρατήρηση επιτρέπει την οξυγόνωση όλων των κατώτερων νοητικών λειτουργιών και την εκκαθάριση από σκουπίδια και άχρηστες πληροφορίες.

η παρατήρηση ανακουφίζει ησυχάζει το νου, του δίνει χρόνο για να οργανώσει όλες τις σημαντικές του εποπτείες και τον προστατεύει από τοξικές επαφές και διασταυρώσεις.

η επιμέλεια του εαυτού έχει ως προαπαιτούμενο την παρατήρηση που οδηγεί στην ανάδυση του στοχασμού

με αυτή την έννοια, η παρατήρηση που οδηγεί στην ανάδυση του στοχασμού, είναι η μόνη οδός που επιτρέπει την πρωτογενή δημιουργία, σε κάθε επίπεδο

η παρατήρηση είναι στην ουσία η μόνη ανόθευτη, αμιγής, αληθινή δημιουργία

η παρατήρηση δεν είναι διαλογισμός

είναι απλώς αυτό που είναι…


Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2025

Η ζωή είναι για τους ‘ανυπάκουους’ τολμητίες…


Πράγματι λοιπόν η διαφορά μεταξύ συγκέντρωσης και προσοχής είναι ανάλογη με αυτήν μεταξύ δραστηριότητας και δράσηςΚαι η σημασία στο περιεχόμενο των λέξεων δεν προκύπτει από απλή ιδιοτροπία – αν και αυτή μάλλον έχει το ρόλο της επίσης – αλλά από το γεγονός της ίδιας της αυτοπαρατήρησης και της διαρκούς ενδοσκόπησης… τα αποτελέσματα είναι πάντοτε θεαματικά και ενίοτε σοκαριστικά… διότι όπου υπάρχει η δράση και η προσοχή είσαι παρών όπου υπάρχει η δραστηριότητα και η συγκέντρωση, ένα μέρος από σένα είναι παρόν και όλος ο υπόλοιπος δραματικά απών… 

Και μετά τρέχεις να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα…

Διότι συγκέντρωση, για να δοθεί ένα παράδειγμα, είναι να κρατάς ένα μικρό φακό στο χέρι και να εστιάζεις στη μικρή γωνιά του πίνακα που θέλεις να σου αποκαλυφθεί… προσοχή είναι να έχει φωτιστεί όλος ο χώρος και να απολαμβάνεις το κάθε τι με απόλυτη διαύγεια… τέτοια και τόση που να σε πιάνει… πονοκέφαλος…

Και δραστηριότητα είναι να έχεις προπονηθεί αρκετά και επίπονα για να καταφέρεις να ολοκληρώσεις μια μηχανιστικά επαναλαμβανόμενη δουλειά την οποία τελικά κάποτε, θα κάνεις στην εντέλεια… έτσι ώστε όλοι θα σε θαυμάζουν για την αρτιότητα της εργασίας σου… κι όμως, στον παραμικρό αιφνιδιασμό βρίσκεσαι ξανά στο μηδέν σαν πρωτάρης ανόητος και πασχίζεις να καταλάβεις τι πήγε στραβά… δεν πήγε κάτι στραβά, απλά πήγε κάτι αλλού, πήγε αλλιώς κι εσύ δεν είσαι έτοιμος για το αλλιώςαυτό βρίσκεται στην περιοχή της δράσης… 

Όμως, για να λέμε και την αλήθεια, το να βρίσκεσαι συνεχώς σε κατάσταση πλήρους προσοχής είναι εξαιρετικά ενεργοβόρο και τρομακτικά κοπιαστικό… έτσι προπαγανδίζει ο νους τουλάχιστον που είναι μεν εργατικός και φιλόπονος αλλά μονάχα στις περιοχές όπου αναγνωρίζει και αποδέχεται… διαφορετικά αρνείται να συνεργαστεί και επιστρατεύει το μεγαλύτερο όπλο του για να σε σταματήσει από το άλμα… το φόβο

Το να είσαι διαρκώς σε κατάσταση προσοχής σημαίνει ότι είσαι διαρκώς ερωτικός σε ερωτική σχέση με κάθε τι, με όλα, κάθε στιγμή… πάλλεσαι και ακτινοβολείς καθώς είσαι πλήρης ενέργειας και η επίγνωσή σου ‘χτυπάει κόκκινο’… ο μέσος ‘καθημερινός’ άνθρωπος μπορεί να το αντέξει για λίγες ώρες ή λίγες μέρες… μερικοί για λίγους μήνες… ποιος μπορεί να το αντέξει για πάντα;

Αυτός άλλωστε θα ήταν ο ορισμός της αθανασίας σε ποιοτικό επίπεδο… μια ημέρα σε κατάσταση απόλυτης προσοχής ισοδυναμεί με μερικά χρόνια συμβατικής και ‘νορμάλ’ κατάστασης σαν αυτή που ζούμε… όταν έχεις εισέλθει στην διάσταση αυτή, ο χρόνος παύει, η σκέψη παύει, όλα ακυρώνονται και συνεπώς δεν είσαι νέος ή γέρος, παιδί ή ενήλικας, σοφός ή ανόητος, γνώστης ή βλαξ… είσαι και αυτό αρκεί… ως και η γλώσσα ακυρώνεται και κανείς δεν μπορεί να σου ‘μεταφράσει’ το βίωμα… ένα υπέροχο δράμα!

Κάποιες ελάχιστες φορές όλο τούτο το επισκεπτόμαστε… ή μάλλον μας επισκέπτεται… και όπως έναν συναρπαστικό επισκέπτη ο νους κάποιες φορές φροντίζει να τον κακολογήσει όταν αυτός φύγει από το σπίτι και να μας επαναφέρει ‘στην τάξη’, έτσι συμβαίνει και με ό,τι μας έδωσε ή μας έδειξε το αληθινό περιεχόμενο της ζωής… θα συκοφαντηθεί τόσο πολύ μετά από τον εισαγγελέα δίωξης βιωμάτων αλήθειας ώστε θα βρεθούμε… απολογούμενοι… γιατί ανοίξαμε στον αντιπαθητικό επισκέπτη την πόρτα; Γιατί αφεθήκαμε να μας ταξιδέψει σε άλλες πραγματικότητες; Δεν καταλάβαμε ότι ήταν ένας μεταμφιεσμένος τρομοκράτης; Γιατί δεν ακούμε το νου που πάντα μας προστατεύει και μας προφυλάσσει από τους παρείσακτους με τα αγγελικά πρόσωπα αλλά τις βόμβες κάτω απ’τη μασχάλη;

Για τους... νομιμόφρονες είναι ο βίος το λοιπόν…

Η ζωή είναι για τους ‘ανυπάκουους’ τολμητίες… επαναστάτες, ανατροπείς, 'τρομοκράτες'… δεν θα τα χαλάσουμε εκεί… από λέξεις είμεθα εν αφθονία…

Altamash Urooj

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2025

Η επανάληψη της ιστορίας ως ιστορία της επανάληψης...



Μ
ια από τις λεγόμενες φράσεις ‘της πιάτσας’ λέει πως, αν έχεις το πιστόλι δεν το κρύβεις στο συρτάρι. Πάει να πει, δεν είναι δυνατόν να έχεις τη δύναμη και να μην τη χρησιμοποιείς. Ακόμη κι αν δεν το κάνεις στην αρχή, κάποια στιγμή, μοιραία ίσως, θα υποκύψεις, θα λυγίσεις. Θ’ανοίξεις το συρτάρι και θα πάρεις το πιστόλι στο χέρι… και ένας θεός ξέρει τι θ’ακολουθήσει.
Το λοιπόν, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι όχι ‘ως φάρσα’ ή ως οτιδήποτε άλλο μεταλλαγμένο υπο-προϊόν. Επαναλαμβάνεται νέτα-σκέτα. Βεβαίως με άλλους πρωταγωνιστές. Οπωσδήποτε με άλλα μέσα. Σε κάποιο άλλο σκηνικό, όπως με τα θεατρικά έργα. Τσέχωφ ανεβάζουμε. Μπορεί το Θείο Βάνια κάποτε να τον έπαιζε ο τάδε, μετά ο δείνα, σήμερα κάποιος άλλος. Μπορεί η σκηνοθετική άποψη τότε να ήταν αυτή, τα σκηνικά κάπως έτσι… σήμερα είναι κάπως αλλιώς, δεν έχει σημασία. Το έργο είναι το ίδιο. Άμλετ ανεβάζουμε. Δεν έχουμε Λόρενς Ολίβιε, κανένα πρόβλημα. Ηθοποιούς έχουμε σωρό, όλοι μπορούν να παίξουν, υπό συνθήκες, τον δυστυχισμένο Δανό πρίγκιπα. Και άντρες και γυναίκες εν αφθονία για όλους τους ρόλους. Και σκηνικά και κοστούμια και φώτα και μουσικές και απ’όλα. Οιδίποδα ανεβάζουμε. Και ξέρουμε τις ορίζουσες. Δεν αλλάζουν. Ο άνθρωπος που εν αγνοία του φόνευσε τον πατέρα του και κοιμήθηκε με τη μητέρα του. Και όταν το μαθαίνει βγάζει τα μάτια του… Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τελετουργική σχεδόν ακρίβεια, με ενοχλητική κανονικότητα.
Ναι, με ενοχλητική κανονικότητα.
Είναι σχεδόν αστείο κι όμως συμβαίνει. Στη νεότητά σου, επειδή ακριβώς η έννοια της ιστορίας, υφίσταται περισσότερο ως αίσθηση παρά ως γνώση –ιστορία είναι ό,τι έχεις ζήσει εσύ και έχει ανάπτυγμα χρόνου την ηλικία σου- έχεις την απόλυτη βεβαιότητα πως όλα μπορούν να αλλάξουν. Πάει να πει, μηδενίζω το κοντέρ της ανθρωπότητας και τα φτιάχνω όλα από το μηδέν. Ό,τι κληρονόμησα δεν με ενδιαφέρει, άλλοι τα έφτιαξαν, δεν είμαι υπόλογος γι αυτά. Στην ουσία, δεν είμαι υπόλογος για τίποτα. Κι εφόσον όλα αυτά που κάποιοι άλλοι μου κληροδότησαν δεν μου αρέσουν καθόλου και τα σιχαίνομαι και μπορώ άνετα και να αφοδεύω επ’αυτών, τα συντρίβω και στη θέση τους… εδώ είναι ένα μικρό ζήτημα, τι θα βάλω στη θέση τους… δεν έχει σημασία… προς στιγμήν σημασία έχει η καταστροφή… να πάψει το χτες να με ενοχλεί, να με δυναστεύει, να με τυραννάει… ούτε φιλοσοφίες, ούτε λογοτεχνίες, ούτε αγάλματα, ούτε κτήρια, ούτε κείμενα, ούτε τραγούδια, ούτε κειμήλια, ούτε παραμύθια… τίποτε… Μακάρι να ξυπνούσα ένα πρωί και να μην υπήρχε τίποτε απ’αυτά. Θα ξεκινούσαμε τον κόσμο απ’την αρχή. Reboot… Πατάμε το κουμπί της επανεκκίνησης… Και να δούμε τι θα βγάλει…
Καταραμένη κι ευλογημένη έπαρση της νεότητας…
Θυμάμαι τη Ρουσία του Καζαντζάκη… θυμάμαι και ζηλεύω μαζί… Γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους που είχαν τη μέγιστη προνομία να βιώσουν από κοντά, από πολύ κοντά το μεγάλο πείραμα σχεδόν εν τη γενέσει του… σαν επιστήμονας που παρατηρεί τα αποτελέσματα της επαναστατικής ανακάλυψής του στο πειραματόζωο με άπληστα μάτια… Το φοβερό εγχείρημα είχε μεθύσει τον έλληνα διανοητή και συγγραφέα… ήταν στα σπάργανα, ζεστό ακόμα, ασχημάτιστο… έβλεπε, βίωνε, γευόταν, ονειρευόταν… τι θα απογίνει με τούτη τη πελώρια χώρα αν το νιογέννητο βρέφος μεγαλώσει και πατήσει γερά στα πόδια του; Όλος ο κόσμος, ο παλιός, ο σάπιος, όσα ξέρουμε και δεν ξέρουμε πάνε στα τσακίδια. Να πάνε χίλιες φορές! Μέθυσε και ναρκώθηκε ο Καζαντζάκης αλλά όχι για πολύ… μετά από λίγα χρόνια είχε ξεμεθύσει και αναζητούσε άλλα… Θυμάμαι που τον καλεί στο φτωχικό της σπίτι μια κοπέλα που εργάζεται, όπως όλοι, με πρωτοφανή θέρμη για το θεμελίωμα των αρχών της επανάστασης. Τρώνε λιτά και πίνουν στο ξεπαγιασμένο καμαράκι της κοπέλας και μιλούν… Λένε πολλά… περισσότερο εκείνος… προσπαθεί να φέρει αντιρρήσεις, ο παλαιός άνθρωπος σαστισμένος εμπρός στο μεγαλείο του νέου… σαν τον αμήχανο Νικόδημο δίπλα στον Ιησού… δεν μπαίνεις γερο-Νικόδημε στη Βασιλεία των Ουρανών αν δεν γεννηθείς άνωθεν… -να ξαναγεννηθώ Ραβί; Και πώς θα μπω στη μήτρα της μάνας μου ξανά; Φαντάζομαι τον Ιησού να του χαμογελάει… Αυτά του λέει και η κοπέλα του Κρητικού με τα μεγάλα μάτια και την αξεδίψαστη ψυχή… Μπλα-μπλα… εσείς οι δυτικοί όλο μπλα-μπλα… σάπιες κουβέντες εδώ που χωράει μονάχα δουλειά… συζητήσεις… η συνήθεια των γέρων, η απόλαυση των παρακμιακών δίπλα στα αναμμένα τζάκια με τα στομάχια τους πρησμένα απ’το φαί… χιλιάδες λέξεις, λέξεις ωραίες και άχρηστες, θεωρίες, φιλοσοφίες… ο παλιός κόσμος αντιδρά, παλεύει σαν το φίδι να γλιτώσει από τη μπότα που θα του συντρίψει το κεφάλι… παλέψτε το λοιπόν όσο θέλετε γιατι όπου να’ναι έρχεται η αρβύλα που θα σας παύσει το φως απ’τα μάτια σας… Κι έφυγε θαρρώ ο Καζαντζάκης από το σπίτι τούτης της τρομερής γυναίκας με την ουρά στα σκέλια και το μυαλό να βράζει…
Μα τι έγινε τελικά; 
Αν μπορούσε η κοπέλα εκείνη να κοιμηθεί για ενενήντα χρόνια και ξυπνούσε σήμερα, στη μοντέρνα Ρωσία του Πούτιν… τι θα έλεγε αλήθεια; Τι θα σκεφτόταν; Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου, πίστευε τότε… Τι στο διάτανο συνέβη και ξύπνησε ξανά στο… παρελθόν;
Πορνεία, φτώχια, αδικία, έγκλημα, εκμετάλλευση, αμορφωσιά, κτηνωδία…
Αποτύχαμε…
Διαφθορά, πόλεμοι, έμποροι ναρκωτικών, έμποροι όπλων, νεοναζί, ρατσιστές στους δρόμους, χούλιγκανς στα γήπεδα, αλήτες στα κοινοβούλια…
Αποτύχαμε οικτρά!
Μπορεί τα ρούχα να άλλαξαν, τα μαύρα πολυτελή αυτοκίνητα να γέμισαν τους δρόμους, η τεχνολογία να έχει αποκοιμίσει όλο τον πλανήτη… η κοπέλα δεν θα ξεγελιόταν… θα πικραινόταν βαθιά όμως… τίποτε δεν άλλαξε… το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές…
Η ιστορία επαναλαμβάνεται… με τελετουργική ακρίβεια, με ενοχλητική κανονικότητα…
Λες κι είναι έτοιμο πάντα ένα πιστόλι να περιμένει σε ένα ξεχασμένο συρτάρι εκείνον που θα το νιώσει στην παλάμη του. Αρκεί να οικοιωθείς με το μέγεθος, να το ζυγιάσεις καλά, να το φορέσεις όμορφα μέσα στη χούφτα σου… μέσα στη ψυχή σου… να το χαϊδέψεις ερωτικά, να το κανακέψεις… κι ύστερα, αρκεί το δάχτυλο να πιέσει απαλά τη σκανδάλη…


Wine cellar