Σάββατο, Μαρτίου 01, 2025

το Μεγάλο Φονικό...



Η αλήθεια έκρυψε στην αγκαλιά της το Μεγάλο Φονικό και το προστάτεψε όπως η μητέρα το θηλάζον βρέφος.
Χωρίς τις λευκές ημέρες να το απειλούν.
Με αθέατο το αίμα.
Λυπόταν όμως ακόμα και τα ελάχιστα ίχνη ελπίδας είναι πολύτιμα.
Εκείνος που οφείλει να ακολουθήσει θα διαβεί το σκοτεινό δρυμό. Αφύλαχτος, απαθής, αθώος.
Και ο ερχομός του έχει την αξία του νερού στην έρημο.
Και του ασπασμού του εραστή στα διψασμένα χείλη του ερωμένου.
Ως και ο ουρανός γονατίζει για να το υποδεχθεί.
Σιωπηλός και φρόνιμος.
Εκείνος που αναμένεται θα διαβεί το σκοτεινό δρυμό και η αποστολή του είναι η δυσκολότερη που περιέχουν οι πρώτες αφηγήσεις και τα λόγια των παλαιών.
Ό,τι απέμεινε από τη σοφία τους κινδυνεύει να χαθεί μέσα στο αρχαίο δάσος αν εκείνος που αναμένεται αποκλειστεί, δεν περάσει.
Και η αλήθεια τον περιμένει.
Και θωπεύει το δόρυ που θα τον διατρήσει.
Και βρεφουργεί το βλέμμα που θα τον αλώσει.
Ο ερχόμενος θα το αναγνωρίσει.
Όμως μονάχα την ύστατη στιγμή.
Θα είναι αργά γι αυτόν.
Θα γείρει και το αίμα του θα ρεύσει από τις πρησμένες φλέβες για να δώσει ζωή ξανά στο καθεύδον σώμα.

Όμως θα απλώνεται πάντα πίσω του το δάσος.

Για ό,τι γεννιέται και πεθαίνει μέσα σ’αυτό δεν υπάρχουν αφηγήσεις.

Υπάρχει μόνο το ειναιικό όνειρο της α-νόητης καθόδου της Ύπαρξης.

Κι αυτό δεν μοιράζεται…

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025

Μάρτυρας και Μονομάχος...


Εκείνο που κάποιος περιφρονεί, δεν επιτρέπεται και να το πολεμήσει
(Φρ. Νίτσε, Ecce Homo, μετ.: Δ. Λιαντίνης)


Τι είναι αυτό που ρήμαξε τη Ρώμη;
Όχι την Αιώνια Πόλη του Βιργίλιου, του Οράτιου, έστω και του Σενέκα. Ούτε καν τις 40 κατάφρακτες λεγεώνες του Οκταβιανού Αυγούστου, του Αδριανού και του στωικού Μάρκου Αυρήλιου.
Ρωτάω, τι είναι αυτό που ρήμαξε εσωτερικά τη Ρώμη, που την έφαγε σιγά σιγά όπως το σαράκι το ξύλο και το σκουλήκι τον καρπό;
Τι είναι αυτό που της ρούφηξε το πορφυρό της αίμα και της στέρησε τις ανάσες και το βλέμμα;
Πώς έγινε τούτη η σκανδαλώδης αναστροφή της πορείας του Ανίκητου Ήλιου και ξημέρωσε κάποια μέρα από τη Δύση κι άρχισε να ουρανοδρομεί προς την Ανατολή;
Ο μάρτυρας δεν ξεκοίλιασε το μονομάχο. Αυτά δεν γίνονται ούτε στις βλάσφημες χολιγουντιανές υπερπαραγωγές με τους εξωφρενικούς προϋπολογισμούς και τα παραπλανητικά εφέ. 
Όλα τελικά μια πελώρια παραπλάνηση όμως δεν είναι;

Κι όμως, ο μάρτυρας λύγισε το μονομάχο.

Ο χριστιανός πάτησε στο λαιμό το πεινασμένο, ξεδοντιάρικο και σκελετωμένο λιοντάρι της αρένας του Σίρκους Μάξιμους και ξεπουπούλιασε τον ημιθανή ρωμαϊκό αετό και τον άφησε σωριασμένο στον αμμουδερό στίβο βορρά του χρόνου και της λήθης.
Ήταν μια αρρώστια στα σωθικά του αρχαίου κόσμου που εξαλλάχθηκε αργά και μοιραία σε πολλαπλούς όγκους κι απλώθηκε θανατηφόρα και λυτρωτικά στο μυαλό και το σώμα του ή μήπως ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης που κάποτε θα κυριαρχούσε στο παγανιστικό στερέωμα της απέραντης αυτοκρατορίας των Καισάρων; 

Ο μάρτυρας μέσα μου ξέρει την απάντηση και κάθε φορά που τον ξεντεριάζει ηδονικά ο χαμογελαστός μονομάχος μου, αντι-χαμογελά κι αυτός με περιφρόνηση.
«Θα ξαναγεννηθώ!», του φωνάζει καθώς το σπαθί χώνεται με έφοδο στα εσώτερά του και το αίμα ξεχύνεται κρουνός. «Γιατί δεν μπορείς να με σκοτώσεις!», του λέει με το μαύρο αίμα να ραπίζει το δολοφόνο του στα μπράτσα.
Ο μάρτυρας μέσα μου το ξέρει και χαμογελά από οίκτο και αηδία προς το θηριώδη μονομάχο με τους πελεκητούς μυώνες και το κόκκινο βλέμμα. Κι αυτό που ξέρει είναι πως όσες φορές κι αν τον σκοτώσεις δεν τον αφανίζεις.
Τον δυναμώνεις μόνο.
Υποχωρεί για λίγο ύστερα από κάθε φόνο. Οπισθοβατεί και γονατίζει. Όμως περιμένει.
Είναι νεκρός και ξέρει πως το να περιμένεις είναι κάτι πάνω από αρετή.
Είναι ιστορία και μέλλον.

Τι στο δαίμονα όμως πήγε στραβά και ο πιο σφριγηλός και ρωμαλέος πολεμιστής που γνώρισε ποτέ ο κόσμος έγινε κονιορτός ρυπαρός και λάσπη και στάχτη για να πατήσει πάνω το ξυπόλητο πόδι του κουρελιάρη ασκητή και το πασούμι του επισκόπου με τη Βίβλο στο ένα χέρι και τη ράβδο στο άλλο;
Πώς έγινε διάολε και το πιο θαυμαστό και άρτιο οικοδόμημα που θαύμασαν οι ήπειροι και τραγούδησαν οι θάλασσες κι έχτισε ό,τι ξέρουμε και ό,τι δεν ξέρουμε 50 γενιές αργότερα, έπεσε στα τέσσερα και μέριασε για να περάσουν ο ζηλωτής στυλίτης με το λιγδιασμένο κρανίο που αχνίζει απ’τις προσευχές και ο νηστικός θεολόγος της ερήμου με τα κιτρινιασμένα δόντια;

Οπτιμάτοι αλαζόνες και καλοθρεμμένοι πατρίκιοι, οι Κλαύδιοι, οι Σκιπίωνες και οι Κορνήλιοι, οι Ιούλιοι, οι Φλάβιοι και οι Αντωνίνοι, συγκλητικοί υπερόπτες και τροπαιοφόροι θριαμβευτές που τους έτρεμε η Παλαιστίνη, η Καρθαγένη και οι τρομερές ημιάγριες φυλές βόρεια του Ρήνου, έγιναν οστά ακάθαρτα και μνήμες και κλαυθμοί γοεροί και σκιρτήματα ανέμων σαν λυπητερά μνημόσυνα μπροστά στο ρασοφόρο με το άγρυπνο βλέμμα και το χνώτο βρώμικο απ’της νηστείας την άσκηση.
Πώς έγινε;

«Μα, πώς να νικήσεις τους νεκρούς;»
Έτσι μου απαντά ο μάρτυρας μέσα μου και κάνει το μονομάχο να στέκει βουβός, με την απληστία του αίματος να στάζει απ’τα κύτταρα του είναι του.
Πώς να νικήσεις τους νεκρούς;
Τους ζωντανούς παλεύει ο μονομάχος μέσα μου.
Γι αυτό εκπαιδεύτηκε κι αυτό τελειοποίησε σαν αλάθητη νικηφόρα μηχανή των πολέμων. Γιατί ηττημένος από μάχες με τους ζωντανούς δεν γύρισε ποτέ ο μονομάχος.
Όμως…
Πώς να νικήσεις τους νεκρούς;
Κι οι νεκροί είναι μυριάδες… και είναι άφοβοι και απρόσιτοι από φθορά και πόνο και δυστυχία και ερήμωση…
Ό,τι πεθαίνει μέσα μας είναι προορισμένο κάποτε να επιστρέψει.
Θα σηκωθεί μια μέρα και θα ζητήσει λόγο.
Θα ζητήσει αίμα, το αίμα του και στο πολλαπλάσιο.
Και αυτό το φόρο δεν μπορείς, δεν το αποτολμάς να τον αποφύγεις.
Θα τον πληρώσεις. Και θα περιμένεις τον επόμενο.
Μονάχα που δεν θα τον πληρώσεις με την παρουσία σου. 
Θα τον πληρώσεις με την απουσία σου.
Κι αυτό γιατί δικαιοσύνη δεν αποδίδεται ποτέ όταν ασπάζεσαι το χέρι του δήμιού σου.
Κι ούτε η τρικυμία της οργής σου αποδίδει δικαιοσύνη όταν ο μονομάχος σου αποκόπτει κεφάλια με ηδύτητα και τέρψη.
Αυτό που βλέπεις σαν ‘απόδοση’ δικαίου είναι μια οφθαλμαπάτη, μια σύγχυση, ένα ντελίριο.
Εκείνο που θα αποκατασταθεί, θα γίνει κάποτε, όταν πρέπει.
Όταν εσύ θα λείπεις.
Έτσι πρέπει.
Γιατί όταν συμμετέχεις ενεργά στο δικαστήριο, τότε η δικαιοσύνη και η αποκατάσταση γίνονται εκδίκηση και ο δικαστής είναι ο μονομάχος σου μασκαρεμένος.

Το σιωπηλό αναχωρητή, τον αυστηρό ασκητή, τον άρχοντα της μοναξιάς και τον ιππότη του Αχανούς εσύ να περιμένεις.
Αυτός θα έρθει κάποτε με τα γυμνά πόδια και τα μάτια πυρωμένα κάρβουνα.
Αυτός θα έρθει νυχτοβάτης όταν εσύ θα λείπεις.
Και θα περάσει πάνω απ’το κουφάρι του Αήττητου Ήλιου του εγώ σου.
Και τότε, ένας απόηχος, σαν μακρινή μουσική απ’τα λαρύγγια του Αχανούς και τα έγκατα της Ύπαρξης θ’ακουστεί.
Θα έχει σημάνει η καμπάνα της δικαίωσης που επιτέλους δόθηκε.
Κι αν εκεί που βρίσκεσαι το μπορείς
να αγαλλιάσεις.

Σου επιτρέπεται…

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 13, 2025

Ε ρ π ε τ ό...


 Illumination of Serpent
Mound See1,Do1,Teach1's photostream


Έγκατα

Η Μήτρα… το Αρχαίο Στόμα… οι δυο γηρασμένοι Πνεύμονες που πάλλονται από το βρόμικο φως… το Έρπον Πυρ… φυλακισμένες ιαχές στο υγρό δώμα του Άιν Σοφ… ιαχές… ιαχές… η Κλείδα των Πυροναυτών… έγκλειστοι υποχρεούμενοι σε νεκρολαγνικές τελετές… και το απόστατο Σώμα που σώθηκε από τον Ίακχο και το Ναζαρηνό…

Τόσος πόθος…
Τόση λαγνεία…
Τόση λαχτάρα αθανασίας…
Τόσο αίμα από βρέφη νεκρά…

Η Ιεριχώ…

Γοφοί… λαγόνια… πρησμένα στήθη… διχαλωτή γλώσσα… ο οφθαλμός του αδελφού… το δεδικασμένο των παλαιών πολεμιστών… οι ανάπηροι… οι ακέραιοι… οι τρωγλοδύτες… οι πόρνοι… οι σεσωσμένοι…
Και ρώτησε τον εαυτό του: είναι πιο αληθινό το Είδωλο από τον Καθρέφτη;
Και ρώτησε τον Φύλακα: είναι εμβόλιμα τα όνειρα θανάτου στους ανθρώπους;
Και ρώτησε τον Έκπτωτο: είναι η Εδέμ ένα πορνείο ψυχών;

Η Τροία…

Και ρώτησε την Αφροδίτη: είναι ο πόλεμος πιο βδελυρός από το βλέμμα;
Και ρώτησε τον Ερμαφρόδιτο: είναι ο κόσμος πιο νοσηρός από το αίμα;
Και ρώτησε τον Ιανό: είναι ο άνθρωπος πιο μόνος από την προσευχή του;

Η Ρώμη…

  

Αυτό(ς) που έρπει

Οι δυο άνθρωποι αναζητούσαν τα χέρια τους. Ξεκινούσαν κάθε πρωί, κάθε αυγή με την ίδια ελπίδα, με τον ίδιο σπαραγμό, με την ίδια σιωπή. Εκείνος όδευε πάντοτε στη Δύση, εκείνη στην Ανατολή. Στο τέλος της ημέρας, έπιναν νερό από τον φλογισμένο ποταμό και έκαναν έρωτα. Στο τέλος της ημέρας κλείνονταν στο Σπήλαιο και χάραζαν στο βράχο την ανάσα τους. Στο τέλος της ημέρας, σφάλιζε ο ένας τα μάτια του άλλου με ένα φιλί και κοιμόντουσαν.
Δεν είχαν όνειρα.
Ποτέ.
Δεν είχαν άγγιγμα.
Είχαν δηώσει τα σώματα.
Χωρίς το άγγιγμα.
Δεν είχαν χέρια.
Δεν είχαν βλέμμα.

Μια μέρα…

Εκείνος ανακάλυψε τα δικά της χέρια.
Περίμενε ως το τέλος της ημέρας για να της μιλήσει.
Αλλά εκείνη δεν επιτρεπόταν να τον πλησιάσει πια. Δεν επιτρεπόταν πια να τον πλησιάζει. Δεν επιτρεπόταν ούτε την ανάσα της να μοιράζεται μαζί του.
Εκείνος φόρεσε τα χέρια της και το επόμενο πρωί έφυγε από το Σπήλαιο.
Δεν θα έδινε ποτέ την εντολή στα χέρια του να τον υπακούσουν.
Έφυγε από το Σπήλαιο δακρυσμένος.

Έρποντας…


 Στύγα

Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο λεπρός, ένας μικρός άγγελος με αχνογάλαζα φτερά ήρθε κοντά του.
Πάρε με κοντά σου, του ψιθύρισε.
Ο λεπρός τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και ξαναβγήκε με τη μορφή ερπετού.
Την ώρα που βουτούσε στα νερά η πόρνη, ένας μικρός άγγελος με αχνοπόρφυρα φτερά την πλησίασε.
Φίλησέ με, της είπε.
Εκείνη τον αγνόησε.
Βούτηξε στα σκοτεινά νερά. Και όταν ξαναβγήκε, ήταν ερπετό.
Την ώρα που βουτούσε στα νερά ο άγιος, ένας μικρός δαίμονας με φλογισμένη σάρκα και κατακόκκινα μάτια τον ζύγωσε.
Δώσε μου να πιω, τον παρακάλεσε.
Ο άγιος τον σπλαχνίστηκε. Έβαλε τις χούφτες του στο νερό και του προσέφερε νερό.
Ο δαίμονας ήπιε με απληστία το νερό.

Έγινε ερπετό και δάγκωσε τον άγιο στο λαιμό.

  

Ύψιλον

Φορούσε στο λαιμό της εκείνο το μενταγιόν.Με την τιρκουάζ μικρή πετρούλα.
Πήγαινε κάθε απόγευμα δίπλα στη μικρή λίμνη.
Ψιθύριζε το όνομά του.
Τον καλούσε κοντά της.
Εκείνος, έβγαινε μετά από λίγο από το νερό και έρποντας, δειλά δειλά, πλησίαζε κοντά της.
Δεν τον φοβόταν.
Όχι, δεν τον φοβόταν.
Ήξερε πως ήταν απαίσιος στην όψη, πως ήταν ένα αρχαίο πλάσμα, ένα τέρας.
Τον συμπονούσε.
Η καρδιά της είχε έναν ωκεανό τρυφερότητας γι’αυτό το τέρας.
Κάθε απόγευμα του τραγουδούσε.
Κάθε απόγευμα του μιλούσε για τα όνειρά της, τις περιπέτειες της ημέρας, τα ασήμαντα που γέμιζαν τη ζωή της.
Κι εκείνος την άκουγε.
Κι εκείνος γρύλλιζε και ανάσαινε βαριά και σταθερά.
Πονούσε.
Πέθαινε…
Το είχε καταλάβει.
Κάθε απόγευμα άκουγε το ρόγχο του να γίνεται όλο και πιο ακανόνιστος, βαθύς, άρρωστος.

Κι ένα απόγευμα…

Καθώς του μιλούσε για όσα είχε περάσει στο πρωινό της, ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια της και γύρισε και τον αντίκρισε.
Το πλάσμα αιφνιδιάστηκε, αναδιπλώθηκε, συρρικνώθηκε και τεντώθηκε ξανά μακριά της. Έβγαλε έναν σπαραχτικό ήχο και άρχισε να έρπει ξανά προς τη ρηχή λίμνη.
Εκείνη σηκώθηκε, άπλωσε το μικρό της χέρι, τον κράτησε. Ένιωσε στα δάχτυλά της τη σάρκα του. Δεν αηδίασε, δεν μόρφασε.
Τον αγαπούσε.
Έκλεισε ξανά τα μάτια της.
Το πλάσμα άρχισε να βγάζει ένα παράξενο ήχο από τα σωθικά του.
Η σάρκα του έκαιγε αλλά η εκείνη δεν τον άφηνε. Δεν θα τον εγκατέλειπε.
Ποτέ.
Άνοιξε την καρδιά της και από μέσα της ξεχύθηκε όλη της η αγάπη.
Το πλάσμα ησύχασε.
Ύστερα από λίγο δεν τον ένιωθε πια.
Ύστερα από λίγο άνοιξε τα μάτια της.
Ξανά.
Χαμογέλασε.
Δάκρυσε.
Μια μικρή πεταλούδα βρισκόταν μέσα στην παλάμη της.
Με χρυσοκίτρινα φτερά.
Κι ένα καταγάλανο Υ ζωγραφισμένο πάνω τους.
Λες και την κοιτούσε.

Την κοιτούσε…