Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2016

Ντεσπεράντος...



Έτσι κι αλλιώς, είμαστε ανολοκλήρωτες ιστορίες… λέξεις σε επικλήσεις βλάσφημες ενός αρχαίου γίγαντα που στέκει φύλακας του Άδειου έξω από την Μεγάλη Μήτρα, την Ιερή Σπηλιά.
Λέξεις είμαστε που δεν έγιναν προτάσεις, που δεν πρόλαβαν να γίνουν Λόγος και αιωρούνται αιώνια στο ατέρμονο, αφιλόξενο σύμπαν…

Έτσι κι αλλιώς είμαστε ξένοι…

Γεννηθήκαμε από τη πρόστυχη ονείρωξη του Όντος να υπάρξει, να εκδηλωθεί, να μοιράσει το λίπος του σε όλες τις διαστάσεις.
Και κάποια στιγμή, στο μισοφαγωμένο κάποτε, τούτη η ονείρωξη μπερδεύτηκε με τον ευγενικό χορό των άστρων… μολυνθήκαμε από ζωή… και δεν ξέραμε πώς είναι να ζει κανείς…

Περιπλανιόμαστε…

Κι έχουμε στο χτες αφημένες χίλιες αιωνιότητες που δεν ξέραμε τους εαυτούς μας…
Κι έχουμε στο σήμερα, εκτάσεις από εγωικές πόρνες λαγνείες για το Χρόνο…
Κι έχουμε στο αύριο ένα κορμί που καίει από τις πυρογραφίες του Ονειρουργού…

Περιπλανιόμαστε και πονάμε…

Ετσι κι αλλιώς ελάχιστοι θα επιβιώσουν από τη ζωή... Ισως κανένας...
Πολύ λιγότεροι όσων θα επιβιώσουν απ το θάνατο...
Αν εξαιρέσεις το θαυματωμένο Απρόσμενο του ερωτικου λυγμού είμαστε πεντάρφανοι...
Ντεσπεράντος στη Γη των Πρώην Εκλεκτών...
Κι όμως, δεν πειράζει
Όσοι απο εμάς τα καταφέρουν θα αφηγηθούν την αρχη του κόσμου στους σπλαχνικούς αιμοδότες των Ονείρων...
Το τέλος του κόσμου όμως δεν πρόκειται να το ψελλίσει κανείς...
Από τον αρχαίο τρόμο... πως ό,τι εκφράζεται, ό,τι ιστορείται, ό,τι μιλιέται ανοιχτά
έχει ήδη γίνει...

Και δεν μας περιέχει πια...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 15, 2016

Για εκείνες τις νάρκες που δεν σκάνε όταν τις πατάς…




Άκουσα εκείνον που έλεγε
Με νάρκωσε αυτή η αγάπη…
Άκουσα εκείνην
Με εκδικήθηκες με το επίμονο βλέμμα σου… ήμουν γυμνή πάντοτε μπροστά σου…
Άκουσα κάποιον ακόμα
Αυτό που λατρέψαμε στους Ήρωες ήταν ότι κατέκτησαν το δικαίωμα να πεθάνουν… δεν σύρθηκαν ως το κατώφλι του τέλους… ζηλέψαμε ότι εφέλκυσαν το κινδυνώδες του βίου αλλά περισσότερο το ιερό τους διάσημο… αυτό του θανάτου μετά από μια πλήρη ζωή…
Κι ακόμα έναν
Ο χριστιανισμός δεν θα παρακμάσει ποτέ… θα τελειώσει μαζί με τον άνθρωπο… ούτε στιγμή πριν… γιατί ταιριάζει απόλυτα με το ψυχισμό του ανθρώπου… το νοσηρό του ψυχισμού του… το σαδομαζοχιστικό ανάγλυφο και τα έγκατα του απείρου του… ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, πίστη ή φιλοσοφική οδός… είναι Το Υπόγειο… ο Ποταμός... η Ιαχή… το Παραλήρημα του Ερπετού…
Κάποιος είπε
Λιμνάζω μαζί σου…
Ήταν η φωνή της
Με λήστεψες…
Διέκρινα στα λόγια της
Συνεχίζω να ζω από περιέργεια…
Κι εκείνος
Τα ιστορικά δρώμενα δεν έχουν καμιά ουσιαστική αξία. Πριν από μένα δεν υπάρχει τίποτα. Ένα φαντασιακό κράμα, ένα αμάλγαμα από αλήθειες και ψεύδη… ανοησίες που κάποιο έγραψαν κάποτε… δεν με ενδιαφέρει, δεν πρέπει να χάνεις χρόνο μ’ αυτά… κάνε ιστορία αυτό που ζεις… για σένα… το αύριο, μόνο αυτό να σε νοιάζει…
Μίλησε κάπως έτσι
Η μοναξιά χειροτερεύει κάθε φορά που φεύγεις… κάθε φορά είναι βαρύτερη από την προηγούμενη… όταν δεν σε είχα δεν το ένιωθα αυτό… τώρα πονάω… ίσως η συντροφικότητα να είναι κατάρα…
Τα λόγια του ήταν
Είδα ένα παράξενο όνειρο… βρισκόμουν σε ένα παλιό, άδειο, βρώμικο σπίτι… μου ήταν οικείο… και δεν ήταν… κανείς μέσα… κανείς έξω… περιπλανιόμουν στα άδεια δωμάτια, δεν ξέρω γιατί… κάποια στιγμή γύρισα και είδα τον πατέρα μου… δεν ένιωσα καμιά ζεστασιά… μονάχα φρίκη… ήταν γεμάτος αίματα… από το χτύπημα καθώς έπεσε στο πάτωμα… το δεξί μισό του πρόσωπο ήταν κατάμαυρο… ‘την επόμενη φορά’… αυτό ψέλλισε κι εγώ τον προσπέρασα ουρλιάζοντας άηχα και συνέχισα να περιπλανιέμαι στο αχανές σπίτι με τα άπειρα δωμάτια… και δεν έβρισκα την έξοδο…
Του είπε
Το Ερπετό σε γέννησε… μην το περιφρονείς… μην το αρνείσαι…
Κάποιος άλλος είπε
Απ’ όλα φοβάμαι πιο πολύ την άνοια… το ότι θα αρχίσω κάποια στιγμή να ξεχνώ… να μην αναγνωρίζω, να μη θυμάμαι… την απώλεια του εαυτού… τρέμω σε τούτη τη σκέψη…
Ήταν δικά της λόγια
Υπάρχουν νάρκες που δεν σκάνε όταν τις πατάς. Ναι… τώρα το ξέρω… είναι άηχες, αόρατες και θανατηφόρες… μονάχα που δεν βλέπεις το πόδι σου κομμένο, το αίμα να τρέχει, ο πόνος να σε μουδιάζει… δεν βλέπεις τίποτα, δεν νιώθεις τίποτα… τρέχει το δηλητήριο μέσα στις φλέβες σου αργά αργά… είναι σχεδόν ευχάριστο, υπνωτιστικό… μαυλιστικό… ξεχνιέσαι στη ζωή αυτή που είναι θάνατος… ξεχνιέσαι… είναι νάρκες που φέρνουν τη λήθη της ζωής, που σε πλημμυρίζουν με όλες εκείνες τις άθλιες βεβαιότητες για τη ζωή… πόσα ψέματα… πόσα ψέματα…
Τον άκουσα να λέει τα εξής
Για να πετάξει από πάνω του τη θεότητα… γι αυτό σταυρώθηκε ο Ναζωραίος… όπως ένα ρούχο που μισείς… έτσι το πέταξε… δεν έγινε Χριστός ο Ιησούς όταν βαφτίστηκε… έγινε όταν σταυρώθηκε… και απαλλάχθηκε από το φορτίο…
Μιλούσε
Όταν σε πρωτόδα μου κόπηκε η ανάσα… θυμάμαι πως είπα μέσα μου: ‘Τι θα κάνεις τώρα; Σκέψου τι θα κάνεις τώρα!' Τρομοκρατήθηκα… τι δουλειά είχα εγώ με σένα; Ερχόσουν από απέναντι… περνούσες το δρόμο και χαμογελούσες… είχα τρελαθεί από αγωνία… ‘είμαι ζωντανός’… αυτό είπα ένα δευτερόλεπτο πριν σου δώσω για πρώτη φορά το χέρι μου και το βλέμμα σου χωθεί στη ψυχή μου… από τότε σε φιλοξενώ…
Κάποιος ακόμη είπε
Οι εμφύλιοι πόλεμοι οι μόνοι τραγικά ‘αληθινοί’… ως πότε θα επαναλαμβάνουμε το φόνο του Άβελ από τον Κάιν;… ως τη στιγμή που το Εν θα εναρμονίσει τον εαυτό Του με το Όλο και θα αρνηθεί την ίδια του την υπόσταση… από τη στιγμή που το οτιδήποτε αποκτά υπόσταση και συνείδησή της, αρχίζει ο πόλεμος… κάποιος πόλεμος… όπως μέσα έτσι και έξω… ακόμη και ο καρκίνος είναι κάτι τέτοιο… κύτταρα εναντίον κυττάρων… εμείς εναντίον ημών… στο διηνεκές… ακόμα κι αν έμενε ένας πάνω στη Γη, δεν θα πέθαινε από γηρατειά… θα αυτοκτονούσε… κι όχι από θλίψη…
Του είπε
Με χαράζει το βλέμμα σου… μείνε μακριά μου…
Της είπε
Αν πρέπει για να σε νιώσω να μείνω τυφλός, θα το κάνω…
Κάποιος που άκουσα
Η γιαγιά πάνω απ’ το νεκροκρέβατο του άντρα της ήταν θλιμμένη και μαζί χαμογελαστή… έκλαιγε και μειδιούσε… ‘τα’χει χάσει’, είπε κάποιος δίπλα της, ‘ο αφόρητος πόνος’, δογμάτισε κάποιος άλλος… η γιαγιά κάτι ψέλλισε… μια γυναίκα έσκυψε κοντά της να ακούσει… ‘Ελευθερία’, ανακοίνωσε μετά και τα δόντια της προεξείχαν σαν σάπια έμβολα από τα χείλια της. ‘Αυτό λέει η γιαγιά. Ναι γιαγιά, ελευθερώθηκε ο άντρας σου’, είπε η γυναίκα με εκείνο το ελεεινό χαμόγελο της συγκατάβασης. Δεν μιλούσε βέβαια για κείνον η γριά χήρα.
Κάποια που ήθελε να ακουστεί
Αυτά τα ευγενικά σου μάτια… αυτά αγάπησα κι αυτά μίσησα περισσότερο… πώς τολμάς να κοιτάζεις γύρω σου με αυτό το βλέμμα; Πώς να σου αρνηθεί οποιοσδήποτε οτιδήποτε όταν τον ληστεύεις με αυτό το βλέμμα; Πώς να σε μαχηθεί ο άλλος όταν είναι ήδη νικημένος; Πώς περιμένεις αυτό που γοήτευσες να μην διεκδικήσει κάποτε τον εαυτό του, το χώρο του, το οξυγόνο που του στέρησες; Μίσος είναι η αναζήτηση οξυγόνου… με κάθε τρόπο… έστω κι αν αυτό σημαίνει να το στερηθείς εσύ…
Είπε στοχαζόμενος
Υπάρχουν κάποιες νάρκες που δεν μπορείς να τις δεις… όμως υπάρχουν κι αυτές που επιλέγεις να μην δεις και να περπατήσεις πάνω τους… είσαι περίεργος… θέλεις να δοκιμάσεις την τύχη σου… θέλεις να γευτείς την αδρεναλίνη στο στόμα σου… θέλεις να ζήσεις εκείνη την αιώνια στιγμή που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο… θέλεις να ζείς όταν θα πεθαίνεις… να αισθανθείς αυτό που θα είναι πια για σένα το αιώνιο… δεν ξέρεις αν η νάρκη θα σε τινάξει στον αέρα ή θα είναι κι αυτή μια υπόσχεση που θα μείνει υπόσχεση… όπως εσύ… μια υπόσχεση ότι θα γίνεις κάτι που δεν έγινες… ότι θα ζήσεις αυτά που δεν έζησες… ότι θα γνωρίσεις αυτούς που δεν γνώρισες, θα ταξιδέψεις εκεί που δεν ταξίδεψες… αν η νάρκη δεν είναι κι αυτή μια υπόσχεση κι αν εκραγεί, τουλάχιστον κάτι στη ζωή σου θα είναι επιτέλους αληθινό… κι ας σε σκοτώσει… αν δεν είναι αληθινή τότε… μπορείς να ελπίζεις πως μπροστά σου απλώνεται ένα απέραντο ναρκοπέδιο…

Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2016

Μαγικές επαφές, τραγικές σχέσεις




Ο
‘ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ’ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ. Είναι εδώ. Σημερινός, συγκαιρινός, σύγχρονος, ενεργός. Η ανθρωπότητα τον προετοίμαζε στα σπλάχνα της για δεκαετίες. Ίσως για αιώνες. Και τώρα τον εξαπολύει όπως κάποτε την πανούκλα και πιο πρόσφατα, το AIDS. Ο ελευθέρως καλπάζων ολετήρ σε όλη του τη μεγαλοπρεπή φρίκη. Είναι ακμαίος, άλκιμος, σθεναρός και αν όχι εσθλός, σίγουρα θαλερός και παλλόμενος. Ο α-σχεσιακός, απόλυτα πολυ-επαφικός άνθρωπος ζει ανάμεσά μας. Μέσα μας. Παντού. Και δημιουργεί. Τι; Την εξάλειψη όσων απέμειναν για να θυμίζουν πως κάποτε υπήρχε σ’ αυτόν τον μπλε πλανήτη ανθρωπότητα. Ανθρωπότητα ονείρων, οραμάτων, πολιτισμών, επιτεύξεων. Ανθρωπότητα όρθιων ανθρώπων, όρθιων κεφαλιών, όρθιων βλεμμάτων. Ανθρωπότητα του βλέμματος. Κι όλο αυτό πρέπει να σβήσει.
Κι αυτό, βεβαίως, θα γίνει. Σύντομα, μέσα σε μια, το πολύ δυο γενιές. Θα γίνει ολοκληρωτικά. Εσωτερικά και εξωτερικά. Όπως μέσα έτσι και έξω. Όπως άνω έτσι και κάτω…
Για πολλούς αιώνες είχαμε ξεγελαστεί. Όλοι μας. Ποιητές, φιλόσοφοι, παπάδες, αγρότες, τεχνητάδες. Ναυτικοί, νοικοκυρές, στρατιώτες, εσωτεριστές. Άπαντες και απαξάπαντες. Είχαμε βυθιστεί στη ραστώνη των… σχέσεων. Κάποιος μας είχε κάνει μάγια. Από την αυγή της ανθρωπότητας. Από τον Αδάμ κιόλας. Έστω από την εποχή του Νώε. Κάποιος μας είχε ρίξει κάτι στο νερό, στο χυλό και στο κουρκούτι. Κάποιος μας είχε πείσει ότι όλα είναι σχέσεις. Το κάθε τι, το μικρό και το μεγάλο. Το ασήμαντο και το σπουδαίο. Το έλασσον και το μείζον, καθώς θα λέγανε και οι σπουδαγμένοι άλλων εποχών. Και όλοι είχαμε φάει το μήλο όπως η Χιονάτη και δηλητηριαστήκαμε. Πέσαμε σε λήθαργο και ματαίως αναμέναμε το πριγκιπόπουλο να έρθει να μας φιλήσει και να πάρουμε τα πάνω μας. Μόνο τα κάτω μας παίρναμε. Επί αιώνες. Και το παραμύθι συνεχιζόταν. Και πλούταινε και βάθαινε. Σχέση με το μέσα μας, σχέση με το έξω μας, σχέση με τα ποτάμια, τις ραχούλες, τα δεντράκια. Σχέση με το γείτονα, σχέση με τη γειτόνισσα, σχέση με τα έμψυχα, τα άψυχα. Σχέση με το χρόνο, με τον πόνο, με το άσχημο και το ωραίο. Σχέση με το Θεό ακόμη και με το διάβολο (έξω από δω βεβαίως!). Σχέσεις παντού ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν σχέσεις. Σε κενό αέρος ας πούμε ή στο μαύρο κι άραχλο σύμπαν. Σχέση με τα συναισθήματά μας, με τις σκέψεις μας, με τη ‘σκιά’ μας. Σχέση με το στομάχι μας, τους νεφρούς και τα προϊόντα του μεταβολισμού μας.
Δεν ήταν απλώς μάγια αυτά… ήταν η μεγαλύτερη συνωμοσία που υπήρξε ποτέ σε τούτο το μοναχικό, δύσμοιρο και αεί περιστρεφόμενο πλανήτη… η μεγάλη συνωμοσία των σχέσεων ενάντια στην… εξέλιξή μας!
Και τι καταφέραμε;
Μια τρύπα στο νερό και μάλιστα τόσο μεγάλη που το νερό κοντεύει πλέον να εξαφανιστεί από τον ωραίο και πάλαι δροσερό μας πλανήτη. Τρύπα στο κεφάλι μας, στη σκέψη μας και στις… σχέσεις μας. Και όχι μόνο μια τρύπα. Τρύπες πολλές, μεγάλες και μικρές. Ό,τι εισέρχεται εξέρχεται… κι εμείς τενεκέδες αγάνωτοι… χιλιοτρυπημένοι.
Ναι, αλλά τι καταφέραμε όσο κοιμόμασταν όπως η αγνή Χιονάτη τον ύπνο των μακάρων;
Να φτιάξουμε επιστήμες… να γίνουμε πολλοί… να είμαστε καλά, γεροί και δυνατοί μέχρι να ψοφολογήσουμε… να γαμ… μέχρι να πεθάνουμε σε βαθύ γήρας και να αναμένουμε το γέρας… ποιο θα είναι αυτό; Η μετά θάνατον ζωή; Μα ζούμε ήδη πολύ εδώ… σκυλοβαρεθήκαμε να ζούμε… και σασπένς; Μεδέν!
Ναι, γίναμε πολλοί… πάρα πολλοί και δεν χωράμε!
Και μέχρι να πάρουν το πάνω χέρι οι τρισκατάρατοι του Διαφωτισμού και δήθεν πρόμαχοι της ‘ελεύθερης σκέψης και βούλησης του ανθρώπου’, ψευτοεπαναστάτες κομπλεξικοί, υπήρχε και μια Ιερά Εξέταση και έβαζε κάποια πράγματα στη θέση τους! Η Εκκλησία ήξερε τη δουλειά της και κράταγε λογαριασμό. Όπου σήκωνε κεφάλι ο θρασύς, το έκοβε. Όπου ξεμύτιζε ο εξυπνάκιας με το τηλεσκόπιο, τον έκαιγε. Όπου έβγαζε γλώσσα ο αλητήριος με τα μαθηματικά και τις αστρονομίες, τον έστελνε στο διάστημα να τα εξετάσει όλα εκ του σύνεγγυς. Ήξευρε τι έκαμνε η Εκκλησία.
Γιατί η Εκκλησία απεχθανόταν τις σχέσεις και τους ‘σχεσιακούς’. Όταν ξέρεις ποιος είσαι, τι είσαι και τι θέλεις, δεν δημιουργείς ‘σχέσεις’. Δεν απλώνεις τα κουλά σου πιο κει απ’ όπου τάχθηκες. Η Εκκλησία ήξερε τι θα πει να είσαι ακεραιωμένος, αυτάρκης, ενδοτραφής και αναφής. Πάει να πει ότι η Εκκλησία ήξερε κι εμείς δεν ξέραμε και όταν σηκώσαμε κεφάλι και τηλεσκόπια μας πήρε ο διάολος.
Αρχίσαμε να σχετιζόμαστε… με το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Με το σύμπαν, τα άστρα, τους πλανήτες. Με τους γύρω, τους μέσα και τους έξω. Το παρατραβήξαμε και κάποια στιγμή πιστέψαμε ότι γίναμε οι μεγάλοι αυτόνομοι, αυτοδύναμοι και παντοδύναμοι κυρίαρχοι του Κόσμου! Φυσικοί και Κοσμολόγοι, Γιατροί, Δόκτορες και Βιολόγοι. Επιστήμονες με ύφος και το αλάθητο στα χείλη και το φρύδι σηκωμένο με ειρωνεία στον αναλφάβητο.
Οι σχέσεις… αυτές φταίνε για όλα…
Και τη χαριστική βολή την έδωσε εκείνος ο τρελός με το σφυράκι… ο Σιγιμούνδος και όσοι τον ακολούθησαν… μας έβαλε όλους σε έναν καναπέ κι άρχισε ο λήρος και το κουβεντολόι… και τελειωμό δεν είχαν οι ‘ελεύθεροι συνειρμοί’ και οι ερμηνείες των ονείρων… τα καθάρματα οι γονείς φταίνε για όλα, όσα απώθησα στην εφηβεία, ο τρόμος της ενηλικίωσης… η κακούργα η κενωνία φταίει για όλα, η απόρριψη από τη γειτόνισσα, το κουλούρι που δεν μου αγόρασε η μαμά στην αγορά… ο στρατός, η εκκλησία, το κράτος φταίνε για όλα… ο γάμος, η φθορά του έρωτα, η μοχθηρή Σκιά, το Μεγάλο Στόμα φταίνε για όλα… και το ότι είμαι θνητός… ευάλωτο αχυράκι που το ταξιδεύει ο άνεμος δώθε κείθε… βόγκηξαν οι καναπέδες και στέναξαν τα γκρούπ θέραπις… όλα στο φως, όλα στο τραπέζι… όλα τα σφάγνω, όλα τα μαχαιρώγνω… και το μεγάλο και υπέροχο Αίνιγμα της Ζωής; Πήγε περίπατο… Και το Κεκρυμμένο Μυστήριο του Βίου; Μας τελείωσε…
Και οι σχέσεις; Αυτές ήδη αποτελούν έκθεμα στο Μουσείο της Ανθρώπινης Ανοησίας. Ο άνθρωπος του μέλλοντος είναι… τώρα.
Και είναι πολυ-επαφικός, μούλτι-διαδραστικός και έξτρα ούλτρα ρηχοεπιφανειακός… τα βάθη δεν χρειάζονται… οι σχέσεις δεν χρειάζονται… ο άλλος δεν χρειάζεται… αρκετά μας μόλυναν οι άλλοι… μέσα από τις σχέσεις κινδυνεύεις όπως με τον ιό της γρίπης… δεν φαίνεται το χάλι σου στην αρχή αλλά σιγά σιγά η μόλυνση προχωράει, η νόσος ανθίζει σαν ζόμπι τριαντάφυλλο μέσα σου, το ανοσοποιητικό σου σύστημα καταρρέει… η λύση δεν είναι ‘καλύτερες και υγιείς σχέσεις’ και άλλα των πρωινάδικων… η λύση είναι επαφές ‘ραν έντ γκαν’… η λύση είναι ‘χτύπα και φεύγα’… και άραγε ο άνθρωπος δεν είναι πλέον ‘ον ευθύνης;’ Ποτέ δεν ήταν… προσποιείτο ότι ήταν… έπαιζε ρόλους, φορούσε μανδύες, δυστυχούσε αιχμάλωτος… ήλθεν η απελευθέρωσις και τα σόσιαλ μίντια –δόξα στο Γιαραμπή- έδειξαν το δρόμο… Γίνε αυτό που πάντα ήθελες… ανώνυμος, απρόσωπος, πολυώνυμος, πολυπρόσωπος… γίνε αυτό που δεν είναι… αυτό που δεν σχετίζεται, δεν εμπλέκεται, δεν αιχμαλωτίζεται…
Γίνε, βίωσε και φεύγα… στο επόμενο προφίλ σε περιμένει μια νέα συναρπαστική περιπέτεια… ένα άλλο παράλληλο, υπέροχο σύμπαν…
Ο άνθρωπος του επόμενου αιώνα είναι τώρα…
Και η λέξη είναι παρακαλώ μπορεί να αρχίσει να ξεθωριάζει…



Humanity #21: Victim


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2016

Ενσυναίσθηση...




Ήταν κοντά του με τον τρόπο εκείνο, με τη στάση εκείνη που απαιτούσε η στιγμή. Η συμπαντιαία στιγμή της τρομακτικής επίγνωσης ότι το να είσαι μόνος είναι μια διάσταση που τα εξακτινώνει όλα στην αρχή τους… στον πυρήνα τους.. στη γέννησή τους. Στο αδιαμόρφωτο είναι τους.

Ήταν σα να είχε μπροστά της το πέπλο του Ανεκδήλωτου. Ριγούσε. Έτρεμε στη σκέψη τι θα συνέβαινε εάν ανασήκωνε τούτο το πέπλο. Πόσο εύθραυστη ήταν η ίδια η στιγμή! Το δικό του βήμα προς την Άβυσσο, η δική της ανάσα που φοβόταν πως θα μπορούσε να τα καταστρέψει όλα…

«Πέθανα τόσες φορές», ανάσανε περισσότερο παρά μίλησε. «Τόσες φορές… και δεν αξιώθηκα ακόμα να ζήσω…»

Ήταν μια ολόκληρη Δημιουργία εκείνη η Στιγμή. Το Μηδέν που τα περιέχει όλα εν δυνάμει. Ποια βούληση και σε ποια κατεύθυνση θα στρέψει τη Δημιουργία όταν εκείνη μοιραία θα επισυμβεί; Ήταν μια στιγμή Απόλυτης Ενσυναίσθησης για εκείνη και το ένιωθε στα κόκκαλα και στους νεφρούς της. Δεν ανάσαινε πια από το στέρνο της. Εισέπνεε το μεγαλείο της Ώρας και το εξέπνεε από τους πόρους του κορμιού της. Με οδύνη. Με ωδίνες.

«Αν μπορούσα να αποδεχθώ ότι φοβάμαι… ανοίγομαι σ’ αυτό το βάραθρο… και δεν ξέρω αν είναι απλά ο επόμενος θάνατος… ή ίσως η μία και μόνη ζωή που αξιωνόμαστε…»

Τα δάχτυλά της σταμάτησαν στην αύρα του σώματος και δεν τόλμησε να την διαπεράσει για να ανταμωθεί με το δέρμα… πονούσε κι αυτό… ένα Τραύμα… το Αρχαίο Ρίγος είναι, τελικά, ένα Τραύμα… τα δάκρυά της ήταν ο δικός του πόνος… απόλυτη ενσυναίσθηση…

«Περπατώ μόνος όλους αυτούς τους αιώνες… δεν είχα βήμα, δεν διδάχθηκα την εναρμόνιση… δεν γονάτισα μπροστά στο Κατώφλι… ασεβής ίσως σκεφτείς… άσμενος περιπατητής… χαρούμενος... και λυπημένος… δεν διδάχθηκα τίποτα… πονώ γιατί δεν έμαθα τίποτα…»

Οι λέξεις διαχύνονταν στην ατμόσφαιρα όπως οι σταγόνες της βροχής από τη θύελλα. Λες κι αναζητούσαν να ταιριάξουν με άλλες λέξεις, να γονιμοποιηθούν, να φτιάξουν νέα στερεώματα…

Άρχισε να βαδίζει αργά… απομακρυνόταν…

Δεν θα τον έχανε από τα μάτια της… ποτέ… κοιτούσε πλέον μέσα απ’τα δικά του…


Der [ angler ]