Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021

η τεχνουργία της αιωνιότητας…

 

Καμιά φορά λοιπόν, αρκεί μια πρόταση, μια λέξη… αυτό που χωράει και δεν χωράει, το αχώρητο… όλο τούτο το φορτίο που ξεχειλίζει απ’τη λέξη… η ‘επιστήμη’ του ποιητή, η αλχημεία του, η μαγεία του... φθαρμένες λέξεις, το ξέρω… όμως είναι φορές που τις νιώθω να βροντάνε μέσα μου όπως το αίμα στις φλέβες.

‘Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα’… πώς γράφεται άραγε τούτο; σαν σπαθιά, νομίζεις σε κόβει στα δυο… όταν είσαι ο Γέητς όμως…

Μαθαίνω το λοιπόν πως στα 42 του, σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία, ο ποιητής, γοητεύεται από τη Ραβέννα και τα βυζαντινά της, τα ψηφιδωτά της, την αύρα της. Περάσαν άλλα είκοσι σχεδόν χρόνια όμως για να τα αποτυπώσει όλα τούτα, την εμπείρωσή του στο ‘Ταξίδι στο Βυζάντιο’ που μας μετέφρασε ο Γ. Σεφέρης. Μα, τι είναι αυτό το ποίημα θα πω απλά δυο λέξεις στο τέλος. Κι ας μην το συνηθίζω αυτό. Του πρέπει.

 

Ταξίδι στο Βυζάντιο

Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός. Νέοι

Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου, πουλιά στα δέντρα,

-Τούτες οι γενεές που πεθαίνουν- στο τραγούδι τους,

Ποτάμια σμάρια οι σολομοί, θάλασσες σμάρια τα

σκουμπριά,

Το ψάρι, η σάρκα και το θήραμα, όσο βαστά το

καλοκαίρι υμνούν

Το κάθε τι που σπέρνεται, γεννιέται, και πεθαίνει.

Παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν

Του αγέραστου νου τα μνημεία.

 

II

Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα,

Κουρελιασμένο ρούχο απάνω σε μπαστούνι, εκτός

Αν η ψυχή χτυπήσει τις παλάμες της και τραγουδάει

πιο δυνατά, πιο δυνατά

Στο κάθε ξέσκισμα της θνητής φορεσιάς της,

Και δεν είναι σχολειό του τραγουδιού παρά η μελέτη

Των μνημείων της δικής της μεγαλοπρέπειας.

Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για να’ρθω

Στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου.

 

III

Σοφοί ορθωμενοι μέσα στην άγια φωτιά του Θεού

Λες στο χρυσό ψηφιδωτό ενός τοίχου

Βγείτε απ’την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο

στρόβιλο,

Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.

Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την. άρρωστη

του πόθου,

Δεμένη σ’ένα ζώο που ξεψυχά,

Δεν ξέρει τώρα τι είναι. και δεχτείτε με

Στην τεχνουργία της αιωνιότητας.

 

IV

Και μια φορά που θα’βγω από τη φύση, ποτέ μου

δε θ’αποζητήσω

Για τη σωματική μορφή μου πράγμα φυσικό,

Αλλά τέτοια μορφή που οι Γραικοί χρυσοχόι φτιάχνουν

Από σφυρήλατο χρυσάφι και μαλαματένιο σμάλτο

Για να κρατήσουν ένα νυσταλέον Αυτοκράτορα ξυπνό.

Ή στήνουν σε χρυσό κλωνάρι για να τραγουδά

Στους άρχοντες και στις αρχόντισσες του Βυζαντίου

Τα που περάσαν, ή που περνάν, ή που θα’ρθουν.

 

William Butler Yeats

Μετ: Γ. Σεφέρης

Αντιγραφές, Ίκαρος, Αθήνα 1978

 

Μα, δεν είναι τούτη η ‘τεχνουργία της αιωνιότητας’ που σου κλέβει την καρδιά; Λοιπόν, το ποίημα καθώς διαβάζω δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή The Tower, 1928, πρώτη μεγάλη ποιητική συλλογή του Γέητς μετά το Νόμπελ το ’23.

Ό,τι κι αν μου πει κανείς, εγώ βλέπω βέβαια ‘την υπεροχή της Τέχνης που είναι αθάνατη έναντι της Φύσης που είναι θνητή’ μα περισσότερο βλέπω την ανθρώπινη αγωνία, την αγωνία απέναντι στο τέλος που έρχεται και μεταβολίζεται σε στίχους αξεπέραστους και δυνατούς. Ικετεύει ο ποιητής τους παλαιούς σοφούς:

Βγείτε απ’την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο

στρόβιλο,

Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.

Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την. άρρωστη

του πόθου,

Δεμένη σ’ένα ζώο που ξεψυχά,

Δεν ξέρει τώρα τι είναι. και δεχτείτε με

Στην τεχνουργία της αιωνιότητας.

 

Το άλγος του γήρατος, της φθοράς, του θανάτου δεν έχει γιατρικό, μέσα στους αιώνες… οι ποιητές, οι μεγάλοι ποιητές το αθανατίζουν μα ο πυρήνας δεν αλλάζει…

Μα, δεν είσαι κουρελιασμένο ρούχο καθώς λες μεγάλε ποιητή… είσαι κάτι που υπερβαίνει τις εποχές και κάνει εμένα, που δεν θα μπορούσες να έχεις γνωρίσει ποτέ, να σε διαβάζω, να σε μελετώ, να σε έχω συντροφιά κι έπειτα από μένα άλλοι κι άλλοι… μυριάδες…

Να η τεχνουργία της αιωνιότητας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: