Όταν γυμνάσει κανείς τη συνείδησή του,
αυτή τον φιλάει την ίδια στιγμή που τον δαγκώνει
Φρ. Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το Κακό
Ώ |
στε αυτό σημαίνει να διέρχεσαι την μεγάλη, παγωμένη νύχτα. Σα να βρίσκεσαι ξαφνικά, άγνωστο πώς, καταμεσής σε ένα αρχαίο, απολιθωμένο δάσος που έχει πια από αναρίθμητους αιώνες εγκαταλειφτεί από χλωρίδα και πανίδα και κατοικείται μονάχα από σκιές. Σκιές και φαντάσματα ειναιικά και χλoμές, παράξενες ανταύγειες από συνειδήσεις που υφέρπουν σε σχηματισμούς του εδάφους, κρύβονται κι εμφανίζονται ξανά και νομίζεις πως ακολουθούν το κάθε σου βήμα.
Όχι, σκέφτεσαι με φρίκη, δεν ακολουθούν, μιμούνται το κάθε μου βήμα.
Και τώρα… τι γίνεται τώρα; Πώς βγαίνει κανείς από αυτό τον αφιλόξενο κόσμο;
Γρήγορα, ακούς τη λαχανιασμένη σου σκέψη, γρήγορα γιατί κάθε λεπτό που περνά σε πλημμυρίζει η λήθη.
Ο βασιλιάς από όλους τους ριγώδεις εφιάλτες που έχει κάθε έλλογο ον, πως ξυπνά μια μέρα και δεν θυμάται τίποτα. Και τούτο το εγκατιαίο ρίγος δεν σταματά στα αντικείμενα ή στα βιώματα. Η λήθη σαν καρκινική εξαλλαγή έχει κάνει μετάσταση στον ίδιο τον πυρήνα του είναι σου.
Χάνεις τον εαυτό σου… χάνεσαι… αφανίζεσαι…
Ο κρύος ιδρώτας είναι το πρώτο αλλά όχι και το χειρότερο από όσα σωματοποιούνται στην συνειδητοποίηση αυτής της φρικαλέας συνθήκης.
Πώς είναι άραγε να είσαι χωρίς… εαυτό;
Κι αρχίζεις να τρέχεις…
Η νύχτα προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μέρας και την αυγή μιας επόμενης.
Κάποτε, στο ίδιο πεδίο, υπήρχε αλώβητη η ετερότητα.
Κάποτε, στο ίδιο πεδίο, το Εν δεν ενοχλείτο από την μετουσίωση του φθαρτού σε άφθαρτο ούτε του έγχρονου σε άχρονο.
Κάποτε, πριν τη μεγάλη παγωμένη νύχτα, ο φορέας του ψεύδους είχε ρωγμές και τραύματα, είχε πληγές που το αίμα δεν στέγνωνε και το ίδιο το κορμί του φλεγόταν από τη φανέρωση και την αποκάλυψη.
Μα τώρα, ο λαιμοδέτης χρόνος σε περισφίγγει τόσο που κόβεται η αρχέγονη ανάσα.
Τώρα που δεν μοιράζεσαι πια ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία, εκμηδενίζονται οι ελπίδες σου για τον ενικό εαυτό που θα πυργωνόταν πάνω απ’τη φθορά.
Τώρα η συνείδηση δεν είναι το γλυκό χαμόγελο της ημέρας που θέρμαινε τα σωθικά σου αλλά το σκληρό δάγκωμα της οχιάς στο λαιμό σου.
Τώρα δεν γεύεσαι πια πώς είναι να ζεις ανάμεσα στους Πρεσβύτερους αλλά αναλώνεις το είναι σου και πεθαίνεις.
Τώρα έχεις εγκαταλειφτεί και τρέχεις…
Στον ίδιο απελπισμένο τόνο που χτυπά ο χρόνος τα δευτερόλεπτα, χτυπά και η καρδιά του μοναχικού πολεμιστή. Του ριγμένου στο πεδίο, του αφημένου, του απαρηγόρητου, του πρίγκιπα της μοναξιάς.
Δεν έχει πια νόημα να τρέχεις. Σταματάς. Η καρδιά σφυροκοπάει μέσα στο στήθος, η ανάσα παλεύει να βρει ένα ρυθμό κανονικότητας. Όλος ο οργανισμός ανασυντάσσεται.
Δεν είναι πια λόγος να κινείσαι.
Δεν έχει στερέωμα ελπίδας πάνω απ’το κεφάλι σου.
Όλο το νόημα έχει ρουφηχτεί απ’το παράλογο.
Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
Υπάρχει αυτό που έμελλε να είναι.
Ένα διάνυσμα με αρχή την πνοή του Ενός και τέλος το Αχανές.
Ένα βέλος που βλέπει πάντα προς το Αχανές.
Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, δεν υπήρχε απ’την αρχή.
Όλα όσα προστέθηκαν αργότερα τώρα έχουν αφανιστεί.
Παραμένει το γυμνό άνυσμα.
Η τελευταία ελπίδα.
Μπορεί κανείς να ελπίζει όσο μπορεί να προσανατολίζεται.
Μετά την πτώση ο άνθρωπος περιέπεσε στην κατάσταση του ονειρέματος αλλά διατήρησε ελάχιστες ιδιότητες από το συνεχές. Όπως την ικανότητα να προσανατολίζεται οργανισμικά, δηλαδή ψυχο-πνευματο-σωματικά κάτω από οιαδήποτε περίσταση.
Το να είσαι ικανός να προσανατολίζεσαι σημαίνει πως διατηρείς ακέραιες τις όποιες ελπίδες σου να δεις την αυγή μιας νέας ημέρας.
Το να είσαι ικανός να προσανατολίζεσαι πιο συγκεκριμένα, σημαίνει πως έχεις ακόμα στην οργανισμική σου σκευή το νου σου καθαρό και αμόλυντο, τη ψυχή σου σε εγρήγορση και το σώμα σου σε ετοιμότητα.
Όμως όλα τούτα δοκιμάζονται πολύ έντονα όσο βρίσκεσαι σε τούτον εδώ τον αλλό-τοπο. Γιατί η Μεγάλη Παγωμένη Νύχτα είναι ο κόσμος όπου ο πολεμιστής εγκαταλείπεται από τις παραστάσεις του Γνωστού και βυθίζεται σε μια ημί-ρευστη κατάσταση αντιληπτικής μέθης.
Και η μέθη αυτή είναι το έσχατο πεδίο πριν τον αφανισμό.
Ο πολεμιστής δεν είναι μόνος του σε αυτή την άχαρη αλλά εξαιρετικά σημαντική εργασία. Έχει μαζί του όλες τις δημιουργικές μονάδες του σύμπαντος, έχει μαζί του την ψυχή του κόσμου κι έχει μαζί του όλες τις αναφορές του από τότε που ήταν παιδί ως την ενηλικίωσή του. Οι αναφορές αυτές ενεργοποιούνται ξανά, μία προς μία καθώς ο πολεμιστής εκτελεί το έργο της αφήγησης και ανασυγκρότησης του εαυτού. Όλα όσα κάποτε αγάπησε και όσα κάποτε τον ενέπνευσαν να εισέλθει στην ατραπό, είναι εκεί και τον στηρίζουν με την ενέργειά τους και την αλήθεια τους.
Το ξίφος, πάει να πει η αρετή της διάκρισης με την οποία ο πολεμιστής αποφεύγει όλες τις παγίδες και κόβει από τη ρίζα όλα τα μυθεύματα που σχηματοποιούνται από τη Νύχτα την κάθε στιγμή για να τον παραπλανήσουν.
Και στενή ατραπός της εξόδου είναι πλέον ανοιχτή…