ερπατούσαν ήσυχοι στο μικρό δρομάκι που ανέβαινε στριφογυριστά
το λόφο. Η ώρα ήταν περασμένη, ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει πια. Είχαν
απομείνει πλέον εκείνοι που αποζητούσαν την ηρεμία του απόβραδου.
Δεν άργησαν να φτάσουν στην κορυφή του λόφου. Στάθηκαν για μια
στιγμή να ξαποστάσουν κι είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν τη θέα. Ο ουρανός στα
δυτικά έκλεινε στα σπλάχνα του το βυθισμένο ήλιο. Η πόλη από κάτω υποδεχόταν
σιγά σιγά τη νύχτα. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα συστοιχίες από μυριάδες
φωτάκια. Στα νότια η θάλασσα. Σκοτεινή, μελαγχολική, χθόνια. Κάθισαν σιωπηλοί
σε ένα παγκάκι.
«Καιρό έχουμε να έρθουμε εδώ, ε;», τον ρώτησε.
«Ναι… μου είχε λείψει αυτή η αίσθηση», της είπε. «Κρυώνεις;»
«Έχω… εξοπλιστεί κατάλληλα», απάντησε εκείνη και έλυσε από τη μέση
της ένα πουλόβερ.
Της κράτησε το χέρι απαλά. Ήταν κρύο.
«Είχες πάντα ζεστά χέρια», του είπε απολαμβάνοντας τη μετάδοση
της ευεργετικής θερμότητας. «Καλά θα ήταν να είχαμε και λίγο κρασί… δεν
συμφωνείς;»
«Δεν θα μείνουμε πολύ. Σε λίγο θα πέσει κι άλλο η θερμοκρασία κι
εδώ είμαστε εντελώς εκτεθειμένοι. Ήθελα απλά να μοιραστούμε ξανά αυτή την…
ανοιχτότητα», της είπε γλυκά χαμογελώντας της.
«Τώρα που είπες ‘ανοιχτότητα’, μου ήρθε στο νου εκείνη η εργασία
σου… πάνε χρόνια τώρα… για την πορεία ανάμεσα στις Συμπληγάδες… η αγωνία για
την ανοιχτότητα που τελικά μένει χωρίς ανακούφιση… ή κάπως έτσι…»
Γύρισε και της χαμογέλασε.
«Που τη θυμήθηκες τώρα αυτή την εργασία; Την είχε δημοσιεύσει
ένα περιοδικό, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, από κει τη θυμάμαι».
«Ε, λοιπόν μπράβο σου. Η μνήμη σου είναι εξαιρετική».
«Ήταν από τα πρώτα δικά σου κείμενα που είχα διαβάσει. Και
ομολογώ με αιφνιδίασε».
Χάιδεψε τους ώμους και τα χέρια της.
«Άρχισε να αγριεύει το κρύο ε;», της είπε και την έβαλε αμέσως
μέσα στην αγκαλιά του.
«Μμμ… έτσι είναι καλύτερα…»
«Θέλεις να φύγουμε;»
«Όχι… όχι ακόμα…»
«Λοιπόν για πες μου… σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, τι σκέφτεσαι
για όσα έγραφα τότε; Ο αιφνιδιασμός σου… τι έγινε μ’αυτόν;»
Δεν άργησε να του απαντήσει.
«Ε, νομίζω πως κάποια σημεία δεν τα κατανοώ πλήρως ακόμα… Όμως μου
άρεσε αυτό ειδικά για τη σχέση του πνευματικού αναζητητή τόσο με τον κόσμο των
αισθητών όσο και με τον πνευματικό κόσμο… τελικά, ο διχασμός είναι διαρκής; Δεν
θεραπεύεται;»
Την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του.
«Ο διχασμός είναι αναπόφευκτος… όχι όμως αθεράπευτος… απλά, κάποιοι,
οι περισσότεροι ‘επιλέγουν’ το δρόμο της ύλης, των αισθητών, των χονδροειδών
σχημάτων και της προφάνειας… οι ελάχιστοι δεν επιλέγουν ούτε καν κατ’επίφαση… Επιλέγονται… και η πορεία τους είναι μια
διαρκής αγωνία κι ένας μόνιμος αγώνας… χωρίς ανάπαυση, χωρίς τελειωμό… ως το
τέλος…»
«Αυτοί που γίνονται Μύστες… μόνο αυτοί γλιτώνουν;»
«Αυτοί βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση… παλεύουν με οντότητες άλλης
τάξης και η πορεία τους μέσα στον κόσμο, όταν την επιλέγουν για συγκεκριμένους
λόγους, έχει τεράστιους κινδύνους…»
Σήκωσε το κεφάλι της και έσμιξε τα φρύδια.
«Γιατί;»
«Γιατί η μακρόχρονη απουσία τους από τον κόσμο και το φρόνημα
του κόσμου, τούς έχει κάνει ξένους, αλλόκοτους, ακατανόητους… είναι εξαιρετικά
δύσκολο γι αυτούς να ελιχθούν ανάμεσα στην αθλιότητα, τη χυδαιότητα, την
κτηνωδία, τον κανιβαλισμό της κάθε ημέρας μέσα στον κόσμο και να προστατεύουν
την αύρα τους και τον υπερ-ευαίσθητο σάρκινο φορέα τους… ως και οι λογισμοί τους
επηρεάζονται, αλλάζουν, αλλοιώνονται…»
«Και οι άνθρωποι τους παρεξηγούν γι αυτό… τους χλευάζουν και τους
αποδιώχνουν… λες κι είναι μολυσμένοι».
«Ακριβώς… εκτός των ολιγίστων εκείνων που εντάσσονται στον
εσώτερο πυρήνα της μαθητείας και ακολουθούν μια επίσης εξαιρετικά δύσκολη οδό…
γιατί ανήκουν ακόμα στον κόσμο αλλά επιθυμούν διακαώς να απελευθερωθούν από το
ρυπαρό του φρόνημα… αυτές είναι οι μυητικές τους Συμπληγάδες που απειλούν κάθε
στιγμή να τους συντρίψουν… διότι γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αν δεν έχεις υιοθετήσει
πλήρως το φρόνημα ενός περιβάλλοντος είναι σα να προσεδαφίζεσαι σε έναν εχθρικό
πλανήτη και να βγαίνεις στην τοξική του ατμόσφαιρα απροστάτευτος… αργά ή
γρήγορα θα μολυνθείς και φυσικά θα πεθάνεις…»
«Μια σχιζοφρενική κατάσταση νομίζω…»
«Κάπως έτσι… ο πόθος για ανοιχτότητα γίνεται τελικά ο δήμιός σου…»
«Όμως το να αφοσιωθείς πλήρως στην Ατραπό είναι επίσης τρομερά
δύσκολο, σωστά;»
«Βεβαίως… διότι -εκτός πάντα ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν μπορείς.
Δεν μπορείς να απαλλαγείς από αυτό που κληρονόμησες και που δεν έχει και λίγες
ικανοποιήσεις και ηδονές να σου προσφέρει… ας μην λησμονούμε και τη μάχη που
δίνει ο νους να υπερασπιστεί εαυτόν… ως το τέλος πασχίζει… κι είναι πολύ δυνατός
αντίπαλος… διαθέτει έναν πανίσχυρο προγραμματισμό και ποικίλα όπλα… σου είναι
γνωστά όμως όλ’αυτά…»
Γουργούρισε με νάζι.
«Ναι αλλά δεν με πειράζει να τα ακούω ξανά… Κάθε φορά υπάρχει
και κάτι καινούργιο… Πες μου όμως… είναι ευχή τελικά ή κατάρα αυτή η Ατραπός;»
Ακολούθησε μια μικρή παύση. Η πόλη κάτω απ’τα πόδια τους ολόφωτη,
ζωντανή, γεμάτη ενέργεια… εκεί που βρίσκονταν εκείνοι όμως υπήρχε απόλυτη
σχεδόν ησυχία…
«Δεν είναι στο χέρι μας να το αξιολογήσουμε αυτό. Γιατί άλλωστε
ποιος αξιολογεί; Ο νους; Αυτός είναι καταδικαστικός. Ένας αμείλικτος εισαγγελέας…
Το συναίσθημα; Αυτό άγεται και φέρεται, πλημμυρίζει και αδειάζει όπως η
παλίρροια… Κάτι άλλο αποφασίζει μέσα μας… Κάτι που δεν γνωρίζουμε και παλεύουμε
μια ζωή να κατανοήσουμε… και όσο η πάλη μαίνεται δεν μπορούμε να το ακούσουμε…
μοιάζει με μια πολύβουη μάχη… όσο μαίνεται δεν μπορεί κανείς να ακούσει τίποτε
έξω από την κλαγγή των όπλων, τις ιαχές των πολεμιστών, τα ποδοβολητά, τις κραυγές,
τις φωνές… φαντάσου όμως… φαντάσου πως ξαφνικά, γίνεται ως εκ θαύματος μια
παύση… κάποιος ή κάτι ακινητοποιεί τα πάντα όμως αφήνει τους ανθρώπους με τις αισθήσεις
τους ζωντανές…»
«Ναι…»
«Είναι απόλυτα βέβαιο πως μέσα από το χτυποκάρδι τους, τη
γρήγορη ανάσα τους, το βούισμα στ’αυτιά τους, θα αναδυθεί και μια άλλη φωνή… αν
δεν σωπάσεις τον εαυτό σου δεν μπορείς να τον ακούσεις… αν δεν απομακρυνθείς
από τις πηγές του θορύβου δεν μπορείς να έρθεις σε επαφή με τίποτε που είναι
στον πυρήνα σου… και τότε αναδύεται κι ένα άλλο ερώτημα εξίσου αν όχι και
τρομερότερο ακόμα…»
«Ποιο;»
«Θέλεις να την
ακούσεις αυτή τη φωνή; Το θέλεις αληθινά;»
Η σιγή που ακολούθησε είχε πυκνότητα και δύναμη.
Το κρύο είχε γίνει τσουχτερό. Σηκώθηκαν και πήραν σιωπηλοί και
αγκαλιασμένοι το δρόμο του γυρισμού.