Κάθε
φορά, ο παππούς μάς υποδεχόταν φορώντας ‘τα καλά του’. Καθόμασταν στις
ίδιες θέσεις, λέγαμε, στην αρχή, περίπου τα ίδια λόγια, είχαμε, πάνω
κάτω, παρόμοια συναισθήματα. Κάποτε κάποτε, δυσφορούσαμε,
διαμαρτυρόμασταν… σιωπηλά όμως… ή έστω με μορφασμούς, με νοήματα, όταν ο
παππούς χανόταν για λίγο στο εσωτερικό του σπιτιού … ο αδερφός μου ίσως
λίγο περισσότερο… εγώ εύρισκα κάποιες ‘εξόδους’… ήταν η απίστευτη
συλλογή του παππού από παλιά περιοδικά… δεκάδες τεύχη από διάφορα
περιοδικά με ‘νέα’ του στυλ ‘εθριάμβευσεν ο πρωταθλητής μας εις τους
Βαλκανικούς αγώνας’, ή ‘επίσκεψις του βασιλικού ζεύγους εις Λονδίνον’…
ήταν ότι παρατηρούσα κάποιες παλιές φωτογραφίες πάνω στο τραπεζάκι…
αργότερα ήταν ο ίδιος ο παππούς που παρατηρούσα… οι κινήσεις του… κυρίως
τα χέρια του… ίσως εκεί να πρωτοσκέφτηκα, παιδάκι ακόμα, ότι ο άνθρωπος
είναι τα χέρια του… γιατί ο παππούς ήταν πραγματικά τα χέρια του… όχι
μονάχα από μικρό παιδί μ’αυτά τα χέρια έβγαζε το ψωμί του, δημιουργούσε,
έφτιαχνε στο ξύλο υπέροχα πράγματα, αλλά εξακολουθούσαν αυτά τα χέρια
να του υπενθυμίζουν τη ζωή… πως είναι ζωντανός, μοναχικός πια, μετά τη
φυγή εκείνης αλλά ζωντανός… και ακόμη… στη χειραψία του… δεν ξέρω αν
συνάντησα ποτέ άνθρωπο με πιο ‘αποφασιστική’ χειραψία…
Ο πατέρας, μας έλεγε πως ο παππούς ήταν από τους πιο δυνατούς άντρες στη Λεύκα… καμιά φορά, όταν ερχόταν στο μαγαζί κάποιος αμαξάς για να επισκευάσει έναν τροχό, αναμετριόταν με τον παππού στο ‘λύγισμα’ του στεφανιού, μιας μεγάλης μεταλλικής λάμας που σαν δαχτυλίδι έντυνε τα μεγάλα βαρέλια. Σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να του παραβγεί…
Σε μια άλλη ιστορία από τη θεία μου, που κάθε φορά ζητούσα να έχει και περισσότερες λεπτομέρειες, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στον Πειραιά, ο παππούς έσπευσε να κλείσει το μικρό του εργοστάσιο. Δεν ήθελε να εργάζεται πια. Ένας αξιωματικός τον πρόλαβε. Εμφανίστηκε στην είσοδο του μαγαζιού και του ζήτησε να συνεργαστεί με το στρατό για να παρέχει ξύλινα εργαλεία και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι δυνάμεις κατοχής. Ο παππούς πήρε ένα πολύ χοντρό κομμάτι ξύλο και το έσπασε στα δυο. Το ένα το πέταξε προς την κατεύθυνση της θάλασσας και το άλλο πίσω από το μαγαζί. Ο αξιωματικός τον κοιτούσε με ένα ύφος απορίας. Δεν του είπε τίποτα. Απλά γύρισε και έφυγε. Μέχρι το τέλος της κατοχής, ο παππούς, από εύπορος επιχειρηματίας της εποχής και αφεντικό στη δουλειά του, έκανε μεροκάματα από δω κι από κεί. Και με κείνα τα θαυματουργά του χέρια, κατάφερε να μην πεινάσει η οικογένειά του.
Προς
το τέλος, είχα αρχίσει να τον παρατηρώ περισσότερο. Δεν ήταν μονάχα τα
χέρια ‘εργαλεία’ που μου έκαναν εντύπωση. Νομίζω, πως εκείνα τα χέρια,
απορροφούσαν όλη τη μελαγχολία και τη θλίψη του από την ώρα που έμεινε
μόνος, δίχως την σύντροφο όλης της ζωής του που υπεραγαπούσε.
Δεν ήταν χέρια πολέμου αυτά, ήταν χέρια τρυφερότητας, χέρια δυνατής καρδιάς…
Και ήταν χέρια άρνησης του θανάτου… κάθε φορά που με χτυπούσε στον ώμο και μετά με φιλούσε για τον αποχαιρετισμό, οι δονήσεις του μιλούσαν, φώναζαν σχεδόν…
Είναι
περίεργο που σήμερα, με δυσκολία θυμάμαι το πρόσωπό του και με τόση
ευκολία τα ροζιασμένα, δυνατά, όμορφα χέρια του… ίσως σε αυτές τις
σάρκινες διαδρομές ανάμεσα από πεταχτές φλέβες και εξογκώματα, έχω
φιλοτεχνήσει ένα ζωντανό και όμορφο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας…
A life in the hands