(γιατί
κάποιοι έχουν γενέθλια και… τολμούν να τα γιορτάζουν κιόλας!)
Για τους
ανθρώπους της δικής μου γενιάς, -οφείλω να πω, όχι για όλους - αισθάνομαι ότι η
βίωση της σημερινής πραγματικότητας –κοινοτοπία να περιγραφεί απλώς ως
‘οδυνηρή’ - προκαλεί μια βεντάλια εσωτερικών αποκρίσεων, από την αμηχανία και
την έκπληξη ως την απογοήτευση και την… ενεργειακή ακηδία, ας την αποκαλέσω
έτσι… Είναι μια μορφή αδράνειας που δεν εμπεριέχει την απόρριψη αλλά τείνει
προς την εσωστρεφή ανάλυση και τον σκεπτικισμό… Βέβαια, ο πολύς σκεπτικισμός
καταλήγει στην άρνηση και η άρνηση στον βαρύ και βαθύ πεσιμισμό και την
‘αφασία’…
Πώς μπορεί να το
κατανοήσει εύκολα αυτό κανείς; Αυτή την μεταβολή δηλαδή; Ακόμα και από τις
ταινίες του κινηματογράφου, αυτές τις χαζο-ταινίες της δεκαετίας του ’80, τότε
που η κουλτούρα της βιντεοκασέτας γεννιόταν μαζί με την αναρρίχηση στην εξουσία
μιας νέας μικρο-μεσο αστικής τάξης νεόπλουτων ελλήνων… ήταν η εποχή που
‘έπρεπε’ η ακραία πολιτικοποίηση των προηγούμενων χρόνων να δώσει τη θέση της
σε μια πιο ‘ξεκούραστη’, πιο ανάλαφρη, πιο ευδαιμονική κοσμοθεώρηση… ήταν η
εποχή που έπρεπε το κάθε ελληνικό σπίτι να έχει, επιτέλους, έγχρωμη τηλεόραση (Sony Trinitron ας
πούμε), βίντεο Panasonic τριών
ή τεσσάρων κεφαλών, ηχοσύστημα Technics, δυο αυτοκίνητα, ανέσεις και σκέψεις αισιόδοξες… Η μαύρη
χούντα είχε περάσει πια, η αριστερά είχε αρχίσει να γραφικοποιείται –
άλλωστε με μια έννοια ‘κυβερνούσε’ και άρα δεν υπήρχε λόγος γκρίνιας – και το
μέλλον ανοιγόταν φαρδύ πλατύ και ευρύχωρο για όλους… φτωχούς, πλούσιους,
άσχημους και ωραίους…
Θυμάμαι αυτό το
κλίμα ευφορίας, διάχυτο και σε πολλές περιπτώσεις και εκδηλώσεις, που τότε, δεν
μπορούσα να τις δω παρά αποσπασματικά και όχι ενταγμένες στη συνολική
ψευδαίσθηση μιας Ελλάδας που, επιτέλους, είχε έρθει η ώρα να πάρει τη θέση της
στην Ενωμένη Ευρώπη και τον κόσμο!
Θυμάμαι, ας
πούμε τις εκδρομές και τις συζητήσεις μεταξύ φίλων. Ήταν έντονα φορτισμένες
ακόμα από τις ‘απόρροιες’ της μετα-χουντικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας,
‘έπαιζαν’ παλιά θέματα – Ο Μάο, η πάλη μεταξύ Αμερικανών και Σοβιετικών, ο
ψυχρός πόλεμος κ.α. – αλλά σιγά σιγά, τα θέματα γίνονταν ‘ελαφρύτερα’, πιο
χαλαρά, πιο ήρεμα… Υπήρχαν και οι εξαιρέσεις βέβαια. Θυμάμαι όταν πήγα να δω
την ταινία ‘Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο’ που μας έβγαλαν έξω λόγω προειδοποίησης
για βόμβα στο σινεμά, τι γινόταν απ’έξω, συζητήσεις, αντεγκλήσεις κλπ. Θυμάμαι
την ΕΠΕΝ και τους νοσταλγούς του Παπαδόπουλου που ήταν ακόμα νέοι και ακμαίοι
και… με τσέπες γεμάτες από την επταετία που βολεύτηκαν μια χαρά…
Ακόμα και στο
Πανεπιστήμιο, σιγά σιγά, με την πάροδο των ετών και όσο η ΔΑΠ ανέβαζε τα
ποσοστά της, οι φοιτητές γίνονταν ολοένα και πιο αδιάφοροι για τα πολιτικά…
Κρατούσε ακόμα βέβαια το κλίμα της ΕΦΕΕ και του Πολυτεχνείου του ’70, οι
συνελεύσεις των Τμημάτων είχαν έντονους διαξιφισμούς, ενίοτε και ξυλοδαρμούς,
όμως… ήταν το τέλος μιας εποχής που αργοπέθαινε σπαρακτικά…
Ήταν η εκκίνηση
μιας άλλης εποχής πλέον, είτε το ήθελαν οι ‘σοβαροί’ είτε όχι… ήταν η αφετηρία
της εποχής της ‘ελεύθερης τηλεόρασης’, του ‘ηλεκτρονικού υπολογιστή που θα
είναι το μέλλον’, των Media,
της ‘αγίας κατανάλωσης’ και της ξεγνοιασιάς… Ό,τι ήταν να γίνει με την
μεταπολίτευση είχε γίνει. Κάθε κατεργάρης είχε κάτσει πλέον στον πάγκο του. Η
Δεξιά στο… χρονοντούλαπο, οι ‘δημοκράτες’ στο σβέρκο μας και η αριστερά… στο
αραχνιασμένο παρελθόν της να ατενίζει το Γράμμο και το Βίτσι και να
μοιρολογάει…
Ήταν η εποχή ΠΑΣΟΚ με δυο λόγια. Με
συγκεκριμένη αισθητική, μουσική, γλώσσα και ύφος. Με συγκεκριμένους
πασοκο-ανθρώπους, εντελώς χαρακτηριστικούς που μιλούσαν παράξενα, είχαν μόνιμα
ειρωνικό σχεδόν μπλαζέ ύφος και απολυτότητες. Ήταν ακραίοι αντικομμουνιστές και
χλεύαζαν φυσικά ό,τι είχε σχέση με τη ‘δεξιούλα’. Ήταν η εποχή που ακόμα ο
Γεννηματάς οραματιζόταν το ΕΣΥ και τα περήφανα γηρατειά μια παχυλή σύνταξη. Και
ήταν η εποχή που ο έρωτας δεν είχε κρυφτεί μέσα στις οθόνες των pc αλλά
άκμαζε στις γειτονιές, τις πλατείες και τα σινεμά.
Η δεκαετία του
’80, θα τολμούσα να πω ότι ήταν για μένα μισητή και αηδιαστική σχεδόν. Η όλη
αισθητική ‘Γαρδέλη’ και ‘Ψάλτη’, με τα ‘φιλτιρέ’ μπλουζάκια, τα μπουφάν με τα
πτερύγια και τα πέτα, το μαλλί ‘επαρχιώτη ποδοσφαιριστή’ με τις ξυρισμένες
φαβορίτες και την αλογοουρά, τις μικρές δερμάτινες γραβάτες που κρέμονταν σαν
λιγνά φίδια από το λαιμό, τις άσπρες κάλτσες έξω από τα μοκασίνια… Την
αποστρεφόμουν εκείνη την αισθητική που μας έκανε να μοιάζουμε με ξελιγωμένους
μετανάστες – μετά συγχωρήσεως - που έβαλαν πέντε δραχμές στην τσέπη και ‘κάνουν
τους ωραίους’. Κι αυτό ακριβώς γινόταν τότε… αυτό ακριβώς ξεκίνησε να
οικοδομείται τότε… μια φρικώδης, μπανάλ, κακαίσθητη, νέο-ευκατάστατη Ελλάδα που
έχει αφήσει οριστικά πίσω της κάθε ενασχόληση με τα ουσιώδη –κουρασμένη και
εξοντωμένη άλλωστε από τις αλλεπάλληλες χούντες, κινήματα, κ.α. – και θέλει να
το ρίξει μανιωδώς στο ‘σορολόπ’.
Ξέρουμε όλοι μας
τι έγινε σιγά σιγά… Ξέρουμε όλοι πως από το πλατύ χαμόγελο Colgate του Παπαντωνίου
–ποιος τον θυμάται πλέον ε; - που πανηγύριζε ότι με την είσοδό μας στο Ευρώ θα
τρώμε με χρυσά κουτάλια, φτάσαμε στις ακροβασίες στο κενό για να ‘την βγάλουμε’
ακόμα ένα μήνα…
Τι γίνεται όμως
με εκείνους που ΔΕΝ συμμετείχαν σε κείνο το ξέσπασμα, σε κείνο το φουσκωμένο
τσουνάμι, σε εκείνη την επανάσταση των ‘αθλίων ενστίκτων’;
Τι γίνεται με
εκείνους που ΔΕΝ ήταν και δεν ήταν συνειδητά μέρος
όλης εκείνης της ‘γιορτής’ του κιτς και της υποβάθμισης;
Πώς νιώθει άραγε
σήμερα εκείνος που δεν ήθελε και ΔΕΝ ήταν συνένοχος και συμμέτοχος αλλά και
ομόσταυλος και ομοτράπεζος των εμετικών δήθεν ‘αισιόδοξων’ και στην ουσία
συνειδητών λαμόγιων που κανείς ποτέ δεν δίκασε, καταδίκασε, τιμώρησε;
Πώς νιώθει άραγε
εκείνος που όταν γινόταν μια μοιρασιά κλοπιμαίων δεν συμμετείχε και αδιαφορούσε
συνειδητά να συμμετάσχει, έρχεται αργότερα ένα μεγάλο χέρι και τον τοποθετεί
μαζί με τους ‘κλεφταράδες και μασκαράδες’;
Πώς νιώθει
εκείνος που κάποτε τον έλεγαν ‘κορόιδο’ και ‘χαϊβάνι’ γιατί δεν χτύπησε πόρτες
βουλευτών να ικετέψει για μια ‘θεσούλα’ στο δημόσιο ή οπουδήποτε και σήμερα
καλείται να απολογείται για τους χαμερπείς έλληνες που κοίταζαν πάντοτε μόνο
την πάρτη τους;
Βλέπω, χαζεύω
καλύτερα, καμιά φορά στην τηλεόραση, κάποιες σκηνές από τις ταινίες του
Δαλιανίδη του ’80… είναι σπουδή, ξέρετε αυτές οι ταινίες… δείχνουν ανάγλυφα,
καλύτερα από οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ, τι γέννησε την αρρώστια που μας σκοτώνει
σήμερα… Θα πρότεινα στους νεότερους φίλους να μην τις σνομπάρουν, να τις
βλέπουν και να τις μελετήσουν μάλιστα.
Θα πάρουν πολλές
απαντήσεις, θα έχουν τροφή για σκέψη και υλικό για επεξεργασία…
Για όσους τα
ζήσαμε από κοντά, κυριαρχεί μάλλον μια νοσταλγική μελαγχολία. Ήταν τα νιάτα
μας, τίποτε άλλο. Και αν δεν ανήκαμε ποτέ σε κείνη την συνομοταξία με τους
‘καπάτσους’, τα ‘καμάκια’ και τους ‘αετονύχηδες’, ήμασταν δίπλα τους, κοντά
τους και σιωπούσαμε…
Κι αυτή η σιωπή
τότε, έγινε μια κραυγή που σήμερα ακόμα κι αν βγει, είναι άηχη, βουβή και δεν
ωφελεί σε τίποτα…
Και κάτι
τελευταίο… κάποιοι έχουν γενέθλια αυτές τις μέρες… έγιναν 39 ετών… κι αντί τουλάχιστον να
κρυφτούν πίσω από κανένα παραβάν, καμιά κουρτίνα να μην βλέπουμε τις μούρες τους
τολμούν να βγαίνουν εορταστικοί και χαμογελαστοί στους δέκτες και να απαιτούν
να… υπάρξουν ξανά. Μονάχα που πλανώνται πλάνην οικτράν. Μπορεί τότε να είχαμε
την αφέλεια του πρωτάρη που μπαίνει για πρώτη φορά στο πάρτι και δεν ξέρει να
φερθεί και να μιλήσει όμως σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και ξέρουμε καλά
και τι χορό έχουν στήσει και ποιος είναι ο dj και τι θα μας σερβίρουν στο μπουφέ για
να βουλώσουν τα στόματά μας.
Κι αν το στόμα
ορισμένων είναι ακόμα γεμάτο, να ξέρουν πως σημασία δεν έχει πλέον το στόμα
αλλά το βλέμμα…