Τρίτη, Ιουλίου 31, 2012




Γιατί όλος αυτός ο θόρυβος;
γιατί θορυβούμε τόσο πολύ;
γιατί φωνάζουμε τόσο πολύ;
γιατί γεμίζουμε πάντα το μέσα μας
από το έξω;
τι φοβόμαστε;
από τι κρυβόμαστε;

δεν θέλουμε ειλικρινά να ακούσουμε
ό,τι συμβαίνει εντός μας
δεν θέλουμε να υπάρξουμε ακέραιοι
ίσως γιατί δεν αντέχεται

ξέρουμε
και κάνουμε πως δεν ξέρουμε

όλος τούτος ο θόρυβος
είναι η διάχυση στο τίποτε
που ανακουφίζει

γέμισε από πλήθη
για να χάσεις εσένα

σκέδαση
διασπορά
θρυμμάτιση
‘ψαθυρή’ θραύση

Διάλυση…

Διάλυση;
κι όμως
το βλέμμα του ενός
που άρχει
και εποπτεύει όλων
δεν επιτρέπει τη διάλυση…

εκείνο που είναι να βιωθεί
θα βιωθεί ολόκληρο

κι εκείνο που είναι να μας σκοτώσει
το κυοφορούμε

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2012




Εδέμ



Με έναν παράδοξο αλλά αμετάκλητο τρόπο,  έχουμε ηττηθεί.
Και η ήττα καλπάζει σαν καρκίνος μέσα στο αίμα μας…
Δεν έχουμε πέσει, δεν έχουμε συντριφτεί,
τα κόκαλα της φρόνησης ακόμη στέκουν κι όμως,
έχουμε ηττηθεί.
Και δεν το βλέπει ακόμη κανείς μας…



Το τοπίο ολόγυρα, είναι ένας πανέμορφος, ολάνθιστος κήπος, μια μυθική Εδέμ.
Όλα είναι όμορφα εδώ, όλα δείχνουν όμορφα, όλα μυρίζουν όμορφα.
Μπορεί να είναι ψεύτικα, όμως μοιάζουν αληθινά.
Και τα χρώματα…
Το κόκκινο είναι ένα υπέροχο κόκκινο, απίστευτα ζωηρό, απίστευτα ζωντανό.
Το κίτρινο, σε αγγίζει τόσο λάγνα, σε χαϊδεύει, σε εμπαίζει σχεδόν με την… αληθινότητά του.
Το μπλε… δεν έχει δει κανείς τέτοιο μπλε κι ούτε πρόκειται να δει ποτέ…
Κι όμως, στο βαθύτερο στρώμα του ασυνειδήτου όλων, τούτο το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε, το μενεξεδί, το πράσινο, όλα υπάρχουν, ζωντανά, ακέραια και ακλόνητα, όλα αυτά τα χρώματα που είναι σχεδόν σαν άνθρωποι, έχουν προσωπικότητα, έχουν… συνείδηση της ύπαρξής τους!

Το τοπίο ολόγυρα είναι ένας θρασύς και σφριγηλός Παράδεισος.
Τα μεγέθη… δεν είναι συνηθισμένα αυτά τα μεγέθη, νομίζω πως ξέρω πια τι σημαίνει να είναι κανείς υγιής, αληθινά υγιής. Τα δέντρα, τα πουλιά, όλα όσα ζουν, το νερό, ναι, ακόμα και το νερό έχει μια άλλη… εικόνα, μια άλλη γεύση, μια ιδιαίτερη ζωηράδα λες κι είναι ένα νερό… εφηβικό, νεαρό, στην αρχή της ύπαρξής του!

Περπατώ ανάμεσα σε όλα τούτα, ανασαίνω μυρωδιές σπάνιες, πρωτόγνωρες και ο οργανισμός μου αρνείται σχεδόν να συμφιλιωθεί με αυτό το θρίαμβο σφριγηλότητας και ρώμης. Τα πνευμόνια μου ρουφούν τον αέρα και νομίζω πως θα σκάσω, θα διαλυθώ. Η καρδιά μου χτυπάει περίεργα, πρώτη φορά οι φλέβες μου γιορτάζουν με αυτό τον παγανιστικό ενθουσιασμό.
Όλη τούτη η ευφορία είναι σχεδόν ανυπόφορη!

Πόσο ψεύτικός, πόσο υπέροχα ψεύτικος είναι αυτός ο κόσμος…
Κανένας πόνος, καμιά θλίψη, καμιά αγωνία…

Σ’ αυτό τον κόσμο, βρήκα όσους αναζητούσα καιρό και τους βρήκα χαμογελαστούς, όμορφους, ισορροπημένους, αρμονικούς, εγκάρδιους. Πόσο διαφορετικοί είναι όλοι τους εδώ! Πόσο αλλαγμένη η συμπεριφορά τους, πόσο ανυπόκριτη, πόσο απλή! Μου δίνουν το χέρι χωρίς να φοβούνται, εκφράζουν τα συναισθήματά τους χωρίς να διστάζουν, είναι τόσο… ανάγλυφοι! Δεν ξέρω γιατί αλλά αισθάνομαι πως αυτό τους αντιπροσωπεύει απόλυτα. Ναι, όλοι εδώ, όλα εδώ, είναι ανάγλυφα και τρισδιάστατα, ίσως πολυδιάστατα. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως έχουμε τόσες διαστάσεις, πως είμαστε τόσο όμορφοι, πως έχουμε τόσο… φως!

Κι όμως, η 'αλήθεια' τους, η κραυγαλέα αλήθεια όλων εδώ μέσα, κάπου αρχίζει και… με ενοχλεί, με φέρνει σε αμηχανία, με κάνει να φοβάμαι. Ακόμη δεν καταλαβαίνω το γιατί. Κι όμως ξέρω. Τι είδους ζωή έχω ζήσει ως σήμερα;

Ζούμε στο σκοτάδι, ολόκληρη η δήθεν δημιουργική ζωή μας είναι μια ζοφερή, μουντή και ανηδονική αθλιότητα. Μπροστά σε τούτο το πανηγύρι φωτός στον παραδείσιο κόσμο ό,τι νόμιζα πως έχει σημασία, συντρίφτηκε, χάθηκε, σα να μην υπήρξε ποτέ!



Δεν μας το είπαν, δεν κάναμε το κόπο να το ανακαλύψουμε,
έσκασε σαν φωτεινό μετέωρο κάποια μελαγχολική αυγή…
ηττηθήκαμε, ο δρόμος είναι αδιέξοδος, δεν οδηγεί πουθενά, ηττηθήκαμε..
Και δεν εμπιστευόμαστε ούτε τη φωνή της ίδιας της ψυχής μας…


Είμαι καθισμένος στην όχθη του μικρού ποταμιού και αφήνω το βλέμμα μου να δεσμευτεί απ’τη ροή, την ασταμάτητη ροή του. Εγώ ακίνητος, εκείνο ροϊκό. Μα, από μια άλλη άποψη, εγώ πάντα ροϊκός, εκείνο στην ουσία ακίνητο, πάντα ίδιο…
Αυτό το ποτάμι όμως δεν μοιάζει με όσα ήξερα, γιατί αυτό θέλει να συμμετέχει στην κατάστασή μου, θέλει να είναι κοινωνός της δικής μου ροής. Σε τούτο το μαγεμένο κόσμο, όλα συμμετέχουν μέσα σε όλα, όλα… δια-δρούν, όλα μπλέκονται μέσα σε όλα ώστε είναι πια δύσκολο να τα ξεχωρίσεις.
Όλα μεταμορφώνονται εδώ, σκέφτομαι καθώς ακούω το ποτάμι να τρέχει.
Ναι, όλα, μου απαντά εκείνο και, δεν απορώ, δεν φοβάμαι, δεν αντιδρώ στο «παράλογο» του διαλόγου με το υγρό στοιχείο.
Πάντα επικοινωνούσες με μένα, ή μάλλον εγώ επικοινωνούσα, προσπαθούσα να επικοινωνήσω με σένα.
Κι εγώ δεν σε άκουγα.
Όχι πάντα. Κάποιες φορές με άκουγες. Ήταν οι στιγμές της καλύτερης έμπνευσής σου. Οι στιγμές που ήσουν ερωτευμένος, ανοιχτός, σε κίνηση, φιλόξενος και ουσιαστικός. Δεν τις θυμάσαι αυτές τις στιγμές;
Κοιτούσα το νερό με μάτια υγρά, το είδωλο είχε θολώσει. Δεν ξέρω… ίσως να θυμάμαι, απάντησα.
Και βέβαια θυμάσαι. Γιατί εγώ είμαι μέσα σου. Και όσο είμαι εγώ μέσα σου δε θα σε αφήνω να ξεχάσεις.
Καμιά φορά είναι τόσο λυτρωτικό να ξεχνάς. Και τόσο σκληρό να θυμάσαι…

Το νερό σιώπησε, όμως εγώ εξακολουθούσα να το ακούω, εδώ, σ’αυτό τον αλλόκοτο κόσμο, ακόμα κι όταν κάτι σιωπά, σου μιλάει, ακούς τον απόηχο, τον ψίθυρο, τη μουσική του… πως γίνεται όλα να είναι σιωπηλά και μαζί τόσο… φλύαρα; Πως μπορείς αληθινά να ηρεμείς μέσα σε μια γιορτή από φωνές, ήχους, μουσικές;

Αγκάλιασα τον εαυτό μου. Ξαφνικά κρύωνα πολύ. Ξαφνικά, ακόμη και μέσα σ’ αυτό τον παράδεισο βίωσα με μια φοβερή, καταθλιπτική ακεραιότητα την μοναξιά μου…


Δεν πρόκειται να μάς το αφαιρέσει κανείς.
Είναι η αλήθεια μας, είναι η δέσμευσή μας.
Τα βήματά μας, κάθε μέρα, όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντά…
Τα βήματά μας, κάθε μέρα όλο και πιο γερασμένα, όλο και πιο κουρασμένα…
Κι εμείς, απλώνουμε τα χέρια μας όπως το βλέμμα μας,
σε ένα σύμπαν παχύρρευστο, δηλητηριώδες, μοχθηρό και ανόσιο…



07-03-2006

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2012





Θα έρθουν πάλι
οι φωτεινές νύχτες
τα ήρεμα πρωινά
εκείνα τα βλέμματα
θα έρθουν πάλι
που δεν υπόσχονται τίποτε
γιατί τα περιέχουν όλα

Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2012





Σεντόνι αθανασίας

Σε ένιωθα δίπλα μου να ανασαίνεις
Κι ένα σεντόνι
Από ιστούς αθανασίας
Απλώθηκε στο δωμάτιο
Στη ζωή μου
Σε όλο μου το είναι

Πως θα μπορούσα να ακινητήσω τη στιγμή
Σε τούτη την ευλογία;
Μονάχα να το αισθανθώ
Και να το απολαύσω
Δεν μου αρκεί
Δεν με πληρώνει…
       
Σε έσφιξα πιο δυνατά
Να συντονίσω το παλμό σου
Με τον δικό μου
Να γίνουμε για λίγο
Ένας στεναγμός
Να έχει η φθορά
Μια μάχη επιτέλους
χαμένη…
       
Το ξέρω
Θα βλέπω τούτο τον ιστό
Να αργοπεθαίνει
Δίπλα σου
Και να διαλύεται σε χιλιάδες
Ήλιους μεταξιού
Ώσπου να αποφασίσω
Ν’ ασπαστώ το Ημαρ της Ανάγκης
Και να το φιλοξενώ
Στο πιο αθέατο μόριό μου
Για να ξεγελιέμαι
Ότι τάχα
δεν υπάρχει…
       
Μάης 2009


salome's dance

Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2012




Prometheus… Επιτέλους, μια γερή γροθιά στον κ. Darwin
Ολίγες ετεροχρονισμένες σκέψεις με αφορμή μόνο την εμβηλατική ταινία του Ρ.Σκοτ.


Ο Ρίντλευ είναι μεγάλος… είναι μέγιστος… είναι θεός…
Ακόμα κι αν αποτυγχάνει, ακόμα κι αν έχει χάσει την πρωτινή του λάμψη… ακόμα και όταν η παρακμή προλαβαίνει τα δημιουργήματα πιο γρήγορα από τον δημιουργό τους…

Θυμάμαι όταν πρωτοείδα το Allien… τέλη της δεκαετίας του ’70… όλοι μιλούσαν γι’αυτή την ταινία… πως είναι μια επανάσταση, πως δεν πρόκειται για μια απλή sc-fi horror movie… πως ο σκηνοθέτης με ελάχιστα μέσα κατασκεύασε ένα μοναδικό σύμπαν… δεν μιλούσε ακόμα κανείς για τον μεγάλο Giger τότε… μονάχα που αυτός στοίχειωσε τα όνειρά μας…
Θυμάμαι ακόμα εκείνο το ρίγος… ναι, το έχω παλλόμενο ακόμα εντός μου… πως βγήκα από τη σκοτεινή αίθουσα με τον πατέρα και τον αδελφό μου και δεν ήθελα να ξαναγυρίσω σπίτι… ήθελα να είμαι στο Νοστρόμο, παρέα με την Ρίπλευ και τους άλλους, ακόμα και με το τέρας παρέα και να εξερευνούμε άλλους κόσμους… αλλά έπρεπε να γυρίσω σπίτι… κι όπως συμβαίνει με κάθε έφηβο, τούτες οι εγγραφές έμειναν έγγλυφες… πάει να πει, δεν καθαρίζεις ποτέ μαζί τους… και έγινε το μικρό μου δωμάτιο σωστό πιλοτήριο commercial towing spaceship…

Ώστε είχα δίκιο το λοιπόν… ο Ρίντλευ ανέκαθεν συμφωνούσε μαζί μου… δεν είμαστε απόγονοι των πιθήκων κύριοι, ελάτε τώρα, το είχατε πιστέψει αυτό το ευφυές κατασκεύασμα του κ. Ντάργουιν; Αλήθεια, το είχατε πιστέψει; Και όταν σηκώνω τα μάτια μου ψηλά, κι όταν γίνεται το σώμα και τα χέρια μου ένα θεόρατο και υπέροχο Υ σε ποιον αναφέρομαι; Ποιους επικαλούμαι; Έλεος δηλαδή, παρά λίγο να την πατήσουμε, αλλά… τα πράγματα μπαίνουν πλέον στη θέση τους…

Είμαστε αναφορικά όντα, πάει και τελείωσε… προσωπικώς αρνούμαι όλες τις θεωρίες της εξέλιξης από τη Μητέρα Φύση… θα μου πεις, δεν εντρέπεσαι αριστερός άνθρωπος να υιοθετείς τις ιδέες των δεξιών, δημιουργιστών; Μωρέ ποιος τους χέζει αυτούς; Εδώ μιλάμε για την απαρχή της αλυσίδας… κάποιοι κρίκοι λείπουν κ. Ντάργουιν… κάποτε, κάτι έγινε και ολίγοι μόνον εκ των πρωτευόντων θηλαστικών ανέπτυξαν μια παράξενη νοημοσύνη… κάτι έγινε με τον μετωπιαίο λοβό, με τις αυλακώσεις, με τις εγκεφαλικές συνάψεις και ό,τι άλλο διάολο θέλετε… οκ… τι έγινε λοιπόν; Ο καρχαρίας παρέμεινε καρχαρίας, η χελώνα χελώνα, ο πίθηκας πίθηκας… όμως… κάποιοι, κάπως, κάποτε αποφάσισαν να… ξεστρατίσουν… Γιατί κύριοι; Πως έγινε αυτό το σκάνδαλο;

Μην τους ακούς Ρίντλευ… δεν ξέρουν… στην πραγματικότητα φοβούνται… ναι, φοβούνται τη φοβερή αλήθεια πως υπάρχει κάτι ή κάποιος εκεί έξω που κάποτε δεν ήταν έξω αλλά μέσα και… εργαζόταν… για ποιο λόγο; Για ποιο σκοπό; Ε, προσπάθησες να το πιάσεις το κλαδί αυτό φίλε μου αλλά είναι πολύ ψηλό και δεν μπόραγες… απέτυχες αλλά δεν σε μαλώνω… ο Προμηθέας σου παραμένει ένα όμορφο όνειρο και μαζί, ένας χιμαιρικός εφιάλτης…

Δεν θα αρνηθώ την ομορφιά επειδή υπάρχουν άσχημοι άνθρωποι… Δεν θα αρνηθώ το άπειρο επειδή βολεύομαι στο ψηλαφητό…

Και αν σιχάθηκα πια τους ποιητές και τις ‘σικέ’ Ολυμπιάδες θλίψης ως πρώτης ύλης για τα επόμενα ‘αριστουργήματα’ της συμφοράς που κοσμούν προθήκες βιβλιοπωλείων…
Δεν θα αρνηθώ για τούτο την Ποίηση βέβαια…



Όρθωσε το ανάστημά σου Προμηθέα… άπλωσε τα χέρια σου… στρέψε το βλέμμα σου ολόγυρα… τι βλέπεις;
Ό,τι κι αν είναι αυτό, εσύ το γέννησες… Το σκέφτηκες και άρχισε να ριγά... το ψέλλισες και άρχισε να ανθίζει… του χαμογέλασες και σου έδωσε το χέρι...

Κυριακή, Ιουλίου 15, 2012




αφηγείται...

το λεπτό σου σώμα
μου αφηγείται
έχεις φιλοξενήσει ήλιο και χώμα
από τα καλοκαίρια σου
στο στήθος
και αρμόζει καλύτερα στη νύχτα
να μου τα προσφέρει

μια στιγμή από Κυριακή
ένα πρόσφορο Σαββάτου

χαμογελώ λοιπόν
όπως μου ζήτησες...

ανεκτικός που στάθηκε ο πόνος
και μου επέτρεψε να σε αγκαλιάσω
πάνω που ξημέρωνε
η πιο μεγάλη Δευτέρα
της ζωής μου...

2009





akt multikolor

Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2012






Απλώνεται ο κόσμος εμπρός μου
όσο ένα αποτύπωμα απ’το πόδι μου
όσο ένας καρδιακός παλμός
κι ένα βλέμμα ξοδεμένο
όχι στο χτες
μα στο α λ λ ι ώ ς

στεφανιαίος λυγμός
ερωτικός
μονάχα ερωτικός

πνέων τα λοίσθια
μα παραδόξως σταθερός

ίλιγγος

τόσο απέχει απ’το παράδεισο
ένας γκρεμός…


έβδομος 2010

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2012




Αγάπη

Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;


Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.


Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.


Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.


Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα ματιά σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.


Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.


Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί


Πάμπλο Νερούδα
Μτφ: Δανάη Στρατηγοπούλου





LoverS

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2012




ΤΡΙΤΟΣ ΨΑΛΜΟΣ


Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν χώμα ...
Ήμουνα φίλος με τους μίσχους του σιταριού.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν οργή
Ήμουνα φίλος με τις αλυσίδες.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν πέτρες
Ήμουνα φίλος με τα ρέματα.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν εξέγερση
Ήμουνα φίλος με τους σεισμούς.
Τις μέρες, όταν τα λόγια μου
ήταν πικρά μήλα
Ήμουνα φίλος με την αισιοδοξία.
Αλλά όταν τα λόγια μου
έγιναν μέλι ...
οι μύγες κάλυψαν
τα χείλη μου! ...


Μαχμούντ  Νταρουίς

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2012

Κανίβαλοι από ανάγκη; Κανίβαλοι από φανατισμό;




ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟΙ ΤΗΣ ΜΑΑΡΑ




...Δεν ξέρω αν είναι βοσκοτόπια αγρίων ζώων ή το σπίτι μου, το σπίτι όπου γεννήθηκα.

Αυτή η κραυγή πόνου ενός άγνωστου ποιητή της Μάαρα[i] δεν είναι τρόπος του λέγειν. Είμαστε αναγκασμένοι δυστυχώς να πάρουμε τα λόγια του στην κυριολεξία και να αναρωτηθούμε μαζί: Τι το τόσο τερατώδες συνέβη σ' αυτή την πόλη της Συρίας στα τέλη του 1098;

Πριν έρθουν οι Φράγκοι, οι κάτοικοι ζούσαν ήσυχα προφυλαγμένοι από το κυκλικό τους τείχος. Τα αμπέλια, οι ελαιώνες, οι συκιές, τους πρόσφεραν μια σχετική ευμάρεια. Όσο για τις κρατικές τους υποθέσεις, υπήρχαν έντιμοι πρόκριτοι, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες, υπό την εποπτεία του Ρεντβάν που βασίλευε στο Χαλέπι. Το καμάρι της Μάαρα ήταν ότι υπήρξε η γενέτειρα μιας από τις μεγαλύτερες μορφές της αραβικής λογοτεχνίας, του Αμπούλ-Αλά αλ-Μααρί, που πέθανε το 1057. Αυτός ο τυφλός ποιητής είχε το θάρρος να τα βάλει με τα ήθη της εποχής του παρόλο που κάτι τέτοιο απαγορευόταν. Χρειαζόταν θάρρος να γράψεις.

Οι κάτοικοι της γης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σ' αυτούς που έχουν μυαλό και δεν έχουν θρησκεία, και σ' αυτούς που έχουν θρησκεία, αλλά δεν έχουν μυαλό.

Σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του, ένας φανατισμός που ήρθε από μακριά θα δικαιώσει αυτό το τέκνο της Μάαρα, τόσο για την αθεΐα του, όσο και για τη μνημειώδη απαισιοδοξία του.

Η μοίρα μας τσακίζει, σαν να 'μαστε γυαλί, και τα κομμάτια μας δεν ξανακολλάνε ποτέ πια.

Η πόλη του θα μεταβληθεί, πράγματι, σ' ένα σωρό ερειπίων κι αυτός ο φόβος, που τόσο συχνά εκδήλωνε ο ποιητής για τους ομοίους του, θα βρει εδώ την πιο τραγική του απεικόνιση. Στους πρώτους μήνες του 1098, οι κάτοικοι της Μάαρα παρακολουθούσαν ανήσυχα τη μάχη της Αντιόχειας που μαινόταν βορειοδυτικά, σε απόσταση τριών μερών πορείας. Μετά τη νίκη τους, οι Φράγκοι ήρθαν να λεηλατήσουν μερικά γειτονικά χωριά και η Μάαρα σώθηκε, αλλά πολλοί κάτοικοι με τις οικογένειες τους προτίμησαν να πάνε σε πιο ασφαλή μέρη, όπως το Χαλέπι, το Χομς ή τη Χάμα. Οι φόβοι τους επαληθεύτηκαν όταν, στα τέλη Νοεμβρίου, χιλιάδες Φράγκοι πολεμιστές ζώνουν την πόλη. Μερικοί κάτοικοι προλαβαίνουν να φύγουν, αλλά οι περισσότεροι πέφτουν στην παγίδα. Η Μάαρα δεν έχει στρατό, μόνο μια μικρή πολιτοφυλακή στην οποία κατατάσσονται αμέσως μερικές εκατοντάδες νέοι, χωρίς στρατιωτική πείρα. Για δυο βδομάδες, αντιστέκονται θαρραλέα στους τρομερούς ιππείς, ρίχνοντας από τα τείχη μέχρι και κυψέλες γεμάτες μέλισσες.

Οι Φράγκοι, βλέποντας τους να αντιστέκονται με τόσο πείσμα, θα διηγηθεί ο Ιμπν αλ-Αθίρ, κατασκεύασαν ένα ξύλινο πύργο που έφθανε στο ύψος του τείχους. Μερικοί μουσουλμάνοι, τρομαγμένοι και με πεσμένο ηθικό, σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να αμυνθούν καλύτερα, οχυρώνοντας τα πιο ψηλά κτίρια της πόλης. Κι άλλοι τους μιμήθηκαν με αποτέλεσμα ένα μέρος του τείχους να ερημώσει. Σε λίγο, όλο το τείχος έμεινε χωρίς υπερασπιστές. Οι Φράγκοι, σκαρφάλωσαν με σκάλες και όταν οι κάτοικοι τους είδαν στην κορυφή του τείχους, έχασαν το θάρρος τους.

Νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου. Είναι σκοτάδι και οι Φράγκοι δεν τολμούν ακόμη να μπουν στην πόλη. Οι πρόκριτοι έρχονται σε επαφή με τον Μποεμόν[ii], το νέο άρχοντα της Αντιόχειας που βρίσκεται επικεφαλής των εχθρών. Ο Φράγκος αρχηγός υπόσχεται να χαρίσει τη ζωή στους κατοίκους αν φύγουν από τα κτίρια και σταματήσουν τον πόλεμο. Πιστεύοντας τα λόγια του, οι οικογένειες μαζεύονται στα σπίτια και τα υπόγεια της πόλης και περιμένουν όλη τη νύχτα, τρέμοντας. Όταν οι Φράγκοι φθάνουν την αυγή γίνεται σφαγή.

Επί τρεις ημέρες πέρασαν τον κόσμο από την κόψη του σπαθιού, σκοτώνοντας περισσότερους από εκατό χιλιάδες ανθρώπους και αιχμαλωτίζοντας πολλούς.

Οι αριθμοί του Ιμπν αλ-Αθίρ είναι κάπως φανταστικοί, γιατί τις παραμονές της πτώσης της η πόλη είχε λιγότερους από 10.000 κατοίκους. Αλλά η φρίκη δεν έγκειται τόσο στον αριθμό, όσο στην τύχη των θυμάτων, κάτι που δύσκολα το βάζει ανθρώπινος νους.

Στη Μάαρα οι δικοί μας έβραζαν σε χύτρες τους ανθρώπους, και καταβρόχθιζαν τα παιδιά ψημένα στη σούβλα.

Αυτή η ομολογία του Φράγκου χρονικογράφου Ραούλ ντε Καέν δε θα διαβαστεί από τους κατοίκους των γύρω χωριών, αλλά ως το τέλος της ζωής τους θα θυμούνται τι είδαν και άκουσαν. Γιατί η ανάμνηση αυτών των φρικαλεοτήτων, που διαδόθηκε από τους τοπικούς ποιητές και από τις παραδοσιακές αφηγήσεις, θα χαράξει στο μυαλό μιαν ανεξίτηλη εικόνα για τους Φράγκους. Ο χρονικογράφος Ουσάμα Ιμπν-Μουνκίντ που γεννήθηκε τρία χρόνια πριν από τα γεγονότα στη γειτονική πόλη Σεϊζάρ, θα γράψει μια μέρα:

Όσοι άκουγαν για τους Φράγκους, όταν τους γνώρισαν, είδαν ότι αυτοί δε διαφέρουν από τα ζώα που έχουν απλά το πλεονέκτημα του θάρρους και της θέρμης στον πόλεμο, αλλά τίποτε άλλο, όπως δηλαδή τα ζώα που έχουν μόνο την υπεροχή της δύναμης και της επιθετικότητας.

Μια κρίση όχι καλοπροαίρετη, που συνοψίζει την εντύπωση που προκάλεσαν οι Φράγκοι όταν έφτασαν στη Συρία. Ένα μείγμα περιφρόνησης και φόβου το οποίο δικαιολογείται για ένα αραβικό κράτος πολύ ανώτερο σε πολιτισμό, που έχασε όμως κάθε μαχητικότητα. Οι Τούρκοι δε θα ξεχάσουν ποτέ τους κανιβαλισμούς των Δυτικών. Μέσα σε όλη τους την επική λογοτεχνία, οι Φράγκοι παρουσιάζονται χωρίς διάκριση ως ανθρωποφάγοι. Αυτή η εικόνα των Φράγκων είναι άδικη; Οι δυτικοί εισβολείς καταβρόχθισαν τους κατοίκους της μαρτυρικής πόλης με μοναδικό σκοπό να επιζήσουν; Οι αρχηγοί τους θα το επιβεβαιώσουν τον επόμενο χρόνο σε μια επίσημη επιστολή προς τον Πάπα.

Ένας φοβερός λιμός έπληξε τη στρατιά της Μάαρα που την εξανάγκασε στη σκληρή πράξη, να τραφεί με τα σώματα των Σαρακηνών.

Αυτό όμως ειπώθηκε εκ του προχείρου. Γιατί οι κάτοικοι της περιοχής της Μάαρα βλέπουν αυτό τον τρομερό χειμώνα, πράξεις που η πείνα μόνο δεν αρκεί να τις δικαιολογήσει: βλέπουν πράγματι, τους Ταφούρ, ομάδες φανατικών Φράγκων, να ξεχύνονται στις κοιλάδες, φωνάζοντας πως θέλουν να τραγανίσουν σαρακηνό κρέας, και να μαζεύονται το βράδυ γύρω απ' τη φωτιά για να καταβροχθίσουν τα θύματα τους. Κανίβαλοι από ανάγκη; Κανίβαλοι από φανατισμό; Όλα αυτά φαίνονται εξωπραγματικά, ωστόσο οι μαρτυρίες είναι συντριπτικές, τόσο για τα γεγονότα που ιστορούν όσο και για τη νοσηρή ατμόσφαιρα που αποπνέουν. Πάνω σ' αυτό, μια φράση του Φράγκου χρονικογράφου Αλμπέρ ντ Ά ι ξ που πήρε μέρος και ο ίδιος στη μάχη της Μάαρα, δεν αρκεί να περιγράψει τη φρίκη.

Οι δικοί μας όχι μόνο δεν ένιωθαν απέχθεια να τρώνε Τούρκους και Σαρακηνούς, αλλά έτρωγαν ακόμα και σκύλους...







Armin Maalouf  Οι Σταυροφορίες από την πλευρά των Αράβων






[i] Οι Φράγκοι την ονομάζουν Marra. Πρόκειται για το Maaratcn-Numas, νοτιοανατολικά της Αντιόχειας.
[ii] Μποεμόν (Βοημούνδος): Γιος του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, δούκα του Απουλίου και της Καλαβρίας.