Πέμπτη, Δεκεμβρίου 23, 2021

Οδυσσέας


Τ

ο όνομά μου είναι Οδυσσέας κι έχω μετά από χρόνια που έλειψα, που έχω χάσει το λογαριασμό πόσα, μετά από πολέμους και ταξίδια και φουρτούνες και θύελλες και αιχμαλωσίες και αποδράσεις ως και κατάβαση στον μεγάλο και σκοτεινό και φοβερό Άδη, μετά από τόσα που πέρασα και άλλα τόσα και αναρίθμητα και ανιστόρητα γιατί θα ήθελαν όλοι οι Όμηροι του κόσμου να γράφουν και να γράφουν και σταματημό να μην έχουν, το λοιπόν είμαι ο Οδυσσέας, μόνος, γυμνός σχεδόν, κουρελής και αξύριστος, με το μαλλί μου ακόμα πυκνό όμως άσπρο, γδαρμένος στο κορμί και στην ψυχή όμως ατόφιος, ακέραιος ίσως παρότι οι ρωγμές στο είναι μου ανταμώνουν με αυτές στο σώμα μου… κι είμαι ξανά εδώ… εδώ από όπου ξεκίνησα, κάποτε, πριν από αιώνες να συναντήσω το πεπρωμένο μου κάτω απ’τα απόρθητα τείχη του Ιλίου… ώστε λοιπόν είμαι ξανά εδώ, στο πάτριο χώμα, τη γενέθλια γη… κανείς δεν ξέρει ότι γύρισα… κανείς… κανείς δεν το υποπτεύεται… ίσως μονάχα εκείνη… ίσως αν ύστερα από τόσα χρόνια με περιμένει ακόμα… ίσως μονάχα εκείνη και ο γιός μου… ίσως ακόμα δυο τρεις άνθρωποι δικοί μου… κι όμως κανείς στα σοβαρά δεν το υποπτεύεται… κανείς δεν είναι τόσο απάνθρωπος που να σκίσει το είναι του στα δυο, να το γεμίσει χρόνο και να αφανίσει όλα τα άλλα… κανείς δεν είναι τόσο παράλογος που να γεμίσει τη ζωή του τίποτα, να αφανίσει το εγώ του για να γεμίσει υπομονή… για ποιον; Για κάποιον που πια λογίζεται νεκρός ανάμεσα στις σκιές του κάτω κόσμου… τις ξέρω, τις είδα, δεν φεύγουν οι εικόνες αυτές, ποτέ δεν θα απαλλαγώ από τις μυρωδιές, το χτυποκάρδι, τη μαχαιριά σαν είδα ανάμεσά τους κείνο το αγαπημένο πρόσωπο να σέρνεται… λοιπόν κανείς δεν ξέρει ότι ήρθα… ότι είμαι εδώ… ένας νεκρός που γύρισε στους ζωντανούς, που επέστρεψε, που ήρθε στα χώματα που τον έθρεψαν, στις ακτές που τον έλουσαν, στα παλάτια που τον στέγασαν από μικρό παιδί…

Και λοιπόν;

Τα κατάφερα θα πεις, ενάντια σε όλους τους θεούς και τους δαίμονες, εγώ, από όλους τους συντρόφους μου, τα κατάφερα…

Ε, και λοιπόν;

Νιώθω το χώμα που πατώ να τρέμει, τις δονήσεις των ιερών προγόνων που με δέχονται ξανά στην αγκαλιά τους, τον αέρα να φυσάει τα μάγουλά μου… όλα όσα μυρίζαν κάποτε πατρίδα και σήμερα τα ίδια είναι… μονάχα που εγώ δεν τα νιώθω πια έτσι και πατρίδα πια για μένα έγινε, τι παράξενο να το λέω εγώ που δαπάνησα 20 χρόνια βίου για να επιστρέψω ακριβώς εδώ… πατρίδα το λοιπόν για μένα έγινε όλος ο κόσμος… ξηρός και υγρός, αρσενικός και θηλυκός, φίλιος κι εχθρικός… όλος ο κόσμος, μα όλος… ως και οι θάνατοι των αγαπημένων μου συντρόφων, πατρίδα είναι, ως και οι αγκαλιές των γυναικών που απολαύσαμε τον έρωτα νύχτες και μέρες, πατρίδα είναι ως και τα έγκατα του Άδη που χώθηκα για να συρθώ σαν σκιά ανάμεσα στις σκιές, πατρίδα είναι… ως και τα βάθια των ωκεανών που παραλίγο να χαθώ για πάντα, ως και του Πολύφημου η σπηλιά… πατρίδα είναι… και τούτος ο τόπος πια δεν είναι!

Και βλέπω ολόγυρα γνώριμα τοπία και κλαίει η ψυχή μου που δεν θέλω να τα αγκαλιάσω, να τα φιλήσω, να γίνω ένα μαζί τους… Και βλέπω μακριά τις στέγες των σπιτιών και τους καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό, άνθρωποι δικοί μου, και δικοί μου πια δεν είναι.

Και έχω στο βλέμμα πια ένα άλλο τοπίο και έχω στην καρδιά έναν άλλο τόπο που θέλω να γυρίσω για να ξεκουραστώ.

Κι έχω στη ψυχή μια θύελλα που δεν κοπάζει πια και δεν ξεγελιέται από νεανικές θύμησες και κάμαρες συζυγικές και πρωινά και δείπνα και κυνήγια με τους φίλους στα δάση και δεν μετράνε όσα κάποτε είπα πάνω στο λυγμό του χωρισμού από την ωραία αγκαλιά της γυναίκας. Εκείνης της γυναίκας που για μένα ήταν όλες οι γυναίκες. Κάποτε…

Μα, δεν ξεγελιέται η ψυχή που γνώρισε ακροσύνορα και στερεώματα και απλώθηκε στο Αχανές κι ελευθερώθηκε!

Και δεν ξεγελιέται το βλέμμα που στερεώθηκε για πάντα σε γκρεμών αβύσσους και θεαινών τα στήθη.

Και δεν γελιέται το καρδιοχτύπι που έδινε αίμα πορφυρό στα όνειρα μιας άλλης ύπαρξης, μεγάλης, πιο μεγάλης από οτιδήποτε σχημάτισε με το μυαλό του ο άνθρωπος.

Και ξέρω τώρα καλά πως δεν έχω γυρίσει, αλίμονο, στην αγαπημένη μου πατρίδα… μα από εκείνη έφυγα δίχως να το ξέρω και με καλεί, βροντοχτυπώντας ανελέητα στις φλέβες το αίμα της, να γυρίσω πίσω!

 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 17, 2021

Ψηφιακή οντολογία και ασυμπτωματικός… ανθρωπισμός

 

Δ

εν ξέρω, ειλικρινά, αν μέσα σε αυτή την παρακμιακή και πνιγηρή ατμόσφαιρα των τελευταίων ετών και μηνών ιδιαίτερα, μπορεί κανείς να βρει το κέφι ή έστω το κουράγιο να γράψει, να εκφραστεί, να επικοινωνήσει οτιδήποτε. Γιατί δεν έχω απαντήσει εσωτερικά αν όλο τούτο το εγχείρημα έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα. Νόημα μπορεί να έχει οτιδήποτε αλλά η απάντηση ένδον δεν έχει ωστόσο αναδυθεί. Μοιάζει να είναι κωφός ή βουβός ο ένδον εαυτός και οπωσδήποτε σε χαμηλή επικοινωνιακή δυναμική. Ή μπορεί πάλι να εργάζεται και να ετοιμάζει πράγματα. Ίσως, όλα είναι πιθανά.

Οι φετινές γιορτές έχουν το συνήθη στολισμό και διάκοσμο αλλά ο εσωτερικός διάκοσμος δεν είναι ο αντίστοιχος. Από τη μια ευτυχώς βέβαια, θα ήταν παράλογο. Από την άλλη μελαγχολεί κανείς στη σκέψη ότι παραδίδουμε έναν κόσμο στα νεότερα μέλη αυτής της κοινότητας βουτηγμένο στον πεσιμισμό, την ουδενοκρατία, το θρίαμβο της ρουφιανιάς και την κατίσχυση του ‘μέσου όρου’ σε οτιδήποτε. Είναι μάλλον μεγάλο θράσος έπειτα να απαιτείς από αυτή τη γενιά να σώσει την ανθρωπότητα ή να ανοίξει ολότελα διαφορετικούς δρόμους. Η γενιά που έρχεται θα είναι μάλλον… ασυμπτωματική σε οτιδήποτε καταφάσκει την πνευματική ζωή, την πολιτική δράση, την ουσιαστική ανάλυση και οπωσδήποτε φουλ συμπτωματική σε οτιδήποτε καταφάσκει το ρηχό και το έξαλλο. Το βλέπουμε παντού ολόγυρα και στο νοσογόνο περιβάλλον των σόσιαλ, έτι περισσότερον. Στο άμεσο μέλλον δεν θα υπάρχει καν άλλο περιβάλλον εκτός από το ψηφιακό. Για να πιστοποιήσεις την ύπαρξή σου δεν θα αρκεί να εμφανίζεσαι με σάρκα και οστά. Θα πρέπει να μπορούν να σε… σκανάρουν και ψηφιακά σε κάποια οθόνη για να είσαι οκ!

Μια τέτοια ψηφιακή οντολογία μας αναμένει στη γωνία και θα πετάξει στα σκουπίδια όλες τις παλαιές οντολογίες που ταλαιπώρησαν τη διανόηση επί αιώνες. Ακόμη και ο Θεός θα πιστοποιείται ψηφιακά, αυτό είναι που έρχεται και δεν πρόκειται για κινδυνολογία αλλά για απλή διαπίστωση. Προσαρμοζόμαστε βέβαια, πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς;

Όσο για τον ανθρωπισμό που από τους Νέους Χρόνους κιόλας αναδύθηκε ως αίτημα και σκέψη και στοχασμός και πράξη και βίωμα, πάει περίπατο… στην καλύτερη περίπτωση θα είναι… ασυμπτωματικός… θα υπάρχει κάπου βαθιά χωμένος και δεν θα εκδηλώνει κανένα σύμπτωμα για να μην… ενοχλεί τον φορέα του.

Θα έχει με άλλα να ασχολείται αυτός… και ο ανθρωπισμός απαιτεί ενέργεια, ευαισθησία και καλλιέργεια… αλλόκοτα πράγματα δηλαδή!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2021

Ο σοφός άνθρωπος εκλέγει μια κατεύθυνση με την καρδιά και την ακολουθεί...

 

«…‘μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε πάνω στο κάθε τι’, είπε, ‘και κατόπιν μαθαίνουμε τα μάτια μας να κοιτάζουν όπως σκεφτόμαστε πάνω στα πράγματα που κοιτάζουμε. Κοιτάζουμε τον εαυτό μας σκεφτόμενοι ήδη πως είμαστε σημαντικοί. Κατά συνέπεια έχουμε υποχρέωση να νιώθουμε σημαντικοί! Όταν όμως ένας άνθρωπος μάθει να βλέπει, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πλέον να σκέφτεται πάνω στα πράγματα που κοιτάζει, κα αν δεν μπορεί να σκέφτεται ό,τι κοιτάζει, τότε όλα γίνονται ασήμαντα’…»

«…’Έμαθα να βλέπω και σου λέω πως τίποτα πραγματικά δεν έχει σημασία. Τώρα είναι η σειρά σου. Ίσως κάποια μέρα να δεις κι εσύ και τότε θα μάθεις αν τα πράγματα έχουν σημασία ή όχι. Για μένα τίποτα δεν έχει σημασία αλλά για σένα μπορεί να έχουν όλα. Θα πρέπει να γνωρίζεις από τώρα ότι ο σοφός άνθρωπος ζει δρώντας και όχι σκεφτόμενος πάνω στη δράση, ούτε στοχαζόμενος αυτό που θα σκεφτεί όταν θα έχει τελειώσει τη πράξη. Ο σοφός άνθρωπος εκλέγει μια κατεύθυνση με την καρδιά και την ακολουθεί. Και κατόπι κοιτάζει και χαίρεται και γελά. Και κατόπιν βλέπει και γνωρίζει. Γνωρίζει ότι η ζωή του θα τελειώσει πολύ γρήγορα. Γνωρίζει ότι τόσο αυτός όσο και κάθε άλλος δεν πηγαίνει πουθενά (μετά το θάνατο). Γνωρίζει επειδή βλέπει ότι τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από ένα άλλο. Μ’άλλα λόγια, ένας σοφός άνθρωπος, δεν έχει τιμή, αξιοπρέπεια, οικογένεια, όνομα, χώρα, αλλά μονάχα μια ζωή για να τη ζήσει και κάτω απ’αυτές τις συνθήκες το μόνο που τον δένει με τους συνανθρώπους του είναι η ελεγχόμενη τρέλα του. Έτσι, ο σοφός άνθρωπος αγωνίζεται, ιδρώνει, λαχανιάζει κι όταν τον βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι τους φαίνεται σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Η μόνη διαφορά του είναι ότι ελέγχει τη τρέλα της ζωής του’…»
 

Κάρλος Καστανέντα: Μια ξεχωριστή πραγματικότητα
 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2021

Ο Οίκος...


Ο
ποιητής σήκωσε το βλέμμα και το προσανατόλισε στην είσοδο του Οίκου. Ρίγησε. Όλο του το είναι σκίρτησε. Η ατραπός τελειώνει εδώ, συλλογίστηκε και τα μάτια του υγράνθηκαν. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο ηλιακό του πλέγμα. Έβγαλε με μια ήρεμη κίνηση αυτό που κρατούσε καλά κρυμμένο και αθέατο κατάσαρκα στο στήθος. Το χάιδεψε απαλά, με άφατη τρυφερότητα. Το κράτησε με το δεξί του χέρι και κοίταξε ξανά μπροστά. Πρέπει να κάνω το βήμα, μονολόγησε. Γι αυτό βρίσκομαι εδώ… πήρε μια βαθιάν ανάσα, έδιωξε τις σκέψεις της τελευταίας στιγμής και προχώρησε.
 
Έφτασε λίγο πριν το Κατώφλι, ανάμεσα στους δυο μεγάλους κίονες όταν ο πόνος στο στήθος έγινε οξύτερος. Τα γόνατά του έτρεμαν, όλο του το είναι βρισκόταν σε συναγερμό. Πρέπει να στηριχτώ, πρέπει να κλείσω την ατραπό, ενθάρρυνε τον εαυτό του και μονομιάς ένιωσε να στυλώνεται ξανά στα πόδια του. Πέρασε τη νοητή γραμμή που συνέδεε τους δυο επιβλητικούς κίονες και έφτασε στο Κατώφλι. Στάθηκε και έκλεισε τα μάτια. Γνώριζε καλά την προσευχή. Όλη του τη ζωή την επαναλάμβανε σαν μαγική επωδό. Οι λέξεις ανέβηκαν αβίαστα απ’την ψυχή στα χείλη. Τα δάκρυα έτρεξαν καυτά, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Πόσο μεγάλη είναι τούτη η στιγμή, σκέφτηκε σαν ολοκλήρωσε την προσευχή του. Σήκωσε ξανά το βλέμμα. Και πέρασε το κατώφλι.
 
Ο Οίκος ήταν σκοτεινός, ζεστός και γεμάτος μια πανάρχαια ενέργεια που τον 'χτύπησε' από το πρώτο του βήμα στο εσωτερικό. Δεν υπήρχε τίποτα ολόγυρα. Οι τοίχοι ήταν σκοτεινοί, γεμάτοι σκαλίσματα, παραστάσεις ακατάληπτες και λαξευμένες αράδες από προσευχές προσκυνητών σε άγνωστες, ξεχασμένες πια γλώσσες. Μπροστά του, στο κέντρο του Οίκου ήταν ο βωμός. Τον χώριζαν μονάχα λίγα βήματα.
 
Ξαφνικά, εκείνο που κρατούσε στο δεξί του χέρι σα να ζωντάνεψε… μια θερμότητα τον διαπέρασε αρχικά κι από το χέρι απλώθηκε γοργά σε όλο του το σώμα. Δύσπνοια. Το οξυγόνο ήταν λιγοστό εδώ μέσα και ένιωθε πως πνιγόταν. Να βιαστώ, είπε δυνατά και πλησίασε θαρρετά τον οκταγωνικό βωμό. 
 
Τα βήματά του ήταν δύσκολα, όλο και πιο δύσκολα. Ένιωθε μια τεράστια πίεση να τον πιέζει στους ώμους λες και ολόκληρος ο Οίκος, ο κόσμος όλος έπεφτε πάνω του. Πήρε μια γενναία ανάσα και έφτασε μπροστά στο βωμό. Γονάτισε με ευλάβεια και έφερε το αντικείμενο μπροστά του. Είχε μια άλλη όψη και άλλη υφή τώρα. Έμοιαζε με διάπυρο ξίφος που άστραφτε μέσα στο σκοτεινό, πανάρχαιο Οίκο. Μια κίνηση έμεινε, σκέφτηκε κι αισθάνθηκε πόνο σε όλα του τα μέλη, ως τα κατάβαθα του είναι του. Εκείνος δεν θέλει να το κάνω, είπε και ένιωσε τον ιδρώτα να τρέχει απ’το μέτωπό του. Εκείνος παλεύει να με σταματήσει, είπε ξανά και τέντωσε το χέρι του για να αποθέσει το αντικείμενο που σα να είχε φλογιστεί πια ολόκληρο, σα να είχε πυρποληθεί από μια τρομερή ενέργεια και δύναμη που δεν μπορούσε να ελέγξει. Όλα είχαν φτάσει πια στο πιο κρίσιμο σημείο. Ολόκληρη η ύπαρξή του δονείτο… ένιωθε σαν αρχαίος βράχος που άρχιζε να ρηγματώνεται παντού και έφτανε στα όρια να σπάσει σε αναρίθμητα κομμάτια. Προσπάθησε να ψελλίσει κάτι και δεν έβγαινε η φωνή του… ως και η σκέψη του είχε παύσει, ως και η ανάσα της αθάνατης ψυχής του τρεμόσβηνε μέσα του… άνοιξε τα δάχτυλά του και το έμπυρο αντικείμενο έπεσε μέσα στο βωμό…
 
Δεν κατάφερε να δει όσα ακολούθησαν… τον πίδακα φωτιάς που όρμησε από το βωμό και έγλειψε την οροφή του Οίκου… τα έγγλυφα στους τοίχους ολόγυρα να πυρώνονται και να εκπέμπουν το αρχαιώνιο φως του είναι τόσων και τόσων προσκυνητών πριν απ’αυτόν… ένιωσε όμως να του δροσίζει τα φλεγόμενα μάγουλά του μια πρωτόγνωρη ανάσα… η πίεση αφαιρέθηκε από τα μέλη του, η ψυχή του ανάσανε, το μυαλό του αναπαύτηκε… προσπάθησε να σηκώσει το ταλαιπωρημένο του σώμα αλλά δεν τα κατάφερε… και τότε άκουσε, ένιωσε περισσότερο εκείνη την παράξενη μελωδία… την εξέπνεε θα’λεγες ο Οίκος… διέρρεε από τους πόρους του, πλημμύρισε το χώρο και την ύπαρξη του ποιητή που ένιωσε το βάρος της απόφασής του και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ήξερε τι σήμαινε αυτή η πένθιμη μελωδία που απλωνόταν σα φίδι με χίλια κεφάλια στα έγκατά του και τον άλωνε… πάλεψε ξανά να σηκωθεί, να σταθεί όρθιος… τα κατάφερε και αναθαρρημένος έκανε μεταβολή… Αν φτάσω ως την έξοδο… ψέλλισε κοιτάζοντας το φως που έμπαινε από την είσοδο του Οίκου… Δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα βήμα… έπεσε στα δυο του γόνατα εξοντωμένος από την υπερπροσπάθεια και έγειρε το σώμα του με το κεφάλι προς τα πίσω συμφιλιωμένος με το αναπόδραστο. Η μυσταγωγική μελωδία δυνάμωσε. Οι τοίχοι του Οίκου τον ζύγωναν. Η φωτιά στο βωμό είχε σβήσει. 
 
Και τότε, ακριβώς τη στιγμή που η μουσική είχε γεμίσει το είναι του και είχε μεθύσει τις αισθήσεις του, ένιωσε κι έπειτα είδε τη μεγάλη ρομφαία να τον διαπερνά και να προβάλλει από την εκτεθειμένη του κοιλιά. Άνοιξε το στόμα του, ρούφηξε τις τελευταίες ριπές οξυγόνου που του αναλογούσαν, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον εξώχωρο και παραδόθηκε…
 
 

Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2021

Ελιγμοί Εσωτερικής Δράσης

 


Να σου αρνούνται το βλέμμα κι εσύ να μην ρίχνεις το φταίξιμο στα μάτια

Να ξημερώνει η νύχτα κι εσύ να μη θρηνείς την ημέρα

Να αρνείσαι πεισματικά να είσαι διάφανος ακόμα κι αν έχεις ενοχές που είσαι σκοτεινός

Να φυσά τόσο δυνατά που να πιστεύεις πως όλα θα εκριζωθούν κι εσύ να μην αγκιστρώνεσαι από πουθενά

Να έχεις την επιλογή να γίνεις αλλά να επιμένεις να είσαι

Να μη φοβάσαι το άγγιγμα

Να μάχεσαι τον κυνισμό στο πνεύμα όπως θα μαχόσουν τον καρκίνο στο σώμα

Να στέκεις όρθιος αλλά να μορφάζεις από πόνο αν το αισθάνεσαι

Να φιλοξενείς το χρόνο αλλά να μην οικειώνεσαι ποτέ μαζί του

Να δίνεις το χέρι σου σ’εκείνον που σου δίνει ένα χαμόγελο

Να σου αρνούνται το αυτονόητο κι εσύ να μην αυτοδικαιώνεσαι

Να έχεις δυο λόγους να πεις
και να λες τον ένα

Να βλέπεις στον καθένα το παιδί μέσα του
Να μην σηκώνεις κανένα σταυρό που δεν σου υπόσχεται τη σταύρωση

Να έχεις ένα λόγο να πεις
και να προτιμάς τη σιωπή…

whispery moment
 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 03, 2021