Π
|
ερπατούσαν
στο μοναχικό δρόμο της παραλίας. Τούτη την ώρα δεν υπήρχε σχεδόν κανείς
ολόγυρα. Πίσω τους τα φώτα της μικρής κώμης. Αριστερά τους το ήσυχο, σκοτεινό
νερό. Μπορούσαν ν’ακούσουν τα βήματά τους στις φθαρμένες πλάκες του πεζόδρομου.
«Υπάρχει κάτι που στριφογυρίζει στο μυαλό μου τον τελευταίο
καιρό. Ίσως αφορμή στάθηκαν κάποια γεγονότα στη ζωή μου. Η εργασιακή
ανασφάλεια, μια πρόσφατη αναστάτωση με μια σοβαρή αρρώστια μέσα στο σπίτι… ένας
χωρισμός, για την ακρίβεια, ένας επαπειλούμενος χωρισμός… όλ’ αυτά που ξέρω πως
είναι τετριμμένα και σχεδόν καθημερινά στη ζωή των ανθρώπων… είναι όμως και
καθοριστικά… δεν ξέρω… εκείνο που γέννησαν όλ’αυτά είναι ένα ερώτημα. Αυτό
ήθελα να συζητήσουμε απόψε αν θέλεις»
«Ναι, να το συζητήσουμε. Ποιο είναι;»
«Είναι άραγε τελικά το βίωμα τόσο σπουδαίο και καθοριστικό
όσο πιστεύεται και λέγεται; Σχεδόν όλοι μιλούν για το βίωμα, τη σημασία να
μετέχεις, να ζεις το κάθε τι. Να είσαι παρών, να είσαι συνειδητός, κλπ. Έχει
όμως τη σημασία που του αποδίδεται; Μήπως πρόκειται για άλλη μια κατασκευή;
Θυμόμουν κι εκείνη τη ρήση των Πυθαγορείων, αν δεν κάνω λάθος, που είχες
αναφέρει κάποτε»
«Μονάχα το βίωμα είναι
αληθινό. Όλα τα άλλα ελέγχονται»
«Ναι, αυτό… Θέλω να πω, αισθάνομαι πως κι αυτό ίσως να μην
είναι έτσι… ίσως να είναι κι αυτό μια κατασκευή και μπορεί να ελέγχεται… γιατί
να μην ελέγχεται το βίωμα;»
Βρήκαν ένα μοναχικό παγκάκι και κάθισαν. Η αύρα της θάλασσας
τους δρόσιζε κάπως όμως η ζέστη της ημέρας κρατούσε ακόμη. Ήταν σίγουρο ότι θα
ξημέρωνε μια ακόμη υγρή και καυτή καλοκαιρινή μέρα.
«Άρα το ερώτημά σου στην ουσία είναι, μήπως εν τέλει όλα
είναι μια κατασκευή; Αν είναι όλα μια κατασκευή τότε φυσικά και το βίωμα είναι
μια ακόμη κατασκευή. Μπορεί να έχει ‘αλήθεια’ όμως είναι μια ‘ψεύτικη αλήθεια’.
Ζούμε έντονα, πάσχουμε, γελάμε ή πονάμε. Δακρύζουμε, κλαίμε ή είμαστε
χαρούμενοι και ευτυχείς. Όλα φάσεις, όλα περιοδικά, παροδικά… τελικά όλα
ψεύτικα… αυτό δεν αναρωτιέσαι;»
«Νομίζω το θέτεις σε ευρύτερη βάση απ’ό,τι εγώ… ναι…»
«Τούτο δεν μοιάζει με την Μάγια του Βουδισμού; Πως αυτός ο
κόσμος που ζούμε είναι μια ψευδαίσθηση, μια κατασκευή του νου ή κάτι τέτοιο;
Όποιος κι αν τον έχει κατασκευάσει σημασία έχει πως δεν έχει καμιά μονιμότητα.
Όλοι γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, αρρωσταίνουμε, πεθαίνουμε… αυτή μήπως δεν ήταν η
εκκίνηση της διερώτησης στον Σιντάρτα όταν ακόμη ήταν ο Πρίγκιπας της
Καπιλαβάστου;»
«Δεν ξέρω… στην ουσία δεν έχω ιδέα του τι πρεσβεύει ο
βουδισμός»
«Ας αφήσουμε τι οδήγησε τον Σιντάρτα να γίνει Βούδας και ας
επιστρέψουμε σε μας. Νομίζω πως ο πυρήνας του ερωτήματός σου δεν είναι ακριβώς
οντολογικός. Εάν όμως είναι τότε κι αυτό που κάνουμε εμείς τώρα δεν είναι
αληθινό. Ως κι εμείς οι ίδιοι δεν υπάρχουμε… ίσως είμαστε οι πρωταγωνιστές στο
όνειρο ενός θεού… οι ήρωες ενός παραμυθιού ή ενός εφιάλτη… ούτε η θάλασσα, η
παραλία, ο δρόμος, η λουτρόπολη… τίποτε δεν υπάρχει… για κάποιο λόγο
μοιραζόμαστε αυτό το τίποτε και το θεωρούμε αληθινό…»
«…»
«Οδηγούμαστε λοιπόν σε αδιέξοδο… συνεπώς, η μόνη βάση
συζήτησης είναι αν αξιωματικά θεωρήσεις κάτι ως αληθές… γιατί διαφορετικά
χάνεσαι σε μια ασκητική του μηδενός… δεν ξεκινάς από πουθενά, δεν οδηγείσαι
πουθενά… με μια άλλη έννοια, πρόκειται για μια ‘σημειακή’ θεώρηση των πάντων…»
«Που σημαίνει;»
«Σημαίνει πως τίποτε δεν έχει διαστάσεις… όλα συρρικνώνονται
σε ένα σημείο, σε μια κουκίδα αδιάστατη… κατά κάποιο τρόπο αυτό παραπέμπει στην
αναστροφή της εξέλιξης πίσω στο χρόνο… ως και το σύμπαν γεννήθηκε από μια
τέτοια κουκίδα… βέβαια αυτό είναι μια θεωρία επίσης… όπως και το κάθε τι…»
«Το ότι νιώθω όμως τη στιγμή… αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αυτό
είναι αληθινό… ή όχι;»
«Αν είναι αληθινό ή όχι αυτό δεν αναιρεί το μεγάλο ψέμα που
το εμπεριέχει… είναι σαν να έχεις ένα υπερ-σύνολο ετερόκλητων οντοτήτων… η κάθε
μια έχει τη δική της αυτό-θεώρηση… τη δική της αυτό-εικόνα… η κάθε μια
διεκδικεί την ‘αληθινότητά’ της σε ένα ψευδές υπερ-σύνολο»
«Όμως εγώ νιώθω… αυτό το πιστοποιώ, το γνωρίζω… τούτη τη
στιγμή για παράδειγμα… αυτό δεν κλονίζεται…»
«Σωστά… δεν κλονίζεται… ως οργανισμός, ως όλος εαυτός το
πιστοποιείς… εγώ όμως δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω… το πολύ πολύ που μπορώ να
έχω ως μετοχή στο βίωμά σου είναι αν προβείς σε κάποια πράξη. Μοιάζει με τον
έρωτα. Σου λέω πως είμαι ερωτευμένος μαζί σου αλλά αυτό το βάσανο το περνάω
εγώ. Είναι μια μοναχική υπόθεση. Πώς μπορώ να σε κάνω να με πιστέψεις; Μονάχα
αν στο δείξω με κάποια πράξη μου. Εσύ λες πως αυτή τη στιγμή νιώθεις θυμό ας
πούμε, εγώ δεν το ξέρω. Πώς μπορώ να το ‘δω’ αυτό;»
«Εάν βρίζω, κάνω χειρονομίες και σπάσω κάτι, ας πούμε;»
«Ακριβώς… όμως απομακρυνθήκαμε από τον αρχικό πυρήνα… αυτός
ήταν το ερώτημά σου αν έχουμε υπερ-εκτιμήσει την αξία του βιώματος, σωστά;»
«Πολύ σωστά… δεν χάνεις ποτέ την επαφή έτσι;»
«Διαρκής εποπτεία… αλλιώς απεραντολογούμε… δεν είναι κακό να
απεραντολογεί κανείς πότε πότε… όχι όμως όταν εξετάζει ένα συγκεκριμένο ζήτημα»
«Σωστά»
«Είπες και κάτι ακόμη στην αρχή… πως όλοι μιλούν και στην
ουσία προπαγανδίζουν τη σπουδαιότητα του βιώματος… βλέπουμε και στις
διαφημίσεις, ‘ζήστο!’, ‘ζήσε το όνειρό σου!’, ‘ζήσε αληθινά!’, κλπ… δεν είναι
ένα μεγάλο παράδοξο όμως το να υπάρχει αυτή η φτηνή ‘βιωματολογία’ μέσα σε ένα
πλαίσιο απόλυτης εικονικής και ‘ηλεκτρονικής’ επικοινωνίας;»
«Ναι… πράγματι…»
«Φαίνεται πως το παράδοξο αυτό λειτουργεί επειδή ακριβώς το
αληθινό βίωμα αποτελεί περίπου ένα επίτευγμα… ακόμη και η φυσική, σωματική
επαφή… φυσικά υπάρχει και ο αντίλογος… κι αυτός δικαιώνει μάλλον το πνεύμα του
δικού σου ερωτήματος…»
«Δηλαδή;»
«Γιατί η σωματική επαφή να είναι τόσο σπουδαία; Ποιος το λέει
αυτό; Κάποτε δεν γινόταν αλλιώς. Τώρα όμως γίνεται. Τώρα μπορείς να έχεις
σεξουαλική ηδονή χωρίς το ‘τραύμα’ της επαφής… χωρίς καμιά διακινδύνευση…
βέβαια υπάρχει ένταση, φόρτιση και οργασμός ακόμη μέσω της ‘κυβερνο-επαφής’.
Όμως δεν υπάρχει έκθεση… δεν κινδυνεύεις να ξυπνήσεις σε ένα κρεβάτι μόνος και
πληγωμένος. Ξυπνάς στο δικό σου κρεβάτι. Μόνος μεν αλλά όχι εγκαταλελειμμένος…
Γιατί λοιπόν να επιδιώξει κάποιος οπωσδήποτε τη σωματική επαφή; Θα αναγκαστεί
να το πράξει όταν θα αποφασίσει να παντρευτεί, να κάνει παιδιά κλπ. Το τι θα
γίνει τότε είναι μια άλλη υπόθεση. Το ίδιο λοιπόν αναρωτιέσαι κι εσύ… αν δεν
είχα σχετιστεί μαζί σου, αν δεν είχα επενδύσει συναισθήματα, αν δεν είχαμε
κοινές αναμνήσεις, αν δεν είχαμε κάνει εκδρομές, βόλτες, τρέλες, κλπ… όσο
κοινότοπα κι αν ακούγονται, τώρα δεν θα ένιωθα έτσι χωρίς εσένα… δεν θα υπήρχε
χωρισμός… θα ήσουν μια ακόμα επαφή στο δίκτυο… σε διαγράφω, με διαγράφεις και
σε λίγες ημέρες είμαι πάλι ‘καθαρός’… ούτε αναμνήσεις βαριές και ασήκωτες, ούτε
λαϊκά άσματα και μπουκάλες ουίσκι, ούτε να πέφτω στα πατώματα κλαίγοντας με το
όνομά σου στα χείλη… σωστά;»
«Ναι… κάπως έτσι… ωραία τα λες…»
«Οι παλαιότεροι αναρωτιόμαστε γιατί οι νέοι είναι με ένα
κινητό στο χέρι όλη μέρα μέχρι εξουθενώσεως… τους προτρέπουμε να έρθουν σε
επαφή, να ‘ζήσουν’ τον έρωτα όχι να τον… πληκτρολογούν…»
«Ναι, γκρινιάζουμε διαρκώς…»
«Όμως να που κι εσύ έρχεσαι μια μέρα και λες, αν δεν είχα
μπει τόσο πολύ σε εκείνο ή το άλλο βίωμα τώρα δεν θα ένιωθα έτσι… δεν θα ένιωθα
εγκατάλειψη, απόρριψη, μοναξιά. Θα ένιωθα ίσως κάποιο θυμό… αλλά ως εκεί. Θα
ήμουν ‘καθαρός’ και έτοιμος να προχωρήσω… όλο τούτο το συναισθηματικό φορτίο με
φρενάρει…»
«Πολύ σωστά…»
«Καταλαβαίνεις όμως που οδηγεί όλο τούτο έτσι;»
«Στην πλήρη απουσία επαφών;»
«Στην πλήρη αποστασιοποίηση…
αυτό θεωρείται ψυχική διαταραχή…»
«Ναι… ας το πούμε ασκητική του μηδενός… έτσι δεν το είπες;»
«Το προτιμάς;»
«Να σου πω την αλήθεια, ναι…»
«Μην το λες… επειδή αισθάνεσαι έτσι, γι αυτό συμφωνείς… αν το
πρόσημο από πλην γίνει συν τότε θα αλλάξεις άποψη…»
«…»
Σηκώθηκαν και άρχισαν να βαδίζουν αργά πίσω προς τη φωτισμένη
μικρή πόλη. Ήθελε τρεις ακόμη ώρες μέχρι το ξημέρωμα.
***