Μ
|
ια από τις λεγόμενες
φράσεις ‘της πιάτσας’ λέει πως, αν έχεις το πιστόλι
δεν το κρύβεις στο συρτάρι. Πάει να πει, δεν είναι δυνατόν να έχεις τη δύναμη
και να μην τη χρησιμοποιείς. Ακόμη κι αν δεν το κάνεις στην αρχή, κάποια
στιγμή, μοιραία ίσως, θα υποκύψεις, θα λυγίσεις. Θ’ανοίξεις το συρτάρι και θα
πάρεις το πιστόλι στο χέρι… και ένας θεός ξέρει τι θ’ακολουθήσει.
Το
λοιπόν, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι όχι ‘ως φάρσα’ ή ως οτιδήποτε άλλο
μεταλλαγμένο υπο-προϊόν. Επαναλαμβάνεται νέτα-σκέτα. Βεβαίως με άλλους
πρωταγωνιστές. Οπωσδήποτε με άλλα μέσα. Σε κάποιο άλλο σκηνικό, όπως με τα
θεατρικά έργα. Τσέχωφ ανεβάζουμε. Μπορεί το Θείο Βάνια κάποτε να τον έπαιζε ο
τάδε, μετά ο δείνα, σήμερα κάποιος άλλος. Μπορεί η σκηνοθετική άποψη τότε να
ήταν αυτή, τα σκηνικά κάπως έτσι… σήμερα είναι κάπως αλλιώς, δεν έχει σημασία.
Το έργο είναι το ίδιο. Άμλετ ανεβάζουμε. Δεν έχουμε Λόρενς Ολίβιε, κανένα
πρόβλημα. Ηθοποιούς έχουμε σωρό, όλοι μπορούν να παίξουν, υπό συνθήκες, τον δυστυχισμένο
Δανό πρίγκιπα. Και άντρες και γυναίκες εν αφθονία για όλους τους ρόλους. Και
σκηνικά και κοστούμια και φώτα και μουσικές και απ’όλα. Οιδίποδα ανεβάζουμε.
Και ξέρουμε τις ορίζουσες. Δεν αλλάζουν. Ο άνθρωπος που εν αγνοία του φόνευσε
τον πατέρα του και κοιμήθηκε με τη μητέρα του. Και όταν το μαθαίνει βγάζει τα
μάτια του… Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τελετουργική σχεδόν ακρίβεια, με
ενοχλητική κανονικότητα.
Ναι,
με ενοχλητική κανονικότητα.
Είναι
σχεδόν αστείο κι όμως συμβαίνει. Στη νεότητά σου, επειδή ακριβώς η έννοια της
ιστορίας, υφίσταται περισσότερο ως αίσθηση παρά ως γνώση –ιστορία είναι ό,τι
έχεις ζήσει εσύ και έχει ανάπτυγμα χρόνου την ηλικία σου- έχεις την απόλυτη
βεβαιότητα πως όλα μπορούν να αλλάξουν. Πάει να πει, μηδενίζω το κοντέρ της
ανθρωπότητας και τα φτιάχνω όλα από το μηδέν. Ό,τι κληρονόμησα δεν με
ενδιαφέρει, άλλοι τα έφτιαξαν, δεν είμαι υπόλογος γι αυτά. Στην ουσία, δεν
είμαι υπόλογος για τίποτα. Κι εφόσον όλα αυτά που κάποιοι άλλοι μου
κληροδότησαν δεν μου αρέσουν καθόλου και τα σιχαίνομαι και μπορώ άνετα και να
αφοδεύω επ’αυτών, τα συντρίβω και στη θέση τους… εδώ είναι ένα μικρό ζήτημα, τι
θα βάλω στη θέση τους… δεν έχει σημασία… προς στιγμήν σημασία έχει η
καταστροφή… να πάψει το χτες να με ενοχλεί, να με δυναστεύει, να με τυραννάει…
ούτε φιλοσοφίες, ούτε λογοτεχνίες, ούτε αγάλματα, ούτε κτήρια, ούτε κείμενα,
ούτε τραγούδια, ούτε κειμήλια, ούτε παραμύθια… τίποτε… Μακάρι να ξυπνούσα ένα
πρωί και να μην υπήρχε τίποτε απ’αυτά. Θα ξεκινούσαμε τον κόσμο απ’την αρχή. Reboot… Πατάμε το κουμπί της
επανεκκίνησης… Και να δούμε τι θα βγάλει…
Καταραμένη
κι ευλογημένη έπαρση της νεότητας…
Θυμάμαι
τη Ρουσία του Καζαντζάκη… θυμάμαι και
ζηλεύω μαζί… Γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους που είχαν τη μέγιστη προνομία
να βιώσουν από κοντά, από πολύ κοντά το μεγάλο πείραμα σχεδόν εν τη γενέσει
του… σαν επιστήμονας που παρατηρεί τα αποτελέσματα της επαναστατικής ανακάλυψής
του στο πειραματόζωο με άπληστα μάτια… Το φοβερό εγχείρημα είχε μεθύσει τον
έλληνα διανοητή και συγγραφέα… ήταν στα σπάργανα, ζεστό ακόμα, ασχημάτιστο…
έβλεπε, βίωνε, γευόταν, ονειρευόταν… τι θα απογίνει με τούτη τη πελώρια χώρα αν
το νιογέννητο βρέφος μεγαλώσει και πατήσει γερά στα πόδια του; Όλος ο κόσμος, ο
παλιός, ο σάπιος, όσα ξέρουμε και δεν ξέρουμε πάνε στα τσακίδια. Να πάνε χίλιες
φορές! Μέθυσε και ναρκώθηκε ο Καζαντζάκης αλλά όχι για πολύ… μετά από λίγα
χρόνια είχε ξεμεθύσει και αναζητούσε άλλα… Θυμάμαι που τον καλεί στο φτωχικό
της σπίτι μια κοπέλα που εργάζεται, όπως όλοι, με πρωτοφανή θέρμη για το
θεμελίωμα των αρχών της επανάστασης. Τρώνε λιτά και πίνουν στο ξεπαγιασμένο
καμαράκι της κοπέλας και μιλούν… Λένε πολλά… περισσότερο εκείνος… προσπαθεί να
φέρει αντιρρήσεις, ο παλαιός άνθρωπος σαστισμένος εμπρός στο μεγαλείο του νέου…
σαν τον αμήχανο Νικόδημο δίπλα στον Ιησού… δεν μπαίνεις γερο-Νικόδημε στη
Βασιλεία των Ουρανών αν δεν γεννηθείς άνωθεν… -να ξαναγεννηθώ Ραβί; Και πώς θα μπω
στη μήτρα της μάνας μου ξανά; Φαντάζομαι τον Ιησού να του χαμογελάει… Αυτά του
λέει και η κοπέλα του Κρητικού με τα μεγάλα μάτια και την αξεδίψαστη ψυχή…
Μπλα-μπλα… εσείς οι δυτικοί όλο μπλα-μπλα… σάπιες κουβέντες εδώ που χωράει μονάχα
δουλειά… συζητήσεις… η συνήθεια των γέρων, η απόλαυση των παρακμιακών δίπλα στα
αναμμένα τζάκια με τα στομάχια τους πρησμένα απ’το φαί… χιλιάδες λέξεις, λέξεις
ωραίες και άχρηστες, θεωρίες, φιλοσοφίες… ο παλιός κόσμος αντιδρά, παλεύει σαν
το φίδι να γλιτώσει από τη μπότα που θα του συντρίψει το κεφάλι… παλέψτε το
λοιπόν όσο θέλετε γιατι όπου να’ναι έρχεται η αρβύλα που θα σας παύσει το φως
απ’τα μάτια σας… Κι έφυγε θαρρώ ο Καζαντζάκης από το σπίτι τούτης της τρομερής
γυναίκας με την ουρά στα σκέλια και το μυαλό να βράζει…
Μα
τι έγινε τελικά;
Αν
μπορούσε η κοπέλα εκείνη να κοιμηθεί για ενενήντα χρόνια και ξυπνούσε σήμερα,
στη μοντέρνα Ρωσία του Πούτιν… τι θα έλεγε αλήθεια; Τι θα σκεφτόταν; Ο
κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου, πίστευε τότε… Τι στο διάτανο συνέβη και
ξύπνησε ξανά στο… παρελθόν;
Πορνεία,
φτώχια, αδικία, έγκλημα, εκμετάλλευση, αμορφωσιά, κτηνωδία…
Αποτύχαμε…
Διαφθορά,
πόλεμοι, έμποροι ναρκωτικών, έμποροι όπλων, νεοναζί, ρατσιστές στους δρόμους,
χούλιγκανς στα γήπεδα, αλήτες στα κοινοβούλια…
Αποτύχαμε
οικτρά!
Μπορεί
τα ρούχα να άλλαξαν, τα μαύρα πολυτελή αυτοκίνητα να γέμισαν τους δρόμους, η
τεχνολογία να έχει αποκοιμίσει όλο τον πλανήτη… η κοπέλα δεν θα ξεγελιόταν… θα
πικραινόταν βαθιά όμως… τίποτε δεν άλλαξε… το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές…
Η
ιστορία επαναλαμβάνεται… με τελετουργική ακρίβεια, με ενοχλητική κανονικότητα…
Λες
κι είναι έτοιμο πάντα ένα πιστόλι να περιμένει σε ένα ξεχασμένο συρτάρι εκείνον
που θα το νιώσει στην παλάμη του. Αρκεί να οικοιωθείς με το μέγεθος, να το ζυγιάσεις
καλά, να το φορέσεις όμορφα μέσα στη χούφτα σου… μέσα στη ψυχή σου… να το
χαϊδέψεις ερωτικά, να το κανακέψεις… κι ύστερα, αρκεί το δάχτυλο να πιέσει
απαλά τη σκανδάλη…
Wine
cellar
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου