Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2018

Η επανάληψη της ιστορίας ως ιστορία της επανάληψης…


Μ
ια από τις λεγόμενες φράσεις ‘της πιάτσας’ λέει πως, αν έχεις το πιστόλι δεν το κρύβεις στο συρτάρι. Πάει να πει, δεν είναι δυνατόν να έχεις τη δύναμη και να μην τη χρησιμοποιείς. Ακόμη κι αν δεν το κάνεις στην αρχή, κάποια στιγμή, μοιραία ίσως, θα υποκύψεις, θα λυγίσεις. Θ’ανοίξεις το συρτάρι και θα πάρεις το πιστόλι στο χέρι… και ένας θεός ξέρει τι θ’ακολουθήσει.
Το λοιπόν, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι όχι ‘ως φάρσα’ ή ως οτιδήποτε άλλο μεταλλαγμένο υπο-προϊόν. Επαναλαμβάνεται νέτα-σκέτα. Βεβαίως με άλλους πρωταγωνιστές. Οπωσδήποτε με άλλα μέσα. Σε κάποιο άλλο σκηνικό, όπως με τα θεατρικά έργα. Τσέχωφ ανεβάζουμε. Μπορεί το Θείο Βάνια κάποτε να τον έπαιζε ο τάδε, μετά ο δείνα, σήμερα κάποιος άλλος. Μπορεί η σκηνοθετική άποψη τότε να ήταν αυτή, τα σκηνικά κάπως έτσι… σήμερα είναι κάπως αλλιώς, δεν έχει σημασία. Το έργο είναι το ίδιο. Άμλετ ανεβάζουμε. Δεν έχουμε Λόρενς Ολίβιε, κανένα πρόβλημα. Ηθοποιούς έχουμε σωρό, όλοι μπορούν να παίξουν, υπό συνθήκες, τον δυστυχισμένο Δανό πρίγκιπα. Και άντρες και γυναίκες εν αφθονία για όλους τους ρόλους. Και σκηνικά και κοστούμια και φώτα και μουσικές και απ’όλα. Οιδίποδα ανεβάζουμε. Και ξέρουμε τις ορίζουσες. Δεν αλλάζουν. Ο άνθρωπος που εν αγνοία του φόνευσε τον πατέρα του και κοιμήθηκε με τη μητέρα του. Και όταν το μαθαίνει βγάζει τα μάτια του… Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τελετουργική σχεδόν ακρίβεια, με ενοχλητική κανονικότητα.
Ναι, με ενοχλητική κανονικότητα.
Είναι σχεδόν αστείο κι όμως συμβαίνει. Στη νεότητά σου, επειδή ακριβώς η έννοια της ιστορίας, υφίσταται περισσότερο ως αίσθηση παρά ως γνώση –ιστορία είναι ό,τι έχεις ζήσει εσύ και έχει ανάπτυγμα χρόνου την ηλικία σου- έχεις την απόλυτη βεβαιότητα πως όλα μπορούν να αλλάξουν. Πάει να πει, μηδενίζω το κοντέρ της ανθρωπότητας και τα φτιάχνω όλα από το μηδέν. Ό,τι κληρονόμησα δεν με ενδιαφέρει, άλλοι τα έφτιαξαν, δεν είμαι υπόλογος γι αυτά. Στην ουσία, δεν είμαι υπόλογος για τίποτα. Κι εφόσον όλα αυτά που κάποιοι άλλοι μου κληροδότησαν δεν μου αρέσουν καθόλου και τα σιχαίνομαι και μπορώ άνετα και να αφοδεύω επ’αυτών, τα συντρίβω και στη θέση τους… εδώ είναι ένα μικρό ζήτημα, τι θα βάλω στη θέση τους… δεν έχει σημασία… προς στιγμήν σημασία έχει η καταστροφή… να πάψει το χτες να με ενοχλεί, να με δυναστεύει, να με τυραννάει… ούτε φιλοσοφίες, ούτε λογοτεχνίες, ούτε αγάλματα, ούτε κτήρια, ούτε κείμενα, ούτε τραγούδια, ούτε κειμήλια, ούτε παραμύθια… τίποτε… Μακάρι να ξυπνούσα ένα πρωί και να μην υπήρχε τίποτε απ’αυτά. Θα ξεκινούσαμε τον κόσμο απ’την αρχή. Reboot… Πατάμε το κουμπί της επανεκκίνησης… Και να δούμε τι θα βγάλει…
Καταραμένη κι ευλογημένη έπαρση της νεότητας…
Θυμάμαι τη Ρουσία του Καζαντζάκη… θυμάμαι και ζηλεύω μαζί… Γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους που είχαν τη μέγιστη προνομία να βιώσουν από κοντά, από πολύ κοντά το μεγάλο πείραμα σχεδόν εν τη γενέσει του… σαν επιστήμονας που παρατηρεί τα αποτελέσματα της επαναστατικής ανακάλυψής του στο πειραματόζωο με άπληστα μάτια… Το φοβερό εγχείρημα είχε μεθύσει τον έλληνα διανοητή και συγγραφέα… ήταν στα σπάργανα, ζεστό ακόμα, ασχημάτιστο… έβλεπε, βίωνε, γευόταν, ονειρευόταν… τι θα απογίνει με τούτη τη πελώρια χώρα αν το νιογέννητο βρέφος μεγαλώσει και πατήσει γερά στα πόδια του; Όλος ο κόσμος, ο παλιός, ο σάπιος, όσα ξέρουμε και δεν ξέρουμε πάνε στα τσακίδια. Να πάνε χίλιες φορές! Μέθυσε και ναρκώθηκε ο Καζαντζάκης αλλά όχι για πολύ… μετά από λίγα χρόνια είχε ξεμεθύσει και αναζητούσε άλλα… Θυμάμαι που τον καλεί στο φτωχικό της σπίτι μια κοπέλα που εργάζεται, όπως όλοι, με πρωτοφανή θέρμη για το θεμελίωμα των αρχών της επανάστασης. Τρώνε λιτά και πίνουν στο ξεπαγιασμένο καμαράκι της κοπέλας και μιλούν… Λένε πολλά… περισσότερο εκείνος… προσπαθεί να φέρει αντιρρήσεις, ο παλαιός άνθρωπος σαστισμένος εμπρός στο μεγαλείο του νέου… σαν τον αμήχανο Νικόδημο δίπλα στον Ιησού… δεν μπαίνεις γερο-Νικόδημε στη Βασιλεία των Ουρανών αν δεν γεννηθείς άνωθεν… -να ξαναγεννηθώ Ραβί; Και πώς θα μπω στη μήτρα της μάνας μου ξανά; Φαντάζομαι τον Ιησού να του χαμογελάει… Αυτά του λέει και η κοπέλα του Κρητικού με τα μεγάλα μάτια και την αξεδίψαστη ψυχή… Μπλα-μπλα… εσείς οι δυτικοί όλο μπλα-μπλα… σάπιες κουβέντες εδώ που χωράει μονάχα δουλειά… συζητήσεις… η συνήθεια των γέρων, η απόλαυση των παρακμιακών δίπλα στα αναμμένα τζάκια με τα στομάχια τους πρησμένα απ’το φαί… χιλιάδες λέξεις, λέξεις ωραίες και άχρηστες, θεωρίες, φιλοσοφίες… ο παλιός κόσμος αντιδρά, παλεύει σαν το φίδι να γλιτώσει από τη μπότα που θα του συντρίψει το κεφάλι… παλέψτε το λοιπόν όσο θέλετε γιατι όπου να’ναι έρχεται η αρβύλα που θα σας παύσει το φως απ’τα μάτια σας… Κι έφυγε θαρρώ ο Καζαντζάκης από το σπίτι τούτης της τρομερής γυναίκας με την ουρά στα σκέλια και το μυαλό να βράζει…
Μα τι έγινε τελικά;
Αν μπορούσε η κοπέλα εκείνη να κοιμηθεί για ενενήντα χρόνια και ξυπνούσε σήμερα, στη μοντέρνα Ρωσία του Πούτιν… τι θα έλεγε αλήθεια; Τι θα σκεφτόταν; Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου, πίστευε τότε… Τι στο διάτανο συνέβη και ξύπνησε ξανά στο… παρελθόν;
Πορνεία, φτώχια, αδικία, έγκλημα, εκμετάλλευση, αμορφωσιά, κτηνωδία…
Αποτύχαμε…
Διαφθορά, πόλεμοι, έμποροι ναρκωτικών, έμποροι όπλων, νεοναζί, ρατσιστές στους δρόμους, χούλιγκανς στα γήπεδα, αλήτες στα κοινοβούλια…
Αποτύχαμε οικτρά!
Μπορεί τα ρούχα να άλλαξαν, τα μαύρα πολυτελή αυτοκίνητα να γέμισαν τους δρόμους, η τεχνολογία να έχει αποκοιμίσει όλο τον πλανήτη… η κοπέλα δεν θα ξεγελιόταν… θα πικραινόταν βαθιά όμως… τίποτε δεν άλλαξε… το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές…
Η ιστορία επαναλαμβάνεται… με τελετουργική ακρίβεια, με ενοχλητική κανονικότητα…
Λες κι είναι έτοιμο πάντα ένα πιστόλι να περιμένει σε ένα ξεχασμένο συρτάρι εκείνον που θα το νιώσει στην παλάμη του. Αρκεί να οικοιωθείς με το μέγεθος, να το ζυγιάσεις καλά, να το φορέσεις όμορφα μέσα στη χούφτα σου… μέσα στη ψυχή σου… να το χαϊδέψεις ερωτικά, να το κανακέψεις… κι ύστερα, αρκεί το δάχτυλο να πιέσει απαλά τη σκανδάλη…


Wine cellar

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

Το να είσαι ευτυχής είναι μια πράξη τρέλας…



Έ
νας από τους πιο κρυφούς και αθέατους εσωτερικούς μηχανισμούς άμυνας που διαθέτουμε είναι η αντίσταση στη… χαρά! Θα έλεγε κανείς πως αυτό μοιάζει ταυτόσημο με την αντίσταση στην ίδια τη ζωή. Ή πως έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το ένστικτο της επιβίωσης. Κι όμως δεν είναι έτσι. Και δεν έρχεται σε αντίθεση με τίποτε. Η χαρά έρχεται σε αντίθεση με την εγγενή ροπή του οργανισμού, όλου του είναι προς την επιβίωση!
Παραδέχομαι πως το θέμα αυτό ενέχει αρκετές παραδοξότητες επειδή ακριβώς βιο-φιλοσοφικά ‘μαθαίνουμε’ από νέοι να αναζητούμε τη χαρά, την ευδαιμονία, το ευζήν… Με τι όρους όμως; Με ποιες ορίζουσες; Εκεί ακριβώς θα συναντήσει κάποιος αργά ή γρήγορα, θέλει δεν θέλει, τούτο το μηχανισμό και είναι βέβαιο πως στην αρχή δεν θα τον αναγνωρίσει, δεν τον περιλαμβάνει στον προγραμματισμό του, δεν τον περιέχει το λεξιλόγιό του. Όμως κάποια στιγμή, ο ίδιος ο μηχανισμός αποκαλύπτεται σε όλο του το… μοχθηρό μεγαλείο και μάλιστα ανάγλυφα. Καθώς είναι ένας ακόμη μηχανισμός διατήρησης. Ένα ακόμη ‘λογισμικό’ που προσωπικά τοποθετώ στη χωρία των ελιγμών επιβίωσης. Η χαρά δεν είναι ελιγμός επιβίωσης. Ούτε η θλίψη. Η χαρά είναι απόπειρα καταστροφής του λογισμικού. Είναι υπέρβαση, είναι μια πράξη τρέλας.
Η πρωτογενής ένσταση είναι πως όταν είμαστε ‘καλά’, όταν είμαστε ‘ευτυχείς’ είμαστε και υγιείς. Όταν νιώθουμε καλά τότε η ζωή μοιάζει όμορφη, τα προβλήματα ξεπερνιούνται, όλα λύνονται, όλα βαίνουν καλώς… Αυτή βέβαια είναι μια ‘καλολογική’ ψευδαίσθηση, ένας ευφημισμός, ένα βάπτισμα του κρέατος σε ψάρι… Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε σχεδόν για τίποτε… άρα μπορούμε κάλλιστα να προσποιηθούμε ότι κάνουμε τα πάντα για τα πάντα… το αποτέλεσμα είναι το ίδιο… θεωρούμε όμως ότι έχουμε πάρει έναν άλλο δρόμο, ότι ‘ζούμε τη στιγμή’ κατά το ελεεινολόγημα του συρμού, έχουμε τον έλεγχο όσων μας συμβαίνουν ή ακόμα χειρότερα και με ύψιστη οίηση και άθλια ύβρη οντολογικών διαστάσεων, ‘εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας’… Λες και η Ειμαρμένη, η Μοίρα ή το Πεπρωμένο δίνει δεκάρα αν πιστεύουμε πως έχουμε την παραμικρή επιρροή στις συμπαντικές του καθολικές δράσεις… έστω…
Οι χριστιανοί ασκητές, οι ‘αθλητές της ερήμου’, οι αναζητητές της Αλήθειας, οι ανατολίτες αναχωρητές, οι πρίγκιπες της μοναξιάς, μέσα από τις αναρίθμητες καθημέριες μάχες τους ενάντια σε οτιδήποτε εναντιώνεται στην Αναλογία, το Εν, τον Άχρονο, την Ισορροπία, την Αρμονία, το Αχανές –όπως κι αν το ονομάζουν οι παραδόσεις και τα θρησκευτικά σχήματα- διέτρεξαν όλες αυτές τις διαδρομές, χαρτογράφησαν όλες τις επικίνδυνες περιοχές, πέρασαν αμέτρητες νύχτες και μέρες σε κοιλάδες θλίψης και υψώθηκαν σε κορυφές απροσμέτρητης μοναξιάς από όπου η θέαση των ανθρωπίνων προκαλεί ίλιγγο… ούτε χαρά, ούτε λύπη… δέος, τρόμο και σιωπή… Οι περισσότεροι από τους λεγόμενους ‘φυσιολογικούς’ ή ‘κανονικούς’ ανθρώπους δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν το εύρος και τη δύναμη αυτών των τρομακτικών εμπειρώσεων και δεν ενδιαφέρονται άλλωστε. Οι ελάχιστοι τολμητίες μπαίνουν στο στίβο και εξέρχονται σχεδόν αυτοστιγμεί. Καθώς το άθλημα ετούτο δεν σε εξαντλεί απλώς. Σε εξοντώνει, κυριολεκτικά. Βιολογικά και πνευματικά. Γι αυτό και δεν περιλαμβάνεται στο ‘default’ πακέτο προγραμματισμού με το οποίο είμαστε εφοδιασμένοι ερχόμενοι στο φως των αισθητών πραγμάτων. Πάει να πει όταν εξερχόμαστε στον κόσμο της χονδροειδούς ύλης κλαίοντες ενώ ολόγυρα επικρατεί ένας περίπου ανεξήγητος ενθουσιασμός.
Γνωρίζουμε όμως κάποιους ανθρώπους που το επιχείρησαν και πραγμάτωσαν κάτι, έφτασαν κάπου, ‘είδαν’ πράγματα και τα κατάφεραν να επιστρέψουν… έγραψαν γι αυτά, μίλησαν γι αυτά… συνήθως ψιθυριστά και σε ανθρώπους απόλυτης εμπιστοσύνης… αν διαβάσουμε προσεκτικά κάποιους ποιητές, πίσω από τις γραμμές και τους στίχους, πίσω από τις λέξεις και τα σχήματα, θα αισθανθούμε, θα νιώσουμε το εγκατιαίο ρίγος που υπαγόρευσε αυτές τις εξομολογήσεις, αυτές τις προειδοποιήσεις, αυτές τις συμβουλές… έχω την πεποίθηση ότι οι μεγαλύτεροι ποιητές μέσα σε όλους τους ανθρώπινους αιώνες, δεν έγραψαν ούτε από ‘ανάγκη’, ούτε από τέρψη, ούτε για οτιδήποτε άλλο. Έγραψαν για να μας προειδοποιήσουν. Έγραψαν κρυπτογραφικά, με κώδικες, σε ‘ποιητικό λόγο’, σε μεταμφιεσμένη γλώσσα για να μας προφυλάξουν… Οι μεγάλοι ποιητές ήταν ανιχνευτές… έφευγαν πάντα πρώτοι και πολύ μακριά από όλους τους υπόλοιπους στις άγνωστες και αχαρτογράφητες περιοχές του υπερ-είναι και όσοι κατάφερναν να ‘επιστρέψουν’ –οι περισσότεροι ‘τρελάθηκαν’ ή έζησαν το υπόλοιπο του βίου τους μέσα στη σιγή- αποτύπωσαν μέσα από τον οργανωμένο ποιητικό λόγο την μέγιστη και απόλυτη προειδοποίηση προς όλη την ανθρωπότητα των ‘φυσιολογικών’ και ανυποψίαστων… προς όλες τις γενεές του παρόντος και του μέλλοντος… Ποια ήταν αυτή; Ποια είναι αυτή;
Καλείται ο καθένας από εμάς να στοχαστεί… καλείται να κοιτάξει βαθιά μέσα του και γύρω του… Καλείται να αρχίσει επιτέλους να αγγίζει, να παρατηρεί, να νοιάζεται, να αποδέχεται. Δεν είναι απαραίτητο να αγαπά. Να αποδέχεται. Να εναγκαλίζεται. Να δίνει χώρο στον άλλο. Να συγχωρεί. Κι ας μην κατανοεί. Να μην καταλαβαίνει, δεν έχει τόση σημασία. Να προσπαθεί όμως να κατανοεί.
Κι έτσι αντιλαμβάνομαι το θεραπευτικό και όχι διδακτικό ρόλο της χαράς. Μια απόδραση φευγαλέα, μια δράση εξωτερίκευσης, ανοιχτοσύνης, μοιράσματος… δεν είναι λίγο, δεν είναι ασήμαντο… δεν μπορεί να είναι όμως η απόλυτη στοχοθεσία… δεν μπορεί να αποτελεί ‘στόχο ζωής’… Η ζωή είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο, μην το ευτελίζουμε βάζοντας τόσο ταπεινούς στόχους…
Η ευτυχία είναι μια πράξη τρέλας… τούτο σε διδάσκει και η τρέλα και η λογική… καμιά κατάσταση δεν είναι διαρκής, είναι κατάσταση, δεν είναι διάσταση…
Να μπορείς να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να έχεις επιείκεια για όλους και ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο… να η μεγίστη υπέρβαση… να η σύνθεση χαράς και θλίψης ετών…
Και να κάνεις με τόλμη το πρώτο βήμα της κάθε μέρας…


The hulunbuir prairie
Shanyewuyu

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Θηρευτής




Γ
υρίζει μέσα στο μυαλό μου όπως ο θηρευτής που αναζητά το ζωντανό του γεύμα.
Αθόρυβος.
Επιβλητικός.
Άτρομος.
Αληθινός.
Μπαίνει με θράσος στα όνειρά μου… δεν μου επιτρέπει να ησυχάσω… στην εγρήγορση παίρνει την όψη περαστικών που εμφανίζονται ξαφνικά από γωνίες σπιτιών… στην ονειρική διάσταση εμφανίζεται ως ένα πελώριο αιλουροειδές… ή κάποια γιγάντια σκιά…
Το μόνο που ξέρω γι αυτόν είναι πως είναι αρχαίος όσο και ο κόσμος.
Κι αυτή τη γνώση δεν έχω ιδέα πως την κατέχω. Είναι μια ειναιική εγγραφή. Ένα ψυχικό πυρογράφημα. Κάτι που γεννήθηκε μαζί μου. Κάτι που φιλοξενώ στα κύτταρά μου. Σα μνήμη. 
Σαν εγκατιαίο ρίγος.
Αυτό που μου γεννάει η παρουσία του είναι φοβερό και ανείπωτο.
Κατά κάποιο τρόπο με οδηγεί στο να σκοτώσω…

Κανείς δεν με αναζητά μέσα στη νύχτα… τα σπλάχνα της σελήνης μείχτηκαν με τα δικά μου αξεχώριστα… κι ο πόθος της νύχτας κορμίστηκε με το δικό μου…
Τον ακούω να πλησιάζει… η ανάσα του έγινε η νυχτερινή δροσιά που σφυρίζει στ’αυτιά μου… ανάσα ήρεμη και σταθερή… καμιά αγωνία… καμιά βιάση… έχει έρθει για μένα… και ξέρω πως θέλει να μου μιλήσει… θέλει να μου μιλήσει για το στερέωμα της μεγάλης φωτιάς… για τον ουρανό της πύρινης θέλησης… για τα αστέρια της ασύνορης νύχτας… για το ένα που κοχλάζει στα ερείπια της λήθης…
για όλα όσα εικονίστηκαν και ξανάγιναν στάχτη…
για όλα όσα τραγουδήθηκαν κι έγιναν πάλι γόος και κλαυθμός…
για όλα όσα προδόθηκαν πριν γεννηθούν…
για όλα όσα νεκρώθηκαν στη μήτρα του χρόνου…

Στο ένα μου βλέφαρο στέκεται η νύχτα ακροπατώντας…

Στο δεξί μου χέρι το στιλέτο…

Το αίμα του συριχτό και αφρίζον πετιέται από τις τουμπανιασμένες φλέβες του… μια μαύρη λίμνη απλώνεται αργά γύρω απ’το χοντρό κορμί και ποτίζει την αυγή… αχνίζει ακόμα καθώς το γεύομαι…
αχνίζει σπηλαιώδεις ορμές, αβύσσου όνειρα και βρυαρούς φόνους...
αφρίζει στόματα μαινάδων που ξεκοίλιασαν βλάσφημους και ιδρώτα ερωτικής σμίξης παρθένων ιερειών άγνωστων, πρόστυχων θεαινών…
αφρίζει λυγρές συλλαβές ρυπαρών ηδονών και λιμναίων πόθων από αιχμάλωτες σκέψεις αιώνων…

Ντύνομαι το αίθοπο αίμα σου…
Πλένομαι στο λιπαρό αίμα σου…

Κοινωνώ το ανίερο αίμα σου…

εύκρατος αλκυώνειος
θάνατος

και μεταμορφώνομαι…