Πάνω σε καταστόλιστο άρμα, που το αφέντευε νέος άντρας οδηγώντας δυο ζωηρά άλογα, κατέβαινε στον Πειραιά ο Σωκράτης. Ο νεαρός άντρας λεγότανε Κριτίας, καινούργιος μαθητής του φιλοσόφου. Ήτανε πλούσιος κι απόγονος του πανάρχαιου βασιλιά της Αθήνας του Ερεχθέα. Είχ' εξαιρετική ξυπνάδα, πρώιμο ποιητικό ταλέντο και μεγάλη ευκολία να ρητορεύει. Το κόμμα των αριστοκρατών έβλεπε σ' αυτόν μελλοντικόν αρχηγό, ικανόν να νικήσει τον παντοδύναμο Περικλή. Όταν ήλθε ο Κριτίας να μαθητέψει κοντά του, χάρηκεν ο Σωκράτης, γιατί προπάντων τέτοιους τύπους ζητούσε να επηρεάζει. Επειδή ο ίδιος απόφευγε την πολιτική, πάσχιζε να δημιουργήσει άλλους, νέους, καταλλήλους ν' αναμορφώσουν το Άστυ, με τη λογική και το ήθος που ονειρευόταν να επιβάλει.
Το άρμα τούς κατέβαζε στο λιμάνι, να δουν να φεύγει μεγάλη «κληρουχία» για τη Θράκη. Ο Περικλής συνήθιζε κάθε χρόνο να φευγατίζει από την Αθήνα τη φτωχολογιά, στέλνοντάς την στα ξένα, σε τόπους όπου μπορούσε να διαθέσει «κλήρους», καρπερά δηλαδή χωράφια. Μ' αυτό τον τρόπο, από τη μια μεριά ξαλάφρωνε την πόλη από πικραμένο και ανήσυχον όχλο, από την άλλη είχε το πλεονέκτημα να στερεώνει στη Μεσόγειο νέα ορμητήρια για τη θαλασσοκρατορία της Αθήνας.
Είν' αλήθεια πως οι αρχαίοι νιώθαν αντιπάθεια για το μεγάλωμα κάθε πρωτεύουσας. Με νόμους αντιδρούσαν στην αύξηση του πληθυσμού. Ο οικογενειακός χαρακτήρας που κυβερνούσε κάθε Αρχαίο Άστυ, τόκανε να φοβάται την ανάμιξη με ξένο αίμα, επειδή τούτο θα συντελούσε στη διάλυση της οικογένειας και θάφερνε μεταβολή στις συνήθειες της ζωής. Έτσι κληρουχίες στέλνονταν από την Αθήνα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, για να μην ξεπεράσει ποτέ ο πληθυσμός το μισό εκατομμύριο.
Το άρμα διάβηκε ανάμεσα Αθήνα και Πειραιά, εμπρός από το ναό της Ήρας, τον καμωμένο χωρίς πόρτα ουδέ σκεπή, αυτόν που έκαψε ο Ξέρξης κι είχεν ορίσει ο Δήμος να μείνει για πάντα καμένος, ώστε να μην ξεχνιέται η περσική βαρβαρότητα. Το άρμα πορευόταν παράλληλα προς τα Μακρά Τείχη που έφταναν ως τη θάλασσα και, μολονότι ο Κριτίας είχε γοργοπόδαρα ζώα, δεν κατάφερε να τρέξει, γιατί στενός ήταν ο δρόμος κι η κίνηση αδιάκοπη. Μεγάλες ποσότητες εμπορεύματα, χιλιάδες τόννοι, στέλνονταν κάθε μέρα από το λιμάνι στο εσωτερικό με μουλάρια κι αργοκίνητες βοδάμαξες.
Ο Σωκράτης, κατά τη συνήθειά του, ρωτούσε το νέο φίλο, για να τον μελετήσει:
«Πες μου, Κριτία, τι σκοπεύεις να γίνεις;»
«Ρήτορας. Για νάχω τη δύναμη να πείθω τους βουλευτές στη Βουλή και το λαό στη Συνέλευση».
Ο Σωκράτης ξαναρώτησε:
— «Θέλεις να τους πείθεις, φαντάζομαι, σ' ό,τι σε συμφέρει, κι όχι τι είναι δίκαιο και τι άδικο, γιατί βέβαια δεν μπορείς να διδάξεις το πλήθος σε τόσο λίγην ώρα για τόσα σπουδαία πράματα».
— «Σωστά το μάντεψες, Σωκράτη. Θέλω να πείθω το λαό να δέχεται αυτά που συμφέρουν εμένα και το πολιτικό κόμμα μου».
— «Είτε δίκαια ποθείς, είτε άδικα;» απόρησε ο φιλόσοφος.
— «Φυσικά. Γιατί στην πολιτική πάντα, ό,τι και να κάνεις, μερικούς θα ωφελήσεις, άλλους θ' αδικήσεις».
— «Δεν ξέρεις, Κριτία, ότι το μεγαλύτερο κακό στον κόσμο είναι η αδικία»;
«Όχι. Ακόμα μεγαλύτερο κακό είναι να σε αδικούν».
«Μην το λες αυτό», έκανε ο Δάσκαλος.
— «Ώστε θα προτιμούσες, Σωκράτη, ν' αδικιέσαι μάλλον παρά ν' αδικείς;»
— «Εγώ βέβαια δε θα ήθελα μήτε το ένα μήτε τάλλο αν όμως ήταν ανάγκη να διαλέξω, ναι, θα προτιμούσα να μ' αδικούνε παρά ν' αδικώ», αποκρίθηκε ο Σωκράτης.
— «Θέλεις να πεις πως δεν θα σ' άρεσε να είσαι παντοδύναμος; Να κάνεις ό,τι θέλεις, να είσαι τόσο ευτυχισμένος σαν τον μεγάλο Πέρση βασιλιά;»
—«Δεν ξέρω πόσο είν' ευτυχισμένος ο βασιλιάς της Περσίας. Δεν τον έχω συναναστραφεί», είπε απλά ο φιλόσοφος.
— «Τι δηλαδή; Ήταν ανάγκη να τον συναναστραφείς, για να καταλάβεις πόσο ευτυχισμένος είναι ένας πανίσχυρος άρχοντας;»
Χωρίς δισταγμό απάντησε ο Σωκράτης:
— «Ασφαλώς έπρεπε. Γιατί αγνοώ αν είναι δίκαιος».
— «Και τι; Στη δικαιοσύνη περιορίζεις εσύ την ευτυχία ενός τυράννου, Σωκράτη;»
—«Μάλιστα. Μόνον ο δίκαιος ζει ευτυχισμένα, καλέ μου. Δυστυχεί όποιος είναι άδικος».
Ο Κριτίας δυσκολεύτηκε μια στιγμή ν' απαντήσει, ύστερα είπε με πεποίθηση που ταίριαζε στην ηλικία του:
— «Φοβάμαι πως στην πράξη συμβαίνει τ' αντίθετο απ' αυτό που κατηχείς εσύ. Όλος ο κόσμος σέβεται και θαυμάζει τους δυνατούς.Το φυσικό δίκαιο είναι ισχυρότερο από τους ανθρώπινους νόμους. Εμένα μ' έμαθαν οι σοφιστές, πως τους νόμους τους κάνουν οι αδύνατοι άνθρωποι, ο πολύς όχλος. Νομοθετούν προς το συμφέρο τους, για να εμποδίζουν τους δυνατούς να έχουν ό,τι τους αξίζει, λέγοντας πως είναι αδικία να κατέχει κανείς περισσότερα από τους άλλους. Απαιτούν νάχουν ίσα με τους δυνατούς κι ας είναι κατώτεροι. Μα η φύση, Σωκράτη, θέλει ο καλύτερος ν' απολαβαίνει περισσότερα. Κοίταξε γύρω σου — παντού θα δεις όσους είν' ισχυροί, τους δικτάτορες, τους τυράννους, να γράφουν τους νόμους στα παλιά τους τα παπούτσια και να διευθύνουν με το φυσικό δίκαιο. Στη θέλησή τους υποτάσσουν την άβουλη μάζα. Ζουν μέσα στον πλούτο και τα γλέντια και κανένας δεν τολμάει να τους βλάψει. Αυτό θα πει ευτυχία!»
Ο Σωκράτης χαμογέλασε και στα μάτια του ξέσπασε μια σπίθα πονηράδας:
— «Με θάρρος μιλάς, Κριτία, και σε παρακαλώ να μην αλλάξεις τον τρόπο που εξηγείς τις σκέψεις σου, για να με μάθεις πώς πρέπει να περνάμε το βίο μας. Λες, λοιπόν, πως αρετή είναι να μην περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του αλλά να τις αφήνει να ξεσπάν;»
— «Ναι».
— «Μήπως δε βρίσκεις σωστό το λεγόμενο, πως ευδαίμονες είναι όσοι δεν έχουν ανάγκες;»
— «Βέβαια όχι, έκανε ο Κριτίας, γιατί τότε οι πέτρες κι οι πεθαμένοι, που δε νιώθουν ανάγκες, θα ήταν ευτυχέστατοι».
— «Μα κι ο βίος όπως τον θέλεις εσύ είν' ανυπόφορος, τον ορμήνεψε ο Σωκράτης. Μάθε πως η ψυχή του ακόλαστου ανθρώπου μοιάζει πιθάρι με τρύπιο πάτο, που ποτέ δε γεμίζει. Ενώ ο δίχως ανάγκες άνθρωπος ζει με ηρεμία».
— «Δε με πείθεις, Σωκράτη, γιατί ευχαρίστηση στη ζωή θα πει να ζεις εντατικά».
— «Άμα λες ευχάριστη ζωή εννοείς, όταν πεινάει κανείς να τρώει κι όταν διψά να πίνει;» ρώτησε ο φιλόσοφος.
— «Όχι μόνον αυτό, αλλά κι όταν κανείς εκπληρώνει όλες τις άλλες επιθυμίες του».
— «Πρόσεξε, Κριτία, μήπως σε κάνω να ντραπείς. Νομίζεις πως είν' ευτυχισμένος ένας ψωριάρης, επειδή έχει επιθυμία να ξύνεται και εύκολα το πετυχαίνει;»
— «Αστειεύεσαι, Σωκράτη;»
— «Κάθε άλλο. Θέλω να καταλάβεις πως υπάρχουν πράματα που τα λέμε ωφέλιμα και πράματα που τα λέμε ευχάριστα. Για να στο πω απλούστερα. Η μαγειρική είναι τέχνη που ευχαριστεί μόνο, προσπαθεί να κολακεύει μιαν αίσθηση, τη γεύση, χωρίς να νοιάζεται αν μας ωφελεί, ενώ η ιατρική είν' επιστήμη που θεραπεύει. Μπορεί κάποτε να ενοχλεί, μα στο τέλος ωφελεί. Είσαι σύμφωνος;» έκανε ο Σωκράτης.
— «Είμαι».
— «Όπως είπαμε τώρα για το σώμα, έτσι υπάρχουν και για την ψυχή ενέργειες, που άλλες δοκιμάζουν μονάχα να την κολακέψουν κι άλλες αγωνίζονται να την ωφελήσουν. Ας δούμε πού θα κατατάξουμε τη ρητορική σου. Αν βέβαια, Κριτία, ο ρήτορας ζητά να ικανοποιήσει τις δικές του επιθυμίες, όπως έλεγες πριν, ή να κολακεύει το λαό για να τον ξεγελάσει, τότε η ρητορική του είναι βλαβερή. Αν όμως προσπαθεί να κάνει καλύτερο το πλήθος, εμποδίζοντας να εκπληρωθούν οι παράλογες επιθυμίες του, τότε είναι ωφέλιμη η ρητορική. Το παραδέχεσαι αυτό ή δεν το παραδέχεσαι;»
— «Το παραδέχομαι» , αναγκάστηκε να πει ο νέος.
— «Τότε, εξακολούθησε ο Σωκράτης, συμφωνούμε, πως ευτυχισμένος είναι κείνος ο πολιτικός, που προσέχει το συμφέρο του λαού κι όχι το δικό του, που προσπαθεί να βλαστήσει στις ψυχές των συμπολιτών τη δικαιοσύνη και να ξεριζώσει την αδικία. Αυτός ο πολιτικός, τον όχλο, που είναι ανόητος και άδικος, τον βιάζει να καλυτερεύει. Το παραδέχεσαι κι αυτό;»
— «Κι αυτό το παραδέχομαι», είπε ο Κριτίας.
—«Ε, τότε, παιδί μου, περισσότερο πρόσεχε να μην αδικείς παρά να μην αδικιέσαι. Κι αν ποτέ κάνεις κανένα κακό, να θέλεις να σε τιμωρούν, για να γίνεσαι καλύτερος. Ν' αποφεύγεις την κολακεία είτε προς τους λίγους είτε στους πολλούς, επειδή όλες οι αθλιότητες της πολιτικής έχουν αιτία την κολακεία στο λαό».
— «Χαίρομαι ν' ακούω πως και σένα δε σ' αρέσει ο Περικλής», έκανε ο Κριτίας.
—«Ούτε αυτός, ούτε καν οι παλαιότεροι, γιατί όλοι τους δούλευαν ένα δαιμονικό σκοπό — να μεγαλώσουν με κάθε τρόπο την Αθήνα, αδικώντας ως και τους συμμάχους, ενώ θα έπρεπε να πασχίζουν να κάνουν ηθικούς τους πολίτες. Είναι κακός ο Περικλής, επειδή κατάντησε τους Αθηναίους τεμπέληδες και φλύαρους, αφότου ψήφισε να πληρώνονται μισθοί στο λαό και να μη σταματάν τα θέατρα και τα γλέντια».
Κοντοστάθηκε μια στιγμή ο φιλόσοφος κι ύστερα είπε:
— «Άκουσε τη συμβουλή μου, Κριτία: να μεταχειρίζεσαι τη ρητορική σου για ό,τι υψηλό και δίκαιο, έστω κι αν απομείνεις μονάχος εναντίον όλων, έστω κι αν σε βρίσουν, κι αν σ' εξευτελίσουν. Και, μα το Δία, ακόμα κι αν σε χαστουκίσουν, που θεωρείται ατιμωτικό, μη θυμώσεις. Γιατί, αν πραγματικά είσ' ενάρετος, δε θα πάθεις τίποτα, ούτε σε τούτη τη ζωή, ούτε στη μέλλουσα, όταν έρθει για τους νεκρούς η μέρα να κριθούνε. Μείνε κοντά μου, Κριτία, να ποτίσουμε τον όχλο νέα ηθική. Ν' αναμορφώσουμε την κοινωνία...»
απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Ζαλοκώστα: "ΣΩΚΡΑΤΗΣ, Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ"