Το πυρ
Στην ανατολή
ο άνθρωπος-φίδι
άρμεγε λαίμαργα
τους δικέραιους
ήλιους
έσερνε το κεφάλι
του
στην άνυδρη άμμο
ξερνούσε κάθε
τόσο προφητείες
φέρεθρες,
σκοτεινές
κι έπειτα
αναπαυόταν πρόστυχα
για τριακόσιες
μέρες
στην κοιλιά του
βράχου
Το ύδωρ
Στο βορρά
λεύχαιμες ημέρες
σεληναία στόματα
χολέρες υετών
όλοι τους
άρρωστοι θεοί
όλοι τους
γίγαντες
με τη ματιά τους
ξέραιναν το
σπέρμα τους
το’ριχαν τροφή
στους λύκους
κι έπειτα
ξάπλωναν
τα σαπισμένα μέλη
τους
και λιμοκτονούσαν
στις λερές τους κλίνες
άχρι θανάτου
Η γη
Στη δύση
δώδεκα εύφθαρτοι
άρχοντες
και ο καθένας
απ’αυτούς
με δώδεκα
επιγόνους
βασίλεια λυπρά
λησμονημένα,
ασήμαντα
έπλαθαν όνειρα
ένυλα
μιγαδικούς
ανθρώπους
κι έπειτα σε
μαρμίτες
πελώριες σαν
σπίτια
τους
καταβρόχθιζαν ακέραιους
και στα πέτρινα
στομάχια τους
άλεθαν κόκκαλα,
λάσπη
και βρόχινο αίμα
Ο αέρας
Στο νότο
ο άνθρωπος-βουνό
ο άνθρωπος-δέντρο
ο άνθρωπος-στάχυ
ο τένθης,
νεκρηγός θεός
πέρασε στο λαιμό
του μια θηλιά
φτιαγμένη από
ιαχές παιδιών
σταμάτησε τη
θύελλα
από τις θάλασσες
ένευσε ούρια
στους θείους
λειμώνες
πλήρωσε ξόρκια
κι εξαγόρασε τον
Ατροπάτη
τον έχρισε δούλο
και ηγεμόνα του μαζί
τον φίλησε σαν
γυναίκα
τον αγκάλιασε σαν
άντρας
τον εκμαύλισε
τον έστησε πάνω
απ’την αρχαία φωτιά
μέσα στο ήπαρ του
θηρίου
κι άρχισε να
μετρά τις σκιές του ήλιου
μία προς μία
κάθε δειλινό
πριν τυραννήσει
ηδονικά
ανάμεσα στους
χοντρούς μηρούς του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου