Μέσα από μια ριπή του ανέμου με κοιτάζει.
Ο Γενάρχης στέκει σταθερός, ακλόνητος σαν πεισματάρης βράχος κι επιμένει. Επιμένει με αυτό το βλέμμα που περιέχει πάντοτε το σπαραγμό του αιώνιου και με ρωτά:
Θα έρθεις μαζί μας;
Η ίδια ερώτηση, μέρες, βδομάδες, μήνες τώρα. Από την πρώτη ώρα, την πρώτη στιγμή που αλαφιασμένος άρχισε να πελεκάει τα δέντρα γι αυτό το θηριώδες πράγμα.
Κοιτάζω ολόγυρα. Μπροστά μου όλα αφανίζονται. Ο ορίζοντας είναι πιο μαύρος από ποτέ, δεν φαίνεται καμιά ρωγμή στη βούληση του Αχανούς να τα ρημάξει όλα.
Πίσω μου ορθώνεται το πιο παράξενο πλεύσιμο ανθρώπινο δημιούργημα.
Ανθρώπινο;
Σκέφτομαι και τη σκέψη μου μπορεί να την ακούσει.
Όχι αδελφέ μου. Αν το τολμήσω σημαίνει πως θα πρέπει να αρχίσω να μιλώ ξανά.
Ο άνεμος σταμάτησε άξαφνα να λυσσομανά. Τα σύννεφα σταμάτησαν πια να ταξιδεύουν κι έχουν πυκνώσει πάνω απ’τα κεφάλια μας. Γέμισαν το στερέωμα σκοτάδι. Έχουμε να δούμε τον ήλιο βδομάδες. Κάποιοι δεν θα τον ξαναδούν ποτέ.
Προτιμάς να συνεχίσεις τη σιωπή σου; Για το λίγο που σου μένει;
Είδα τον Γενάρχη να χαμογελά κι αυτό ήταν ένα ανέλπιστο δώρο. Πίσω του ένας ολόκληρος κόσμος χανόταν. Μπροστά του, ένας άλλος έπρεπε να ξεκινήσει το ταξίδι του. Εγώ στεκόμουν στη μέση. Το συνειδητοποίησα και μέριασα.
Κάποιοι από εμάς πλάστηκαν για να μιλούν. Όπως εσύ. Με τα χέρια σου. Με το βλέμμα σου. Με τα παιδιά σου. Με τα πλάσματα που φιλοξενεί στη κοιλιά του αυτό το τέρας. Και κάποιοι άλλοι πρέπει να μείνουν για πάντα σιωπηλοί αδελφέ μου, σκέφτηκα και άκουσε τη σκέψη μου.
Με οδύνη μιλάς, μου λέει.
Πρέπει να φύγετε, του απαντώ.
Το νερό έρχεται. Ως το βράδυ όλα εδώ θα είναι…
Ως το βράδυ θα έχω προλάβει, του απαντώ.
Τι;
Να αφηγηθώ την ιστορία του κόσμου.
Εσύ; Πώς; Με τη σιωπή σου;
Ντράπηκε για την ερώτησή του, με αγκάλιασε, μου χάρισε μια ριπή αιωνιότητας ακόμα με τα μάτια του και χάθηκε στα σωθικά του πλεύσιμου.
Γύρισα την πλάτη μου και άρχισα να κατεβαίνω τη μεγάλη ράμπα.
Πίσω, στον παλιό κόσμο, σκέφτηκα και αμέσως, ξεκίνησε να βρέχει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου