Π
|
ερπατούσαμε για αρκετή ώρα στα κατηφορικά δρομάκια της περιοχής. Μας άρεσε κάποτε να κατεβαίνουμε αυτά τα
στενά και να εξετάζουμε τα παλαιά, διώροφα με τις ωραίες θύρες, τα ανάγλυφα και
τις κοσμήσεις με τους ρόδακες. Έπειτα βγαίναμε στον παραλιακό δρόμο,
προσπερνούσαμε τις ταβέρνες και τα φωτεινά καταστήματα που προορίζονται
περισσότερο για τους τουρίστες και τους προνομιούχους αυτού του κόσμου και
καθόμασταν σε ένα απόμερο καφέ, στο τέλος του δρόμου. Πολλές φορές είχαμε κάνει
αυτές τις βόλτες και απολαμβάναμε πάντα τον καφέ μας συζητώντας για χίλια δυο.
Απόψε δεν είχαμε το ίδιο κέφι όπως τότε, πολλά χρόνια πριν, όμως δεν βιαστήκαμε
να κατέβουμε στον δρόμο της θάλασσας. Είχαμε τόσο καιρό να ανταμώσουμε και
θέλαμε να χαρούμε την ευκαιρία σαν γιορτή. Όμως το παλιό μας καφέ δεν το
βρήκαμε. Στη θέση του είχε ‘σηκωθεί’ ένα κακάσχημο, ‘μοδέρνο’ κτήριο γραφείων
με φιμέ υαλοπίνακες να καλύπτουν όλη του την πρόσοψη από πάνω ως κάτω σαν
πένθιμο σάβανο.
‘Υπάρχει ένα άλλο, εδώ κοντά’, είπε ο Στέφανος
χαμογελώντας. ‘Το είδα καθώς ερχόμουν’. Έτσι τον θυμόμουν, να μην αποθαρρύνεται
ποτέ, να βρίσκει λύσεις σε όλα.
‘Πάμε λοιπόν’, του είπα καθώς επιζητούσα τη ζεστασιά ενός
χώρου και τη γεύση ενός καλού καφέ.
Και πράγματι, δεν αργήσαμε να το εντοπίσουμε. Ο φίλος μου
με οδήγησε ανάμεσα στα στενά δρομάκια και κάποια στιγμή το είδαμε σε μια γωνιά.
Φαινόταν για στέκι φοιτητών. Φοβήθηκα πως θα είχε κόσμο και θόρυβο και δεν θα
μπορούσαμε να συζητήσουμε. Τούτη την ώρα όμως ήταν σχεδόν άδειο και τα παιδιά
που το λειτουργούσαν μάς καλωσόρισαν με χαμόγελο.
Καθίσαμε σε μια γωνιά και παραγγείλαμε τους καφέδες μας.
‘Να λοιπόν που μετά από πολλά χρόνια ξανανταμώνουμε
φίλε’, τού είπα και ένιωθα βαθιά στην καρδιά μου εκείνο το ρίγος μιας εποχής
που είχε περάσει πια για πάντα αλλά είχε αφήσει θερμές αναμνήσεις.
Ο Στέφανος χαμογέλασε γλυκά. Ήταν όμορφος τότε με πυκνά,
μαύρα μαλλιά και έξυπνο, ανήσυχο βλέμμα. Η φωνή του είχε μια ένταση και
ταυτόχρονα μια μουσικότητα που δεν είχα σε άλλον άνθρωπο συναντήσει. Τού έλεγα
τότε πως σε κείνον μπορούσε εύκολα κανείς να διδαχθεί τις δασυνόμενες λέξεις
και γελούσε. Μα και σήμερα διατηρούσε πολλή από την ομορφιά και την
μεγαλοπρέπειά του. Ήμασταν και οι δυο στο κατώφλι των γηρατειών όμως εκείνος
φαινόταν να απολαμβάνει κάποιας ιδιαίτερης εύνοιας από το χρόνο.
Ήρθαν δυο μεγάλες κούπες με αχνιστό καφέ και οι πρώτες
γουλιές μάς ζωντάνεψαν.
‘Έλειπα πολλά χρόνια στην Αμέρικα’, μού είπε και άστραφτε
το βλέμμα του. ‘Δεν έχω παράπονο, καλά τα πήγαμε… παντρεύτηκα και μια
αμερικάνα… τη Λορίν… μια μέρα θα σε καλέσω δάσκαλε να τη γνωρίσεις… τής έχω πει
πολλά για μάς τότε…’
Συνήθιζε τότε να με αποκαλεί ‘δάσκαλο’ αστειευόμενος
περισσότερο επειδή ήμουν ο επικεφαλής της ολιγομελούς ομάδας. Στην ουσία δεν
υπήρχε καμιά διάκριση, κανένας ρόλος, καμιά ιεραρχία έστω και άτυπη. Ήμασταν
όλοι ‘αναζητητές τού αόρατου και αψηλάφητου’, όπως συνήθιζα να λέω κι απλώς
τύχαινε εγώ να είμαι ο παλιότερος στο μονοπάτι…
‘Και βέβαια θέλω να γνωρίσω τη Λορίν. Παιδιά;’
‘Δυο… ο γιος σπουδάζει ναυπηγική και η κόρη… είναι η
χαϊδεμένη μου… σχολείο ακόμα…’, είπε και έφυγε για λίγο το βλέμμα του… ένιωσα
στη φωνή του πάλι εκείνη τη δασεία και το ρίγος της συγκίνησης… ήμουν βέβαιος
πως ήταν ένας θαυμάσιος πατέρας.
‘Μού έλειψες… μού έλειψες πολύ δάσκαλε… όλοι σας εδώ μού
λείψατε… υπήρχαν μέρες, να ξέρεις, που λίγο ήθελα να τα βροντήξω όλα και να
καβαλήσω το πρώτο αεροπλάνο για Ελλάδα… αν δεν υπήρχε η Λορίν και τα παιδιά θα
είχα σαλέψει…’
Δεν σχολίασα τον αφορισμό του και δραπέτευσα στον αχνιστό
καφέ.
‘Βλέπεις κανέναν από την ομάδα μας;’, με ρώτησε.
‘Πολύ σπάνια πλέον επικοινωνώ με τη Ραχήλ… τη θυμάσαι;
Όλοι οι άλλοι εξαφανίστηκαν… εδώ και χρόνια… αγνοείται η τύχη τους’, είπα
μελαγχολικά.
Ο Στέφανος κούνησε το κεφάλι του και κάποιες τούφες από
τα πυκνά ακόμα μαλλιά του έπεσαν στο μέτωπό του.
‘Πώς δεν τη θυμάμαι τη Ρέιτσελ… το πιο έξυπνο θηλυκό που
γνώρισα σε δυο ηπείρους δάσκαλε… μακάρι να την είχα στο μαγαζί εκεί πέρα… θα
τους είχα κατατροπώσει όλους…’
Χαμογέλασα. Δεν είχε άδικο. Η Ραχήλ διέθετε μια ιδιαίτερη
ευστροφία που κάποιες φορές σε άφηνε έκπληκτο. Και μια δυνατότητα ανάλυσης που
δεν είχα συναντήσει ξανά.
‘Καμιά φορά σκέφτομαι… όλα εκείνα… όλα εκείνα που μάς
έδιναν ορμή και ενέργεια τότε… ώρες ατελείωτες, θυμάσαι Αντώνη; Ώρες ατελείωτες
να συζητάμε για κείνο και το άλλο… για το πνεύμα, την ψυχή, το θείο, το καλό
και το κακό και το διαλογισμό και τόσα άλλα… να αναλύουμε… να μιλάς εσύ και να
σε ακούμε και μετά να πετάγομαι εγώ σαν εξυπνάκιας να λέω τα δικά μου, ύστερα
εκείνος ο οργανοπαίκτης με τα γυαλάκια…’
‘Ο Μηνάς’
‘Α, ναι… μπράβο… αυτός και μετά πάλι να λες εσύ κι εμείς
να ακούμε και να σημειώνουμε και να πιάνουμε τον Πυθαγόρα και τα Χρυσά Έπη και
τον Ιάμβλιχο και τον ένα και τον άλλο και να ξημερώνουμε με δαύτα… ξέρεις πως
τα θυμάμαι όλα τούτα φίλε; Έχουν ζωντανέψει όλα και έχουν πάρει σάρκα και οστά…
μέχρι και μάτια έχουν και με κοιτάνε με παράπονο… γιατί μάς παράτησες;, έτσι με
ρωτάνε και δεν έχω απάντηση να δώσω… καταπιάστηκες να ανοίξεις μαγαζί, να
κάνεις επιχείρηση, να κάνεις οικογένεια και με μάς… τι γίνεται με μάς; Μάς
πρόδωσες… έτσι μού λένε και με κοιτάνε σαν παραπονιάρικα σκυλιά…’
Τον είδα να κοιτάζει την κούπα με τον καφέ του, να την
στριφογυρίζει στα χέρια του, να έχει φορτιστεί πολύ…
‘Μού φαίνεται πως από όλους μας… μονάχα εσύ κράτησες την
αξιοπρέπειά σου δάσκαλε… δεν ήταν τυχαίο που ήσουν ο πρώτος ανάμεσά μας… ήσουν
ο πιο αφοσιωμένος, ο πιο ζεστός, ο πιο έντιμος… όσο για μένα… ξύστρας… παχιά
λόγια και γκομενιλίκια… τα λεφτά σκεφτόμουνα και να σηκωθώ να πάω στο θείο μου
στην Αμερική που πέθαινε και θα έμενε το μαγαζί στους αραπάδες… πήγα να σώσω το
μαγαζί του θείου μου δήθεν… ψέμα… πήγα να βγάλω ντόλαρς και να ζήσω όπως όλοι
οι άλλοι… κι εμείς σπουδάζαμε τα μεγάλα και τα σημαντικά… και τελικά τα φτύσαμε
όλα και γίναμε ένα με όσα κοροϊδεύαμε…’
Είχε καρφώσει το βλέμμα του στον καφέ του λες κι
αναζητούσε εκεί μια διέξοδο… άνοιγε την καρδιά του κι έκανε τον απολογισμό του…
στον εαυτό του, όχι σε μένα…
‘Ξέρεις τι είπα στη Λορίν ένα βράδυ που είχε σχεδόν ένα
μέτρο χιόνι στη μεγάλη λεωφόρο και δεν τολμούσες να ξεμυτίσεις; Πως έναν έντιμο
πνευματικό άνθρωπο έχω γνωρίσει στη ζωή μου και μια μέρα, στο λέω μια μέρα
μάτια μου, θα γυρίσουμε στην Ελλάδα και θα σού τον γνωρίσω… όχι σαν κι εμένα
που ήμουν μονάχα λόγια και ουσία μηδέν… θα σού γνωρίσω έναν άνθρωπο που είχα
την τιμή να λέω φίλο μου και δάσκαλό μου και…’
Κόμπιασε, δεν είπε άλλα, σιώπησε. Ήπιε μια γουλιά καφέ
και ύστερα σήκωσε το υγρό του βλέμμα και με κοίταξε όχι στα μάτια μα κατευθείαν
στην καρδιά.
Είχα φορτιστεί κι εγώ ακούγοντάς τον και έμενα σιωπηλός
καθώς τέτοιες στιγμές είναι ιερές και την ιερότητα δεν μπορεί να την
διαταράσσει κανείς.
‘Από εκείνους δεν μπορώ δάσκαλε να ζητήσω συγνώμη’, είπε.
‘Από ποιους εννοείς;’, τον ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια.
‘Από τους δασκάλους… τους παλιούς εννοώ… τους Μεγάλους…
τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αισχύλο… μπορώ να ζητήσω συγνώμη από σένα; Και
να μού υποσχεθείς πως θα μεσιτέψεις για μένα; Μπορώ;’
Άπλωσε το χέρι του πάνω στο τραπέζι και τον μιμήθηκα. Μού
έσφιξε δυνατά την παλάμη.
‘Θα τούς το πεις για μένα φίλε μου; Θα το κάνεις;’
Τον είδα να χαμογελά ξανά με κείνον τον ιδιαίτερο και
γοητευτικό τρόπο που έβρισκαν ακαταμάχητο κάποτε οι κοπέλες.
‘Στέφανε…’, πήγα να πω όμως δεν σήκωνε αντίλογο. Όχι
εκείνη τη βραδιά, όχι στην έντονη συγκίνησή του.
‘Να είμαι ήσυχος δάσκαλε;’
Χαμογέλασα και του ανταπέδωσα το σφίξιμο.
‘Να είσαι ήσυχος φίλε μου’, τού είπα ζεστά και ειλικρινά
μέσα απ’την καρδιά μου.
Ο φίλος μου δεν άργησε να ξαναβρεί το ρέον κέφι του και
άρχισε να μου διηγείται τη ζωή του στην ξενιτειά, τις χαρές και τις λύπες του,
τη συνύπαρξή του με τους αμερικανούς, το πώς αποφάσισε τελικά να γυρίσει στην
πατρίδα με την οικογένειά του. Ήθελε να πει πολλά, εγώ δεν μιλούσα, άκουγα.
Σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε πάρει τη μεγάλη
απόφαση κι ένιωθε ευλογημένος που τα είχε καταφέρει και επέστρεψε.
Η ώρα είχε περάσει, αποφασίσαμε να φύγουμε. Βγήκαμε από
το καφέ με πολλά και δυνατά συναισθήματα. Είχε βραδιάσει και το κρύο έφτανε στο
κόκαλο.
‘Θα σου τηλεφωνήσω να ανταμώσουμε ξανά δάσκαλε, να
γνωρίσεις την οικογένεια. Και θα πάμε σε ένα ρεμπετάδικο να κάνουμε κέφι… να τα
πιούμε, να γελάσουμε και να χαρούμε… δεν θα μού αρνηθείς…’
‘Δεν θα σού αρνηθώ Στέφανε’, τού είπα.
Αγκαλιαστήκαμε για ώρα κι έπειτα χωρίσαμε.
Πήρα τον ανηφορικό δρόμο προς τον επάνω δρόμο για το σπίτι
μου γεμάτος σκέψεις, αναμνήσεις και ένα σφίξιμο στην καρδιά.
Ο Στέφανος κράτησε την υπόσχεσή του, εν μέρει όμως. Δεν μου
τηλεφώνησε ξανά όμως μού έστειλε μετά από μήνες ένα ηλεκτρονικό μήνυμα… είχε ξαναγυρίσει
στην Αμερική… όλα του φαίνονταν ξένα εδώ, έτσι μού έγραφε… η γυναίκα του και τα
παιδιά του ήταν αμερικανοί κι εκείνος δεν ήξερε πια τι ήταν… μονόδρομος, σκεφτόμουν…
Μού ζητούσε και συγνώμη που δεν κράτησε την υπόσχεσή του… ‘Την επόμενη φορά που
θα ξανάρθω, δάσκαλε… θα είναι πριν πεθάνω… να με περιμένεις…’, μού έγραφε στο τέλος
και νομίζω πως τον έβλεπα να χαμογελάει με κείνον τον ωραίο, λεβέντικο, γενναιόδωρο
τρόπο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου