Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2016

Σχίσμα...




Τούτη τη φορά το βλέμμα της ήταν αυστηρό. Ελεγκτικό, σχεδόν θυμωμένο.

Και τα χέρια της παγωμένα.

«Νομίζω πως είναι πολύ δυσάρεστο. Θα πρέπει να είναι», είπε με σκληρό τόνο.

Δεν της μίλησε. Την περίμενε. Άκουγε όμως προσεκτικά. Άκουγε με όλο του το είναι.

«Εννοώ να γίνει κάποιος με τα χρόνια πικρός. Να γίνει ένας πικρός άνθρωπος. Ναι… είναι δυσάρεστο… κι όχι μόνο για τον ίδιο…»

Έπεσε ξαφνικά ανάμεσά τους εκείνο το πέπλο της σιωπής που κανείς δεν τολμά εύκολα να αγγίξει. Ένα βαρύ πέπλο φορτισμένης σιωπής.

Πέρασε ώρα ώσπου να μιλήσει εκείνη ξανά.

«Πιστεύω πως όταν ένας άνθρωπος γίνεται πικρός σημαίνει πως είναι πια εντελώς άδειος… δεν ξέρω… κενός… υπάρχει ένα κενό εκεί… και πρέπει να γεμίσει…», συμπλήρωσε και περπάτησε λίγα βήματα μακριά του. 

Δεν την ακολούθησε. Την άκουγε σιωπηλός. Σε ένταση.

«Η πίκρα δεν είναι κραυγή ούτε έκκληση για βοήθεια όπως λένε κάποιοι. Είναι απλώς αυτό που είναι. Μια μουτζούρα στη ψυχή του ανθρώπου. Το να είσαι πικρός σημαίνει πως έπαψες να ακούς, πως έπαψες να συνομιλείς, πως έπαψες πια να βλέπεις. Μάλλον σημαίνει πως… πως είσαι πια νεκρός»

Εκείνος κάθισε σε ένα παγκάκι που λίγο πριν φιλοξενούσε ένα ζευγάρι. Έσκυψε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του. Μετά από λίγο εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα του. Χωρίς να τον κοιτάζει.

«Το να είσαι πικρός σημαίνει πως έπαψες να ψηλαφείς, να αναζητάς, να λυπάσαι… ακόμα και να φοβάσαι… η πίκρα τα σκεπάζει όλα, τα δηώνει όλα, τα καταναλώνει… κι ίσως έτσι να γεμίζει το τεράστιο κενό…», είπε σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά.

Έβγαλε από το παλτό της ένα πακέτο τσιγάρα και άναψε ένα. Φύσηξε με δύναμη τον καπνό μπροστά της.

«Κι ακόμα… το να είσαι πικρός σημαίνει πως δεν μπορείς πια να αγαπάς. Κι ίσως… δεν ξέρω… ίσως ακόμη χειρότερα, δεν έχεις πια καμιά ανάγκη να αγαπάς… τίποτε… και κανέναν…»

Της ζήτησε ένα τσιγάρο και του προσέφερε. Το έβαλε στο στόμα του αλλά δεν το άναψε.

«Θυμάσαι τι μου είχες πει κάποτε; Πως η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, δεν είναι μια κατάσταση… είναι μια διάσταση. Το θυμάσαι; Κι επίσης πως έχουμε βαθιά ανάγκη να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Διαφορετικά… η ψυχή αφυδατώνεται, ο άνθρωπος συρρικνώνεται, αργοπεθαίνει… τα θυμάσαι; Εγώ τα θυμάμαι όλα… λέξη προς λέξη…»

Σηκώθηκε και περπάτησε λίγα βήματα μακριά του. Δεν την ακολούθησε. Την κοιτούσε όμως.
Γύρισε και ξανακάθισε.

«Έχει μείνει ένας υπέροχος νους και μια δηλητηριασμένη ψυχή. Αυτό συμβαίνει… όπως με τον καρκίνο… το σώμα διαλύεται όσο κι αν πασχίζει το πνεύμα να γραπωθεί στη ζωή… έρχεται ο θάνατος και τελικά τον υποδέχεται με ανακούφιση το σώμα και με κραυγή απελπισίας η ψυχή… ο απόλυτος διχασμός… ο πιο τραυματικός! Ο ένας φορέας λαχταρά να πεθάνει για να λυτρωθεί, ο άλλος λαχταρά να ζήσει… αδιέξοδο… σχίσμα…»

Οι τελευταίες της λέξεις έμοιαζαν με κοτρώνες που έπεφταν με γδούπο στο κεφάλι του. Δεν αντέδρασε. 

Έμεινε σιωπηλός ως το τέλος.

Ως τη στιγμή που την είδε να σηκώνεται και να χάνεται περπατώντας αργά μέσα στην παγωμένη νύχτα…

4 σχόλια:

Ελένη Τζουμπελίδου είπε...

"Έμεινε σιωπηλός ως το τέλος"...ποτέ άλλοτε η σιωπή δεν έκανε τόσο θόρυβο...μέσα μου...άνθρωπος δεν το έγραψε...μα το Θεό!

Maria P. είπε...

Απίστευτο...

Νimertis είπε...

Έλενα όμορφη καλημέρα!

Νimertis είπε...

Μαρία σε καλωσορίζω στο Νημερτή...