Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

Ό,τι μου λείπει σε άγγιγμα, το κερδίζω σε όνειρο…





Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από την ‘φυγή’ ενός ποιητή προς την αιωνιότητα… με τον φθαρτό, σάρκινο φορέα του βέβαια καθώς πνευματικά και καλλιτεχνικά, η Αιωνιότητα, ο Χρόνος και η Μνήμη είναι άξονες που δεν τον αποχωρίστηκαν ποτέ. Και παρότι δεν είμαι ο ‘ειδικός’ ή ο ‘επαγγελματικά αρμόδιος’ αισθάνομαι πως αξίζει ο κόπος να γράψω δυο λόγια για όλο αυτό το ταξίδι που έχω βιώσει επί πολλά χρόνια μέσα από τον Αγγελοπουλικό κινηματογράφο.
Και να ξεκινήσω με έναν αιφνιδιασμό. Δεν τον χώνεψα στην αρχή, ούτε τον Αγγελόπουλο, ούτε την ‘μυθολογία’ γύρω απ’αυτόν. Εκεί, γύρω στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο σκηνοθέτης έκανε τις ωραιότερες ίσως ταινίες του, προσωπικά αρνιόμουν πεισματικά να τις δω. Για να πω την αλήθεια, αισθανόμουν πως όλη αυτή η δοξολογία από τους αριστερούς κριτικούς ήταν μια κατασκευή που ήθελε να μας επιβάλλει αυτό το ‘νέο’ κινηματογράφο ως τον μοναδικό. Δεν μπορώ όμως να μην ομολογήσω επίσης πως, κρυφά και ως αντιπολίτευση στον εαυτό μου, διάβαζα για τις ταινίες του, μάθαινα για την εκπληκτική φωτογραφία, τα μυθικά πλάνα, την ποιητική γραφή και την μαγική μουσική. Και όλο αυτό το πληροφοριακό υλικό υπέσκαβε την… ξεροκέφαλη πεισμοσύνη μου και καλά της έκανε αφού, τελικά, ενέδωσα και είδα, σε βίντεο θυμάμαι, ως πρώτη ταινία, το ‘Ταξίδι στα Κύθηρα’ που είναι και η πρώτη ταινία που η Καραΐνδρου ‘έντυσε’ μουσικά. Και το έκανα ύστερα από μια ιδιοτροπία της τύχης αφού η βιντεοκασέτα ‘ήρθε’ με έναν παράξενο τρόπο στα χέρια μου από κάποιον φίλο. Ομολογώ πως εκείνη η εμπειρία ήταν από τις ωραιότερες και δυνατότερες. Και την ανακαλώ πάντοτε. Τη θεωρώ δε ισοδύναμη με την περίφημη –κατά την εσωτερική παράδοση – ‘μυητική έκρηξη’… αλλά τούτο ας είναι αντικείμενο άλλης ανάρτησης…


Η όλη γραφή, η όλη αφήγηση, η σχεδόν μαυλιστική μουσική και η οστεώδης, ασκητική, σχεδόν Ελ Γκρεκική παρουσία του Κατράκη που από μόνη της είναι ένας φοβερός κεντροβαρικός άξονας, με πυροδότησαν θα έλεγα για να αναζητήσω αμέσως τις παλαιότερες και όποιες άλλες ταινίες του Αγγελόπουλου δεν είχα δει και ‘σαμποτάριζα’. Και τούτη η δίψα, περίεργο, δεν έσβησε ποτέ. Ακόμα κι αν παραδέχομαι και αναγνωρίζω πως μετά την ‘Αιωνιότητα’ η κινηματογραφική αποτύπωση φθίνει, έχει μια μανιερίστικη ευκολία και ειδικά στην τελευταία του ταινία, την ‘Σκόνη του Χρόνου’ εγκλωβίζεται σε μια μελαγχολική βύθιση στο Γνωστό και στο αδιέξοδο. Ένας φίλος μου είπε κάποτε πως ακόμα κι αν έμενε στην ‘Αναπαράσταση’ ο Αγγελόπουλος θα ήταν αρκετό για να τον τοποθετήσει μέσα στους είκοσι ή τριάντα κορυφαίους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα. Μπορεί να είναι υπερβολικό αλλά δεν είναι και μακριά από την αλήθεια. Ακόμα και για τον ίδιο αυτό το σύνορο, αυτός ο πήχης έμεινε αξεπέραστος, άπιαστος, απρόσιτος.

Αν με ρωτήσει κάποιος που θέλει να δει Αγγελόπουλο με ποια ταινία να ξεκινήσει, δεν θα του πρότεινα, όπως συνήθως, το ‘Θίασο’. Κι αυτό γιατί η ταινία αυτή, όπως και οι άλλες δυο της λεγόμενης Τριλογίας της Ιστορίας (Μέρες του ’36, Ο Θίασος και Οι Κυνηγοί) δεν είναι η ‘απόλυτα’ ολοκληρωμένη εργασία του σκηνοθέτη. Δική μου συμβουλή θα ήταν να ξεκινήσει κανείς από την ‘Αιωνιότητα και μια ημέρα’. Κι αυτό γιατί σ’αυτή την ταινία ο Αγγελόπουλος δεν καταπιάνεται με την ιστορία ως πρωταγωνιστή αλλά με τον άνθρωπο, το πρόσωπο και την εσωτερική του μάχη με το χρόνο, τον έρωτα και το θάνατο. Εκτός αυτών, η ταινία έχει αρετές που σε καθηλώνουν και σε διαπερνούν. Η ανυπέρβλητη μουσική της Καραΐνδρου, οι ερμηνείες - φωνές του Πέτρου Φυσσούν (που τη δανείζει στον Μπρούνο Γκάντζ) και της Πέμης Ζούνη στα θαυμάσια ποιητικά αποσπάσματα, η πάντοτε διεισδυτική και άλλοτε υποβλητική φωτογραφία του Αρβανίτη, το εκπληκτικό ‘εύρημα’ της ένθεσης του Σολωμού στην ροή της αφήγησης και πολλά άλλα… Η κρίση βέβαια παραμένει εντελώς υποκειμενική… Για πολλούς η εμβληματικότερη ταινία του υπήρξε ο ‘Μεγαλέξανδρος’, κατ’άλλους ο Αγγελόπουλος έφτασε στην όποια κορυφή του στο ‘Βλέμμα του Οδυσσέα’… ποικίλλουν οι απόψεις.

Έχουν γραφτεί και πολλά ‘αντί’ για τον Αγγελόπουλο και τη γραφή του. Πως υπήρξε εμμονικός, ‘ναρκισσιστικός’ και υπέρμετρα αυτοαναφορικός, πως αφαιρούσε από τους ηθοποιούς το πρόσωπο και τους χρησιμοποιούσε εργαλειακά ώστε στο τέλος της ταινίας να μην τους θυμάσαι σχεδόν (ποιος θυμάται, ας πούμε ότι στο ‘Τοπίο στην ομίχλη’ πρωταγωνιστούσε ο Στράτος Τζώρτζογλου ή ότι στον ‘Μελισσοκόμο’ δίπλα στον μεγάλο Μαστρογιάννι ήταν η Νάντια Μουρούζη;). Πως δεν ‘χάριζε’ γκρο-πλαν σε κανέναν ηθοποιό, όσο κι αν τον αγαπούσε, ακόμη κι αν είχε… το θεό μπάρμπα (έκανε όμως και μια εξαίρεση, στο ‘Λιβάδι’ και έγινε συζήτηση!). Γνωστή επίσης η… φετιχιστική λατρεία του Αγγελόπουλου με την βροχή (δεν ήθελε ποτέ τους τεχνητούς καταιονιστήρες και περίμενε υπομονετικά να ανοίξουν οι ουρανοί για ένα πλάνο μόνο!) ή το όνομα ‘Αλέξανδρος’ που το συναντά κανείς στις μισές του ταινίες ή τα στατικά του πλάνα που σε μερικές ταινίες… παραείναι στατικά, την τρομερή του τελειομανία, έως εξόντωσης, για την ολοκλήρωση γυρισμάτων που θα μπορούσαν να πάρουν το 1/10 του χρόνου… κι όμως, προσωπικά πιστεύω πως όλα τούτα περισσότερο συμβάλουν στο μύθο του παρά τον αποδομούν… Λένε πως ακόμη και τον γηραιό Μάνο Κατράκη είχε ταλαιπωρήσει τόσο πολύ στο ‘Ταξίδι στα Κύθηρα’ που παρά λίγο ο μεγάλος ηθοποιός να μην αντέξει!!. Φαίνεται πως η απουσία άλλων επιχειρημάτων στην περίπτωση του Αγγελόπουλου είναι περισσότερο από εμφανής και κραυγαλέα. Ειδικά μετά τον Χρυσό Φοίνικα για την ‘Αιωνιότητα’ οι λυσσαλέες επιθέσεις στο πρόσωπό του δεν είχαν τέλος (που βρίσκει τόσο εύκολα χορηγούς; με τι λεφτά κάνει τόσο ακριβές ταινίες; επαναλαμβάνεται και δεν έχει πια τίποτα να πει, είναι γρουσούζης, τσιγκούνης και δεσποτικός, κλπ, κλπ).
Κι όλα αυτά για την Ελλάδα δεν είναι πρωτόφαντα ούτε καινοφανή. Ένας χαρισματικός άνθρωπος, πρωτοπόρος και αληθινά προικισμένος, είναι βέβαιο πως προκαλεί τον φθόνο και τα συμπλέγματα κατωτερότητας των μετρίων και των ηλιθίων δεν αργούν να βγουν στην επιφάνεια.
Ευτυχώς για τον κινηματογράφο όσους αγαπούν την ποιητική ιδιαίτερα μυθοπλαστική αφήγηση, τις μεγάλες, εικονοπλαστικές αφηγήσεις και την άλλοτε λυρική και άλλοτε σκληρή αποτύπωση του ασύνορου φαντασιακού κόσμου και της ρεαλιστικής δράσης, ο Αγγελόπουλος άφησε πίσω του το έργο του και αυτό θα μείνει μετά από πολλά χρόνια να ταξιδεύει και τις επόμενες γενιές.

Και στην αληθινή ποίηση ισχύει απόλυτα τούτη η φράση από την ‘Σκόνη του Χρόνου’ που στοιχειώνει την εξόριστη πρωταγωνίστρια σε κάποιο στρατόπεδο της Σιβηρίας :

Ό,τι μου λείπει σε άγγιγμα, το κερδίζω σε όνειρο…

Πολύ όμορφο το αφιέρωμα από το Αθηνόραμα

2 σχόλια:

G. είπε...

Νημερτή μου....δυο σκηνοθέτες ποιητές λάτρεψα στη ζωή μου...αφέθηκα ..στη μυητική μαγεία τους..δέχτηκα απόλυτα έλαβα από αυτούς ....ο ένας ο Αγγελόπουλος λάτρεψα την ποιητική των εικόνων του και όχι μόνον ο άλλος ο Ταρκόφσκι...πολύτομο μυστηριακό ποίήμα ...

Νimertis είπε...

δυο αληθινοί μύστες Γκουίν μου... την καλημέρα μου...