[ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν…]
Olga Merrill
Spiritual Lucca
ιάλεξαν να
καθίσουν στην ευρύχωρη βεράντα. Η θέα της πόλης
από τούτο το σημείο σχεδόν σου έκοβε την ανάσα. Μπορούσε κανείς να διακρίνει
σχεδόν τα πάντα. Κάτω απ’τα πόδια τους απλωνόταν όμορφο και γραφικό το
Μικρολίμανο. Μπροστά και πέρα η θάλασσα… αριστερά, στο βάθος και προς βορρά ο
ιερός βράχος που είχε μια μελαγχολική όψη όπως σχεδόν όλα το μουντό αυτό
πρωινό.
«Δεν μπορεί κανείς να αποφύγει την κοινότοπη παρατήρηση
πως δεν συνηθίζεται η ομορφιά», ξεκίνησε να λέει ενώ ο οικοδεσπότης του άφηνε
στο τραπέζι ένα δίσκο με δυο μεγάλες κούπες καφέ και ένα πιάτο με κρουασάν.
«Μα είναι η αλήθεια», αποκρίθηκε. «Κάθε φορά που κάθομαι
στην καρέκλα και χάνομαι στη θέα όλων αυτών που απλώνονται εμπρός μου, κάποια
παρόμοια σκέψη έχω στο νου»
Ήπιε μια γουλιά καφέ. Ο φίλος του ήθελε να συμμετάσχει σε
τούτη τη συζήτηση όμως απρόθυμα. Εκείνα που τον απασχολούσαν πια περισσότερο
ήταν τα πνευματικά. Ό,τι διάβαζε,
ο,τι τον αιφνιδίαζε, ό,τι τον ξεσήκωνε, τον ανάγκαζε να υποχωρήσει από άλλες
πεποιθήσεις για να υιοθετήσει καινούργιες. Μα και πάλι, η αντίσταση αυτή τού
έφερνε ένταση. Ο πνευματικός αγώνας δεν είναι κάτι απλό, ούτε εύκολο.
«Μου ανέφερες κάτι στο μήνυμά σου… για μια φράση που
διάβασες… μια ομιλία που άκουσες… κάτι τέτοιο…», είπε και ήπιε λίγο ακόμα από
το ζεστό και κάπως πικρό καφέ του. Όπως τον προτιμούσε δηλαδή.
«Ναι», είπε αμέσως ο φίλος του και το βλέμμα του ζωήρεψε.
Επιτέλους, θα άφηναν τις αδιάφορες αναφορές σε οτιδήποτε ‘εκτός’ για να
εισέλθουν με ζήλο στα ‘εντός’. Το γνώριζε αυτό το συναίσθημα. Το είχε ζήσει, το
είχε ανασάνει σχεδόν με όλη του την ύπαρξη ειδικά στα πρώτα του βήματα στην
Ατραπό. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία, όλα αφανίζονταν μπροστά στον πνευματικό
ζήλο. Κάποιες μέρες ξεχνούσε σχεδόν και να φάει και ο ύπνος του ξαφνικά του
φαινόταν εμπόδιο, μια άσκοπη διακοπή από την πορεία. Ναι, το γνώριζε τόσο καλά
αυτό το συναίσθημα, αυτή τη δέσμη συναισθημάτων και εσωτερικών εντάσεων που
σχεδόν δάκρυσε. Ο καλός του φίλος είχε εισέλθει ως αγνός προσκυνητής στον Μέγα
Ναό της Αλήθειας και δεν χόρταινε να βλέπει, να ψηλαφεί, να μελετά, να
ψελλίζει, να θαυμάζει, να διαφωνεί, να συμφωνεί, να πασχίζει να κατανοήσει.
Έρωτας!
Αποφάσισε να κρατήσει τη λέξη-σύμπαν που αναδύθηκε απ’το
είναι του. Ο φίλος του εδικαιούτο όλη του την προσοχή.
«Να, ξέρεις βέβαια πώς είναι… ακούω ομιλίες, διαβάζω, πάω
από το ένα στο άλλο… παλεύω να χωρέσω, πώς το έχει πει κάποιος, να χωρέσω όλο
τον ωκεανό σε ένα ποτήρι… κάπως έτσι… όπως ένα παιδί που μαζεύει με
εργατικότητα άμμο στο κουβαδάκι του για να φτιάξει ένα κάστρο και έρχεται το
επόμενο κύμα και…»
Να η έξαψη, να η λάμψη, να το φως της ψυχής!
Πώς ο κουρασμένος, αδιάφορος, στεγνωμένος από την
καθημερινότητα άνθρωπος μεταμορφώνεται σε μια στιγμή σε γενναίο και τολμηρό
πολεμιστή του Φωτός και φύλακα της Πύλης όταν… Έρωτας! Και πάλι τούτος ο
γαλαξίας ήρθε και τα σκέπασε όλα… ήξερε πως για τον Έρωτα τον είχε αναζητήσει ο
φίλος του. Όταν είσαι ερωτευμένος δεν είσαι ‘ήσυχος’, δεν μπορείς να
‘αναπαυτείς’ πουθενά. ‘δεν σε χωράει ο τόπος’. Είσαι εσύ αλλά κάποιος άλλος
‘εσύ’… είσαι εσύ αλλά ξαφνικά δεν είσαι… τι μέθεξη, τι τρέλα…
Ζωή!
Να κι άλλη μια λέξη-σύμπαν… κρατούμενη κι αυτή… στα
‘υπ’όψιν’…
«Τι συμβαίνει;»
Η ερώτηση του φίλου του τον αιφνιδίασε. Ξαφνικά κατάλαβε.
Είχε παρασυρθεί από τους δικούς του λογισμούς και η όψη του είχε ίσως αποκτήσει
εκείνο το ‘φίλτρο’ που χαρακτηρίζει όσους ονειροπολούν ή βυθίζονται στο ένδον
σύμπαν, μακριά από τον κόσμο.
«Εδώ είμαι φίλε μου, σε ακούω», του είπε αλλά η αλήθεια
ήταν πως προς στιγμήν είχε απομακρυνθεί.
Εκείνος χαμογέλασε και επέστρεψε στην αφήγησή του.
«…κι αυτή η φράση του Ιησού είναι που με έκανε να
‘κολλήσω’… ήρθε ενάντια σε άλλες… μετά η ομιλία που με είχε επηρεάσει… σα να αγχώθηκα
μου φαίνεται… ξέρω απ’τη μια πως θέλει υπομονή, μελέτη, επιστροφή ξανά και ξανά
στα ‘σημαίνοντα και τα σημαινόμενα’… οι λέξεις είναι πόρτες και έχουν ανάγκη τα
σωστά κλειδιά, ναι, εντάξει… Όμως κάποιες φορές ο νους ‘παγώνει’, δεν
προχωράει… το μηχανάκι ‘καίγεται’… ουφ… τι λες;»
«Λέω φίλε μου ότι τόση ώρα μου λες για την άμπωτη και την
πλημμυρίδα σου αλλά τίποτα για το τι την προκάλεσε… θέλω να πω, τη
συγκεκριμένη… γιατί το γενικό ζήτημα είναι πολύπλοκο… τη φράση του Ιησού δεν
μου είπες τόση ώρα… αυτό…»
Εκείνος τον κοίταξε για μια στιγμή απορημένος και έπειτα
ξέσπασε σε γέλια. Τρανταχτά και βροντερά. Σίγουρα τον είχαν ακούσει και οι περαστικοί της παραλίας από κάτω.
Γέλασαν με την καρδιά τους και οι δυο. Αυτές είναι οι
στιγμές που δεν θέλει κανείς να χάνει, να στερείται στην επαφή, στην
επικοινωνία, τη φιλία. Μια από κοινού κατανόηση και ένα από κοινού ‘άδειασμα’…
ο αιφνιδιασμός που πιάνει και τους δυο σαν ληστής στο ξέφωτο και τους αφαιρεί
κάθε ‘πρόσχημα’, κάθε ‘επίφαση’…
«Εντάξει, έχεις δίκιο», είπε και γελούσε ακόμη. Είναι από
τον Ματθαίο… ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ
τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν. Τη θυμάσαι;»
Κούνησε το κεφάλι του με νόημα.
«Είναι ένα από τα κλασικά παραδείγματα ‘υπόσκαφης’
φράσης», του είπε και τον έκανε να σμίξει τα φρύδια του.
«Δάσκαλε, με ξέρανες τώρα. Τι σημαίνει πάλι τούτο;»
Αποφάσισε να προσπεράσει την προσφώνηση. Έτσι το ένιωθε,
έτσι το εξέφρασε.
«Να, λίγο πριν υπάρχει η παγκοσμίου φήμης φράση του Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ
πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς… ἄρατε τὸν ζυγόν μου… κλπ… και μετά
έρχεται ως καταληκτήρια η δική σου… υποφωτισμένη και αδικημένη στους αιώνες…
κατάλαβες;»
«Χμμ… καλά το είπες, ‘υπόσκαφη’… κρυμμένη δηλαδή,
εσωτερική…»
«Και ενώ είναι ίσως ακόμη σημαντικότερη σε περιεχόμενο
από ό,τι έχει προηγηθεί, παραμένει παραπονεμένη και παρατημένη».
«Ε, ίσως όχι ακριβώς… γιατί βρήκα και σχόλια και
αναφορές… και οι Πατέρες έχουν ασχοληθεί και διάφοροι… αλλά δεν έχεις άδικο…
μοιάζει σαν την σεμνή κοπέλα που εμφανίζεται μετά την εκθαμβωτική σταρ… είναι
πανέμορφη αλλά ποιος της δίνει σημασία; Οι προβολείς έχουν πέσει στην πρώτη…»
Χαμογέλασαν και οι δυο. Οι εικόνες που είχαν
χρησιμοποιήσει τους είχαν κάνει ζωηρότερη την αντίθεση και την ένιωθαν ακόμη
βαθύτερα.
«Να, βλέπεις γιατί θέλω φίλε μου να συζητάμε πιο συχνά…
δυο τα ψαχουλεύουν, συγνώμη για τη λέξη, τα ερμηνεύουν καλύτερα απ’τον ένα…
γιατί ο ένας τι να σου κάνει, όπου κι αν πάει σε τοίχο επάνω κουτουλάει»
«Δεν έχεις άδικο… και σε τούτη τη φράση, το ‘σκάνδαλο’
ποιο είναι;», τον ρώτησε λίγο αυστηρά ενώ έριξε μια ματιά και στη θάλασσα που
έδειχνε να φουσκώνει σιγά σιγά καθώς σουρούπωνε. Ένας πουνεντάκος σηκωνόταν και
σε λίγο θα έπρεπε να μετακομίσουν στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Όχι ακόμη
όμως.
«Το ‘σκάνδαλο’; Χμμ… όλα όσα είπε Αυτός ο Άνθρωπος δεν
είναι σκάνδαλο; Τέλος πάντων… το σκάνδαλο είναι ότι ο ζυγός Του δεν ξέρω αν
είναι χρηστός αλλά το φορτίο Του δεν είναι ελαφρύ… όχι, δεν είναι… γιατί από τη
μια θέλει από εμάς να ‘πεθάνουμε’ για να ξαναζήσουμε, να τα παρατήσουμε όλα, να
τα ξεχάσουμε όλα, να κάνουμε ένα γενικό delete σε
όλα και έπειτα να πάρουμε το σταυρό μας στην πλάτη και να Τον ακολουθήσουμε…
όχι μονάχα δηλαδή εγκαταλείπω όλα όσα είμαι αλλά θέλεις και να Σου έχω τυφλή
εμπιστοσύνη και να Σε ακολουθώ… δίχως να ξέρω που πηγαίνω… σε γκρεμό πηγαίνεις;
Εγώ από πίσω… στα βάθη του ωκεανού; Εγώ μαζί Σου… στα όρη και στ’άγρια βουνά;
Μαζί Σου… όχι και ελαφρόν το φορτίον
Κύριε…»
Είχε ιδρώσει… τόση η έξαψη, τόσο το πάθος, τέτοιος ο
Έρωτας… και ποιος δεν αντιστέκεται στο υπέρλογο που του ζητάει ο Έρωτας;
Αναστατώνεται η ψυχή, σηκώνεται, θέλει να βγει απ’το σώμα και να πετάξει αλλά ο
Νους τής κρατάει τα γκέμια και πασχίζει να την ησυχάσει… Κάλμα, κάλμα, της
λέει… δεν είναι η ώρα σου ακόμα… κάπως έτσι… Πάλι εικόνες, πάλι μεταφορές…
Έμεινε για λίγο σιωπηλός και άκουγε την ανάσα του φίλου
του. Μα εκείνος έκανε μονάχα μια μικρούλα παύση. Είχε φουσκώσει η θύελλα μέσα
του και δεν την είχε απολαύσει ακόμα στην ολότητά της.
«… όχι, δεν είναι ελαφρύ τούτο το φορτίο… το μέγιστο
είναι, το πιο βαρύ… γιατί είμαστε άνθρωποι… έχουμε ένα σωρό κουσούρια, βάρη,
δουλείες… πώς να το εκφράσει κανείς… είμαστε άνθρωποι, δηλαδή κούκλες χωματένιες
που αν θέλεις κάποιος τους φύσηξε πνοή και πήραν μπρος και σκέφτονται,
αισθάνονται, περπατάνε και ερωτεύονται και γερνούν και μια μέρα των ημερών
ξαναγίνονται χώμα χωρίς πνοή πια και… η ψευδαίσθηση τελειώνει, όπως άρχισε,
έτσι λέω φίλε μου… όπως άρχισε… άνευ
λόγου και αιτίας… μέσα στο παράλογο… ή έστω… με κάποιο λόγο και αιτία… μονάχα που δεν την ξέρουμε… και είμαστε
σαν τα χαζοκούταβα μέσα στο πανέρι… κουτουλάμε το ένα το άλλο… τυφλά και
αδύναμα…»
Άκουγε το φίλο του κι ένιωθε τον ποταμό της ψυχής του να
τρέχει, να ξεχύνεται απ’το στόμα του και όλους τους πόρους του κορμιού του…
γιατί σε τούτο το γιορτάσι δεν είναι καλεσμένη μονάχα η ψυχή μα είναι και το
σώμα… και τούτο ήταν το πρώτο που του ήρθε στα χείλη να του πει σαν τον ρώτησε,
λαχανιασμένος ακόμα.
«Τι έχεις να πεις για όλα τούτα δάσκαλε; Τι στοχάζεσαι;»
«Ακούω το σώμα
σου»
Έπεσε η σιωπή σαν μολύβι την ίδια στιγμή που ξαφνικά μια
ριπή απ’τον αγριεμένο πουνέντη τους μπάτσισε λες κι είχαν κάνει κάτι ανάρμοστο
κι ήθελε να τους συνετίσει.
«Πάμε μέσα», είπε ο οικοδεσπότης ανήσυχος και σε μια
στιγμή είχαν αφήσει πίσω τους την όμορφη βεράντα και αναπαύονταν σε δυο μεγάλες
πολυθρόνες προστατευμένοι απ’τον δειλινό δυτικό άνεμο που ως τα μεσάνυχτα θα
είχε φρεσκάρει περισσότερο και θα κοπανούσε τέντες και συρματόσχοινα.
«Τι είπες πριν;»,
επανήλθε εκείνος ζωηρά. Ήταν ξαναμμένος. Κατακόκκινος.
«Πως ακούω το σώμα
σου. Αυτό έχει την απάντηση κι
όχι το μυαλό ή η καρδιά σου»
Τον κοίταξε με σμιγμένα φρύδια και πάλευε να ησυχάσει την
ανάσα του. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, έφερε σε λίγο φρέσκο καφέ και μπισκότα.
«Μπας και θέλεις τίποτε πιο ‘αψύ’; Μην ήρθε η ώρα για
λίγο ‘σπίρτο’;»
«Σπάνια πίνω αλκοόλ, όχι, ο καφές είναι μια χαρά»
«Τότε δεν θα πιω κι εγώ. Καμιά φορά τα βράδια πίνω λίγο»,
μονολόγησε. «Πες μου πάλι, τι σημαίνει αυτό; Γιατί το σώμα έχει την απάντηση; Η αντίφαση δεν είναι
πνευματική;»
«Δεν υπάρχει αντίφαση φίλε μου»
Ήπιαν και οι δυο από μια γουλιά. Έξω ο πουνέντης όσο
πήγαινε και θύμωνε περισσότερο.
«Θυμάσαι όταν πρωτοερωτεύτηκες; Τη Λίνα…»
«Τη θυμάσαι;»
«Και βέβαια. Θυμάσαι πώς έκανες τότε; Πώς ήσουν τότε; Θυμάσαι όταν βγαίναμε και
κάναμε βόλτες και περπατούσαμε στην παραλία; Τότε δεν ασχολιόσουν με τα
πνευματικά. Τότε ήθελες να βγάλεις λεφτά. Ήθελες να μπαρκάρεις. Κι αυτό έκανες.
Και τα κατάφερες μια χαρά»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Που τη θυμήθηκες τη Λίνα;»
«Δεν μας απασχολεί η Λίνα. Μας απασχολεί όλο εκείνο που σου πήρε ξαφνικά όλο το φορτίο απ’τους ώμους και σε έκανε
να χοροπηδάς στο Πασαλιμάνι σαν παλαβός»
Χαμογέλασε κάπως πικρά αλλά τελικά γλύκανε η έκφρασή του.
«Ήμουν τρελός
και παλαβός μαζί της… δεν το κρύβω»
«Κατάλαβες τώρα τι σου λέει ο Διδάσκαλος; Κατάλαβες σε
ποιους απευθύνεται; Κατάλαβες για ποιον
άνθρωπο το φορτίο είναι ελαφρύ και ο ζυγός ωφέλιμος;»
Έσκυψε το κεφάλι του, χάιδεψε το πρόσωπό του.
«Δεν είμαι βέβαιος… δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνω»
«Στον άνθρωπο της εξουθένωσης και της υπερ-κόπωσης δεν
έχει να πει τίποτε ο Ιησούς και όποιος άλλος πνευματικός οδηγός και διδάσκαλος.
Ο άνθρωπος της γερασμένης καρδιάς και του νεκρού φρονήματος δεν μπορεί να ακούσει τον Ιησού. Δεν
μπορεί να ακούσει τίποτα. Μπορεί όμως να ακούσει το σώμα του…
αυτό δεν λέει ψέματα, δεν μεταμφιέζεται, δεν εξαγοράζεται με υποσχέσεις… τι σου
λέει το σώμα σου όταν είσαι ερωτευμένος;»
Εκείνος άρχισε να χαμογελά, γύρισε το φωτεινό του βλέμμα
και το κάρφωσε στον φίλο του.
«Μου λέει… μου λέει σήκω απάνω ρεμάλι, σήκω όπως είσαι
και πήγαινε κοντά της!»
Χαμογέλασε μαζί του.
«Και τι άλλο;»
«Μου λέει, δεν είσαι κουρασμένος, δεν έχεις ύπνο, δεν θες
φαί, μονάχα να της χτυπήσεις το κουδούνι και ν’ακούσεις τη φωνή της και να σε
διαολοστείλει ακόμα εσύ να χαμογελάσεις και να της πεις ‘σ’αγαπώ μάτια μου’ και
να αρχίσεις να χορεύεις σαν παλαβός στο πεζοδρόμιο ώσπου να φωνάξει καμιά
γειτόνισσα και να σου φέρει και την αστυνομία…»
Σηκώθηκε απ’τη θέση του, ήρθε δίπλα του, γονάτισε κοντά
του.
Τα μάτια του είχαν υγρανθεί.
«Και τι άλλο;»
«Και μου λέει ακόμα, αυτή
είναι η ζωή σου και η χαρά σου και η απαντοχή σου και ο καημός δεν σε αγγίζει
και το πένθος για τον πατέρα σου γίνεται δροσιά και σε δροσίζει και οι
σκοτούρες της ζωής γίνονται ανέκδοτα να ξεκαρδίζεσαι γιατί την αγαπάς τόσο πολύ
που εσύ έχεις αδειάσει πια από όλα και
είσαι ένα σπίτι έτοιμο να την υποδεχτεί, ένα δοχείο που ετοιμάστηκε να
πλημμυρίσει από εκείνη, να ξεχειλίσει…»
Δεν άντεξε άλλο να μιλάει, ξέσπασε σε λυγμούς όχι λύπης
αλλά εκείνους τους παράξενους λυγμούς που φέρνει η κατανόηση, ο αιφνιδιασμός μιας δι-αντίληψης που φωταγωγεί το είναι
και ο ουρανός της ψυχής ανοίγει τόσο διάπλατα που μπορεί να χωρέσει όλο σου το
χθες και όλο σου το αύριο και όλους τους ανθρώπους και όλα όσα έζησες και τούτη
η εμπειρία είναι τόσο δυνατή που το σώμα δεν την αντέχει και γκρεμίζεται…
ευτυχισμένο όμως…
Ξάπλωσε στο χαλί και έκλαιγε και γελούσε μαζί… ξάπλωσε κι
εκείνος δίπλα του…
Σαν πέρασε λίγη ώρα κι ενώ άκουγαν κι οι δυο το θυμωμένο
πουνέντη απ’έξω, τον ρώτησε:
«Κατάλαβες τώρα;»
Και το πλατύ χαμόγελό του, το φως στα μάτια του, η
αγκαλιά του που άνοιξε, ήταν η απάντηση.
Η μόνη απάντηση.