nothing serious by Bojan Dimitrijevikj
Αυτό που πάντα προσπαθούσε να πει ο Hegel, κατά τη γνώμη μου, είναι πως τα πράγματα που μοιάζουν διαφορετικά είναι στην πραγματικότητα ίδια. Αντίθετα, αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι να δείξω πως τα πράγματα που μοιάζουν ίδια, είναι στην πραγματικότητα διαφορετικά…
Ludwig Wittgenstein (σε συζήτησή του με Maurice Drury)
Σας εξηγώ ότι ο άνθρωπος είναι ένα αποκεντρωμένο υποκείμενο στο μέτρο ακριβώς που είναι ριγμένος σε ένα παιχνίδι συμβόλων, σε έναν συμβολικό κόσμο… Οι πιο πολύπλοκες μηχανές δεν είναι φτιαγμένες παρά από λέξεις…
Jacques Lacan
Ν |
α τι χάνει κανείς και τι κερδίζει μαζί όταν αποφεύγει την επικαιρότητα όχι ‘ως βούληση αλλά ως παράσταση’, για να θυμηθώ τον παλαιό διδάσκαλο. Γιατί αν θέλω να είμαι συνεπής με τον εαυτό μου, καμιά από τις βαθύτερες προκείμενες που έχουν οδηγήσει σε αυτό το ελεεινό χάλι της λεγόμενης ‘πολιτικής ζωής’ δεν μπορώ να χαρτογραφήσω. Τόσο έχω αποξενωθεί, θα πει κάποιος, ώστε να αρνούμαι ακόμα και την μαγεία των συμβόλων. Και το παιχνίδι των συμβόλων είναι υπεράνω των μετριοτήτων που παριστάνουν τις πολιτικές οντότητες και τα σύμβολα διασχίζουν, ευτυχώς και καθαρσιακά, όλες τις πολτοποιημένες ανοησίες και πομπώδεις μεγαλαυχίες του τίποτα που πασχίζει να εμφανιστεί ως ‘κάτι’. Πάει να πει ότι μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Γιατί όλοι αυτοί που αγνοούν τη δύναμη των συμβόλων δεν έχουν ιδέα για το πώς κατάφεραν κάποιοι, πριν από 50 χρόνια να χωρέσουν το τίποτα στο ‘κάτι’ και να αρπάξουν την εξουσία για δυο δεκαετίες –και βάλε. Συνελόντ’ ειπείν, τη Βούληση διδάσκαλε δεν την αγνοώ μα την Παράσταση την αποστρέφομαι. Κι ας μου βγει και σε κακό, τέλος πάντων.
Τώρα από την άλλη… ναι, υπάρχει και η άλλη, πάντα υπάρχει και η άλλη καθώς μας εδίδαξαν πρώτοι εκείνοι οι παράξενοι άνθρωποι που αποκλήθηκαν –με όλων των ειδών και ποιοτήτων τα κίνητρα- ‘σοφιστές’ και που στην ουσία μας δίδαξαν γραμματική και συντακτικό γιατί ως τότε δεν ξέραμε που παν τα τέσσερα.
Από την άλλη πάντα εγκυμονεί ο κίνδυνος της γοητείας. Η πολιτική είναι σαν ένα βαθύ πηγάδι στο οποίο δεν μπορείς να αρνηθείς να προσεγγίσεις, να σκύψεις και να δεις, να ‘αφεθείς’ ώσπου να αντιληφθείς πως έχεις πέσει μέσα και πασχίζεις έπειτα, επί ματαίω, να αναρριχηθείς προς την έξοδο και τη σωτηρία. Μα, τα τοιχώματα είναι λίαν ολισθηρά και οι δυνάμεις σου ταχέως μειούμενες ωσότου να παραδοθείς μαυλιστικά στον αργό θάνατο της προσωπικότητας. Κι εκείνος ακόμη που αυτό-παινεύεται πως έχει συγκροτήσει εαυτόν και μάλιστα ισχυρόν αποδεικνύεται ανήμπορος και μοιάζει με τον εγκάτοικο του πλατωνικού σπηλαίου που αγνοεί το είναι εις βάρος ενός πλασματικού γίγνεσθαι. Ούτε καν το ‘υπάρχειν’ δεν προσφέρεται για να του αποδιώξει τη νοητική συσκότιση. Κι αυτό ακόμη το απολαμβάνει ως ‘σκιά’ που προβάλλεται εμπρός του. Τραγικά πράγματα.
Προσοχή λοιπόν στους γόητες και γητευτές παντός είδους και φυράματος καθώς δεν εξαντλούνται στην απλήν ‘αιχμαλωσία’ τινός αλλά επιδιώκουν την ισόβιον αποβλάκωσίν του. Και η πικρή πείρα αποδεικνύει ότι το καταφέρουν άριστα.
Αναφέρθηκα σε κάποιες ‘βαθύτερες προκείμενες’ και παραδοσιακοί λόγοι εντιμότητος μου επιβάλουν να προσδιορίσω περίπου τις συντεταγμένες του στοχασμού μου, το κατά δύναμιν έστω.
Τη μια από αυτές θα την ονομάσω ‘ο πυρετικός ίλιγγος του κενού’ και όλο αυτό ερείδεται στην αρχαιώνια τάση του πολιτικού υποκειμένου να άρχεται μάλλον παρά να άρχει. Ο μέγιστος Καντ μας το είπε κάποτε ξεκάθαρα: ‘είναι βολικό να μην σκέφτεσαι, να μην διαβάζεις, να μην ερευνάς, να μην αποφασίζεις εσύ για σένα’. Πάει να πει, ο ‘σοφός’ ράθυμος στενάζει κάτω από το ζυγό της ανοησίας του και αντί να προβεί σε κάποια δράση αποτίναξης των δεσμών του, κραυγάζει από ηδονή και προσεύχεται για ακόμη περισσότερη και σκληρότερη δουλεία. Το να σκέπτεσαι και να στοχάζεσαι απαιτεί στο κάτω κάτω κατανάλωση θερμίδων και δεν μας περισσεύουν, καθώς φαίνεται. Τ’ακούς κε Κάντ; Άφησέ μας στην ησυχία μας το λοιπόν!
Μια άλλη προκείμενη θα την ονομάσω ‘το συλλογικό αίσχος είναι σοφότερο απ’την ατομική ευφυΐα’. Κάποιοι κάποτε δεν δίστασαν να το ομολογήσουν οδεύοντες προς το εκτελεστικό απόσπασμα ‘το Κόμμα γνωρίζει καλύτερα’. Και η συλλογική και αποταμιευμένη ‘σοφία’ δεν ανατρέπεται, δεν κλυδωνίζεται, δεν αμφισβητείται καν! Δεν έχω το ανάστημα, πάει να πει, να τα βάλω με όλους αυτούς και όλο αυτό που είναι θεμελιωμένο δεκαετίες για να μην πω, αιώνες τώρα και έχει βγάλει ρίζες στο ασυνείδητο. Δεν έχω το ανάστημα και αν κάποιος –ας τον πούμε Σωκράτη, λέμε τώρα- μου ψιθυρίζει στο αυτί πως έχω την υποχρέωση να επιμεληθώ εγώ της ψυχής μου και να οργώσω το χωράφι μου, ή ο άλλος θρασύτερος Πλωτίνος να ‘λαξεύω το άγαλμά μου’, εγώ του γυρίζω, και του ενός και του άλλου, το πλευρό και τον στέλνω στον αγύριστο. Γιατί δεν ήρθαμε επιτέλους σ’αυτή τη ζωή για να κουραζόμαστε, ήρθαμε για να απολαύσουμε, να ‘ζήσουμε το τώρα’, να ‘αδράξουμε την ημέρα’, να ‘ζήσω τη στιγμή’, να είμαι στο σήμερα και άσε το αύριο και το χθες να διεκδικούν τα βασίλεια της ανυπαρξίας τους και να κονταροχτυπιούνται στα στενόχωρα κελιά της συνείδησης.
Κάποτε, κάπως, ίσως να υπήρξα αληθινά. Και ποιος έχει χρόνο και όρεξη να τα ψάχνει όλα τούτα;
Κάποτε, κάπως, ίσως να υπάρξω και πάλι αληθινά. Και ποιος με διαβεβαιώνει για οτιδήποτε; Τούτο μονάχα με συνέχει, με διέπει, με διαπερνά ως ρομφαία πύρινη: θα έχω τα προς το ζην για σήμερα; Μπορώ να αγοράσω το νέο κινητό που έχει πλημμυρίσει μεθυστικά τα όνειρά μου; Θα μπορέσω να πάω διακοπές σε ένα όμορφο νησάκι για να ξεκουραστώ καθότι όλο το χρόνο είχα ζοριστεί άγρια… κοιμώμενος;
Ποια ‘επιμέλεια εαυτού’ διδάσκαλε;
Ποιου εαυτού;
Εκείνου που με ελέγχει ο θρασύς λίγο πριν αποκοιμηθώ το βράδυ;
Ή μήπως εκείνου τη φωνή του οποίου σαν ψίθυρο μόλις που καταφέρνω ν’ακούσω κάποιες στιγμές, ανάμεσα στους θορύβους και την οχλοβοή της ενδιαφέρουσας και πολυάσχολης καθημερινότητάς μου;
Και αν ίσως κάποτε, γέρος ων, ξυπνήσω ένα πρωί λουσμένος στον ιδρώτα γιατί θα έχω δει στο πιο ζωντανό όνειρο της ζωής μου όλο μου το βίο, τον άδειο από νόημα και περιεχόμενο, με εκείνο το παράγγελμα, το ‘γράμμα’ αυτής της φωνής να βουίζει στ’αυτιά μου ‘ετοιμάσου να συναντήσεις αυτό που αληθινά είσαι’… ε, λοιπόν, ξέρω τι θα κάνω.
Θα ανοίξω την τηλεόραση, το κινητό μου, το διαδίκτυο… θα γεμίσω θόρυβο ξανά το κεφάλι μου, ευλογημένο θόρυβο από το δαψιλώς προσφερόμενο από όλες τις πηγές και σιγά σιγά, θα ‘κοιμηθώ’ ξανά… και ξέρω πως τούτη η φωνή δεν θα με ταράξει από την μακαριότητά μου…
Το ελπίζω τουλάχιστον…
***