‘Ώστε δοκεί τισι τούτ’είναι της οικονομικής έργον,
και διατελούσιν ή σώζειν ολόμενοι δειν ή αύξειν την
του νομίσματος ουσίαν εις άπειρον, αίτιον δε
ταύτης της διαθέσεως το σπουδάζειν περί το ζην,
αλλά μη το ευ ζην: εις άπειρον ούν εκείνης της επιθυμίας
ούσης, και των ποητικών απείρων επιθυμούσιν’
Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1257b
‘Κι εσείς επίσης, για τους οποίους η ζωή είναι άγρια δουλειά κι ανησυχία:
δεν έχετε κουραστεί πολύ από τη ζωή; Δεν είστε πολύ ώριμοι για το
κήρυγμα του θανάτου; Όλοι εσείς, που αγαπάτε την άγρια δουλειά και το
γρήγορο, το καινούργιο, το άγνωστο –δύσκολα αντέχετε τον εαυτό σας,
η φιλοπονία σας είναι κατάρα και θέληση να ξεχάσετε τον ίδιο τον εαυτό σας’
Friedrich Nietzsche, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα,
μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, (Πανοπτικόν, 2014)
Παραθέτω, πριν απ’όλα, ένα μικρό απόσπασμα από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, Η Κοινωνία της Κόπωσης, (μτφρ: Ανδρ. Κράουζε, opera, 2015). Ένα μικρό βιβλίο με απρόσμενα μεγάλο βάθος και στοχασμό που ‘ξυραφιάζει’…
‘…Η καπιταλιστική οικονομία απολυτοποιεί την επιβίωση. Δεν την απασχολεί το ευ ζην. Τρέφεται από την ψευδαίσθηση ότι περισσότερο κεφάλαιο σημαίνει περισσότερο ζην, περισσότερα αγαθά προς το ζην. Ο σκληρός και άκαμπτος χωρισμός της ζωής από το θάνατο περιβάλλει και την ίδια τη ζωή με την ανησυχητική ακαμψία. Η έγνοια για την ευζωία δίνει τη θέση της στην υστερία για την επιβίωση. Η υποβάθμιση της ζωής σε μια σειρά βιολογικές διεργασίες την απογυμνώνει, τη γδύνει από την αφηγηματικότητά της. Της αφαιρεί τη ζωντάνια, που είναι πολύ πιο σύνθετη από την απλή ζωτικότητα και την υγεία. Η μανία με την υγεία δημιουργείται όταν η ζωή γίνεται γυμνή, σαν ένα κέρμα που έχει αδειάσει από κάθε αφηγηματικό περιεχόμενο, κάθε αξία. Εν όψει της εξατομίκευσης της κοινωνίας και της διάβρωσης του κοινωνικού δεσμού, δεν μένει παρά το σώμα του Εγώ που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί υγιές. Η απώλεια των ιδεωδών αξιών δεν αφήνει να υπάρχει παρά μόνο, μαζί με την αξία έκθεσης του Εγώ, η αξία της υγείας. Η γυμνή ζωή εξαφανίζει κάθε τελεολογία, κάθε πρόθεση δράσης για την οποία θα άξιζε να είμαστε υγιείς. Η υγεία γίνεται αυτοαναφορική και κενούται για να γίνει σκοπιμότητα χωρίς σκοπό…
…Από την εσωτερική λογική της, η κοινωνία της επίδοσης εξελίσσεται σε μια κοινωνία του ντόπινγκ. Η ζωή που έχει περιοριστεί στη ζωτική της λειτουργία είναι μια ζωή που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί υγιής…’
Υπάρχει ένα παλιό απόφθεγμα, συμπυκνωμένο στοχασμό έτσι όπως τον παραδίδει η σοφία της αρχαίας Κίνας: Τίποτε δεν αλλάζει και όλα μεταμορφώνονται. Ναι, είναι γνωστή η αγάπη των Κινέζων και όλων των ‘σοφών της μακρινής Ανατολής’ να συμπτύσσουν αλήθειες και επιγνωσιακά διαμάντια σε μικρές, αφαιρετικές, ελλειπτικές σχεδόν προτάσεις. Όπως κάνουν και στην ωραία τους ποίηση. Αλλά αυτό ανήκει σε άλλη σφαίρα ανάλυσης. Ετούτη εδώ η σφαίρα έχει να κάνει με το ότι εμείς παθιαζόμαστε με την έννοια της αλλαγής ενώ στην ουσία δεν την παρατηρούμε, δεν μπορούμε να την καταγράψουμε, είναι αδύνατον να την συλλάβουμε. Μας ξεφεύγει και καλά μας κάνει. Κι αυτή η ατέρμονη διαδικασία που έχει σαν υπόβαθρο βαθύ και πυρηνικό τη μεταμόρφωση των πάντων, την μετάλλαξη, την ωρίμανση και την ατελεύτητη ροή, είναι που δημιουργεί τον μεγάλο πονοκέφαλο στους στοχαστές και τους φιλοσόφους αλλά και τους απλούς ανθρώπους μέσα στους αιώνες. Μας ζορίζει πολύ να μας λένε το αυτονόητο. Δεν παίρνω χαμπάρι ότι εγώ ο ίδιος έχω με τα χρόνια σταδιακά και… διαδικασιακά, ‘αλλάξει’ και ψάχνω στις φωτογραφίες να δω τους ‘σταθμούς’… τότε ήμουν 12 στο σχολείο, να εδώ φοιτητής στα 22, εδώ τριαντάρης και βάλε… και πάει λέγοντας. Οι φωτογραφίες δεν λένε ψέματα αλλά δεν είπαν ποτέ ούτε την αλήθεια. Αυτό είναι το μέγα παράδοξο που είχε μελαγχολήσει τον ίδιο το θείο Πλάτωνα όταν ο διδάσκαλός του Κρατύλος, του μεταλαμπάδευε την ουσία της διδασκαλίας του δικού του διδασκάλου, του πρίγκιπα των στοχασμών, του Ηράκλειτου. ‘Όχι μονάχα δυο φορές καλέ μου Πλάτωνα δεν μπορείς να διαβείς τον ίδιο ποταμό αλλά ούτε καν μια’, έλεγε ο Κρατύλος ‘διορθώνοντας’ τον σκοτεινό Εφέσιο. Και ο Πλάτων μελαγχολούσε γιατί δεν μπορούσε να το δεχθεί. Κι όμως, ίσως σκεφτόταν, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται, δεν μοιάζει με το ποτάμι που είναι διαρκώς ίδιο και διαφορετικό… Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν πέρασαν χρόνια πολλά που διατύπωσε τη μεγαλειώδη σύλληψή του για τον κόσμο των αρχαιώνιων, αμετάβλητων και άφθιτων Ιδεών.
Όμως την αφορμή για τούτη την ανάρτηση δεν την έδωσαν τόσο οι σκέψεις γύρω από την αέναη μεταβολή του γίγνεσθαι και την ακινητότητα του είναι. Μα μια άλλη εικόνα που μου καρφώθηκε στο νου καθώς μελετούσα το πόνημα αυτό που προανέφερα, του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν. Πόσο θα μελαγχολούσε τούτη τη φορά ο Μαρξ καθώς θα διαπίστωνε πως όλο το δικό του μεγαλειώδες οικοδόμημα γύρω από την περίφημη ‘πάλη των τάξεων’ θα… εκφυλιζόταν σε αυτό που σήμερα όλοι βιώνουμε. Στο μοναχικό αυτό-αναφορικό ναρκισσικό δυστυχισμένο και μαζί ‘τρελά ευτυχισμένο’ υποκείμενο της νεωτερικότητας που είναι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα. Το υποκείμενο που δεν έχει πλέον σύγκρουση με κανέναν ‘άλλο’ και δεν ανήκει σε καμιά τάξη που παλεύει με κάποια άλλη αλλά έχει εργοδότη τον εαυτό του και καταναλωτή τον εαυτό του. Από την πάλη των τάξεων στην πάλη των… εαυτών.
Η μελαγχολία μάλιστα όλων των μετά τον Μαρξ στοχαστών θα ήταν έκδηλη διαπιστώνοντας με τρόμο την ‘ευελιξία’ του συστήματος που ώθησε τον μετα-μετα-νεωτερικό άνθρωπο σε αυτό τον αέναο κυκλοτερή εφιαλτικό ισόβιο μαραθώνιο μέχρι εξοντώσεως. Σαν τα μικρά χάμστερ που γυρνούν και γυρνούν τον τροχό… γύρω από τον εαυτό τους. Μέχρι το οριστικό burn-out, μέχρι τέλους. Και στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει κάποιος άλλος να πάρει τη θέση τους. Η καταστροφή ενός εκάστου σημαίνει και την εξαφάνιση του τροχού. Εμείς είμαστε οι δρομείς, εμείς και ο τροχός. Και μαζί με όλα αυτά, ευτυχισμένοι που επιτέλους είμαστε ‘ελεύθεροι’ να δουλεύουμε από το πρωί ως το βράδυ, ‘ελεύθεροι’ να καταναλώνουμε στο διηνεκές, ‘ελεύθεροι’ να τυραννάμε τον εαυτό μας και να τον απομυζούμε όχι για το ευ ζην, όπως αποτυπώνει στο στοχασμό του ο Αριστοτέλης, αλλά για το ζην. Απλά για να επιβιώσουμε. Χωρίς, λόγο, χωρίς σκοπό, χωρίς ‘καταπιεστές’ άλλους αλλά και χωρίς οξυγόνο πνευματικό και ξέφωτα ανάπαυσης.
Burn-out ως το τέλος, το λυτρωτικό τέλος μιας μακράς διαδρομής που δεν καταλάβαμε τίποτε για τη ζωή, την ομορφιά, την ουσία και το νόημά της. Μιας διαδρομής που απλά μας προσφέρθηκε, έπειτα μας επιβλήθηκε, έπειτα την ‘επιλέξαμε’, αργότερα την εξελίξαμε και στο τέλος την δοξολογήσαμε και την προσκυνήσαμε σαν τον μοναδικό Θεό που υπάρχει.
Μοναδικό αντίδοτο; Τολμώ να το καταθέσω. Να κατέβουμε απ’τον τροχό. Να η επανάσταση. Να η αντίσταση, να η άλλη οδός. Να σπάσουμε τον τροχό και να πάρουμε ανάσες βαθιές. Τόσο βαθιές που να αρχίσει να οξυγονώνεται και πάλι η ψυχή μας.
Κι έπειτα, στην ευλογημένη ησυχία που θα ακολουθήσει, το βεβαιώνω, δεν το πιστεύω απλά, θα αναδυθεί κάποια άλλη ποιότητα επίγνωσης, χαράς και αγάπης. Με αυτή τη σειρά.
Γιατί η ψυχή μας έχει, το δίχως άλλο, την απάντηση.
Σε κάθε τι. Και δεν έχει πάψει να μας μιλά, να μας φωνάζει.
Και η φωνή της είναι η δική μας η φωνή, η φωνή από τα έγκατα του είναι.
Και μας περιμένει να την ακούσουμε…