Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2023

Burn-out


‘Ώστε δοκεί τισι τούτ’είναι της οικονομικής έργον,

και διατελούσιν ή σώζειν ολόμενοι δειν ή αύξειν την

του νομίσματος ουσίαν εις άπειρον, αίτιον δε

ταύτης της διαθέσεως το σπουδάζειν περί το ζην,

αλλά μη το ευ ζην: εις άπειρον ούν εκείνης της επιθυμίας

ούσης, και των ποητικών απείρων επιθυμούσιν’

Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1257b

 

‘Κι εσείς επίσης, για τους οποίους η ζωή είναι άγρια δουλειά κι ανησυχία:

δεν έχετε κουραστεί πολύ από τη ζωή; Δεν είστε πολύ ώριμοι για το

κήρυγμα του θανάτου; Όλοι εσείς, που αγαπάτε την άγρια δουλειά και το

γρήγορο, το καινούργιο, το άγνωστο –δύσκολα αντέχετε τον εαυτό σας,

η φιλοπονία σας είναι κατάρα  και θέληση να ξεχάσετε τον ίδιο τον εαυτό σας’

Friedrich Nietzsche, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα,

μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, (Πανοπτικόν, 2014)

 

 

Παραθέτω, πριν απ’όλα, ένα μικρό απόσπασμα από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, Η Κοινωνία της Κόπωσης, (μτφρ: Ανδρ. Κράουζε, opera, 2015). Ένα μικρό βιβλίο με απρόσμενα μεγάλο βάθος και στοχασμό που ‘ξυραφιάζει’…

‘…Η καπιταλιστική οικονομία απολυτοποιεί την επιβίωση. Δεν την απασχολεί το ευ ζην. Τρέφεται από την ψευδαίσθηση ότι περισσότερο κεφάλαιο σημαίνει περισσότερο ζην, περισσότερα αγαθά προς το ζην. Ο σκληρός και άκαμπτος χωρισμός της ζωής από το θάνατο περιβάλλει και την ίδια τη ζωή με την ανησυχητική ακαμψία. Η έγνοια για την ευζωία δίνει τη θέση της στην υστερία για την επιβίωση. Η υποβάθμιση της ζωής σε μια σειρά βιολογικές διεργασίες την απογυμνώνει, τη γδύνει από την αφηγηματικότητά της. Της αφαιρεί τη ζωντάνια, που είναι πολύ πιο σύνθετη από την απλή ζωτικότητα και την υγεία. Η μανία με την υγεία δημιουργείται όταν η ζωή γίνεται γυμνή, σαν ένα κέρμα που έχει αδειάσει από κάθε αφηγηματικό περιεχόμενο, κάθε αξία. Εν όψει της εξατομίκευσης της κοινωνίας και της διάβρωσης του κοινωνικού δεσμού, δεν μένει παρά το σώμα του Εγώ που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί υγιές. Η απώλεια των ιδεωδών αξιών δεν αφήνει να υπάρχει παρά μόνο, μαζί με την αξία έκθεσης του Εγώ, η αξία της υγείας. Η γυμνή ζωή εξαφανίζει κάθε τελεολογία, κάθε πρόθεση δράσης για την οποία θα άξιζε να είμαστε υγιείς. Η υγεία γίνεται αυτοαναφορική και κενούται για να γίνει σκοπιμότητα χωρίς σκοπό…

Από την εσωτερική λογική της, η κοινωνία της επίδοσης εξελίσσεται σε μια κοινωνία του ντόπινγκ. Η ζωή που έχει περιοριστεί στη ζωτική της λειτουργία είναι μια ζωή που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί υγιής…

Υπάρχει ένα παλιό απόφθεγμα, συμπυκνωμένο στοχασμό έτσι όπως τον παραδίδει η σοφία της αρχαίας Κίνας: Τίποτε δεν αλλάζει και όλα μεταμορφώνονται. Ναι, είναι γνωστή η αγάπη των Κινέζων και όλων των ‘σοφών της μακρινής Ανατολής’ να συμπτύσσουν αλήθειες και επιγνωσιακά διαμάντια σε μικρές, αφαιρετικές, ελλειπτικές σχεδόν προτάσεις. Όπως κάνουν και στην ωραία τους ποίηση. Αλλά αυτό ανήκει σε άλλη σφαίρα ανάλυσης. Ετούτη εδώ η σφαίρα έχει να κάνει με το ότι εμείς παθιαζόμαστε με την έννοια της αλλαγής ενώ στην ουσία δεν την παρατηρούμε, δεν μπορούμε να την καταγράψουμε, είναι αδύνατον να την συλλάβουμε. Μας ξεφεύγει και καλά μας κάνει. Κι αυτή η ατέρμονη διαδικασία που έχει σαν υπόβαθρο βαθύ και πυρηνικό τη μεταμόρφωση των πάντων, την μετάλλαξη, την ωρίμανση και την ατελεύτητη ροή, είναι που δημιουργεί τον μεγάλο πονοκέφαλο στους στοχαστές και τους φιλοσόφους αλλά και τους απλούς ανθρώπους μέσα στους αιώνες. Μας ζορίζει πολύ να μας λένε το αυτονόητο. Δεν παίρνω χαμπάρι ότι εγώ ο ίδιος έχω με τα χρόνια σταδιακά και… διαδικασιακά, ‘αλλάξει’ και ψάχνω στις φωτογραφίες να δω τους ‘σταθμούς’… τότε ήμουν 12 στο σχολείο, να εδώ φοιτητής στα 22, εδώ τριαντάρης και βάλε… και πάει λέγοντας. Οι φωτογραφίες δεν λένε ψέματα αλλά δεν είπαν ποτέ ούτε την αλήθεια. Αυτό είναι το μέγα παράδοξο που είχε μελαγχολήσει τον ίδιο το θείο Πλάτωνα όταν ο διδάσκαλός του Κρατύλος, του μεταλαμπάδευε την ουσία της διδασκαλίας του δικού του διδασκάλου, του πρίγκιπα των στοχασμών, του Ηράκλειτου. ‘Όχι μονάχα δυο φορές καλέ μου Πλάτωνα δεν μπορείς να διαβείς τον ίδιο ποταμό αλλά ούτε καν μια’, έλεγε ο Κρατύλος ‘διορθώνοντας’ τον σκοτεινό Εφέσιο. Και ο Πλάτων μελαγχολούσε γιατί δεν μπορούσε να το δεχθεί. Κι όμως, ίσως σκεφτόταν, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται, δεν μοιάζει με το ποτάμι που είναι διαρκώς ίδιο και διαφορετικό… Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν πέρασαν χρόνια πολλά που διατύπωσε τη μεγαλειώδη σύλληψή του για τον κόσμο των αρχαιώνιων, αμετάβλητων και άφθιτων Ιδεών.

Όμως την αφορμή για τούτη την ανάρτηση δεν την έδωσαν τόσο οι σκέψεις γύρω από την αέναη μεταβολή του γίγνεσθαι και την ακινητότητα του είναι. Μα μια άλλη εικόνα που μου καρφώθηκε στο νου καθώς μελετούσα το πόνημα αυτό που προανέφερα, του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν. Πόσο θα μελαγχολούσε τούτη τη φορά ο Μαρξ καθώς θα διαπίστωνε πως όλο το δικό του μεγαλειώδες οικοδόμημα γύρω από την περίφημη ‘πάλη των τάξεων’ θα… εκφυλιζόταν σε αυτό που σήμερα όλοι βιώνουμε. Στο μοναχικό αυτό-αναφορικό ναρκισσικό δυστυχισμένο και μαζί ‘τρελά ευτυχισμένο’ υποκείμενο της νεωτερικότητας που είναι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα. Το υποκείμενο που δεν έχει πλέον σύγκρουση με κανέναν ‘άλλο’ και δεν ανήκει σε καμιά τάξη που παλεύει με κάποια άλλη αλλά έχει εργοδότη τον εαυτό του και καταναλωτή τον εαυτό του. Από την πάλη των τάξεων στην πάλη των… εαυτών.

Η μελαγχολία μάλιστα όλων των μετά τον Μαρξ στοχαστών θα ήταν έκδηλη διαπιστώνοντας με τρόμο την ‘ευελιξία’ του συστήματος που ώθησε τον μετα-μετα-νεωτερικό άνθρωπο σε αυτό τον αέναο κυκλοτερή εφιαλτικό ισόβιο μαραθώνιο μέχρι εξοντώσεως. Σαν τα μικρά χάμστερ που γυρνούν και γυρνούν τον τροχό… γύρω από τον εαυτό τους. Μέχρι το οριστικό burn-out, μέχρι τέλους. Και στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει κάποιος άλλος να πάρει τη θέση τους. Η καταστροφή ενός εκάστου σημαίνει και την εξαφάνιση του τροχού. Εμείς είμαστε οι δρομείς, εμείς και ο τροχός. Και μαζί με όλα αυτά, ευτυχισμένοι που επιτέλους είμαστε ‘ελεύθεροι’ να δουλεύουμε από το πρωί ως το βράδυ, ‘ελεύθεροι’ να καταναλώνουμε στο διηνεκές, ‘ελεύθεροι’ να τυραννάμε τον εαυτό μας και να τον απομυζούμε όχι για το ευ ζην, όπως αποτυπώνει στο στοχασμό του ο Αριστοτέλης, αλλά για το ζην. Απλά για να επιβιώσουμε. Χωρίς, λόγο, χωρίς σκοπό, χωρίς ‘καταπιεστές’ άλλους αλλά και χωρίς οξυγόνο πνευματικό και ξέφωτα ανάπαυσης.

Burn-out ως το τέλος, το λυτρωτικό τέλος μιας μακράς διαδρομής που δεν καταλάβαμε τίποτε για τη ζωή, την ομορφιά, την ουσία και το νόημά της. Μιας διαδρομής που απλά μας προσφέρθηκε, έπειτα μας επιβλήθηκε, έπειτα την ‘επιλέξαμε’, αργότερα την εξελίξαμε και στο τέλος την δοξολογήσαμε και την προσκυνήσαμε σαν τον μοναδικό Θεό που υπάρχει.

 

Μοναδικό αντίδοτο; Τολμώ να το καταθέσω. Να κατέβουμε απ’τον τροχό. Να η επανάσταση. Να η αντίσταση, να η άλλη οδός. Να σπάσουμε τον τροχό και να πάρουμε ανάσες βαθιές. Τόσο βαθιές που να αρχίσει να οξυγονώνεται και πάλι η ψυχή μας.

Κι έπειτα, στην ευλογημένη ησυχία που θα ακολουθήσει, το βεβαιώνω, δεν το πιστεύω απλά, θα αναδυθεί κάποια άλλη ποιότητα επίγνωσης, χαράς και αγάπης. Με αυτή τη σειρά.

Γιατί η ψυχή μας έχει, το δίχως άλλο, την απάντηση.

Σε κάθε τι. Και δεν έχει πάψει να μας μιλά, να μας φωνάζει.

Και η φωνή της είναι η δική μας η φωνή, η φωνή από τα έγκατα του είναι.

Και μας περιμένει να την ακούσουμε…

 

Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2023

Να μπορείς να φύγεις αλλά να μένεις...

 

 
Θ
υμάμαι ακόμη εκείνη την παγωμένη ημέρα στο ορεινό χωριό στα νότια της Αρκαδίας. Είχε προκύψει μια επείγουσα υψομέτρηση και αποτύπωση μιας χάραξης οδοποιίας που είχε προβλήματα. Κι έπρεπε να γίνει αυθημερόν. Ξεκινήσαμε νύχτα από το γραφείο για να φτάσουμε ξημέρωμα στο χωριό. Και πιάσαμε δουλειά αμέσως. Αρχίσαμε από ψηλά, ο συνάδελφός μου κι εγώ και κατεβαίναμε τον φιδωτό δρόμο. Στόχος ως το τέλος της μέρας να έχουμε φτάσει εκεί που η χάραξη συναντούσε το δημόσιο δρόμο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Έρημο, σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Αναζητήσαμε κάποιο καφενείο για λίγο νερό και κάτι να φάμε και μας υποδέχθηκε ένας γέροντας που καθόταν σε ένα παγκάκι κάτω από έναν θεόρατο πλάτανο.

Η σκηνή ήταν για κινηματογράφηση. Ένας μοναχικός υπέργηρος κάτοικος ενός χωριού – φαντάσματος που καθόταν στο παγκάκι μέσα στο κρύο. Τον πλησίασα κουβαλώντας το όργανο και κάποια εργαλεία. Δίπλα μου ήταν ο συνάδελφος με τον τρίποδα και το ακόντιο.
«Γεια σας», του είπα και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ήρθατε για το δρόμο ε;», με ρώτησε και σηκώθηκε. «Πάμε στο σπίτι, να δείτε τη γυναίκα», μου είπε μετά και κοίταξα με νόημα το φίλο μου.
«Λίγο νερό θα θέλαμε μόνο και θα συνεχίσουμε, πρέπει να τελειώσουμε απόψε και…»
«Πάμε, πάμε», είπε και ήδη είχε προηγηθεί.
Τον ακολουθήσαμε. Προσπέρασε δυο τρία σπίτια κι άνοιξε μια παμπάλαια πόρτα και μπήκε στο δικό του. Στο ζεστό εσωτερικό με το τζάκι αναμμένο νιώσαμε να ξαναβρίσκουμε την επαφή με τον εαυτό μας. Είχαμε ξεπαγιάσει τόσες ώρες στο βουνό και δεν το είχαμε αντιληφθεί.
Η κυρά του εμφανίστηκε αμέσως. Μας είχε δει να ερχόμαστε και έφερε ένα δίσκο με κρασί και μεζέδες.
«Μην πιούμε πολύ, έχουμε άλλο τόσο ως κάτω», είπα αλλά το κρασί ήταν υπέροχο και οι μεζέδες οι νοστιμότεροι που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου.
Με το κρασί και το κρέας δεν υπάρχει τίποτε ιδανικότερο από μια ωραία συζήτηση. Αποφασίσαμε να μην βιαστούμε τελικά. Το κρύο συνηγορούσε σε μια τέτοια απόφαση. Ήξερα το φίλο μου. Λίγο ακόμη και θα τον έπαιρνε πάνω στο τραπέζι. Εγώ όμως ήθελα να μιλήσω με τους μοναχικούς αυτούς ανθρώπους που τους έβλεπα σαν ακρίτες, σαν φύλακες ενός συνοριακού, μακρινού φυλακίου.

Το κρασί κατέβαινε εύκολα και η συζήτηση σε λίγο πήρε τις μόνες διαστάσεις που αξίζουν. Αυτές της εξομολόγησης. Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν είχε αφήσει ποτέ το χωριό για να πάει οπουδήποτε. Όλη τους τη ζωή είχαν ξοδέψει στο μικρό χωριό τους βλέποντας τα ίδια δέντρα, τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες εικόνες με την αδιάκοπη εναλλαγή αμέτρητων εποχών.
«Κάποτε είχαμε σχολείο εδώ, παιδιά, φασαρία… ίσαμε 600 ψυχές… σήμερα, να, όσους μετράς εδώ…» είπε ο άντρας και χαμογέλασε πικρά. Η γυναίκα του δεν μιλούσε. Σιωπηλή κοιτούσε τη φωτιά και πότε πότε άλλαζε το κρασί ή μας ρωτούσε αν θέλαμε και κάτι άλλο.
Ο φίλος μου δεν άντεξε και κούρνιασε στο μπαουλοντίβανο. Σε δευτερόλεπτα άκουγα το ροχαλητό του.
«Και είσαστε μαζί… όλα αυτά τα χρόνια…» είπα.
«Εξήντα χρόνια!», μίλησε για πρώτη φορά η γυναίκα προλαβαίνοντας τον άντρα της.
«Εξήντα δυο», τη διόρθωσε εκείνος.
Σοκαρίστηκα όταν άκουσα το νούμερο.
«Εδώ, πάντα μαζί…»
«Και μη τη βλέπεις έτσι… κι εμένα… ούτε να με φτύσεις δεν είμαι, έ;», μου είπε ο γέροντας και γέλασε. «Αυτήν όμως… αυτήν έπρεπε να δεις… αυτήν… πως ήταν τότε… πώς κατέβαινε ο λαιμός της…», είπε με μια αποστροφή όχι μονάχα ποιητική αλλά και εξόχως αισθαντική… αυτό το ‘κατέβαινε’ είχε μέσα του την πιο ‘γλυπτική’ περιγραφή που είχα ακούσει. Και τον έκανε για λίγο να σαστίσει καθώς ταξίδεψε σε κείνη την εικόνα που τον αναστάτωνε.
«Χαραμίστηκε μαζί μου… αυτό σου λέω…»
Χαραμίστηκε… η λέξη κόλλησε στο κεφάλι μου.
Η γηραιά οικοδέσποινα δεν μιλούσε.
«Μα όμως δεν ήταν αλλιώς να γίνει», είπε ξαφνικά.
Την κοίταξα με μεγάλη προσοχή.
«Τι θέλετε να πείτε;», τη ρώτησα και το μετάνιωσα. Είχα γίνει αδιάκριτος.
«Η ευθύνη… αυτή να… τα σκέπασε όλα…» είπε η γερόντισσα και αισθάνθηκα ένα ρίγος.
«Η ευθύνη
«Πώς ο ένας να ξυπνήσει και ο άλλος να μην τον νιώθει δίπλα του; Πώς εκείνος να φύγει και μέχρι να πάει στη γωνιά να μην με σκεφτεί εμένα; Πώς αυτός να μπορεί να φύγει αλλά να μένει;»
Είχα σταματήσει να τρώω και να πίνω και απλά την άκουγα. Ο σύζυγός της νομίζω είχε αυτή την υγρασία στα μάτια που επιτρέπουν οι μεγάλοι άντρες στον εαυτό τους χωρίς να ντρέπονται.
 Η γυναίκα ήθελε να πει. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να ακουστούν όσα είχε αποθησαυρίσει ως πανάκριβη σοφία ζωής.
«Κι αν δεν είχαμε το διάολο μέσα μας; Όμως… αυτό λέω… κι ας μ’ακούσουνε τα ροκανίδια… να μην περάσει ο ήλιος μια μέρα και να σκοτεινιάσει χωρίς ν’ακούσω τη φωνή του… λέω θα έχω την ευθύνη εγώ… γιατί δεν γίνεται αλλιώς… τον δρόμο δεν αντέχεις να τον ανεβείς αλλιώς…», είπε την τελευταία της φράση και γύρισε για μοναδική φορά και με κοίταξε… Για μια στιγμή είχε ακινητοποιηθεί ο χρόνος, είχαν σωπάσει όλα και άκουγα την ανάσα μου βαριά και το αίμα να βροντάει στις φλέβες μου. Το σκηνικό ολόγυρά μου είχε εξαφανιστεί και ένιωθα πίεση στ’αυτιά μου καθώς οι λέξεις χώνονταν μέσα μου μια μια και με πονούσαν… με πονούσαν όμορφα όμως…
«Άντε, να φέρω κανά μεζέ ακόμα», είπε ύστερα και το σκηνικό ξανάγινε αυτό που ήταν μονομιάς κι εγώ πέρασα σε φάση αποσυμπίεσης… Συνήλθα, ξύπνησα τον συνάδελφό μου, ευχαριστήσαμε τους ανθρώπους για την θεσπέσια φιλοξενία και βγήκαμε ξανά στο απογευματινό ψύχος να συνεχίσουμε απρόθυμα τη δουλειά.
«Τι λέγατε τόση ώρα;», μου είπε κάποια στιγμή ενώ χασμουριόταν μεγαλοπρεπώς.
«Διάφορα», είπα για ν’αποφύγω την απάντηση και περπατούσα επηρεασμένος βαθιά από όσα είχα ακούσει, όσα είχα νιώσει και δούλευαν ήδη μέσα μου.
«Που τη βρίσκεις την όρεξη για πάρλα ρε φίλε;», μου είπε ξανά κάποια στιγμή. «Εγώ ευχαρίστως θα κοιμόμουν ως το βράδυ σε αυτή τη ζέστη… δίπλα στο τζάκι… φαί, πιοτί… τέλεια ήταν»
Δεν είπαμε άλλα. Ριχτήκαμε στη δουλειά καθώς είχαμε αργήσει. Μας πήρε το βράδυ για να ολοκληρώσουμε όλη τη χάραξη.

Και όταν γυρίσαμε μετά από ώρες κατάκοποι στην Αθήνα, έτρεξα στο σπίτι, παράτησα τη τσάντα μου στο κρεβάτι, άνοιξα το σημειωματάριο για να αποτυπώσω κάποιες σκέψεις που με τυραννούσαν. Ό,τι προλάβαινα, ό,τι κατάφερνα να σώσω…

Σχετιζόμαστε… Το ότι σχετιζόμαστε… Οι σχέσεις… Το μεγάλο αίνιγμα, το μεγάλο σκάνδαλο και μαζί το μεγάλο θαύμα… Τι μεταβολίζει το δηλητήριο σε δροσερό νερό; Και το αντίστροφο… ποια είναι η απάντηση; Πώς ο μοναχικός αχνίζοντας εαυτός επιτρέπει την κοινωνία με τον άλλο; Πέρα απ’την απόλαυση, πέρα απ’τις ηδονές, πέρα απ’τις χαρές και τις λύπες… πώς αντέχεται τούτη η δοκιμασία για 20 ή 30 ή 60 χρόνια;

Το ότι επιβιώνουμε, το ότι λαχταράμε αυτή την περιπέτεια που φτάνει ως την εξόντωση και το ότι μέσα από αυτή αποκτούμε ίσως, αν είμαστε τυχεροί και ικανοί, την μέγιστη αρετή από όλες:  να γίνουμε όντα ευθύνης



φωτο: http://e-parembasis.blogspot.gr/

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2023

Χαντάκι

 

 

Κρυμμένος

κι αθέατος είμαι σε μια γωνιά

σ’αυτό το χαντάκι

στο χαράκωμα

και σου γράφω αυτές τις λέξεις

 

ολόγυρά μου

η τρέλα

άνθρωποι ντυμένοι σαν κι εμένα

και ολόγυμνοι

όπως κι εγώ

πηγαινοέρχονται, φωνάζουν

κάποιοι ουρλιάζουν

κάποιοι δεν έχουν ένα χέρι

ή ένα πόδι

κάποιοι έμειναν τυφλοί

κάποιοι σέρνονται στα τέσσερα

χωρίς προορισμό

κάποιοι σηκώνουν το κεφάλι τους

και αφανίζονται από ριπές

κάποιοι δειλοί

όπως εγώ

ψάχνουν γωνιές να κρύψουν τη ντροπή τους

ψάχνουν ρωγμές

να ησυχάσουν την ψυχή τους

ψάχνουν μια τρύπα

να πεθάνουν

με λίγη αξιοπρέπεια

 

κι εγώ σου γράφω αυτές τις λέξεις

και με το ζόρι σηκώνω το βλέμμα μου στον ήλιο

και ήλιος δεν υπάρχει πια

μονάχα ένας θολός, συννεφιασμένος ουρανός

σα βάλτος

που στάζει βρόμικο νερό

 

κάποιος με αρπάζει απ’τον ώμο

θέλει να με σηκώσει

θέλει να με ρίξει στη μάχη

με κοιτάζει με ένα θυμωμένο βλέμμα

κόκκινο σαν τους λεκέδες στο πρόσωπό του

κάτι φωνάζει μες στ’αυτιά μου

κάτι που δεν ακούω

τίποτε δεν ακούω πλέον

έπειτα με τραβολογάει με ένταση

και τότε ξαφνικά κάποια ριπή τον διαπερνά

μένει το χέρι του κολλημένο στο δικό μου

το βάρος του νιώθω πάνω μου

τον απωθώ

έχω να γράψω, του φωνάζω στα νεκρά του αυτιά

έχω να γράψω ακόμα

 

εδώ

μέσα στο χαντάκι

πλακωμένος από πτώματα

ανασαίνω με δυσκολία

θέλω να ζήσω, κάτι λέει μέσα μου

εγώ δεν θέλω, όχι πια του αντιγυρίζω

τότε γιατί δεν πολεμάς;

το προσπάθησα του λέω

κάποιες φορές, 56 χρόνια τώρα

πολλές φορές

 

κάποιες νύχτες που δεν ξημέρωνε

κάποια πρωινά που δεν σηκωνότανε ο ήλιος

το προσπάθησα

ως και το πουκάμισό μου άνοιξα διάπλατα

και τους περίμενα

άκουσα τις ριπές να με διαπερνούν

ένιωσα τη φωτιά

πίστεψα πως τελειώνω

όμως έζησα

 

το προσπάθησα

αλήθεια στο λέω

μα δεν μπορούσα να πεθάνω

 

και κάποτε ανακάλυψα

πως ούτε να ζήσω ήθελα

ούτε να πολεμήσω

ούτε να με σκοτώσει η μοναξιά

ή η τρέλα

 

μονάχα λίγη ησυχία

να γράψω τούτες τις λιγοστές γραμμές

και να αφεθώ έπειτα

στο χάδι του χρόνου

 

αν είναι η νύχτα πιο σπλαχνική απ’το Στόμα

αν είναι το όνειρο πιο μαλθακό απ’το χώμα

αν είναι το αεί πιο στιγμιαίο απ’το πάντα

 

θα έρθει και για μένα

σαν απάντηση στην προσευχή μου

η ωραία στιγμή

και βέβαια θα’ρθει

 

των αφηγήσεων το πέρας

των ποιημάτων το κλείσιμο

και όλων των ανθρώπων που αγάπησα

και με αγάπησαν

το αληθινό χαμόγελο…