Α |
ΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΔΩΣΩ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΚΤΑΣΗ ΣΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ανάρτηση για τον ‘βόρβορο’ της άγνοιας, κατά τον Πλάτωνα. Μπορεί αν θέλει κάποιος αυτή την πρώτη προσέγγιση να την διαβάσει εδώ http://nimertis.blogspot.com/2021/01/blog-post_18.html
Θα αναφερθώ εν τάχει μόνο στο περίφημο ‘σωκρατικό παράδοξο’ σύμφωνα με το οποίο το ηθικό λάθος ανάγεται σε άγνοια και χαρακτηρίζεται ακούσιο. Η άγνοια όμως για τον Πλάτωνα δεν είναι μια απλή υπόθεση. Στον Τίμαιο τη χαρακτηρίζει μέγιστη νόσο. Ας δούμε, με την ευκαιρία, το σχετικό χωρίο όπου ο Πυθαγόρειος αστρονόμος Τίμαιος απ’τους Λοκρούς την επόμενη ημέρα της ανάλυσης της Πολιτείας από τον Σωκράτη, παίρνει σειρά για να αποδώσει το κοσμολογικό σύμπαν με όλες τις μυητικές ορίζουσες παλλόμενες αν και δυσανάγνωστες (ειδικά στο σχετικό χωρίο με τα ισοσκελή, σκαληνά και ισόπλευρα τρίγωνα αλλά δεν είναι της παρούσης):
«…αν μεν ουν δη και συνεπιλαμβάνηταί τις ορθή τροφή παιδεύσεως, ολόκληρος υγιής τε παντελώς, την μεγίστην αποφυγών νόσον, γίγνεται. καταμελήσας δε, χωλήν του βίου, διαπορευθείς ζωήν, ατελής και ανόητος εις Άιδου πάλιν έρχεται….»
[αν τότε κάποιος λάβει επιπλέον την τροφή της ορθής παιδείας, καθίσταται ολόκληρος παντελώς υγιής και αποφεύγει τη μέγιστη νόσο. Αν αμελήσει, θα πορευθεί ζωή χωλή και θα επανέλθει στον Άδη ατελής και ανόητος…]
Τίμαιος. 44c
Υπάρχουν τρία –τουλάχιστον- σχετικά χωρία της Πολιτείας που μάς αποδίδουν τη σχετική θεώρηση του Σωκράτη, του πλατωνικού Σωκράτη [το μόνο που θέλω να σημειώσω εδώ για να μην μπερδεύεται κανείς, είναι ότι όπως όλοι οι διδάσκαλοι, ο Πλάτων απευθύνεται και στους μυημένους αλλά και στους αμύητους δίνοντας σημεία και αφήνοντας ‘ίχνη’, χρησιμοποιώντας ‘λογοτεχνικούς ελιγμούς’, μύθους, εικόνες, αφηγήσεις, ‘παραβολές’ κλπ. Δεν υπάρχει κάποια ‘φιλοσοφική’ σύγκρουση με τον διδάσκαλό του. Η άγνοια είναι νόσος δεν το θέτει αυτό υπό αμφισβήτηση. Ο Σωκράτης ιχνεύει τη νόσο, κάνει τρόπον τινά μια διάγνωση αλλά από εκεί και πέρα, ο ‘ανεύθυνος’ για τη νόσο γίνεται υπεύθυνος για την θεραπεία του… η παιδεία και η μύηση είναι η θεραπεία, δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει άλλος ‘συντομότερος’ δρόμος 25 αιώνες τώρα…]
Το πρώτο απόσπασμα (οι σημάνσεις παντού δικές μου):
«Ουκ οίσθα, ην δ’εγώ, ότι το γε ως αληθώς ψεύδος, ει οιόν τε τούτο ειπείν, πάντες θεοί τε και άνθρωποι μισούσιν;
Πώς, έφη, λέγεις;
Ούτως, ήν δ’εγώ, ότι τω κυριωτάτω που εαυτών ψεύδεσθαι και περί τα κυριώτατα ουδείς εκών θέλει, αλλά πάντων μάλιστα φοβείται εκεί αυτό κεκτήσθαι…»
[Δεν ξέρεις, είπα, πως το αληθινό ψέμα, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, το μισούν όλοι, θεοί και άνθρωποι;
Πώς το εννοείς αυτό; είπε.
Να, έτσι, είπα. Ότι κανείς δεν θέλει να έχει μέσα στο σημαντικότερο μέρος του εαυτού του και σχετικά με τα σημαντικότερα πράγματα το ψέμα. Απεναντίας, φοβάται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μη φωλιάσει το ψέμα εκεί…]
Πολιτεία, 382a
Το δεύτερο:
«Εγώ σοι έφην, ερώ. Φαίνεταί μοι δόξα εξιέναι εκ διανοίας ή εκουσίως ή ακουσίως, εκουσίως μεν η ψευδής του μεταμανθάνοντος, ακουσίως δε πάσα η αληθής.
Το μεν της εκουσίου, έφη, μανθάνω, το δε της ακουσίου δέομαι μαθείν.
Τι δε; Ου και συ ηγή, έφην εγώ, των μεν αγαθών ακουσίως στέρεσθαι τους ανθρώπους, των δε κακών εκουσίως; Ή ού το μεν εψεύσθαι της αληθείας κακόν, το δε αληθεύειν αγαθόν; Ή ού το τα όντα δοξάζειν αληθεύειν δοκεί σοι είναι;
Αλλ’ή δ’ος, ορθώς λέγεις, και μοι δοκούσιν άκοντες αληθούν δόξης στερίκεσθαι…»
[Θα σου πω, είπα. Μου φαίνεται ότι μια γνώμη φεύγει από το μυαλό μας είτε εκούσια είτε ακούσια. Εκούσια η λαθεμένη γνώμη που παύει κανείς να την ασπάζεται και την αλλάζει με μιαν άλλη. Ακούσια πάλι, κάθε γνώμη που αληθεύει.
Αυτό με την εκούσια αλλαγή το καταλαβαίνω, είπε, το άλλο όμως θα χρειαστεί να μου το εξηγήσεις.
Μα τι; Δεν νομίζεις κι εσύ, είπα, ότι τα καλά πράγματα οι άνθρωποι τα στερούνται παρά τη θέλησή τους, ενώ τα άσχημα με τη θέλησή τους; Ή μήπως δεν είναι άσχημο πράγμα να έχει κανείς μια λαθεμένη γνώμη και καλό μια που αληθεύει; Ή τάχα νομίζεις ότι το να έχει κανείς μια γνώμη που ανταποκρίνεται στα πράγμα δεν ταυτίζεται με το να αληθεύει;
Ναι, είπε, δίκιο έχεις και νομίζω ότι οι άνθρωποι μόνον παρά τη θέλησή τους αποστερούνται μια γνώμη που είναι αληθινή…]
Πολιτεία, 413a
Και το τρίτο:
«…ο μεν επαινέτης του δικαίου αληθεύει, ο δε ψέκτης ουδέν υγιές ουδ’ειδώς ψέγει ότι ψέγει.
Ου μοι δοκεί, ή δ’ος, ουδαμή γε.
Πείθωμεν τοίνιυν αυτόν πράως –ου γαρ εκών αμαρτάνει…»
[…ο υποστηρικτής του δικαίου λέγει πράγματα αληθινά ενώ αυτός που επικρίνει το δίκαιο μιλά χωρίς να λέει τίποτα σωστό και επικρίνει χωρίς να ξέρει τι είναι αυτό το οποίο επικρίνει.
Δεν νομίζω, είπε, ότι έχει καν ιδέα.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τον πείσουμε με ήρεμο τρόπο –γιατί δεν το θέλει που λαθεύει…]
Πολιτεία, 589c