Το βαθύτερο δράμα του νοήμονος ανθρώπου δεν είναι ότι γνωρίζει… είναι ότι δεν μπορεί να κρυφτεί…
Ο πόθος να κρυφτείς πίσω από την άγνοια και η άγνοια αυτή καθεαυτή ως χαμένος παράδεισος αποτελούν ρομφαίες που διαπερνούν τον άνθρωπο του στοχάζεσθαι…
Ο πόθος να ελευθερωθείς από οποιαδήποτε προ-γνώση και από οποιαδήποτε προ-βίωση…
Ο πόθος να αποφυλακιστείς από το δεσμωτήριο του συνειδέναι…
Η μετοχή όχι μόνο σε κείνο που βιώνεται με τον οικειωμένο, αρχέγονο αυτοματισμό στον ενδοψυχικό κόσμο αλλά περισσότερο που ιχνεύεται από την ευαίσθητη αντίληψη και εμπειρώνεται ως πρόγευση του ερχόμενου, είναι ένας βαθύς στεναγμός του είναι…
Μοιάζει όλο τούτο με τον άνθρωπο που λαχταράει ως τα βαθύτερά του να εισέλθει στη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου και για κάποιο λόγο του απαγορεύεται… φαντασιώνεται την πληθύ των τόμων, τους ωκεανούς των γνώσεων, τη μέθεξη από την κατάδυση σε τόσους τόπους, σε τόσους χρόνους, σε τόσες μαγικές και ανεξερεύνητες χώρες… ζει για χρόνια με όλο αυτό τον ανεκπλήρωτο, μαρτυρικό πόθο και ζει εντελώς και θαυμαστά προσανατολισμένος… άλλο έρωτα δεν γεννά η ψυχή του παρά να μπορέσει να κοινωνήσει όλη αυτή τη διαθέσιμη εμπειρία, να βυθιστεί κυτταρικά και να πλυθεί υπαρκτικά από αυτή τη απειροδιάστατη γνώση που δαψιλώς του προσφέρεται κι όμως δεν του δίνεται…
Και κάποια μέρα… κάποια ευλογημένη μέρα ανοίγουν οι Πύλες και του επιτρέπεται επιτέλους να εισέλθει… ως προσκυνητής ακροπατώντας σχεδόν κι ύστερα ξεθαρρεμένος σαν παιδί που το αφήνουν μόνο στον μεγαλύτερο παιχνιδότοπο του σύμπαντος ορμάει τρέχοντας… τι λαμπρή μέρα, τι ηλιόφωτη μέρα! Γενέθλια ημέρα!
Κι ο άνθρωπος που θέλει να γίνει άνθρωπος της γνώσης, ρίχνεται με τα μούτρα… από τη Γεωγραφία στην Ιστορία, από τα Μαθηματικά στη Βιολογία, από τις Γλώσσες στην Ψυχολογία, από τις Βιογραφίες στη Φιλοσοφία… και τέλος δεν έχουν οι επιστήμες, οι κλάδοι, οι μελέτες, οι απόψεις, οι θεωρήσεις, οι γνώμες, οι αποκλίσεις, οι διαμάχες και οι προκλήσεις…
Για χρόνια πολλά, χρόνια αμέτρητα και μαγικά, ο άνθρωπος της γνώσης ζει έναν έρωτα, ένα παραλήρημα, ένα γιορτάσι φωτός και αγάπης…
Όμως… έρχεται κάποτε και η στιγμή της σκοτεινιάς… η γκρίζα ώρα…
Σιγά σιγά ανακαλύπτει πολλά που κρύβονται πίσω από τις γραμμές, τις εικόνες, τα σχήματα, τα διαγράμματα, τους χάρτες…
Πίσω απ’όλα τούτα υπάρχουν οι άνθρωποι… οι άνθρωποι του χτες, οι άνθρωποι του σήμερα, του πάντα…
Νιώθει σιγά σιγά να σφίγγεται το στομάχι του, να κλείνει ο λαιμός του, να ιδρώνουν οι παλάμες του…
Τούτα που αγγίζουν και ψηλαφούν λαίμαργα τα μάτια της ψυχής του δεν είναι παρά το αίμα και ο πόνος άλλων ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν… μόνοι…
Η αντίληψή του έχει ευρυνθεί, η καρδιά του έχει μεγαλώσει, η ψυχή του αιμορραγεί… δεν είναι η γνώση πια που τον καλεί, που τον μεθάει, τον κάνει να ονειρεύεται, να ταξιδεύει… είναι μια βαθιά και αιμάσσουσα επίγνωση… ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα σε ολόκληρο το σύμπαν…
Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος…
Ο άνθρωπος δεν έχει τη μοναδιαία αρνητική ύπαρξη του Όντος… ο άνθρωπος έχει την ψευδαίσθηση της σχεσιακής απόδρασης… της διαφυγής… της καταφυγής στους απογόνους του…
Την ψευδαίσθηση…
Ο άνθρωπος είναι απαρηγόρητος… ένας πολεμιστής που κουρασμένος από τις αναρίθμητες μάχες αναζητά μια αγκαλιά να αναπαυθεί και να κλάψει…
Δεν είναι πια ευτυχισμένος ο άνθρωπος της γνώσης…
Τώρα πια γνωρίζει… τώρα πια όλο του το είναι γνωρίζει…
Δεν βούτηξε στον ποταμό για να γευτεί την αέναη ροή… είναι ο ίδιος πια η ροή και τη βιώνει ως ανελέητη δράση που τον ρηγματώνει, τον εκχυμώνει, τον απομειώνει… δεν ρέει… διαρρέει…
Ο άνθρωπος της γνώσης δεν είναι πια παιδί…
Ενηλικιώνεται…
Όχι ακόμα…
Τώρα γυρίζει το βλέμμα του ολόγυρα και δεν βλέπει τόμους που τον προσκαλούν σε ένα ακόμα συναρπαστικό ταξίδι… βλέπει τη μοναχική, ασκητική ανάβαση ενός ακόμη αδελφού του…
Και τούτη η βαθιά συμπόνια τον πληρώνει όπως το νερό στην πλημμυρίδα σκεπάζει με βασανιστική κανονικότητα τον αιγιαλό…
Τον κυριεύει πανικός… αναζητά χώρο να κρυφτεί…
Δύσπνοια…
Όπου κι αν πάει στην απέραντη βιβλιοθήκη, συναντά τον εαυτό του… κρύβεται πίσω από έπιπλα, κάτω από τραπέζια, πίσω από βαριές κουρτίνες… κρύβεται και κλαίει…
Ανώφελο… μάταιο…
Όπου κι αν τρέξει βλέπει τον εαυτό του… ένα πρόσωπο κάθιδρο, μια έκφραση αγωνίας…
Πόσο θα επιθυμούσε να γυρνούσε το χρόνο πίσω!
Πίσω σ’εκείνη την υπέροχη εποχή της αγωνίας, της προσδοκίας, της άγνοιας…
Πίσω σ’εκείνη την μακάρια εποχή που θριάμβευε το αυτογενές, το ενδόκρατο, το ιδιόψυχο…
Πόσο πολύ θα ήθελε να γυρνούσε το χρόνο πίσω… πριν ανοίξουν οι Σκαιές Πύλες του δικού του αφανισμού…
Στρέφει το βλέμμα του στον εαυτό του… βαθιά… πολύ βαθιά…
Αν δεν υπάρχει έξοδος εκεί, δεν υπάρχει πουθενά…
Τώρα που σιώπησαν όλα γύρω του… ακούει την ανάσα του… ακούει το είναι του…
Ιδρύει μια παράξενη, καινούργια, πρωτόγνωρη σχέση… με κάτι άλλο… με κάτι αρχαιότερο απ’αυτόν…
Τώρα ενηλικιώθηκε… όχι επειδή κατανάλωσε τις γνώσεις όλου του κόσμου…
Αλλά επειδή έμαθε να ανασαίνει τη γλώσσα της ύπαρξής του…