…χωρίς θεούς κι ελπίδες λεύτερος, μες στην
ερμιάν ολόρθος…
(Οδύσσεια,
ρ. α΄)
έτος τα
60χρονα από το πέρασμα του Νίκου Καζαντζάκη στην αθανασία…
Δεν είναι το χρονο-πλήρωμα τούτο που με ωθεί να αποτυπώσω δυο σκέψεις μόνο για έναν
από εκείνους που με συνοδεύουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη δική μου πορεία
από τα εφηβικά μου κιόλας χρόνια… θα ήταν προσβολή και αναίδεια ακόμη… γιατί ο
Ν.Κ. έχει γεννηθεί και πεθάνει αμέτρητες φορές μέσα μου… όπως συμβαίνει θαρρώ
με όλους τους μείζονες και εξέχοντες που μπορεί κανείς να συναπαντήσει και
ύστερα, να συναντηθεί, αν είναι ευλογημένος και φιλόπονος, μαζί τους στη
διάρκεια του βίου του… κι αυτοί είναι ευάριθμοι, πάντοτε λιγοστοί αλλά καθόλου
λίγοι…
Ναι,
ο Ν.Κ. γεννήθηκε και πέθανε αμέτρητες φορές εντός μου… δεν ξέρω πώς να το
περιγράψω καλύτερα, να το αποδώσω με μεγαλύτερη ενάργεια, αν είχα το δικό του
ωκεάνιο τάλαντο στην έκφραση θα μου ήταν εύκολο… με τις όποιες δυνάμεις μου
επιχειρώ απλά να μεταγράψω γεύσεις, ανάσες και ίχνη… από το στοχασμό και το
βίωμα, τα πολλά και σπουδαία ταξιδέματα που μου προσέφερε, πού μού δώρισε η συνάντηση με αυτό τον μύστη… γιατί
ο Καζαντζάκης πριν και πάνω και πέρα από λογοτέχνης, ποιητής, φιλόσοφος,
ταξιδιώτης και πολίτης του κόσμου, στοχαστής, διανοητής, συγγραφέας, μελετητής τόπων,
ανθρώπων, συσσωρευτής απίθανων γνώσεων και οξυδερκής παρατηρητής των πάντων…
διδάσκαλος και μαζί αιώνιος μαθητής, πέρα και πάνω από όλα λοιπόν, ήταν ένας
μύστης… κι αυτό εξακολουθούν να αγνοούν όσοι με ευκολία κρίνουν και επικρίνουν,
αποδομούν και ελεεινολογούν… δεν έδωσα δεκάρα ποτέ μου για όλους αυτούς τους
νάνους που ονειρεύτηκαν τον ήλιο μέσα στις λογοτεχνίζουσες ποντικότρυπές τους
και επειδή τον ήλιο δεν τον διαπραγματεύεσαι ποτέ δίχως να γίνεις ολοκαύτωμα
εσύ ο ίδιος, προτίμησαν σαν φοβισμένοι σκώληκες να μείνουν στα υγρά και θλιβερά
τους υπόγεια εκκρίνοντας διανοητική βλέννα και λογοτεχνικές κοπριές…
Και
λέω πως τούτος ο ιδιότροπος και εν αγωνία πάντοτε ευρισκόμενος μύστης γεννήθηκε
και πέθανε μέσα μου πολλές φορές γιατί δεν υπήρξε μια στιγμή που να ‘ησύχασα’
μαζί του… Κάποιος έχει γράψει πως τρία είναι τα στάδια της σύνδεσής μας με ένα
άλλο όν, επαφή, σχέση και συνάντηση… Τούτη τη ‘συνάντηση’ που σπάνια συμβαίνει
μα είναι λόγος και όρος διύπαρξης δεν είχα καταφέρει να την πραγματώσω με το διδάσκαλο
αυτόν… για πολλά χρόνια του αντιστεκόμουν, για πολλά χρόνια μου αντιστεκόταν…
άπλωνα το χέρι μου να τον αδράξω κι απομακρυνόταν… άπλωνε ‘τη χέρα’ του να με
γραπώσει κι οπισθοβατούσα… θέλετε μεγαλύτερη ειλικρίνεια; Κιότευα…
Λέω
λοιπόν πως κάτι που είναι σημαντικό κι ας μην το υποπτεύεσαι, γιατί είσαι
χαζοκούταβο κι έχεις το γαλατάκι ακόμα στα ρουθούνια και στα
χείλη, εκείνο που είναι σημαντικό θα επιστρέφει… πάντα θα επιστρέφει μέσα σου
θέλεις δε θέλεις, το καλείς ή το αποδιώχνεις, το αγαπάς ή το μισείς, το υμνείς
ή το ξορκίζεις… αδιάφορο… σαν φυσικό φαινόμενο, σαν γνήσιο παιδί του Αχανούς,
το σημαντικό, το μείζον, το μεγάλο, δεν θα σε ξεχνάει κι ας σφυρίζεις αδιάφορα…
δεν θα σε προδίδει κι ας το περιφρονείς, δεν θα σε εγκαταλείψει κι ας το
λησμόνησες στους αποθέτες του χρόνου… γιατί εκείνο που επιλέγει ερωτικά η ψυχή
σου δεν μπορεί παρά αργά ή γρήγορα να συναντηθεί με όλο σου το είναι και να
αρμονίσει όλους τους φορείς σου… σώμα, ενέργεια, όνειρο, εγώ, ανώτερος εαυτός…
όλοι θα συμμετέχουν στη γιορτή, όλοι είναι καλεσμένοι στο γλέντι… αλλιώς δεν
γίνεται…
Σκέφτομαι
ακόμα πως όλες τούτες οι διαδοχικές γεννήσεις και οι θάνατοι δεν ήταν τυχαίοι
γιατί το τυχαίο, είπαμε, δεν μπαίνει σε τούτο το λογαριασμό. Μα κι αν ήταν
‘τυχαίο’ το πρώτο συναπάντημα σε μια βιβλιοθήκη, δεν έρχεται ποτέ από μόνο του
το όστρακο να ανοίξει για να σου παραδώσει το μαργαριτάρι που κρύβει στα
ενδότερά του… ούτε που ξέρεις να εκτιμήσεις με τόσα στρώματα άγνοιας κι
ανοησίας που κουβαλάς τι είναι ο μαργαρίτης και τι το κίβδηλο σε όσα σου
σερβίρουν και όσα μεγαλαυχώντας ηλιθίως βαφτίζεις εσύ σημαντικά… είσαι ένας
επηρμένος κόκορας που απλά θορυβείς… κι όταν και όσο θορυβείς το όστρακο μένει
κλειστό και το μαργαριτάρι απρόσιτο… νομίζεις πως κάτι έμαθες και περπατάς
καμαρωτός και αχνίζεις χαζομάρα και θράσος… αυτό μέχρι να έρθει η πρώτη φορά
που θα χυθείς στο χώμα, θα σωριαστείς και θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις πέντε
πράγματα… τον πόνο, ας πούμε. Τη μοναξιά και την αίσθηση των πραγμάτων… όχι πως
έχεις βρει ακόμα το Ρυθμό, όπως θα έλεγε κι εκείνος, μα πως μια γεύση την έχεις
ήδη στο ματωμένο στόμα… καλό είναι το αίμα και δίχως τούτο αναζήτηση δεν
υπάρχει, δεν ανθίζει, δεν στερεώνεται…
Το δάσκαλο στην ατραπό δεν τον γνωρίζεις, σωστό είναι αυτό… άλλος νομίζεις πως
είναι κι άλλος εμφανίζεται στην πορεία… θάβεις τον ένα, αναζητάς τον επόμενο…
δεν έρχεται εύκολα, δεν χάνεται ποτέ… είναι πάντα όπως είσαι κι εσύ… υπάρχεις,
ανασαίνεις, βλέπεις, ακούς, μαθαίνεις… ψηλαφείς, κουτουλάς, πέφτεις, σηκώνεσαι…
μα οι αισθήσεις δεν αρκούν, είναι καλές για τη γουρουνίσια επιβίωση, τη
χαμοζωή, τις μέριμνες… Η αθλιότητα ολόγυρα παντού, η βλακεία, η χυδαιότητα, ο
κυνισμός, η προστυχιά… δεν ξεχωρίζεις, δεν έχεις καν το ανάστημα να σηκωθείς
λιγάκι στις μύτες να αντικρίσεις το χοιροστάσιο… κι εσύ στη λάσπη είσαι… όμως
το ωραίο και το μεγάλο επιστρέφουν… σου απλώνουν το χέρι, σου χαμογελούν… μαζί
με τη φρίκη και το πιο ευαίσθητο λουλούδι… μαζί με τα λερά ποδάρια οι μίσχοι
της αυγινής δροσιάς… αυτό είναι το μονοπάτι, αυτό θα περπατήσεις, θέλεις ή όχι,
δεν διαλέγεις, σηκώνεις τον εαυτό σου κάθε που πέφτει και προχωράς…
Δεν
θα κρυφτώ, δεν έχω λόγο, τούτο τον άνθρωπο τον αγάπησα… δεν συνέβη ξαφνικά μα
προετοιμαζόταν κιόλας από την πρώτη επαφή… ίσως κι η αγάπη να είναι κάτι που
ανθίζει και ποτίζεται σιγά σιγά απ’τον ιδρώτα και το αίμα της ψυχής… ίσως να
είναι μοιραίο να αγαπήσεις κάποτε εκείνον ή τον άλλο και ανεξήγητο… Τον άνθρωπο
αυτό τον αγάπησα όχι σαν δάσκαλο πρώτα μα μέσα στην αγωνία και το ηφαίστειο που
‘χοχλάκιζε’ μέσα του ως το στερνό σφάλισμα των ματιών του… Και τον αμφισβήτησα
και τον αρνήθηκα και κάποτε έδιωξα τα βιβλία του απ’το δωμάτιό μου για να μην
με… παρενοχλεί η παρουσία του… Ε, βέβαια, αλλιώς δεν γινόταν… Κι ύστερα
επέστρεφα πάλι εγώ, επέστρεφε κι αυτός και συναντιόμασταν εκεί που είχαμε πριν χωρίσει…
Και
η επαφή που γέννησε τη σχέση και η σχέση που γέννησε τη συνάντηση δεν σταμάτησαν ποτέ… το γεννοβόλημα διαρκές, οι θάνατοι ατέλειωτοι, σχοινί κορδόνι σαράντα
χρόνια τώρα…
Κάποτε,
μέσα στις αναρίθμητες φορές που τον μελετούσα μέσα από τις σελίδες του που
στάζουν πάντα το ιχώρ του είναι του, κάποιος καλός μου φίλος με ρώτησε,
‘Θα΄θελες να τον γνώριζες από κοντά;’. Νομίζω δεν δίστασα να του απαντήσω, ‘Όχι…
δεν θα το άντεχα’. ‘Ποιο;’, με ρώτησε απορημένος, ‘Το βλέμμα του’, απάντησα και
μια πνοή από το ρίγος της Αβύσσου διέτρεξε τη ράχη μου…
Οκτ2017