Τρίτη, Μαΐου 31, 2016

συσσωρεύοντας...



συλλέκτες


πρόσφατα, δεν ξέρω γιατί
μου είχε κολλήσει κάτι που μου έλεγε συχνά ο πατέρας μου
μια παλιά Αγγλική παροιμία
"δεν είμαι τόσο πλούσιος για να αγοράζω φτηνά πράγματα"

είπα πως δεν ξέρω γιατί...
αλλά φοβάμαι πως ξέρω...

αναρωτιόμουν
πόσα 'σκουπίδια' έχω καταναλώσει στη ζωή μου
πόσο χρόνο 'επένδυσα'
για να ακυρώσω την ισχύ του

συσσωρεύοντας...

αναρωτιόμουν
γιατί συσσώρευα κάποτε μικροπράγματα
γιατί γινόμαστε συλλέκτες
συλλέκτες αντικειμένων
συλλέκτες εμπειριών
συλλέκτες ανθρώπων
τι προσπαθούμε να διασώσουμε από το χαμό;

κάποια στιγμή η προσπάθεια αυτή απαρνιέται τον ίδιο τον εαυτό της
ευτυχώς
κουραζόμαστε
δεν έχει νόημα
ή ίσως
δεν έχει πλέον για μας...

η συσσώρευση, η... μεταφόρτωση όλων αυτών των χρήσιμων και άχρηστων μέσα μας
και γύρω μας
καταρρέει από το ίδιο βάρος της...
όλος ο σωρός
γίνεται ένα καθαρό, αμείλικτο βάρος

και μόλις πεις 'δεν το χρειάζομαι πλέον'
αποφασίζεις να απαλλαγείς απ'όλο τούτο...

κάπου
εκεί βαθιά
ίσως είχε θαφτεί η αληθινή φωνή σου
εσύ ο ίδιος
το πρώτο σου βλέμμα
το πρώτο σου άγγιγμα

το πως ψηλάφιζες τον κόσμο
πριν έρθουν όλοι οι άλλοι να στον 'δείξουν'
να στον 'μάθουν'

"μα", θα πεις
"το πρωτογενές δεν είναι αθώο
το πρώτο δεν είναι το πλήρες
η αρχή δεν είναι αυτό που είμαι σήμερα..."

βάζω ένα ερωτηματικό
στο τέλος όλων των  παραπάνω προτάσεων
και έχω τις απαντήσεις...

γιατί
κάπου εκεί κάτω
βαθιά
υπάρχεις ακόμα
ανασαίνεις
πάλλεσαι...

μια απόφαση χρειάζεται
να τα πετάξεις όλα
και να ανταμώσεις
τον αληθινό εαυτό σου...

Σάββατο, Μαΐου 21, 2016





Ο Άνθρωπος από τη Ναζαρέτ, σηκώθηκε με απαλές, αθόρυβες κινήσεις και ανακάθισε στο στρώμα του. Έμεινε για λίγο ακίνητος και αφουγκράστηκε το μιλητό της νύχτας.


Κανείς γύρω δεν τον άκουσε που άφησε το φτωχικό κρεβάτι και βγήκε από το σπίτι. Κανείς δεν τον είδε να βγαίνει στην αυλή και να περπατά κάτω απ’τον άρρωστο, συννεφιασμένο ουρανό. Ήταν μια ανθρώπινη φιγούρα που ανέβαινε με αργά αλλά σταθερά βήματα προς τον Καταραμένο Λόφο. 


Ο αέρας δυνάμωνε. Η νύχτα σπάραζε καθώς πλησίαζε η αυγή και έδινε την τελευταία της μάχη. Η ώρα της μεγάλης μοναξιάς για όλα τα πλάσματα πάνω στη γη. Η φοβερότερη όλων.


Ο Άνθρωπος έφτασε στο Λόφο τη στιγμή που ο ουρανός είχε γίνει ένα γκρί και μπλε κουβάρι από πρησμένα σύννεφα και ο άνεμος λυσσομανούσε. Το κεφαλόδεσμό του ανέμιζε και ο χιτώνας του κυμάτιζε πάνω στο λεπτό του σώμα. Το βήμα του σταμάτησε εκεί. Στο μελανό σημείο. Το σημείο της ντροπής και της ακέραιας δόξας. 


Είδε την τρύπα. Πλησίασε περισσότερο. Ο άνεμος σφύριζε απ’τις ρωγμές του σκοτεινού στερεώματος και μια ριπή πέταξε τον κεφαλόδεσμό του μακριά. Τα μαύρα, ουρανόχυτα μαλλιά του απλώθηκαν στην πλάτη κι ύστερα κόλλησαν στο πρόσωπο. Ο Άνθρωπος γονάτισε στην χωμάτινη οπή, την άγγιξε, έκλεισε τα μάτια.


Ένα δάκρυ κύλησε, πέρασε το σφαλισμένο στόμα και έσταξε στο χώμα, μέσα στην τρύπα.


Μονομιάς ο άνεμος έπαυσε. Αν κάποιος παρακολουθούσε τη σκηνή από μακριά, θα ριγούσε. Κι αν σήκωνε το βλέμμα ψηλά θα τρόμαζε. Ο ουρανός είχε παγώσει, τα σύννεφα δεν κουλουριάζονταν πια σαν θυμωμένα φίδια, η βροχή είχε φωλιάσει μέσα τους και δεν τολμούσε να προβάλλει. Κι ακόμα θα έβλεπε τον άνθρωπο αυτό γονατισμένο στο χώμα, πάνω σε ένα λόφο ερημικό, σε μια παράξενη στάση, σε μια ένταση υπεράνθρωπη, τεντωμένη χορδή που είναι έτοιμη να σπάσει, τόξο σάρκινο και ουράνιο μαζί.


Κάποιος ακόμη ερχόταν!


Απ’την αντίθετη πλευρά, την απάνεμη είχε ανέβει και το θέαμα που παρουσίαζε ήταν τρομερό, αδύνατο να το αντέξεις. Θλίψη και πόνος ένα ολόγυμνο κορμί, λαβωμένο, μελανιασμένο, σπασμένο στις αρθρώσεις, σαν παιδικό παιχνίδι.


Ο παρείσακτος πλησίασε με το λαιμό του να κρέμεται πίσω σαν άχρηστο εξάρτημα και τα χέρια του να αιωρούνται πέρα δώθε. 


Ο Άνθρωπος εκεί, γονατιστός ακόμα, δεν έδωσε καμία σημασία. Δεν χάρισε ούτε ένα βλέμμα στο σάρκινο απομεινάρι ανθρώπου που τον ζύγωνε.


Η κούκλα έφτασε κοντά με τα μέλη της να σπάνε, το ένα μετά το άλλο λες και απ’τα δάχτυλα ενός γίγαντα. Σωριάστηκε το λυπηρό θέαμα λίγο πιο κει απ’την τρύπα και το κεφάλι με την πτώση ήρθε μπροστά και κόλλησε ξανά στο σώμα. Τα χέρια είχαν διαλυθεί, τα πόδια είχαν λυγίσει σε μια φρικαλέα ασχήμια.


Τα μάτια αυτού του κεφαλιού ανοίξαν και καρφώθηκαν στον Άνθρωπο. Ικεσία και ρίγος, μια ολόκληρη αιωνιότητα σιωπής, το Μέγα Τραύμα… αυτό ήταν το βλέμμα του πράγματος εκείνου που είχε ακόμη την ψυχή και δεν την είχε. Το στόμα ήταν κλειστό, τα χείλη ανύπαρκτα, κι αν κραύγαζε το πλάσμα δεν υπήρχε τρόπος ν’ακουστεί.


Περίμενε όμως.


Περίμενε το Βλέμμα Εκείνου.


Ο Άνθρωπος σπλαχνίστηκε το ιερό της ικεσίας του πλάσματος και γύρισε το βλέμμα του να το αγκαλιάσει. Κραυγή δεν ακούστηκε μα το λιγδιασμένο σώμα σπαράχτηκε, τραντάχτηκε το κεφαλάκι του και η γη αποκάτω σείστηκε. Ο μεγάλος πόνος συγκλόνισε τον Άνθρωπο και δεν απέσυρε το ωραίο του βλέμμα παρά μονάχα όταν το ανθρώπινο μόρφωμα άρχισε να λιώνει! 


Όποιος μπορούσε να δει εκείνη τη στιγμή θα στοιχειωνόταν για την υπόλοιπη ζωή του. Θα απορούσε πως το σώμα του ανθρώπου αυτού μπόρεσε να αλλάξει τόσο και να απομείνει ένας τόσο δα σβώλος χώμα!


Κι ύστερα θα απορούσε με τον Άνθρωπο από τη Ναζαρέτ. Γιατί Εκείνος ήταν που σηκώθηκε απ’τη θέση του, πήρε το λίγο χώμα που ήταν κάποτε ένα δυστυχισμένο πλάσμα, το έβαλε στις χούφτες του και το έριξε μέσα στην άγια τρύπα!


Τότε ήταν που ο ουρανός δεν άντεξε άλλο, άνοιξε και σχίστηκε σε εκατό μεριές, βροχή και θύελλα μαζί και όλα τα φυσικά φαινόμενα, ο τέλειος παραλογισμός μπορείς να πεις, όλα σε μια στιγμή, ταυτόχρονα! 


Κανείς δεν παρατήρησε τον Άνθρωπο από τη Ναζαρέτ να επιστρέφει. 


Με τα αργά του βήματα, αθόρυβος, να εισέρχεται ξανά στο σπίτι, να μπαίνει στο ταπεινό δωμάτιο, βρεγμένος και ολόστεγνος μαζί να πλαγιάζει στο στενό του στρώμα και να μυρίζει ο τόπος όλος από άνοιξη και θάλασσα και χώμα νοτισμένο και φρέσκο χιόνι!


Το απόλυτο αδιέξοδο… τα έγκατα… και το Αχανές… 


…όλες οι εποχές του χρόνου και όλες οι μυρωδιές… θεότρελο το λες, όλες μαζί…


…ταυτόχρονα!

Τρίτη, Μαΐου 17, 2016



Ζεν (2009)
 

Η νεαρή και όμορφη Ορίν, που έσβησε ανάμεσα στα λευκά της πόδια τη σαρκική δίψα εκατοντάδων αντρών, εισέρχεται στον περίβολο του ναού με το παιδί της στην αγκαλιά και αναζητά με αγωνία έκδηλη τον διδάσκαλο. Μονάχα ο Ντογκέν, πιστεύει, μπορεί να το σώσει από το επερχόμενο τέλος. Γιατί το μωρό της είναι πολύ άρρωστο κι εκείνη απελπισμένη. Ο διδάσκαλος τη συναντά, ακούει την έκκλησή της, χαϊδεύει τρυφερά το κεφαλάκι του παιδιού.

«Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει να σωθεί το παιδί», της λέει. «Γύρνα στο χωριό, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και αναζήτησε εκείνο στο οποίο δεν έχει γνωρίσει ποτέ το θάνατο. Όταν το βρεις, ζήτησε να σου δώσουν ένα φασόλι μόνο».

Το ίδιο βράδυ η Ορίν επιστρέφει στο ναό. Μονάχα που τούτη τη φορά δεν τρέχει. Τώρα σέρνει το βήμα της και το κλάμα της συνοδεύει το θρήνο της. Δεν είναι μόνο βυθισμένη στον ανείπωτο πόνο για το χαμό του παιδιού της. Είναι θυμωμένη. «Που είσαι ψεύτη μοναχέ!», φωνάζει και διακόπτει την ηρεμία του χώρου. Οι μοναχοί βγαίνουν αμέσως να την συναντήσουν. Πρώτος ο διδάσκαλος. Την κοιτάζουν σιωπηλοί. Γνωρίζουν.

«Έκανα όπως μου είπες», λέει με δάκρυα και σπασμένη φωνή η Ορίν και το βλέμμα της διαπερνά τον Ντογκέν σαν λεπίδα. «Όμως δεν βρήκα ούτε ένα σπίτι στο χωριό που να μην έχει γνωρίσει το θάνατο» και όταν αποσώνει την πρότασή της πέφτει σιωπή.

«Σωστά. Τούτο ήθελε να μάθεις ο διδάσκαλος», της λέει ήρεμα και θλιμμένα ένας από τους μαθητές και η Ορίν πέφτει στο χώμα αποκαμωμένη.

Ο διδάσκαλος κοιτάζει με άπειρη τρυφερότητα τη μητέρα και το νεκρό παιδί και δακρύζει…

Κυριακή, Μαΐου 08, 2016





Σπηλαιώτης…


Κρεμασμένος
ανάποδα
γεννήθηκες
τυφλός
κι ανδρόγυνος

απ’ τα μαστάρια της Κίρκης
βρεφουργήθηκες
και μέσα
στο εντάφιο ήπαρ
ονειρεύεσαι άγρυπνος
και ταξιδεύεις υπνωμένος

το βλέμμα σου διατρέχει
όσα ο νους αρνείται να απογράψει
στερεώματα φωτιάς
και σύμπαντα λεπρά
σταυρωμένων ανάπηρων θεών

κάθε αυγή
απ’των θεών το σπέρμα
οξείδωση
και κάθε βράδυ
απ’το ανθρώπινο αίμα
αποτοξίνωση

ο λαιμός σου
όλος μια φλέβα από γρανίτη
μέσα της ρέει ο ουράνιος αρχαίος πόνος
και αλυχτώντας χύνεται απ’το στόμα σου
ο Αδάμ
κάθε που ανασαίνεις

σπηλαιώτης
ραντισμένος
απ’την κλινική αθανασία
της Νύχτας

ο λυγμός σου
αρμέγει όλο το αμνιακό υγρό
της μέδουσας εταίρας αρπάγης
και σε λερώνει αμαρτία και φθόνο

άπληστος
ηδονισμένος
ρουφάς ως την τελευταία σταγόνα
την προστυχιά  της Ειμαρμένης

κάθε αυγή
απ’των αγέννητων άστρων το τραγούδι
μεθυσμένος
και κάθε νύχτα
η μοναξιά σου
σπηλαιώδης σπαραγμός
κι ο εαυτός σου ξένος…


Μάιος 2016