Ο Άνθρωπος από τη Ναζαρέτ, σηκώθηκε με απαλές, αθόρυβες
κινήσεις και ανακάθισε στο στρώμα του. Έμεινε για λίγο ακίνητος και
αφουγκράστηκε το μιλητό της νύχτας.
Κανείς γύρω δεν τον άκουσε που άφησε το φτωχικό κρεβάτι και
βγήκε από το σπίτι. Κανείς δεν τον είδε να βγαίνει στην αυλή και να περπατά
κάτω απ’τον άρρωστο, συννεφιασμένο ουρανό. Ήταν μια ανθρώπινη φιγούρα που
ανέβαινε με αργά αλλά σταθερά βήματα προς τον Καταραμένο Λόφο.
Ο αέρας δυνάμωνε. Η νύχτα σπάραζε καθώς πλησίαζε η αυγή και
έδινε την τελευταία της μάχη. Η ώρα της μεγάλης μοναξιάς για όλα τα πλάσματα
πάνω στη γη. Η φοβερότερη όλων.
Ο Άνθρωπος έφτασε στο Λόφο τη στιγμή που ο ουρανός είχε γίνει
ένα γκρί και μπλε κουβάρι από πρησμένα σύννεφα και ο άνεμος λυσσομανούσε. Το
κεφαλόδεσμό του ανέμιζε και ο χιτώνας του κυμάτιζε πάνω στο λεπτό του σώμα. Το
βήμα του σταμάτησε εκεί. Στο μελανό σημείο. Το σημείο της ντροπής και της ακέραιας
δόξας.
Είδε την τρύπα. Πλησίασε περισσότερο. Ο άνεμος σφύριζε απ’τις
ρωγμές του σκοτεινού στερεώματος και μια ριπή πέταξε τον κεφαλόδεσμό του
μακριά. Τα μαύρα, ουρανόχυτα μαλλιά του απλώθηκαν στην πλάτη κι ύστερα κόλλησαν
στο πρόσωπο. Ο Άνθρωπος γονάτισε στην χωμάτινη οπή, την άγγιξε, έκλεισε τα
μάτια.
Ένα δάκρυ κύλησε, πέρασε το σφαλισμένο στόμα και έσταξε στο
χώμα, μέσα στην τρύπα.
Μονομιάς ο άνεμος έπαυσε. Αν κάποιος παρακολουθούσε τη σκηνή
από μακριά, θα ριγούσε. Κι αν σήκωνε το βλέμμα ψηλά θα τρόμαζε. Ο ουρανός είχε
παγώσει, τα σύννεφα δεν κουλουριάζονταν πια σαν θυμωμένα φίδια, η βροχή είχε
φωλιάσει μέσα τους και δεν τολμούσε να προβάλλει. Κι ακόμα θα έβλεπε τον άνθρωπο
αυτό γονατισμένο στο χώμα, πάνω σε ένα λόφο ερημικό, σε μια παράξενη στάση, σε
μια ένταση υπεράνθρωπη, τεντωμένη χορδή που είναι έτοιμη να σπάσει, τόξο σάρκινο
και ουράνιο μαζί.
Κάποιος ακόμη ερχόταν!
Απ’την αντίθετη πλευρά, την απάνεμη είχε ανέβει και το θέαμα
που παρουσίαζε ήταν τρομερό, αδύνατο να το αντέξεις. Θλίψη
και πόνος ένα ολόγυμνο κορμί, λαβωμένο, μελανιασμένο, σπασμένο στις αρθρώσεις, σαν
παιδικό παιχνίδι.
Ο παρείσακτος πλησίασε με το λαιμό του να κρέμεται πίσω σαν
άχρηστο εξάρτημα και τα χέρια του να αιωρούνται πέρα δώθε.
Ο Άνθρωπος εκεί, γονατιστός ακόμα, δεν έδωσε καμία σημασία.
Δεν χάρισε ούτε ένα βλέμμα στο σάρκινο απομεινάρι ανθρώπου που τον ζύγωνε.
Η κούκλα έφτασε κοντά με τα μέλη της να σπάνε, το ένα μετά το
άλλο λες και απ’τα δάχτυλα ενός γίγαντα. Σωριάστηκε το λυπηρό θέαμα λίγο πιο
κει απ’την τρύπα και το κεφάλι με την πτώση ήρθε μπροστά και κόλλησε ξανά στο
σώμα. Τα χέρια είχαν διαλυθεί, τα πόδια είχαν λυγίσει σε μια φρικαλέα ασχήμια.
Τα μάτια αυτού του κεφαλιού ανοίξαν και καρφώθηκαν στον
Άνθρωπο. Ικεσία και ρίγος, μια ολόκληρη αιωνιότητα σιωπής, το Μέγα Τραύμα… αυτό
ήταν το βλέμμα του πράγματος εκείνου που είχε ακόμη την ψυχή και δεν την είχε. Το
στόμα ήταν κλειστό, τα χείλη ανύπαρκτα, κι αν κραύγαζε το πλάσμα δεν υπήρχε
τρόπος ν’ακουστεί.
Περίμενε όμως.
Περίμενε το Βλέμμα Εκείνου.
Ο Άνθρωπος σπλαχνίστηκε το ιερό της ικεσίας του πλάσματος και
γύρισε το βλέμμα του να το αγκαλιάσει. Κραυγή δεν ακούστηκε μα το λιγδιασμένο
σώμα σπαράχτηκε, τραντάχτηκε το κεφαλάκι του και η γη αποκάτω σείστηκε. Ο
μεγάλος πόνος συγκλόνισε τον Άνθρωπο και δεν απέσυρε το ωραίο του βλέμμα παρά
μονάχα όταν το ανθρώπινο μόρφωμα άρχισε να λιώνει!
Όποιος μπορούσε να δει εκείνη τη στιγμή θα στοιχειωνόταν για
την υπόλοιπη ζωή του. Θα απορούσε πως το σώμα του ανθρώπου αυτού μπόρεσε να
αλλάξει τόσο και να απομείνει ένας τόσο δα σβώλος χώμα!
Κι ύστερα θα απορούσε με τον Άνθρωπο από τη Ναζαρέτ. Γιατί
Εκείνος ήταν που σηκώθηκε απ’τη θέση του, πήρε το λίγο χώμα που ήταν κάποτε ένα
δυστυχισμένο πλάσμα, το έβαλε στις χούφτες του και το έριξε μέσα στην άγια
τρύπα!
Τότε ήταν που ο ουρανός δεν άντεξε άλλο, άνοιξε και σχίστηκε
σε εκατό μεριές, βροχή και θύελλα μαζί και όλα τα φυσικά φαινόμενα, ο τέλειος
παραλογισμός μπορείς να πεις, όλα σε μια στιγμή, ταυτόχρονα!
Κανείς δεν παρατήρησε τον Άνθρωπο από τη Ναζαρέτ να
επιστρέφει.
Με τα αργά του βήματα, αθόρυβος, να εισέρχεται ξανά στο
σπίτι, να μπαίνει στο ταπεινό δωμάτιο, βρεγμένος και ολόστεγνος μαζί να
πλαγιάζει στο στενό του στρώμα και να μυρίζει ο τόπος όλος από άνοιξη και
θάλασσα και χώμα νοτισμένο και φρέσκο χιόνι!
Το απόλυτο αδιέξοδο… τα έγκατα… και το Αχανές…
…όλες οι εποχές του χρόνου και όλες οι μυρωδιές… θεότρελο το
λες, όλες μαζί…
…ταυτόχρονα!