Ο πατέρας μου ήταν λάτρης των ταινιών ‘γουέστερν’. Αγαπούσε βέβαια γενικά τον κινηματογράφο και είναι βέβαιο ότι εκείνος μου μετέδωσε αυτή την αγάπη. Μου μιλούσε για ώρες για τις παλιές ταινίες, τους διάσημους ηθοποιούς και τις ωραίες πρωταγωνίστριες… όταν βλέπαμε μαζί ταινίες στην τηλεόραση μου εξιστορούσε και τα συμβάντα της εποχής, τις περιπέτειες των ηθοποιών, τους μεγάλους έρωτες αλλά και τις σκηνοθετικές αντιλήψεις, τη φωτογραφία και τις σεναριακές ‘ευκολίες’… χωρίς να το θέλω, ή μάλλον, επειδή ακριβώς το ήθελα, άρχισα να εντρυφώ, ως θεατής και όχι ως δόκιμος σκηνοθέτης, σε έναν μαγικό κόσμο…
Όμως, τα γουέστερν παρέμεναν η μεγάλη του, αξεπέραστη αγάπη. Και όχι τόσο οι ‘μοντέρνες’ εκδοχές, τύπου Σέρτζιο Λεόνε με τους μοναχικούς αντι-ήρωες, τη μυθική μουσική του Μορικόνε τα κοντινά, επαφικά σχεδόν πλάνα, την ακούραστη σάρωση της κάμερας 360 μοίρες και την ωμότητα που δεν είχε καμιά υπεκφυγή (αυτά δηλαδή που αγάπησα εγώ). Εκείνος είχε μεγαλώσει με τις επικές, μεγάλες και ‘ηρωικές’ ταινίες του Τζον Φορντ, του Τζον Γουέιν και του Έρολ Φλιν. Αγαπούσε να χάνεται στις μεγάλες επελάσεις του ιππικού της ‘Ελαφράς Ταξιαρχίας’, στο ατελείωτο πιστολίδι μεταξύ ινδιάνων και λευκών, στις θρυλικές κλοπές χρηματαποστολών, στους μοναχικούς ντεσπεράντος που πάντα κρύβουν κάποια πληγή, ένα δράμα, ένα εσωτερικό ανθρώπινο χάσμα…
Τα καλοκαίρια που ψαρεύαμε μαζί, πολλές φορές, στις ατελείωτες ώρες της υπομονής και της ησυχίας της θάλασσας, άρχιζε να μου αναλύει σκηνές, να μου αιτιολογεί τις δράσεις των ηρώων, να μου τεκμηριώνει σκηνοθετικά άλματα που ίσως πρωτογενώς, το μάτι του ‘αμύητου’ δεν μπορεί να συλλάβει. Και κάποια μέρα, το θυμάμαι καλά, μου μίλησε για τον μεγάλο άξονα, τον κινητήριο άξονα όλων αυτών των ταινιών που αν δεν τον αναγνωρίσεις αμέσως, πολλά σου φαίνονται μετά ‘παράλογα’ και απλώς ‘χολιγουντιανά’…
«Ξέρεις λοιπόν από πού ξεκινούν όλες οι ταινίες γουέστερν;» με ρώτησε και με κοιτούσε με σχεδόν παιδιάστικο βλέμμα. Όταν ένας άνθρωπος νιώθει αληθινά οικείος με εκείνο που συζητά ή ασχολείται, όταν βρίσκεται σε έναν βιότοπο αγάπης και ομορφιάς που συνηχείται με τη ψυχή του, έχει ένα άλλο βλέμμα. Έχει μια άλλη έκφραση. Γίνεται ξανά παιδί και για λίγο, είναι όντως ξανά παιδί…
«Η εκδίκηση», απάντησε μετά από λίγο χωρίς να περιμένει και πολύ για μια δική μου απάντηση.
«Σκέψου το λίγο… το πιο ισχυρό, το πιο μεγάλο, το αρχαίο κίνητρο για να δράσει ένας άνθρωπος, να βγεί απ’το κουκούλι του, να ρισκάρει… η εκδίκηση… όλες σχεδόν οι ταινίες έτσι ξεκινούν ή έτσι τελειώνουν…» είπε και σιώπησε…
Ενώ έφερνα στο μυαλό μου κάποιες ταινίες που ήδη είχα δει ως τότε για να επαληθεύσω την σκέψη του, εκείνος συνέχισε…
«Είναι όμως και κάτι ακόμα… μονάχα έτσι ο ήρωας γίνεται συμπαθής, μπορείς να ταυτιστείς μαζί του… αν δεν παλεύει για ένα μεγάλο σκοπό τότε μοιάζει απλά με ένα περιφερόμενο αλήτη της Άγριας Δύσης που πιστολίζει, παίζει πόκερ, πίνει και πηδάει όποιαν βρει μπροστά του… τι είναι αυτό που μεταβάλει έναν σκοτεινό ήρωα σε ένα αληθινό ήρωα; Ο μεγάλος σκοπός… και η προσπάθειά του να τον κατακτήσει!»
Μπορεί να μην ανακαλώ λέξη προς λέξη εκείνα τα λόγια αλλά δεν έχει σημασία. Εντυπώθηκε μέσα μου όλη τούτη η σφραγίδα και με ακολουθούσε πάντα.
Τι είναι εκείνο που μεταρσιώνει το ανίερο σε ιερό και το βέβηλο σε όσιο;
Τι είναι εκείνο που μεταστοιχειώνει το χοϊκό σε πνευματικό και τον εφιάλτη σε όνειρο;
Η Μεγάλη Ιδέα, ο Μέγας Σκοπός… και μαζί…
Το Βλέμμα, το άγγιγμα του Αιώνιου, ο υπερ-αντιληπτικός κόσμος ενός ερωτικού ενοφθαλμισμού όσων στο εδαφικό, γαιώδες και χθόνιο σύμπαν μοιάζουν πεπερασμένα, ασήμαντα, θλιβερά…
Ίσως ο Πλάτων να είχε δίκιο, πέρα από τα Αρχέτυπα και τις Ιδεομορφές δεν υπάρχει στην ουσία καμιά αναζήτηση… αλλά στο δικό μας κόσμο, ό,τι νοηματοδοτεί το βίο δεν μπορεί παρά να έχει τις αναφορές του στο Πρώτο και Μέγιστο και...
Εκεί όπου η ‘εκδίκηση’ είναι η αποκατάσταση του Χρόνου
Και όπου το μαρτύριο της υπομονής για έναν καλύτερο κόσμο, δεν έχει δικαίωση… δεν έχει την ανάγκη καμιάς δικαίωσης...
Εκεί όπου οι ισορροπίες και οι έννοιες δεν αφορούν κανέναν… είναι σε μια γλώσσα ακατάληπτη, απρόσιτη, άηχη…
Στο Γνόφο του Είναι…