Για το διάβασμα στη παραλία
Στο προηγούμενο αποπειράθηκα να εξετάσω την οικογένεια των μεταφορών που συνδέουν (έτσι τουλάχιστον όπως εγώ το αισθανόμουν) την ανάγνωση με το βάδισμα στην πόλη ή στην ύπαιθρο εφόσον, βέβαια, η αλληλουχία των βημάτων μπορούσε ακριβώς να θεωρηθεί περιπλάνηση της συνείδησης του ανθρώπου στο κείμενο του κόσμου, στο οποίο αναφέρονταν οι αρχαίες και κυρίως μεσαιωνικές παραδόσεις και το οποίο εξακολουθούσαν μέχρι πρόσφατα να υπαινίσσονται οι ποιητές.
Επιπλέον, περιττεύει να θυμίσω ότι είναι η ίδια θεώρηση, αν και ολοκληρωτικά αντεστραμμένη, που προωθείται απ' τη μετανεωτερικότητα μέσω της πεποίθησης πως «τα πάντα αποτελούν κείμενο» και πως το κάθε τι που γίνεται αντιληπτό, δηλαδή παρουσιάζεται προικισμένο με μια κάποια δομή, συνιστά εντέλει καθαρή γλώσσα. Απ' όπου τεκμαίρεται ότι, εδώ, θα υποθέταμε μάλλον μια παρωδία περιπάτου, που τη βρίσκουμε εξάλλου αβίαστα στον εγκεφαλικό ή μοιρολατρικό αυτοματισμό με τον οποίο μετακινούνται οι λεγεώνες των τουριστών διαβάζοντας μυωπικά τον χάρτη.
Οδηγώντας τη μεταφορά στα άκρα, θα τολμούσα να πω ότι, κάποτε, η σκοπιμότητα της πεζοπορίας (μυστική ειδικά για να μη χάσει τα θέλγητρά της) προϋπέθετε την πίστη στο θάμπωμα των ματιών είτε απ' τις εκρήξεις της ωραιότητας του τοπίου είτε απ' τους σημειολογικούς αιφνιδιασμούς του αντιθέτου: μιας κουλτούρας της δυστυχίας, της φτώχειας, της ανηθικότητας και της βίας· επρόκειτο ουσιαστικά για το είδος του σοκ που αδυνατείς να νιώσεις σήμερα, αφού εκπαιδεύεσαι να κυκλοφορείς σαν τυφλός και κουφός. Με δυο λόγια, οι άνθρωποι κινούνταν υποπτευόμενοι ότι, στην ακατάστατη αλλά σημαίνουσα ροή των εικόνων, η απόκλιση από το αναμενόμενο περισπούσε την προσοχή, την αιωνίως καθηλωμένη στον θάνατο, κι ότι το ξάφνιασμα, η αναστολή της «λογικής» ακολουθίας των γεγονότων, το σταμάτημα της παρέλασης όλων εκείνων των συναρτήσεων αίτιου/αιτιατού, εξασφάλιζε πίστωση χρόνου -ο χρόνος, τυπικά μηδενικός, αφαιρούνταν από τη μετά θάνατον ζωή.
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς συνειδητοποιώντας ότι, βαθμιαία, το περπάτημα και η ακινησία συγχωνεύθηκαν, περίπου όπως συνέβη με την ανάγνωση και τον (μεταμοντέρνο) «αναλφαβητισμό», των οποίων η ολέθρια συναίρεση οδήγησε στην παντοδυναμία των multiple choices και στα κάθε είδους τεστ ετοιμοπαράδοτης γνώσης προσαρμοσμένης στην περίφημη τριπλή κατανομή των ανακλαστικών ΝΑΙ - ΟΧΙ - ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ. Ομολογουμένως, αυτή η γελοιογραφία των τριών βημάτων της κατανόησης ως αξιών της εμπειρίας που αντηχούσαν στο veni, vidi, vici, λίγο απείχε απ' το να συμπέσει με τα τρία κακά της μοίρας του εγκσυγχρονισμού. Τώρα οι τουρίστες, πρόσφυγες των διαφημιστικών ερειπίων της παγκοσμιοποίησης και νομαδικοί καταναλωτές κάθε φτηνής αξιοθέατης κοινοτοπίας, περπατούν τρόπον τινά ακίνητοι, σε σταθερή απόσταση απ' το κέντρο της έλλειψης ταυτότητας, πέριξ του οποίου στρέφονται, σε άτακτες τροχιές, εκατομμύρια εικόνες παντελώς αδιαφοροποίητες ως προς τη νοηματική τους μηδαμινότητα. Είναι επομένως μάταιο να ψάχνουμε για αποστάσεις στρωμένες με μάρμαρο, όπως το δάπεδο όπου ηχούσαν τα σανδάλια του Ερμή. Οι αποστάσεις τυλίγονται σαν χαλί και τις παίρνεις μαζί σου.
Παρεμπιπτόντως, η συσχέτιση μεταξύ του Ερμή (ως ψυχοπομπού και θεού της γραφής) και του θανάτου ήταν ανέκαθεν αυτονόητη, αφού ο γραφέας, ο ομιλητής, ο χειριστής της γλώσσας, δικαίως λογιζόταν σαν κάποιος που έχει «πεθάνει», παραιτούμενος από την αμιγώς σωματική ύπαρξη του ζώου προκειμένου να αντιληφθεί το Είναι του μέσω των γλωσσικών αναπαραστάσεων. Εξ ου και, στην αρχαιότητα, κάθε περιπατητής λάμβανε μηνύματα από τους τάφους. Αυτό επιβεβαιώνει την αληθοφάνεια της μεταφοράς που σχολιάζω, καθώς οι επιτύμβιες επιγραφές απευθύνονταν στον διαβάτη, τον περαστικό. Διαβάζω, διαβαίνω, διαβιβάζω κ.λπ. -ο διαβάτης (διαβιβαστής) λάμβανε υπ' όψιν τις φωνές των νεκρών και προσανατολιζόταν (γεωγραφικά, συναισθηματικά, ηθικά κ.λπ.), όπως ο αναγνώστης που ακολουθεί τις φωνές των κειμένων, φωνές νεκρών συγγραφέων.
Ετσι, ο Ερμής προστάτευε ξένους, οδοιπόρους, μετανάστες, κυνηγούς και όσους βάδιζαν σε δρόμους και μονοπάτια· τα σταυροδρόμια ήταν τόποι ερμητικής λατρείας, τουτέστιν περιοχές όπου η σήμανση θεωρούνταν ιερή. Οσο για τους λεγόμενους φαλλικούς οδοδείκτες (Ερμείς), που χρησίμευαν επίσης σαν σήματα κτηματικής απαλλοτρίωσης, όχι μόνον δεν ευνοούσαν τη γονιμότητα, όπως νόμιζαν οι αρχαιολόγοι, αλλά θα επαρκούσαν, κάλλιστα, στο να στρέψουν την επαγρύπνηση σε αντικείμενα της ψυχικής και γλωσσικής λειτουργίας που όντως φωτίστηκαν, αιώνες αργότερα, απ' την ψυχανάλυση και τη γλωσσολογία. Αρχικά, αυτά τα λειτουργικά εμβλήματα ήταν σωροί από πέτρες (έρμαια), ενώ υποτίθεται ότι «κάθε οδοιπόρος που περνούσε έριχνε μια καινούρια πέτρα στον σωρό κι έτσι ξαλάφρωνε απ' την κούραση, η οποία μεταβιβαζόταν στην πέτρα που είχε ρίξει» (Ρισπέν). Τέτοια είναι η κόπωση του σημαίνοντος, η κούραση που νιώθουμε διαβάζοντας. Η κούραση που νιώθαμε, κατά το παρελθόν, περπατώντας. Οι προφητείες έλεγαν ότι, στον παράδεισο (ουτοπία, ου-τόπος), δεν θα διαβάζαμε πια, δεν θα υπήρχε τόπος περιπάτου, διότι η λύση του γρίφου που προσανατόλιζε το σύνολο των δυνατών περιπάτων, το σύνολο των διαδρομών της ειμαρμένης ή της ελεύθερης πρωτοβουλίας, θα είχε τελεσιδικήσει. Πράγματι, το βάδισμα του Διογένη του Κυνικού, γνωστού και ως υπηρέτη του Ερμή, δεν έμοιαζε διόλου μ' εκείνο της Περιπατητικής Σχολής.
Ακαταμάχητος συνήγορος των παραπάνω αποδεικνύεται ο Οιδίπους (οιδώ + πους: αυτός που έχει πρησμένα πόδια), αφού, όπως έξυπνα μας υπενθυμίζει ο Σεφέρης, αυτό που σκοτώνει το τέρας (τη Σφίγγα) είναι η εκφώνηση της λέξης άνθρωπος, προφανώς με όλα τα ηθικά και υπαρξιακά συμφραζόμενα. Εννοείται ότι, στο σύμπαν της μεταφοράς (συνεπώς με δεδομένο ότι τίποτα στο γλωσσικό ασυνείδητο δεν είναι συμπτωματικό), αξίζει να προσεχθεί η διάσημη παρετυμολογία σύμφωνα με την οποία η λέξη άνθρωπος σημαίνει αυτόν που (έχει την ικανότητα να) κοιτάζει ψηλά (άνω+θεωρώ), πιθανόν διαβάζοντας τα άστρα, τα σημάδια του ουρανού, όπου «όλα είναι γραμμένα» ως μοίρα, άρα και ως μοίρα της γνώσης (κι όχι απλώς γνώση της μοίρας). Ομως αυτό συνδέεται με μιαν άλλη βαθιά μεταφορά, που η λακωνική σκιαγράφησή της εδώ δεν θα ωφελούσε ιδιαίτερα, οπότε θα περιοριστώ μετά χαράς στο να υπογραμμίσω ότι το αίνιγμα ήταν -ποιο άλλο;- αυτό του βαδίσματος. Στα σύνορα φύσης και πόλης, εκκρεμούσε ένα τρομακτικό ερώτημα σχετικά με το ζώο που περπατάει το πρωί με τέσσερα πόδια, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία (= νήπιο, ενήλικος, γέροντας).
Ωστόσο, πέρα απ' τη συσχέτιση της ψυχικής παρακμής του βαδίσματος με τον τουριστικό αναλφαβητισμό, θα είχα ίσως το δικαίωμα να επαληθεύσω (αρνητικά) την υπό συζήτησιν μεταφορά εξετάζοντας, στον ορίζοντα του μεταμοντέρνου, έναν ολόκληρο αστερισμό συμπτωμάτων -λ.χ. τη λατρεία του catwalk, όπου πανέμορφα αιλουροειδή περπατούν με το βλέμμα καρφωμένο στο πουθενά ως σημείο φυγής ή σημείο σύγκλισης όλων των λιμπιντικών επενδύσεων των θεατών που παρακολουθούν τις νεκροφιλικές τελετουργίες της πασαρέλας κι όπου το βλέμμα και ο κώλος, αν μου επιτρέπετε μια νότα ωμότητας, δηλαδή ο κώλος ως αντίποδας του προσώπου, γίνονται κυριολεκτικά κώλος και βρακί.
Οχι, δεν ζούμε πλέον στις χώρες όπου κάποτε το μέτρο του ποιήματος, ο «πους» (= το πόδι, η μετρική μονάδα), είχε καισαρικές εξουσίες τύπου veni, vidi, vici. Ούτε οι μονάδες μέτρησης του μήκους (πόδες) υπολογίζονται με το μήκος του πέλματος του βασιλιά, τουτέστιν κάποιου που θα εμφανιζόταν ως ιθύνων νους ή εγγυητής του συμβολικού Νόμου. Για να το πούμε κάπως ρομαντικά, χαιρετίζοντας συνάμα τις ινδαλματικές θαλασσογραφίες του Αυγούστου, το πιο γενναίο μεταξύ των αιτημάτων μιας επανάστασης στα ήθη έπρεπε να συνοψίζεται στο σύνθημα: «Οχι βιβλία στην παραλία, αλλά η ίδια η παραλία ως βιβλίο». Δεν θα ήθελες να σου πουν πώς τελειώνει.
Ευγένιος Αρανίτσης
πηγή: Enet