Οι θανατεροί καρποί της μειονεξίας
Δημοσίευση 25/07/2010
«Κλασική Ελλάδα: Εκεί γεννήθηκε ο δυτικός πολιτισμός». Αυτή η φράση διαφήμιζε, για κάποιες μέρες, τον δεύτερο τόμο μιας «Ελληνικής Ιστορίας». Αλλά το κυρίως διαφημιζόμενο ήταν ο ελλαδικός επαρχιωτισμός. Με τη συνεπόμενη (συμπλεγματική) διαστρέβλωση της Ιστορίας.
Για τη λογική του διαφημιστικού συνθήματος η κυρίως αξία και σπουδαιότητα της Κλασικής Ελλάδας είναι ότι «γέννησε» τον δυτικό πολιτισμό. Που σημαίνει: αυτό που μας γυαλίζει, στους επιγόνους, (χάντρες και καθρεφτάκια) το κάνουμε κριτήριο για την αποτίμηση του ιστορικού παρελθόντος, αλλά και για τη συγκριτική αξιολόγηση των πολιτισμών. Θα άξιζε τον κόπο να ξέραμε, τι γνώσεις έχει για την Κλασική Ελλάδα ο «ευρηματικός» διαφημιστής που σκαρφίστηκε το συγκεκριμένο σύνθημα. Τι βιβλία διάβασε, τι πληροφορίες έχει για τις απόπειρες πρόσληψης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς από τη βαρβαρική τότε Δύση, στον σκοτεινό της Μεσαίωνα. Να μας εξηγούσε ο διαφημιστής, τι θεωρεί πανανθρώπινα σημαντικό από τη δυτική κατανόηση και αξιοποίηση της Κλασικής Ελλάδας.
Το πιθανότερο που μπορεί να συνέβη: Ο ευρηματικός διαφημιστής να είναι εν πολλοίς και με καύχηση ανιστόρητος. Να διέβλεψε όμως οξυδερκέστατα ότι η μεγάλη μάζα του ελλαδικού πληθυσμού σήμερα αποκλείεται να ενδιαφερθεί (δεν δίνει δεκάρα) για το τι κατορθώθηκε στην Κλασική Ελλάδα. Και μοναδική δυνατότητα να προκληθεί περιέργεια και να αγοραστεί ο τόμος, θα ήταν να συνδέσει η διαφήμιση κάπως, στο υποσυνείδητο του αποχαυνωμένου ελλαδίτη καταναλωτή, τους «προγόνους» του με την πρώτη ιδέα για μια πόρσε-καγιέν ή για ένα άι-παντ.
Βέβαια, το παραμύθι ότι «εμείς δώσαμε τα φώτα στους Ευρωπαίους», δεν είναι τωρινό. Το πιστεύουν ακράδαντα, εκατόν ογδόντα χρόνια τώρα, οι ενιακόσιοι ενενήντα εννέα στους χίλιους Ελλαδίτες – από τότε που η θεωρία του Κοραή για τη «μετακένωση» έγινε επίσημη και κυρίαρχη κρατική ιδεολογία στο απελευθερωμένο κομμάτι του Ελληνισμού. Ο Κοραϊσμός παγίωσε στους άλλοτε Έλληνες την ανήκεστη μειονεξία του βαλκάνιου Ελλαδίτη επαρχιώτη: Κέντρο της Ιστορίας και του πολιτισμού είναι η Δύση, πρωτεύουσες των «φώτων» το Παρίσι, η Λόντρα, το Βερολίνο, η Βιέννη, η Χαϊδελβέργη, το Μόναχο, σήμερα και κάποια μεγάλα πανεπιστημιακά και τεχνολογικά κέντρα στις ΗΠΑ.
Μέσα σε αυτόν τον εκθαμβωτικό κόσμο «των πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας εθνών» η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μια καθυστερημένη επαρχία, «ψωροκώσταινα» στον αυτεξευτελισμό της μειονεξίας της. Δικό της δεν έχει τίποτα που να αξίζει, το μόνο που έχει αξία είναι ό,τι παράγεται στη Δύση – γενιές ολόκληρες Ελλαδιτών έμαθαν να εκτιμούν μόνο ό,τι ήταν «εφάμιλλον των ευρωπαϊκών». Ακόμα και τη γλώσσα των άλλοτε Ελλήνων πάψαμε να τη διδάσκουμε στα σχολειά, και στο ερώτημα: γιατί ο Παρθενώνας είναι σπουδαιότερο έργο Τέχνης από τον Πύργο του Αϊφελ, ούτε ένας στους χίλιους Ελλαδίτες δεν έχει απάντηση. Γιατί να μας ενδιαφέρει η Κλασική Ελλάδα; Ο,τι είχε να προσφέρει, το αξιοποίησε η Δύση, στη Δύση πρέπει να προλάβουμε να μοιάσουμε «να κόψουμε δρόμο» για να μετάσχουμε στα ηδονικά αγαθά της.
Εκατόν ογδόντα χρόνια παλεύουμε να γίνουμε «Ευρωπαίοι» και τελικά ούτε Ευρωπαίοι είμαστε ούτε πια Έλληνες, αλλά ένα μπάσταρδο είδος τεταρτοκοσμικής υπανάπτυξης. Θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί αλλιώς τα πράγματα; Ναι, αν είχε έγκαιρα πολεμηθεί η μειονεξία. Όχι με ρητορικές υπεραναπληρώσεις και εθνικιστικά φούμαρα, αλλά με τις αυτονόητες πρακτικές που πρόλαβε να εφαρμόσει (όσο πρόλαβε) ο εκτός ελλαδικού κράτους Ελληνισμός: ο αιγυπτιώτης, ο μικρασιατικός, ο κωνσταντινουπολίτικος, της Οδησσού, της Τραπεζούντας. Έλληνες στη γλώσσα, στην εκπληκτική τους παιδεία και στην ιστορική τους συνείδηση, με ταυτόχρονη οργανική πρόσληψη του επικαιρικού πολιτισμού της Δύσης και κοσμοπολίτικη άνεση. Φορούσαν το φράκο ή τη μακριά τουαλέτα στον εξωελλαδικό Ελληνισμό και ήταν άρχοντες, τα φορούσαν οι Ελλαδίτες και ήταν καραγκιόζηδες. Τη διαφορά την κάνει η ταυτότητα: Όταν είσαι κάποιος, πατάς στέρεα σε ιστορική συνείδηση και έμπρακτη μετοχή σε παράδοση πολιτισμού, προσλαμβάνεις ό,τι θέλεις και το κάνεις υπηρετικό των αναγκών σου. Δεν υποτάσσεις τις ανάγκες σου στο πρόσλημμα για να φανείς τάχα πρωτευουσιάνος και εσύ, ο κωμικός μίμος του φανταχτερού που σε θαμπώνει.
Σήμερα πια δεν έχει κανένα νόημα να εξηγήσεις στον επινοητικό διαφημιστή ότι η μεταρωμαϊκή Δύση, που κυριαρχεί πολιτιστικά (και όχι μόνο) σε ολόκληρο τον πλανήτη, γεννήθηκε στους σκοτεινούς μεσαιωνικούς δρυμούς και όχι στην Κλασική Ελλάδα. Στα μέσα του 12ου αιώνα άρχισε να πρωτοσυλλαβίζει σε λατινική μετάφραση (από τα αραβικά) τον Αριστοτέλη αναποδογυρίζοντας τους όρους κατανόησής του. Την ταύτιση του «αληθεύειν» με το «κοινωνείν» τη διέστρεψαν σε πρωτογονισμό ατομοκεντρικής νοησιαρχίας. Το «μεγαλόψυχον» της ελευθερίας το υπέταξαν στην απόλυτη προτεραιότητα του «χρησίμου» που οι Έλληνες το λογάριαζαν βαρβαρότητα. Την πολιτική, από «κοινόν άθλημα» να αληθεύει ο βίος, την αλλοτρίωσαν σε μηχανισμούς θωράκισης ατομοκεντρικών «δικαιωμάτων». Τη μεταφυσική αναζήτηση «νοήματος» της ύπαρξης και της βιοτής τη διαστρέβλωσαν σε επίσης ατομοκεντρική θρησκεία νομικίστικου ηθικισμού και ψυχολογικής αστυνόμευσης.
Να αναλύσει κανείς τέτοιες καισαρικές διαφορές Ελλάδας και Δύσης στον σημερινό Ελλαδίτη, είναι σαν να του μιλάει κινέζικα. Η επίγνωση της διαφοράς, της ενεργητικής ετερότητας, έχει χαθεί, που σημαίνει ότι ο Ελληνισμός ιστορικά έχει τελειώσει. Νομίζουμε ότι περνάμε κρίση οικονομική, δεν μπορούμε ούτε θέλουμε να δούμε ότι ξεπεράσαμε το κρίσιμο όριο αλλοτρίωσής μας. Η ιστορική εξαφάνιση δεν τεκμηριώνεται μόνο με μετονομασίες. Ονομάζουμε ακόμα «Αττική» ή «βόρεια ακτή της Κρήτης» περιοχές ελληνικής γης που τις καταστρέψαμε ολοκληρωτικά και ανεπανόρθωτα – δεν υπάρχουν πια. Τη γλώσσα που κουτσομιλάει ο πρωθυπουργός μας τη λέμε ακόμα «ελληνικά». Το στυγνό πολίτευμά μας, της κομματοκρατίας, το ονομάζουμε ακόμα «δημοκρατία». Τους εγκληματίες αυτουργούς του σκοταδισμού τους λέμε ακόμα «υπουργούς Παιδείας» – και πάει λέγοντας.
Λογικά, θα μπορούσε να αντιπαλέψει το συντελεσμένο ιστορικό μας τέλος ένας ιδιοφυής κοινωνικός αναμορφωτής (όχι ένα κοίτασμα πετρελαίου ή μια φλέβα χρυσού). Αλλά κοινωνικοί αναμορφωτές δεν εμφανίζονται κατά παραγγελίαν. Να συνεχίσουμε να βλέπουμε σε κάθε σπιθαμιαία μετριότητα της επαγγελματικής πολιτικής έναν πιθανό μεσσία και σωτήρα, είναι πια «τέλη επαίσχυντα».
(Γκροτέσκα εικονογράφηση του ιστορικού μας ψυχορραγήματος: η απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να στηρίξει εκλογικά, για δεύτερη τετραετία, τον πιο αδιάντροπα αποτυχημένο δήμαρχο που γνώρισε ποτέ η Αθήνα μετά την κυρία Ντόρα Μητσοτάκη. Τέσσερα χρόνια ανύπαρκτος ως δήμαρχος, έχει ο οιηματίας τα προσόντα και για υπουργός Εξωτερικών στο Ελλαδιστάν, γιατί όχι;).