Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010

απολογισμοί...




Κάθε χρόνο τα ίδια
‘τελειώνει’ ο ένας
‘αρχίζει’ ο άλλος
Ο προηγούμενος δεν μας ικανοποίησε
Δεν μας γέμισε
Δεν μας ξεκούρασε
Όσο θέλαμε
Ο επόμενος
Έχει την υποχρέωση
Να μας ζεστάνει
Να μας ξεχρεώσει
Να μας… δωροδοκήσει

Εκδίκηση θέλουμε
Από τη νέα χρονιά!
Εκδίκηση για όσα δεν έγιναν
Για όσα μας χρωστούσαν
Και δεν μας τα έδωσαν…

Νιάτα
Αγάπη
Αθανασία

Τι ειρωνικό
Ζητάμε από το δήμιο
Να μας δώσει
Εκείνο που εμείς
Του προσφέρουμε πρόθυμα
Σκύβοντας το κεφάλι
Στον κορμό

Τι θέα έχουμε άραγε από κει;

[είναι η περσινή μου ανάρτηση...
την διάβασα
την ξαναδιάβασα...
δεν αισθάνθηκα ότι θέλω να αλλάξω ούτε λέξη...

δυστυχώς...
ή ευτυχώς!]

Τρίτη, Δεκεμβρίου 21, 2010


Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ντουέντε
[αποσπάσματα}
μετάφραση Ολυμπία Καράγιωργα, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείο της "Εστίας", 1998

Κυρίες και Κύριοι,

Από το 1918 που έγινα δεκτός στο "Σπίτι των Φοιτητών" στη Μαδρίτη, ως το 1928 που έφυγα έχοντας συμπληρώσει τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή, έχω ακούσει πάνω από χίλιες διαλέξεις σ' αυτή την ίδια εκλεπτυσμένη αίθουσα όπου σύχναζε η παλιά αριστοκρατία της Ισπανίας για να διορθώσει την επιπολαιότητα που 'φερνε μαζί της γυρίζοντας από τις γαλλικές πλαζ. Με τη βαθιά μου ανάγκη για το φως του ήλιου και τον αέρα, η ψυχή μου γέμισε τόση πλήξη, που φεύγοντας από κει μέσα ένιωσα να με σκεπάζει ένα λεπτό στρώμα στάχτης που λίγο έλειπε να γίνει καυτερό πιπέρι εκνευρισμού. Ε, λοιπόν, όχι. Σήμερα, σ'αυτή την αίθουσα, δε θέλω να μπει η τρομερή αλογόμυγα της βαρεμάρας που δένει κάθε κεφάλι με την άϋλη κλωστή του ύπνου και ρίχνει στα μάτια των ακροατών χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες. Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβυρίνθους δηλητηρίου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας.
Όποιος ταξιδεύει σ' εκείνο το τεντωμένο πετσί ταύρου που απλώνεται ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σίλ και τα ποτάμια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ' ακούσει την έκφραση: "Αυτό έχει πολύ ντουέντε". Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ' έναν άλλο τραγουδιστή: "Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε". Σ' ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ' το βράχο του Χαέν μέχρι τα' όστρακο του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε. κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως… Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ' ό,τι σ' οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το "Νοκτούρνο ντέλ Χενεραλίφε", είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: "Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε". Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια.
Αυτοί οι "μαύροι ήχοι" είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ' όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για "μαύρους ήχους" και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε "μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ".
Έτσι, το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοιαΑυτή η "μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ", είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο το ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν' αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη Διονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια σεγγιρίγια.
Δε θέλω να μπερδέψει κανείς το ντουέντε, που βασικά σημαίνει "άγιο πνεύμα", με το θεολογικό δαίμονα της αμφιβολίας του Λούθηρου, που με μια βακχική σχεδόν μανία του πέταξε ένα καλαμάρι στη Νυρεμβέργη, ούτε με τον Καθολικό δαίμονα, τον καταστρεπτικό κι όχι και τόσο έξυπνο, που μεταμορφώνεται σε σκύλα για να μπει σε μοναστήρια καλογριών. Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριο του τη μέρα που πήρε το κώνειο.
…Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα 'λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσης του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ' ένα ντουέντε. Όχι μ' έναν άγγελο, όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου... Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ' το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ' το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει. Ο άγγελος στο δρόμο της Δαμασκού, ο άγγελος που γλίστρησε μέσα απ' τα ξύλινα ανοίγματα του μικρού παραθυριού στην Ασσίζη κι εκείνος που ακολούθησε τα βήματα του μυστικιστή Χάιντριχ Σούζο, είναι ένας άγγελος που προστάζει και κανείς δεν μπορεί ν' αντισταθεί στη λάμψη του γιατί ανοιγοκλείνει τις ατσαλένιες του φτερούγες στα σύνορα των εκλεκτών.
Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει… Οι ποιητές που εμπνέονται απ' αυτήν, ακούν φωνές χωρίς να ξέρουν από που έρχονται. Έρχονται απ' τη μούσα που τους ενθαρρύνει και καμιά φορά που τους καταβροχθίζει κιόλας. Αυτή ήταν και η περίπτωση του Απολλιναίρ, ενός μεγάλου ποιητή, που τον κατέστρεψε η μούσα, η ίδια εκείνη που ζωγράφισε πλάι του ο θαυμάσιος κι αγγελικός Ρουσσώ.
Η μούσα ξυπνάει την εξυπνάδα και φέρνει μαζί της τοπία με κολόνες και μια ψεύτικη γεύση δάφνης. Πολύ συχνά η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης γιατί μιμείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ΄ ένα θρόνο στημένο σε κοφτερές κι απότομες άκρες κάνοντάς τον να ξεχνάει πως ξαφνικά, από στιγμή σε στιγμή, εκεί που κάθεται, μπορεί να τον κατασπαράξουν τα μερμήγκια ή μια πελώρια ακρίδα γεμάτη φαρμάκι να πέσει πάνω στο κεφάλι του. …Ο άγγελος και η μούσα έρχοντ' απ' έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ' αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια κύτταρα του αίματος. Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δεκάτου ογδόου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
Η αληθινή μάχη είναι το ντουέντε.
Αν θέλει κανείς, ξέρει τον τρόπο να φτάσει στο Θεό. Με την αγριάδα του ερημίτη ή με την κρυφή φωνή του μυστικιστή. Μ' έναν πύργο σαν της Αγίας Τερέζας ή με τα τρία μονοπάτια του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Κι ακόμα κι όταν αναγκαστούμε ν' αναφωνήσουμε με τον Ησαΐα: "Αληθινά, εσύ είσαι ο μυστικός Θεός!", τελικά ο Θεός στέλνει τα πρώτα αγκάθια της φωτιάς του σ' όποιον τον γυρέψει.
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε "σωστοί τρόποι". Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει τον Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια, πως αφήνει το Σίντο Βερνταγκέ ολόγυμνο στον κρύο αέρα των Πυρηναίων, πως σπρώχνει το Χόρχε Μανρίκε να περιμένει το θάνατο στην ερημιά της Οκάνια, πως ντύνει το λεπτοκαμωμένο σώμα του Ρουσσώ στο πράσινο κοστούμι του ακροβάτη και βάζει τα μάτια ενός ψόφιου ψαριού στον κόμη Λωτρεαμόν στο Βουλεβάρτο του πρωινού.
…Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό. Σ' όλους τους αραβικούς χορούς και τ' αραβικά τραγούδια η παρουσία του ντουέντε γίνεται δεκτή με κραυγές: "Αλά! Αλά!", "Θεέ! Θεέ!", που Δε διαφέρει πολύ από το Ολέ της ταυρομαχίας.
Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του ντουέντε χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή "Βίβα Ντίος!", "Ζήτω ο Θεός!", μια βαθιά ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μέσα απ' τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ' αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ' τους επτά του κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.
Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νιώσουν όλοι την επίδραση της - οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση…
…Όλες οι Τέχνες μπορούν να' χουν ντουέντε, το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό - είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν.
…Όλες οι Τέχνες κι όλες οι χώρες είναι ικανές για ντουέντε, για μούσα ή για άγγελο. Η Γερμανία, έξω, από λίγες εξαιρέσεις, κυβερνιέται από τη μούσα. Η Ιταλία έχει μονίμως έναν άγγελο. Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ' το ντουέντε! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής κι αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνια από ξημέρωμα. Μια χώρα θανάτου, μια χώρα ανοιχτή στο θάνατο.
Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν. Πολλοί Ισπανοί ζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ως τη μέρα που θα πεθάνουν και τότε τους βγάζουν έξω στον ήλιο. Σε καμιά άλλη χώρα ο πεθαμένος δεν είναι πιο ζωντανός απ' την Ισπανία. Το προφίλ του κόβει σα κόψη ξυραφιού. Τα αστεία γύρω από το θάνατο και μαζί κι η σιωπηλή τους ενατένιση είναι πράγματα γνωστά στους Ισπανούς. Απ' το "Όνειρο των Νεκροκεφαλών" του Κεβέδο μέχρι το "Σάπισμα του Επισκόπου" του Βάλντες Λεόλ, κι απ' την Μπαρμπέλλα του δέκατου έβδομου αιώνα που πέθανε την ώρα της γέννας στη δημοσιά λέγοντας:
Το αίμα της μήτρας μου
Σκεπάζει τώρα τ' άλογο,
Τα πέταλα του αλόγου σου
Αστράφτουν φωτιά πίσσας…

ως το παλικάρι απ' τη Σαλαμάνκα που σκοτώθηκε τελευταία από ένα ταύρο φωνάζοντας την ώρα που πέθαινε:
Φίλοι πεθαίνω!
Φίλοι την έχω άσκημα!
Τρία μαντίλια
Γέμισαν τα σπλάχνα μου,
Κι αυτό εδώ είν' το τέταρτο…

απλώνεται ένας φράκτης από νιτρικά λουλούδια και πίσω του ένας λαός που ατενίζει σκεφτικά το θάνατο. Ένας λαός που στις πιο δύσκολες στιγμές του εμπνέεται από τους στίχους του Ιερεμία και στις πιο λυρικές από μυροφόρα κυπαρίσσια. Μα ακόμα, ένας λαός που πιστεύει πως ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία κουβαλάει μέσα του τον αμετάκλητο, μεταλλικό αντίλαλο του θανάτου. Το μαχαίρι κι η ρόδα της άμαξας, το ξυράφι και τ' άγρια γένια των βοσκών, το γυμνό φεγγάρι, η μύγα, τα υγρά ντουλάπια, οι ιερές εικόνες οι σκεπασμένες μ' άσπρη νταντέλλα, ο ασβέστης, η γραμμή των γείσων και των τζαμένιων μπαλκονιών στην Ισπανία κρύβουν μια λεπτή χλόη θανάτου καθώς και φωνές και σύμβολα για το άγρυπνο μυαλό ταράζοντας τη μνήμη μας με τον ασάλευτο αέρα π' αφήνει πίσω του το πέρασμα μας.
Ο δεσμός της Ισπανικής τέχνης με τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι μια τέχνη που πνίγεται στ' αγκάθια και στις πέτρες. Ο θρήνος του Πλεμπέριο και οι χοροί του μεγάλου Χοσέφ Μαρία ντε Βαλντεβιέλσο δεν αποτελούν μεμονωμένα παραδείγματα. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση πως απ' όλες τις μπαλάντες της Ευρώπης το ερωτικό αυτό Ισπανικό τραγούδι ξεχωρίζει:
"Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Γιατί δε με κοιτάζεις, πες μου;"
"Κάποτε είχα μάτια να σε δω,
τώρα στη σκιά τα' χω δοσμένα."
"Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Τότε γιατί δε με φιλάς, αλήθεια, πες μου!".
"Κάποτε είχα χείλια για φιλιά,
τώρα στη γη τα' χω χαρίσει."
"Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
Γιατί δεν μ' αγκαλιάζεις, πες μου !"
"Κάποτε είχα χέρια για αγκαλιά,
Τώρα σκουλήκια έχουν γεμίσει."

…Το ντουέντε δεν εμφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα μπαινοβγεί ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και που θα μείνουν για πάντα απαρηγόρητα.
Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δημιουργό σε μιαν αντρίκεια, τίμια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η μούσα κι ο άγγελος αποσύρονται με το βιολί ή με το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει, και στο γιάτρεμα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυμαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου.
Η μαγική ιδιότητα ενός ποιήματος στηρίζεται στη συνεχή παρουσία του ντουέντε έτσι που εκείνος που το αντικρίζει να βαφτίζεται σε σκοτεινά νερά. Γιατί με το ντουέντε είναι πιο εύκολο να νιώσεις και ν' αγαπήσεις και ξέρεις πως και 'σενα θα σε νιώσουν, πως και συ θ' αγαπηθείς. Κι αυτός ο αγώνας για έκφραση και για την επικοινωνία της έκφρασης φτάνει σε στιγμές που παίρνει στην ποίηση τη μορφή μιας πάλης μέχρι θανάτου.
…Είπαμε πως το ντουέντε γυρεύει την πληγή, το χείλος του γκρεμού, κι ότι εμφανίζεται πάντα εκεί που οι μορφές χάνονται η μια μέσα στην άλλη σε μια νοσταλγία βαθύτερη απ' την εξωτερική έκφρασή τους. Στην Ισπανία (όπως και στην Ανατολή, όπου ο χορός είναι εκδήλωση θρησκευτική), το ντουέντε ασκεί απεριόριστη εξουσία πάνω στα σώματα των χορευτών του Καντίθ που ύμνησε ο Μαρτιάλις, στα στήθια των τραγουδιστών που ύμνησε ο Γιουβενάλις και σ' όλη την τελετή της ταυρομαχίας, ενός πράγματι θρησκευτικού δράματος όπου, όπως και στη θεία λειτουργία, λατρεύεται και θυσιάζεται ένας θεός.
Είναι σα να συγκεντρώνεται όλος ο δαιμονισμός του κλασικού κόσμου σ' αυτό το τέλειο θέαμα, σύμβολο του πολιτισμού και της μεγάλης ευαισθησίας ενός λαού που ανακάλυψε τον ωραιότερο θυμό, την ωραιότερη μελαγχολία και τον ωραιότερο πόνο του ανθρώπου. Ούτε στον Ισπανικό χορό ούτε στην ταυρομαχία υπάρχει καμιά διασκέδαση. Το ντουέντε φροντίζει να γεννήσει τον πόνο μέσα στο δράμα, ξεκινώντας από ζωντανές μορφές κι ετοιμάζει τη σκάλα της φυγής απ' την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα…

Σάββατο, Δεκεμβρίου 18, 2010



αίσθηση…

σου είπα
μην αλλοιώνεις τη σιωπή
απόλαυσέ την 
όσο διαρκεί
μην τη λερώνεις
με σταυροφόρες σκέψεις
μη τη διασπάς…

μου είπες
η σιωπή μοιάζει
με σεντόνι 
φτιαγμένο από αγκάθια
έξω
στο ψύχος του κόσμου
εσύ γυμνός
πρέπει να τη φορέσεις
πληγώνεσαι
ματώνεις
αλλά δεν έχεις άλλον εαυτό
κι αν το’θελες
να ακυρώσεις…

σου είπα
έχεις το χέρι
έχεις την αφή
ένα ρίγος αρκεί
να σε μεταμορφώσει
αν είναι παιδί του Απείρου
έτσι δεν είναι;

μου είπες
άσε τις λέξεις
να ανδρώνονται ακέραιες
στη κάθε αυγή
θα έχεις εμένα
θα έχεις το χρόνο
θα έχεις τη στιγμή
άσε τις μέρες
ηλιόλουστες
μεθυστικές
άσε τις φλόγες
από τα δάνεια βράδια
να σε τυλίγουν
άσε τα σώματα
να μας γνωρίσουν τη νύχτα
την αίσθηση άσε
αυτή
την τελευταία
πριν αποχωριστούμε
να μιλά για μας…

Νοε 2009

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010

τι δεν έκανα εγώ;

Περιστατικό πολύ πρόσφατο… σε κάποια στάση της Περαιώς, κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου… μεσημέρι, ψιλόβοροχο, σχετικό κρύο, απεργιακό φόντο, εκνευρισμός παντού ολόγυρα αλλά και προπονημένη υπομονή… σταματάει κάποιο τρόλεϊ… ο οδηγός, φανερά τσιτωμένος, κατεβαίνει από το όχημα για να τοποθετήσει ξανά στη θέση τους τις ‘κεραίες’ της κορυφής που λειτουργούν ως ρευματολήπτες… όσο ο οδηγός κάνει αυτή τη δουλειά, επιβιβάζονται στο –σχεδόν άδειο- όχημα τρεις τσιγγάνες. Η μάνα, η κόρη και ένα μικρό κοριτσάκι. Η μάνα έχει μαζί της μια ιδιότυπη αποσκευή με ροδάκια πάνω στην οποία έχει φορτώσει τα πάντα… σακούλες με φρούτα, ρούχα, χίλια δυο… ο οδηγός ολοκληρώνει τη δουλειά του και επιστρέφει σχεδόν… αχνίζοντας στο όχημα… καθώς περνάει, βλέπει τις γυναίκες και το υπερφορτωμένο καροτσάκι της μητέρας. Τρελαίνεται, μπουκάρει και με πολύ άγριο ύφος της ζητά να κατέβει. ‘Απαγορεύεται να κουβαλάς εδώ μέσα όλα αυτά! Είναι για ανθρώπους το τρόλεϊ!!’, της φωνάζει σχεδόν στ’αυτιά της. Η γυναίκα αρχίζει να διαμαρτύρεται, αρχικά με ήπιο τόνο, αργότερα φωνάζοντας κι αυτή. Ο ‘διάλογος’ παίρνει τη μορφή άγριου καβγά. Ο οδηγός αρνείται να ξεκινήσει αν δεν κατέβει η τσιγγάνα με τα πράγματα. Η κόρη με το κοριτσάκι ήδη έχουν κατέβει. Τι κάνει ο υπόλοιπος κόσμος;
Από τους εντός του τρόλεϊ, ένας νεαρός άντρας επιτίθεται φραστικά στον οδηγό ‘μίλα της καλύτερα!’, ‘κλείσε το στόμα σου εσύ!’, απαντά ο ‘μάχιμος’ οδηγός. Η τσιγγάνα δεν το βάζει κάτω. ‘Η Αλβανία σου καθαρίζει το σπίτι’, ‘πάρε τις βρωμιές σου και δρόμο!’, ‘βρωμιάρης είσαι εσύ!’, ‘δεν θα κάνουμε άλλη συζήτηση, έξω είπα!’, ‘όχι, έχω εισιτήριο’… χάος…

Επαναλαμβάνω… τι κάνει ο κόσμος;

Εκτός από το νεαρό στο όχημα που εξακολουθεί να το παλεύει με τον οδηγό να έχει δυο μέτωπα να αντιμετωπίσει, κανείς άλλος δεν έβγαλε μιλιά… όσοι είναι στη στάση απλώς παρακολουθούν… οι περισσότεροι μάλλον αιφνιδιασμένοι από την σφοδρότητα της λεκτικής επίθεσης του οδηγού, άλλοι εκνευρισμένοι που το τρόλεϊ εμποδίζει τη ροή…
Η γυναίκα κατεβαίνει. Βρίζοντας, φωνάζοντας… το μικρό κοριτσάκι έχει βάλει τα κλάματα και κρύβεται στην αγκαλιά της μάνας του.
Ο οδηγός τελικά κάθεται στη θέση του και το τρόλεϊ παίρνει τη πορεία του.
Περνούν λίγα λεπτά μόνο και οι τρεις γυναίκες χαμογελώντας αρχίζουν να λένε άλλα πράγματα. Η γυναίκα με το καρότσι που και που πετάει κανένα ‘Γαλλικό’ για τον οδηγό κοιτάζοντας στα μάτια όλους εμάς. Όλους εμάς που αποφεύγουμε να την κοιτάξουμε.
Στο επόμενο λεωφορείο, η τσιγγάνα, με τσαμπουκά μπαίνει και κανείς δεν της δίνει ιδιαίτερη σημασία.

Το μέγιστο ερώτημα με βασανίζει από κείνη την ώρα…
Όχι τι έκαναν οι άλλοι…
Όχι τι δεν έκαναν οι άλλοι… τι δεν έκανα εγώ;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 12, 2010




...Είχ'ένα ανεξήγητο σύμπλεγμα από αισθήματα:
αγαπούσε πολύ και μισούσε πολύ,
ερευνούσε πολύ, εδίσταζε πολύ...
Η σιωπή του έδινε αφορμή στις φλυαρίες των άλλων...
Ποιος να'τανε ο άγνωστος αυτός;...
Μισούσε τάχα τους ανθρώπους; Κι όμως μερικοί λέγανε
ότι με εύθυμη παρέα γινότανε εύθυμος
Αλλά ομολογούσαν ότι κοιτάζοντας από κοντά
το γέλιο του, έβλεπες συχνά πως
ήταν ένας σαρκασμός...
Ποτέ δε φάνηκε χαμόγελου λάμψη στα μάτια του
Ήταν γλυκιά, ωστόσο η ματιά του...
Θα'λεγε κανείς πως μια αιώνια θλίψη γεννούσε
στη ψυχή αυτή το μίσος, ακριβώς επειδή
είχε πολύ αγαπήσει.
Έτρεφε για όλα άγρια καταφρόνια
Σα να'ταν -χτυπημένος απ'τη πιο μεγάλη συμφορά-
ξένος στον κόσμο αυτό των ζωντανών ανθρώπων,
πνεύμα περιπλανώμενο, που το'χε κάποιο άλλο εκθρονίσει...
George Gordon Noel
Lord Byron
("Lara")

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 09, 2010

(φανταστικές συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους)



ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΡΙΣΝΑΜΟΥΡΤΙ
Το να συναντήσεις μια τόσο ξεχωριστή, ιδιόρρυθμη αλλά και βαθιά απλή προσωπικότητα -με το ουσιαστικό περιεχόμενο της λέξης- όπως ο Τζίντου Κρισναμούρτι, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Κι αυτό όχι γιατί ο άνθρωπος Κρισναμούρτι είναι περίεργος ή σνομπ, κάθε άλλο. Αλλά γιατί και μόνο η μυθολογία που τυλίγει σαν αύρα τον σπάνιο αυτό άνθρωπο σε φέρνει σε δύσκολη θέση και σε υποχρεώνει να τον προσεγγίσεις με προσεκτικά βήματα. Ο ίδιος απορρίπτει κατηγορηματικά και, πολύ αυστηρά θα έλεγα, τον τίτλο του 'διδασκάλου'. Το ίδιο "απόλυτος" είναι για όλους τους τίτλους που του δόθηκαν κατά καιρούς από δημοσιογράφους, εσωτεριστικές οργανώσεις και μεμονωμένους διανοητές που τον γνώρισαν ή και έζησαν για κάποιο διάστημα μαζί του -"Γκουρού", "Σανυάσιν", "Μεσσίας", "Μαιτρέγια", "Μαχάτμα", κλπ.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Η συνάντησή μας είχε κλειστεί από κάποιον στενό φίλο του Κρισναμούρτι σε κάποιο ακριβό ξενοδοχείο του Άμστερνταμ, μία ημέρα πριν την έναρξη κάποιου νέου κύκλου ομιλιών σε ολόκληρη την Ολλανδία. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '80 και ο Κ. έχει διανύσει κιόλας περισσότερα από 40 χρόνια όπου σε ανοιχτές ομιλίες, μέσα από τα βιβλία του που μεταφράζονται πια σε ολόκληρο το κόσμο και από τηλεοπτικές ακόμη συνεντεύξεις, περνάει το μήνυμά του, την ανατρεπτική και επαναστατική του σκέψη, την "αιρετική" του βιοφιλοσοφία. Ο περίεργος Ινδός που κάποτε υπήρξε η ενσάρκωση του "τελευταίου Βούδα" και η μεγάλη ελπίδα της τρομερής Θεοσοφικής Εταιρίας για τον 20ο αιώνα, ο άνθρωπος με τα υπέροχα και διεισδυτικά μάτια, και τις απαλές και αρμονικές κινήσεις που γοητεύει όποιον κι αν συναναστραφεί μαζί του έστω και για πέντε λεπτά, δέχθηκε να μιλήσει μαζί μου και αυτό θεώρησα πως ήταν μια ξεχωριστή τιμή.
Η σουίτα του 3ου ορόφου στην οποία θα διέμενε για λίγες ημέρες ο Ινδός δάσκαλος ήταν άνετη, φωτεινή και απέριττη. Ο Κρισναμούρτι με υποδέχθηκε ευγενικά, με άψογους Λονδρέζικους τρόπους και επίσης καθαρά αγγλικά που έκαναν τα δικά μου να μοιάζουν με άναρθρες κραυγές!
Στο τραπέζι του σαλονιού είχε ήδη προσφερθεί τσάι και κάποια νόστιμα Ολλανδικά σοκολατάκια που τα τίμησα δεόντως!
Δέχθηκε πρόθυμα την παρουσία μαγνητοφώνου και αφού καθίσαμε ο ένας απέναντι στον άλλο, ζήτησε ευγενικά αλλά και με ενδιαφέρον πρόδηλο να μάθει για μένα...

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
             ΚΡΙΣΝΑ: "Μου ανέφεραν ότι είστε Έλληνας. Αυτό με χαροποιεί γιατί μου υπενθυμίζει την πανέμορφη αλλά και σπουδαία πατρίδα σας".
            "Την οποία, γνωρίζω πως έχετε επισκεφθεί ήδη από πολύ παλιά, έτσι δεν είναι;"
            ΚΡΙΣΝΑ: "Ναι, και επιθυμώ να ξανάρθω, όποτε μπορέσω".
            "Αυτό θα χαροποιούσε, σας διαβεβαιώ και πάρα πολλούς που σας διαβάζουν και σας αγαπούν, τολμώ να πω, δάσκαλε".
            ΚΡΙΣΝΑ: "Ήδη χρησιμοποιήσατε δυο τόσο δύσκολες και, ακόμη, κακοποιημένες λέξεις. Δάσκαλος και αγάπη. Αλλά, ας μην θέσω εγώ το σχήμα της συζήτησης αλλά εσείς. Σας ακούω λοιπόν".
            "Επιτρέψτε μου να μείνω για λίγο στην Ελλάδα. Η πρώτη σας επίσκεψη έγινε πριν πολλά χρόνια, το 1930 και ενώ έχει προηγηθεί ένα χρόνο πριν περίπου, η περίφημη ομιλία σας, εδώ, στην Ολλανδία, που ξεκίνησε με την περίφημη φράση: 'Η Αλήθεια είναι μια χώρα προς την οποία δεν υπάρχει δρόμος ή μονοπάτι...' και δια της οποίας ουσιαστικά, ο ομφάλιος λώρος με την Θεοσοφική Εταιρία[1] κόπηκε για πάντα. Πέστε μου όμως για την πρώτη σας επίσκεψη στην Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Είχατε εκφραστεί με πολύ θερμά λόγια τότε για τα όσα είδατε και αισθανθήκατε στον Ιερό Βράχο[2]"
            ΚΡΙΣΝΑ: "Ακόμη έχω ξέρετε, τα ίδια συναισθήματα που είχα εκείνη την ημέρα στον 'Ιερό Βράχο' όπως είπατε, της Ακρόπολης. Η πρώτη μου εκείνη επίσκεψη μου έδωσε την υπέροχη αίσθηση μιας ανάτασης, μιας ιερότητας αλλά όχι με την έννοια που τόσο έχει κακοποιηθεί και χρησιμοποιείται ξέρετε, από όλους πια. Γιατί ο Βράχος αυτός είναι αλήθεια ιερός επειδή, κάθε βράχος είναι ιερός. Ή όλα είναι ιερά ή τίποτε δεν είναι ιερό..."
            "Πριν έρθω στην Ολλανδία γι'αυτή τη συνέντευξη, όπως φαντάζεστε έκανα πολλή δουλειά. Μελέτησα τα βιβλία σας -αν και αυτό είναι κάτι που κάνω από χρόνια με τα όποια βιβλία σας έχουν εκδοθεί στην γλώσσα μας-, συνέλεξα όσες περισσότερες πληροφορίες είχα για τη ζωή σας και ομολογώ, πως το 'φαινόμενο Κρισναμούρτι' απέκτησε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα μου..."
            ΚΡΙΣΝΑ: "Ένα λεπτό, σας διακόπτω γιατί έχει σημασία. Είπατε τη λέξη 'φαινόμενο'. Αυτό τι σημαίνει; Κάτι ξεχωριστό; Κάτι ιδιαίτερο απ'αυτό που είστε εσείς ή ο πατέρας σας ή ο αδερφός σας; Τι σημαίνει η λέξη φαινόμενο, που είναι ελληνική, σωστά;"
            "Μα, νομίζω πως, έτσι κι αλλιώς είστε κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό αφού οι ομιλίες σας συγκεντρώνουν χιλιάδες κόσμου και τα βιβλία σας..."
            ΚΡΙΣΝΑ: "Δεν μου απαντήσατε και πρέπει να σας διακόψω πάλι. Έχει σημασία να στεκόμαστε σε ό,τι μπορεί να δημιουργεί παρεξηγήσεις. Επειδή συγκεντρώνονται χιλιάδες άνθρωποι και ακούν ένα Ινδό γέρο να μιλάει για το διαλογισμό ή για την πλάνη της σκέψης ή για το θάνατο, αυτό σημαίνει ότι ο Ινδός αυτός είναι κάτι ξεχωριστό σε σχέση με εσάς ή τον γείτονά σας; Καταλαβαίνετε που θέλω να επιμείνω; Παρακαλώ, μην προσπερνάτε 'ελαφρά' αυτά τα ερωτήματα γιατί τότε γίνεστε κι εσείς απλά ένας ακόμη 'ακροατής' που ήρθε να περάσει την ώρα του ή ένας 'αναγνώστης' που πήρε ένα ακόμη βιβλίο για να το βάλει στη βιβλιοθήκη του..."
            "Μα, νομίζω κι εσείς έχετε μιλήσει για τον εαυτό σας παλαιότερα και αρκετές φορές, θεωρώντας ουσιαστικά πως είστε ένα 'όχημα', ένα 'σκεύος εκλογής', όπως θα λέγαμε στην Ορθόδοξη χριστιανική ορολογία, για την εκπλήρωση του θεϊκού Σχεδίου ή κάπως έτσι..."
            ΚΡΙΣΝΑ: "Αυτό έχει πια τελειώσει, αυτή η συζήτηση εννοώ για το 'όχημα' που υποτίθεται ανακάλυψε κάποτε ο Λιντμπίτερ[3] και πίστεψε ότι είναι το 'μέσον', ο 'διάμεσος' για να μιλήσει κάποιος Διδάσκαλος, ο Μαϊτρέγια ή όποιος άλλος θέλετε εσείς. Όλα αυτά είναι γνωστά, έχουν συζητηθεί. Σε τι αλλάζει όμως αυτό εσάς ή τον όποιο τα ακούει αυτά; Σε τι άλλαξε η ζωή σας αν ξέρετε ότι ο Κρισναμούρτι είναι ή δεν είναι αυτό το όχημα ή το 'σκεύος εκλογής' που είπατε; Σε τι άλλαξε ο κόσμος επειδή μελετά την Βίβλο και τις Ουπανισάδες και τι προσφέρουν οι θεολόγοι, οι γκουρού, οι κάθε είδους δάσκαλοι σε σας με το να προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Ιησούς υπήρξε και ο Βούδας υπήρξε και έκαναν θαύματα και ήταν εκείνο ή το άλλο; Η ίδια αθλιότητα που υπήρχε στη ζωή σας -συγνώμη, απλά σας φέρνω ως παράδειγμα- πριν υπάρχει και μετά αυτή τη γνώση. Έτσι δεν είναι;"
            "Ναι, αλλά..."
            ΚΡΙΣΝΑ: "Προσέξτε, είμαστε σε κάποιο κρίσιμο σημείο. Εάν σας διαβεβαιώσω πως πράγματι ο επίσκοπος Λιντμπίτερ και η Μπέζαντ[4] και όλοι αυτοί της Θεοσοφικής Εταιρίας είχαν δίκιο και ο άνθρωπος που σας μιλάει ήταν το όχημα αυτό και όλες αυτές τις θεωρίες, εσείς σε τι γίνατε εξυπνότερος; Αγαπάτε περισσότερο τώρα από πριν; Είστε πιο ευφυής; Είστε ελεύθερος; Είστε διαφορετικός; Δεν συνεχίζετε την βία; Δεν συνεχίζετε την εξάρτηση; Δεν συνεχίζετε την θλίψη; Η γνώση αυτή δεν σας απελευθέρωσε, αντίθετα, σας έδεσε ακόμη περισσότερο στην σύγκρουση και την απάτη. Χωρίς αυτή τη γνώση ίσως να είστε καλύτερα αλλά με αυτή τη γνώση είστε σίγουρα δέσμιος και όποιος είναι κυνηγός των γνώσεων δεν μπορεί να βρει τίποτε από το Άγνωστο, το Αληθινό, βρίσκει ξέρετε μονάχα ό,τι αναμένει να βρει, το γνωστό, αυτό που είναι στο χτες. Κι εμείς, στις ομιλίες μας, αν έχετε παραστεί ποτέ, εργαζόμαστε σε άλλη κατεύθυνση..."
            "Έχετε διαβάσει όμως κι εσείς, έστω στη νεότητά σας, σούτρες του Βούδα, την Βίβλο και τον Αριστοτέλη. Έτσι δεν είναι; Πιστεύετε ότι δεν πρέπει να διαβάζει κανείς τίποτε;"
            ΚΡΙΣΝΑ: "Όχι, δεν λέω αυτό. Δεν με ενδιαφέρει αν πρέπει ή δεν πρέπει να διαβάζει ή να πηγαίνει στην εκκλησία του ή να ακούει τον παπά του ή να νηστεύει 40 μέρες. Προσέξτε, είναι βαθύτερο το θέμα. Αυτό που ανακάλυψε ο Γκαουτάμα κάποτε δεν μπορεί να σας το μεταδώσει, δυστυχώς, όσο κι αν θέλει, ούτε εκείνος, ούτε ο Δαλάι Λάμα, ούτε κανείς. Αυτό που ανακάλυψε ο Γκαουτάμα τον απελευθέρωσε και εκεί τελείωσε το πράγμα, καταλαβαίνετε; Εκείνος το ανακάλυψε και εκείνος είναι ελεύθερος. Αν το ανακαλύψετε κι εσείς θα είστε κι εσείς ελεύθερος. Μα, δε θα μπορείτε μετά να το μεταδώσετε στον αδερφό σας. Θα πρέπει κι εκείνος να το ανακαλύψει μόνος. Όμως, επειδή συμπονάτε τον αδερφό σας που ενώ εσείς είστε ελεύθερος, εκείνος βρίσκεται ακόμη δέσμιος, μπορείτε απλά να τον ταρακουνήσετε λίγο, να τον σπρώξετε ίσως, να τον βοηθήσετε, αλλά εσείς δεν μπορείτε να τον ελευθερώσετε. Αυτό είναι όλο το θέμα και δεν χωράει καμιά παρερμηνεία, θεολογία και άλλες φιλοσοφίες. Το να φιλοσοφώ περί ελευθερίας, δεν σημαίνει ότι είμαι ελεύθερος. Το να γράφω βιβλία για τον Ιησού δεν σημαίνει ότι έχω βιώσει τίποτα απ'αυτά που βίωσε ο Ιησούς. Ακόμα κι αν μου πει κάποιος ότι ο Ιησούς επανενσαρκώθηκε και είναι ο περιπτεράς της γειτονιάς μου, εμένα δεν θα με ωφελήσει σε τίποτα, απλά, κάθε φορά που πια θα αγοράζω τσιγάρα ή περιοδικά, θα τον κοιτάζω με δέος και θα λέω από μέσα μου: 'είναι άραγε ο Χριστός αυτός ο άνθρωπος;' Καταλαβαίνετε πόσο ανόητος θα έχω γίνει!"
            "Άρα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι σκοπός των ομιλιών και των βιβλίων σας είναι η λειτουργία του περίφημου 'καθρέφτη' που είπατε κάποτε; Ότι δηλαδή, εσείς λειτουργείτε σαν καθρέφτης που ο άλλος βλέπει μέσα του τον εαυτό του;"
            ΚΡΙΣΝΑ: "Και όταν φτάσει στο σημείο να σπάσει τον καθρέφτη τότε, ούτε εγώ είμαι αναγκαίος -στην ουσία ποτέ δεν ήμουν- ούτε εκείνος θα με θυμάται πια! Όταν θα σπάσει τον καθρέφτη θα είναι ελεύθερος!"
            "Αυτή η ελευθερία όμως, για την οποία μιλάτε συχνά και είναι αξονικό θέμα στα βιβλία σας, τελικά, αναρωτιέμαι, δεν αφήνει τον άνθρωπο μόνο; Δεν του αφαιρεί κάθε ελπίδα για το Θεό, την 'μέλλουσα ζωή', για την 'μετενσάρκωση' ή ό,τι άλλο; Η απόλυτη ελευθερία, τελικά, δεν ισοδυναμεί με την απόλυτη μοναξιά;"
            ΚΡΙΣΝΑ: "Και γι'αυτό έχω ανάγκη από τον ιερέα, τον γκουρού, τον δάσκαλο. Επειδή συνειδητοποιώ ότι χωρίς αυτούς είμαι ένα τίποτα, ένα μηδέν. Να ο πυρήνας της αθλιότητας και της σκλαβιάς. Προτιμώ να είμαι σκλάβος αλλά ασφαλής στα δεσμά μου παρά ελεύθερος αλλά μόνος, αυτό δεν λέτε; Ναι, αλλά τότε ας μην ψάχνει κανείς να βρει τα αίτια των πολέμων, της ανισορροπίας, των ψυχολογικών παθήσεων, των ναρκωτικών και όλων αυτών. Κι όμως, σας λέω, πως στην ελευθερία αυτή δεν υπάρχει μοναξιά, υπάρχει αγάπη και νοημοσύνη. Μια ιδιαίτερη ποιότητα αγάπης, μια ιδιαίτερη ποιότητα πάθους που δεν συγκρίνεται με τίποτα. Κι όμως, όσες χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι επινοούν θεούς και ιερατεία και θρησκείες, τι έγινε; Οι πόλεμοι, η δυστυχία και η αθλιότητα επικρατούν σε όλο το πλανήτη. Οι θρησκείες αντί να ενώσουν τους ανθρώπους τους χώρισαν και τους εξοντώνουν. Που είναι η αγάπη του Θεού σε όλα αυτά; Ποιο είναι το 'θεϊκό Σχέδιο' που αναφέρατε πιο πριν σε όλα αυτά;"
            "Βλέπω ότι σιγά σιγά ο χρόνος που μου έχει διατεθεί ολοκληρώνεται και, είναι αλήθεια ότι αισθάνομαι πως η συζήτηση βρίσκεται σε πολύ ενδιαφέρον σημείο και μου έχουν γεννηθεί άπειρες ερωτήσεις. Θα περιοριστώ σε μια ή δυο για να μην σας κουράσω. Ένα από τα κομβικά σημεία όλων των βιβλίων σας είναι η απουσία παρηγορίας και η απουσία κάθε μεταφυσικής. Άρα η απουσία ελπίδας και 'παραμυθίας' βάσει της χριστιανικής ορολογίας τουλάχιστον. Τελικά, επιτρέψτε μου να θέσω ευθέως το ερώτημα, υπάρχει Θεός;"
            ΚΡΙΣΝΑ: "Αυτό δεν είναι το κρίσιμο ερώτημα, παρακαλώ μη θεωρήσετε ότι προσπαθώ να αποφύγω την απάντηση. Μου το έχουν θέσει τόσες φορές, ξέρετε. Προσπαθούν να πάρουν ένα 'ναι' ή ένα 'όχι' ώστε να πουν ότι ο 'Κρισναμούρτι είναι ένθεος' ή ότι 'είναι άθεος'. Και στην πατρίδα μου, όποτε πηγαίνω και μιλώ, τα ίδια συμβαίνουν και αλλού, όπου πάω. Αλλά, αυτό δεν είναι το κρίσιμο ερώτημα. Και δεν αλλάζει πολλά αν σας πω εγώ ότι υπάρχει ή όχι. Αυτό που αλλάζει τα πάντα και μάλιστα αμέσως, είναι το να σταματήσω να ερευνώ φιλοσοφικά και ακαδημαϊκά και να δω, απλά να δω, τι είναι αυτό που γεννά τα ερωτήματα και δίνει τις απαντήσεις.Με το που καταφέρω να δω, όλα έχουν αλλάξει. Είμαι γεμάτος από μια κατανόηση, μια επίγνωση καλύτερα που είναι γεμάτη ενέργεια, γεμάτη φως! Δεν είναι εύκολο αυτό, αλήθεια δεν είναι. Όμως δεν είναι ακατόρθωτο, δεν απαιτεί να κάνετε γιόγκα ή να επαναλαμβάνετε κάποιο μάντραμ ή κάτι άλλο. Δεν απαιτεί παρά να αφεθώ για να δω στην ολότητά του το μηχανισμό του νου και είμαι πια εντελώς απελευθερωμένος από ερωτήματα και απαντήσεις που το ένα γεννάει το άλλο κλπ. Ουσιαστικά, πια, δεν με ενδιαφέρει τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει, καταλαβαίνετε; Έχω πλέον επίγνωση της κίνησης του εαυτού μου, ξέρω πια, είμαι γεμάτος ενέργεια. Και αυτό δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή μιας άλλης ζωής που είναι γεμάτη αγάπη και ευαισθησία, πάθος και δράση".
            "Και έρχομαι σε κάτι τελευταίο. Ξέρω ότι δεν έχετε σχηματίσει κάποιο 'Κύκλο Μαθητών', κάποια 'Σχολή' ή κάτι ανάλογο. Επίσης γνωρίζω ότι δεν θέλετε να αφήσετε κάποιον διάδοχο, κάποιο συνεχιστή της διδασκαλίας σας. Κάποια παρακαταθήκη όμως σκοπεύετε να αφήσετε προς τις μελλοντικές γενιές; Κάποια πνευματική κληρονομιά, ας πούμε ή κάτι ανάλογο;"
            ΚΡΙΣΝΑ: "Αυτά που λέω συνέχεια, αυτά που σας είπα σήμερα, αυτά που περιέχονται στα βιβλία μου. Αρνηθείτε όποιον ισχυρίζεται πως κατέχει τη Γνώση και θέλει να σας την 'πουλήσει' ή να σας την 'χαρίσει'. Αρνηθείτε όποιον σας σερβίρει έτοιμη τροφή, είτε είναι πνευματική είτε όποιας άλλης μορφής. Αρνηθείτε τους 'σοφούς' και τους 'δασκάλους' που ισχυρίζονται ότι έχουν τα κλειδιά του Παραδείσου ή της Νιρβάνα. Τα κλειδιά τα έχετε εσείς. Βρείτε τα, χρησιμοποιείστε τα, ανοίξτε τα κελιά που σας έχουν αιχμαλωτίσει 5000 χρόνια τώρα και ελευθερωθείτε!"
           
* * *

[1]Η Παγκόσμια Θεοσοφική Εταιρία, ιδρύθηκε το 1875 στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ από την περίφημη Ρωσίδα μυστικίστρια και πνευματίστρια H.P.Blavatsky και τον συνταγματάρχη του Αμερικανικού Εμφυλίου H.S.Walkott με βασικό σύνθημα την 'δημιουργία του πυρήνα της Παγκόσμιας Πανανθρώπινης Αδελφότητας'. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια Εσωτεριστική Οργάνωση δομημένη στα πρότυπα του Ελευθεροτεκτονισμού με επιρροές από τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό και με καθαρά συγκρητιστική διδασκαλία που περιελάμβανε την 'μυστική γνώση' της Αιγύπτου, της Ελλάδας, της Καμπαλά, των Γνωστικών κ.α. Πολύ σύντομα απέκτησε μεγάλη δύναμη και χιλιάδες οπαδούς στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη ενώ αργότερα η έδρα της μετεφέρθη στο Αντιάρ της Ινδίας. Παράρτημά της εξακολουθεί να λειτουργεί στην Ελλάδα.
[2]Σε ένα γράμμα του στην Λαίδη Έμιλυ από την Αθήνα, μεταξύ άλλων ο Κρισναμούρτι αναφέρει: "Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τόσο όμορφο, απλό και δυνατό, όσο ο Παρθενώνας. Ολόκληρη η Ακρόπολη είναι εκπληκτική, σου κόβει την ανάσα, και όλα τα άλλα που έχουν σχέση με την έκφραση του ανθρώπου είναι χυδαία, μέτρια και γεμάτα σύγχυση. Τι άνθρωποι ήταν αυτοί οι λίγοι Έλληνες! Πρέπει να τον δει κανείς για να καταλάβει ότι κάθε τι άλλο που δεν βαδίζει στο δρόμο της αιωνιότητας είναι ασήμαντο, γελοίο και ανόητο...". Στην πρώτη του αυτή επίσκεψη στην Αθήνα, ο Κρισναμούρτι ήταν 35 χρόνων.
[3]C.W.Leadbeater. Ένα από τα ηγετικά στελέχη της Θ.Ε. ουσιαστικά δεύτερος τη τάξη μετά την Α.Μπέζαντ. Μυστηριώδης και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με υποτιθέμενες σημαντικές αποκρυφιστικές και πνευματικές ικανότητες και δυνάμεις. Είναι ο άνθρωπος που "ανακάλυψε" τον Κρισναμούρτι στο Αντιάρ της Ινδίας το 1909 και είναι εκείνος που πρώτος υποστήριξε ότι το 14χρονο παιδί θα γινόταν το ανθρώπινο όχημα για τον 'Κύριο Μαϊτρέγια', τον Παγκόσμιο Διδάσκαλο, τον οποίο η Θ.Ε. πρέσβευε ότι θα ενσαρκωνόταν στον 20ο αιώνα ως νέος Βούδας ή νέος Μεσσίας για να οδηγήσει την ανθρωπότητα.
[4]Annie Besant. Μετά τον θάνατο της Μπλαβάτσκυ το 1891 και του Ουόλκοτ το 1907 έγινε η επόμενη πρόεδρος της Θ.Ε. Συνδέθηκε πολύ συναισθηματικά με τον νεαρό Κρισναμούρτι -ο οποίος την αποκαλούσε 'άμα', μητέρα δηλαδή- και ήταν αυτή που κινητοποίησε όλο το μηχανισμό της πανίσχυρης ακόμη και πλούσιας Θ.Ε. για να προπαγανδίσει την έλευση του Μαϊτρέγια διά του οχήματός του, του Κρισναμούρτι.