Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2025

Υπάρχουν νάρκες που επιλέγεις να μην δεις...

 


Άκουσα εκείνον που έλεγε
Με νάρκωσε αυτή η αγάπη…
Άκουσα εκείνην
Με εκδικήθηκες με το επίμονο βλέμμα σου… ήμουν γυμνή πάντοτε μπροστά σου…
Άκουσα κάποιον ακόμα
Αυτό που λατρέψαμε στους Ήρωες ήταν ότι κατέκτησαν το δικαίωμα να πεθάνουν… δεν σύρθηκαν ως το κατώφλι του τέλους… ζηλέψαμε ότι εφέλκυσαν το κινδυνώδες του βίου αλλά περισσότερο το ιερό τους διάσημο… αυτό του θανάτου μετά από μια πλήρη ζωή…
Κι ακόμα έναν
Ο χριστιανισμός δεν θα παρακμάσει ποτέ… θα τελειώσει μαζί με τον άνθρωπο… ούτε στιγμή πριν… γιατί ταιριάζει απόλυτα με το ψυχισμό του ανθρώπου… το νοσηρό του ψυχισμού του… το σαδομαζοχιστικό ανάγλυφο και τα έγκατα του απείρου του… ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, πίστη ή φιλοσοφική οδός… είναι Το Υπόγειο… ο Ποταμός... η Ιαχή… το Παραλήρημα του Ερπετού…
Κάποιος είπε
Λιμνάζω μαζί σου…
Ήταν η φωνή της
Με λήστεψες…
Διέκρινα στα λόγια της
Συνεχίζω να ζω από περιέργεια…
Κι εκείνος
Τα ιστορικά δρώμενα δεν έχουν καμιά ουσιαστική αξία. Πριν από μένα δεν υπάρχει τίποτα. Ένα φαντασιακό κράμα, ένα αμάλγαμα από αλήθειες και ψεύδη… ανοησίες που κάποιοι έγραψαν κάποτε… δεν με ενδιαφέρει, δεν πρέπει να χάνεις χρόνο μ’ αυτά… κάνε ιστορία αυτό που ζεις… για σένα… το αύριο, μόνο αυτό να σε νοιάζει…
Μίλησε κάπως έτσι
Η μοναξιά χειροτερεύει κάθε φορά που φεύγεις… κάθε φορά είναι βαρύτερη από την προηγούμενη… όταν δεν σε είχα δεν το ένιωθα αυτό… τώρα πονάω… ίσως η συντροφικότητα να είναι κατάρα…
Τα λόγια του ήταν
Είδα ένα παράξενο όνειρο… βρισκόμουν σε ένα παλιό, άδειο, βρώμικο σπίτι… μου ήταν οικείο… και δεν ήταν… κανείς μέσα… κανείς έξω… περιπλανιόμουν στα άδεια δωμάτια, δεν ξέρω γιατί… κάποια στιγμή γύρισα και είδα τον πατέρα μου… δεν ένιωσα καμιά ζεστασιά… μονάχα φρίκη… ήταν γεμάτος αίματα… από το χτύπημα καθώς έπεσε στο πάτωμα… το δεξί μισό του πρόσωπο ήταν κατάμαυρο… ‘την επόμενη φορά’… αυτό ψέλλισε κι εγώ τον προσπέρασα ουρλιάζοντας άηχα και συνέχισα να περιπλανιέμαι στο αχανές σπίτι με τα άπειρα δωμάτια… και δεν έβρισκα την έξοδο…
Του είπε
Το Ερπετό σε γέννησε… μην το περιφρονείς… μην το αρνείσαι…
Κάποιος άλλος είπε
Απ’ όλα φοβάμαι πιο πολύ την άνοια… το ότι θα αρχίσω κάποια στιγμή να ξεχνώ… να μην αναγνωρίζω, να μη θυμάμαι… την απώλεια του εαυτού… τρέμω σε τούτη τη σκέψη…
Ήταν δικά της λόγια
Υπάρχουν νάρκες που δεν σκάνε όταν τις πατάς. Ναι… τώρα το ξέρω… είναι άηχες, αόρατες και θανατηφόρες… μονάχα που δεν βλέπεις το πόδι σου κομμένο, το αίμα να τρέχει, ο πόνος να σε μουδιάζει… δεν βλέπεις τίποτα, δεν νιώθεις τίποτα… τρέχει το δηλητήριο μέσα στις φλέβες σου αργά αργά… είναι σχεδόν ευχάριστο, υπνωτιστικό… μαυλιστικό… ξεχνιέσαι στη ζωή αυτή που είναι θάνατος… ξεχνιέσαι… είναι νάρκες που φέρνουν τη λήθη της ζωής, που σε πλημμυρίζουν με όλες εκείνες τις άθλιες βεβαιότητες για τη ζωή… πόσα ψέματα… πόσα ψέματα…
Τον άκουσα να λέει τα εξής
Για να πετάξει από πάνω του τη θεότητα… γι αυτό σταυρώθηκε ο Ναζωραίος… όπως ένα ρούχο που μισείς… έτσι το πέταξε… δεν έγινε Χριστός ο Ιησούς όταν βαφτίστηκε… έγινε όταν σταυρώθηκε… και απαλλάχθηκε από το φορτίο…
Μιλούσε
Όταν σε πρωτόδα μου κόπηκε η ανάσα… θυμάμαι πως είπα μέσα μου: ‘Τι θα κάνεις τώρα; Σκέψου τι θα κάνεις τώρα!' Τρομοκρατήθηκα… τι δουλειά είχα εγώ με σένα; Ερχόσουν από απέναντι… περνούσες το δρόμο και χαμογελούσες… είχα τρελαθεί από αγωνία… ‘είμαι ζωντανός’… αυτό είπα ένα δευτερόλεπτο πριν σου δώσω για πρώτη φορά το χέρι μου και το βλέμμα σου χωθεί στη ψυχή μου… από τότε σε φιλοξενώ…
Κάποιος ακόμη είπε
Οι εμφύλιοι πόλεμοι οι μόνοι τραγικά ‘αληθινοί’… ως πότε θα επαναλαμβάνουμε το φόνο του Άβελ από τον Κάιν;… ως τη στιγμή που το Εν θα εναρμονίσει τον εαυτό Του με το Όλο και θα αρνηθεί την ίδια του την υπόσταση… από τη στιγμή που το οτιδήποτε αποκτά υπόσταση και συνείδησή της, αρχίζει ο πόλεμος… κάποιος πόλεμος… όπως μέσα έτσι και έξω… ακόμη και ο καρκίνος είναι κάτι τέτοιο… κύτταρα εναντίον κυττάρων… εμείς εναντίον ημών… στο διηνεκές… ακόμα κι αν έμενε ένας πάνω στη Γη, δεν θα πέθαινε από γηρατειά… θα αυτοκτονούσε… κι όχι από θλίψη…
Του είπε
Με χαράζει το βλέμμα σου… μείνε μακριά μου…
Της είπε
Αν πρέπει για να σε νιώσω να μείνω τυφλός, θα το κάνω…
Κάποιος που άκουσα
Η γιαγιά πάνω απ’ το νεκροκρέβατο του άντρα της ήταν θλιμμένη και μαζί χαμογελαστή… έκλαιγε και μειδιούσε… ‘τα’χει χάσει’, είπε κάποιος δίπλα της, ‘ο αφόρητος πόνος’, δογμάτισε κάποιος άλλος… η γιαγιά κάτι ψέλλισε… μια γυναίκα έσκυψε κοντά της να ακούσει… ‘Ελευθερία’, ανακοίνωσε μετά και τα δόντια της προεξείχαν σαν σάπια έμβολα από τα χείλια της. ‘Αυτό λέει η γιαγιά. Ναι γιαγιά, ελευθερώθηκε ο άντρας σου’, είπε η γυναίκα με εκείνο το ελεεινό χαμόγελο της συγκατάβασης. Δεν μιλούσε βέβαια για κείνον η γριά χήρα.
Κάποια που ήθελε να ακουστεί
Αυτά τα ευγενικά σου μάτια… αυτά αγάπησα κι αυτά μίσησα περισσότερο… πώς τολμάς να κοιτάζεις γύρω σου με αυτό το βλέμμα; Πώς να σου αρνηθεί οποιοσδήποτε οτιδήποτε όταν τον ληστεύεις με αυτό το βλέμμα; Πώς να σε μαχηθεί ο άλλος όταν είναι ήδη νικημένος; Πώς περιμένεις αυτό που γοήτευσες να μην διεκδικήσει κάποτε τον εαυτό του, το χώρο του, το οξυγόνο που του στέρησες; Μίσος είναι η αναζήτηση οξυγόνου… με κάθε τρόπο… έστω κι αν αυτό σημαίνει να το στερηθείς εσύ…

Είπε στοχαζόμενος

Υπάρχουν κάποιες νάρκες που δεν μπορείς να τις δεις… όμως υπάρχουν κι αυτές που επιλέγεις να μην δεις και να περπατήσεις πάνω τους… είσαι περίεργος… θέλεις να δοκιμάσεις την τύχη σου… θέλεις να γευτείς την αδρεναλίνη στο στόμα σου… θέλεις να ζήσεις εκείνη την αιώνια στιγμή που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο… θέλεις να ζείς όταν θα πεθαίνεις… να αισθανθείς αυτό που θα είναι πια για σένα το αιώνιο… δεν ξέρεις αν η νάρκη θα σε τινάξει στον αέρα ή θα είναι κι αυτή μια υπόσχεση που θα μείνει υπόσχεση… όπως εσύ… μια υπόσχεση ότι θα γίνεις κάτι που δεν έγινες… ότι θα ζήσεις αυτά που δεν έζησες… ότι θα γνωρίσεις αυτούς που δεν γνώρισες, θα ταξιδέψεις εκεί που δεν ταξίδεψες… αν η νάρκη δεν είναι κι αυτή μια υπόσχεση κι αν εκραγεί, τουλάχιστον κάτι στη ζωή σου θα είναι επιτέλους αληθινό… κι ας σε σκοτώσει… αν δεν είναι αληθινή τότε… μπορείς να ελπίζεις πως μπροστά σου απλώνεται ένα απέραντο ναρκοπέδιο…

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2025

Ο Νάρκισσος των Αγρών…

 



Το μόνο ταλέντο που αληθινά έχουμε καλλιεργήσει μέσα στους αναρίθμητους αιώνες, είναι να προσαρμοζόμαστε στο κακό… και τούτο δεν υπόκειται σε καμιά τελεολογική συνθήκη αποδρομής… είναι κάτι όπως είναι… παραδόθηκε από τους ανιόντες και θα κληροδοτηθεί στους κατιόντες… το ξέρουμε βαθιά και το ξέρουμε όλοι… το κακό μας έμαθε να προσαρμοζόμαστε στο κακό… γίναμε οι καθρέφτες του και το κατοπτρίζουμε στην εναργή του εντέλεια…
 
Αν όντως μπορεί κάτι να αποδράσει από τούτο το στενόχωρο νόμο, δεν είναι η ανθρωπότητα αλλά ίσως να είναι ο άνθρωπος… συνεχίζει να έρπει αλλά με το κεφάλι ψηλά… ενίοτε, τυχηματικά, σπασμωδικά, σαν σπάραγμα ενός ταλαντούχου ποιητή που δεν τολμά να ολοκληρώσει τίποτε… όχι απλά γιατί δεν έχει νόημα… γιατί δεν τολμά να εγκαταλείψει τον ασφαλή βιότοπό του…
 
Το κακό οργανώνει το βιότοπο με θαυμαστή λεπτομέρεια… στο κάθε τι… στο κάθε σήμερα… οργανώνει και σπέρνει… ο άνθρωπος θερίζει και απλώνεται στο Αχανές… τεντώνει τα μέλη του, υμνεί με τα σπλάχνα του, ακρωτηριάζει τα παιδιά του… η αέναη προσαρμογή τον έχει διδάξει την επανάληψη και η επανάληψη διδάσκει πάντα με ακρίβεια… το κακό παρέδωσε από την απαρχή του χρόνου τα πρωτόκολλα και ο άνθρωπος ιεροποίησε την πράξη παραλαβής και παράδοσης… οι ύμνοι έρχονται από τα έγκατα και ναρκώνουν όλες τις αισθήσεις…
 
Στο χωράφι αυτό συναντάς το επόμενο και δεν το αναγνωρίζεις… στο χωράφι αυτό αλυχτάς και δεν ακούγεσαι… στο χωράφι αυτό αναμένεις και δεν τίποτε δεν έρχεται… δεν είσαι μόνος… και αυτό σε στοιχειώνει ως το τέλος των λιγοστών ημερών σου…
 
Αν θα μπορούσες να μάθεις να προσαρμόζεσαι στο άλλο εκείνο… όμως είναι μια ονειρική αφήγηση… δεν είναι αλήθεια… είναι η μοναχική εκσπερμάτιση του Αυνάν… δεν είναι σχέση, είναι το κάλεσμα από κάπου που δεν γνωρίζεις… θέλεις να ανήκεις και αυτό σε κάνει προαπαιτούμενο της βρώσης…
 
Θα ταϊστείς κι ύστερα θα γίνεις δείπνο για κάτι που δεν μπορείς να ορίσεις…
 
Στα χωράφια αυτά αν ακουμπήσεις την παλάμη θα νιώσεις την αρχαία ανάσα του Όντος… αν το σκεφτείς θα υλοποιηθεί αμέσως…
 
Αν το κοιτάξεις θα πάψεις να είσαι…

Ο Νάρκισσος των Αγρών… αυτό είσαι…

Τρίτη, Ιουνίου 10, 2025

Η αλήθεια και το ξίφος

Mikko Lagerstedt,  Stranger

 

Όταν  γυμνάσει κανείς τη συνείδησή του,

αυτή τον φιλάει την ίδια στιγμή που τον δαγκώνει

Φρ. Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το Κακό


Ώ

στε αυτό σημαίνει να διέρχεσαι την μεγάλη, παγωμένη νύχτα. Σα να βρίσκεσαι ξαφνικά, άγνωστο πώς, καταμεσής σε ένα αρχαίο, απολιθωμένο δάσος που έχει πια από αναρίθμητους αιώνες εγκαταλειφτεί από χλωρίδα και πανίδα και κατοικείται μονάχα από σκιές. Σκιές και φαντάσματα ειναιικά και χλoμές, παράξενες ανταύγειες από συνειδήσεις που υφέρπουν σε σχηματισμούς του εδάφους, κρύβονται κι εμφανίζονται ξανά και νομίζεις πως ακολουθούν το κάθε σου βήμα.

Όχι, σκέφτεσαι με φρίκη, δεν ακολουθούν, μιμούνται το κάθε μου βήμα.

 

Και τώρα… τι γίνεται τώρα; Πώς βγαίνει κανείς από αυτό τον αφιλόξενο κόσμο;

 

Γρήγορα, ακούς τη λαχανιασμένη σου σκέψη, γρήγορα γιατί κάθε λεπτό που περνά σε πλημμυρίζει η λήθη.

Ο βασιλιάς από όλους τους ριγώδεις εφιάλτες που έχει κάθε έλλογο ον, πως ξυπνά μια μέρα και δεν θυμάται τίποτα. Και τούτο το εγκατιαίο ρίγος δεν σταματά στα αντικείμενα ή στα βιώματα. Η λήθη σαν καρκινική εξαλλαγή έχει κάνει μετάσταση στον ίδιο τον πυρήνα του είναι σου.

Χάνεις τον εαυτό σου… χάνεσαι… αφανίζεσαι…

Ο κρύος ιδρώτας είναι το πρώτο αλλά όχι και το χειρότερο από όσα σωματοποιούνται στην συνειδητοποίηση αυτής της φρικαλέας συνθήκης.

Πώς είναι άραγε να είσαι χωρίς… εαυτό;

 

Κι αρχίζεις να τρέχεις…

 

Η νύχτα προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μέρας και την αυγή μιας επόμενης.

Κάποτε, στο ίδιο πεδίο, υπήρχε αλώβητη η ετερότητα.

Κάποτε, στο ίδιο πεδίο, το Εν δεν ενοχλείτο από την μετουσίωση του φθαρτού σε άφθαρτο ούτε του έγχρονου σε άχρονο.

Κάποτε, πριν τη μεγάλη παγωμένη νύχτα, ο φορέας του ψεύδους είχε ρωγμές και τραύματα, είχε πληγές που το αίμα δεν στέγνωνε και το ίδιο το κορμί του φλεγόταν από τη φανέρωση και την αποκάλυψη.

Μα τώρα, ο λαιμοδέτης χρόνος σε περισφίγγει τόσο που κόβεται η αρχέγονη ανάσα.

Τώρα που δεν μοιράζεσαι πια ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία, εκμηδενίζονται οι ελπίδες σου για τον ενικό εαυτό που θα πυργωνόταν πάνω  απ’τη φθορά.

Τώρα η συνείδηση δεν είναι το γλυκό χαμόγελο της ημέρας που θέρμαινε τα σωθικά σου αλλά το σκληρό δάγκωμα της οχιάς στο λαιμό σου.

Τώρα δεν γεύεσαι πια πώς είναι να ζεις ανάμεσα στους Πρεσβύτερους αλλά αναλώνεις το είναι σου και πεθαίνεις.

 

Τώρα έχεις εγκαταλειφτεί και τρέχεις

 

Στον ίδιο απελπισμένο τόνο που χτυπά ο χρόνος τα δευτερόλεπτα, χτυπά και η καρδιά του μοναχικού πολεμιστή. Του ριγμένου στο πεδίο, του αφημένου, του απαρηγόρητου, του πρίγκιπα της μοναξιάς.

Δεν έχει πια νόημα να τρέχεις. Σταματάς. Η καρδιά σφυροκοπάει μέσα στο στήθος, η ανάσα παλεύει να βρει ένα ρυθμό κανονικότητας. Όλος ο οργανισμός ανασυντάσσεται.

 

Ολόγυρα ανασαίνει ο εφιαλτότοπος. Μέσα στον πολεμιστή αναδεύονται οι ριπές του μνημονικού υλικού που έχει ορθώσει ανάστημα και διεκδικεί το απόλυτο. Τα χέρια χώνονται στη γη, τα χείλη στεγνώνουν, τα μάτια κλείνουν. Καμιά κραυγή δεν αναδύεται από τα βάθη του είναι. Η σιγή του ερημότοπου αυτού γίνεται σταδιακά σιωπή εσωτερική και δηλητηριάζει όλα τα επίπεδα της ύπαρξης. Φτάνει βαθιά, ως το αρχέγονο, το αρχιγέννητο, το πρώτο δευτερόλεπτο που η ύπαρξη στερεώθηκε σε σώμα και ψυχή κι αντίκρισε τον εξώχωρο.

Δεν είναι πια λόγος να κινείσαι.

Δεν έχει στερέωμα ελπίδας πάνω απ’το κεφάλι σου.

Όλο το νόημα έχει ρουφηχτεί απ’το παράλογο.

 

Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.

 

Υπάρχει αυτό που έμελλε να είναι.

Ένα διάνυσμα με αρχή την πνοή του Ενός και τέλος το Αχανές.

Ένα βέλος που βλέπει πάντα προς το Αχανές.

Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, δεν υπήρχε απ’την αρχή.

Όλα όσα προστέθηκαν αργότερα τώρα έχουν αφανιστεί.

Παραμένει το γυμνό άνυσμα.

Η τελευταία ελπίδα.

 

Μπορεί κανείς να ελπίζει όσο μπορεί να προσανατολίζεται.

 

Το να μπορείς να προσανατολίζεσαι είναι ίσως το μόνο που απέμεινε στον  μεταπτωτικό άνθρωπο και αποτελεί ακριβό παράγωγο εκείνης της θαυμαστής ενδοδομής που αποκαλώ συνεχές του εαυτού.

Μετά την πτώση ο άνθρωπος περιέπεσε στην κατάσταση του ονειρέματος αλλά διατήρησε ελάχιστες ιδιότητες από το συνεχές. Όπως την ικανότητα να προσανατολίζεται οργανισμικά, δηλαδή ψυχο-πνευματο-σωματικά κάτω από οιαδήποτε περίσταση.

Το να είσαι ικανός να προσανατολίζεσαι σημαίνει πως διατηρείς ακέραιες τις όποιες ελπίδες σου να δεις την αυγή μιας νέας ημέρας.

Το να είσαι ικανός να προσανατολίζεσαι πιο συγκεκριμένα, σημαίνει πως έχεις ακόμα στην οργανισμική σου σκευή το νου σου καθαρό και αμόλυντο, τη ψυχή σου σε εγρήγορση και το σώμα σου σε ετοιμότητα.

Όμως όλα τούτα δοκιμάζονται πολύ έντονα όσο βρίσκεσαι σε τούτον εδώ τον αλλό-τοπο. Γιατί η Μεγάλη Παγωμένη Νύχτα είναι ο κόσμος όπου ο πολεμιστής εγκαταλείπεται από τις παραστάσεις του Γνωστού και βυθίζεται σε μια ημί-ρευστη κατάσταση αντιληπτικής μέθης.

 

Και η μέθη αυτή είναι το έσχατο πεδίο πριν τον αφανισμό.

 

Ποια είναι η απάντηση; Ποια είναι η λύση; Υπάρχει έξοδος από αυτή τη φρίκη; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αν υπάρχει μια έξοδος αυτή περνά μέσα από την ανασυγκρότηση του εαυτού. Και αυτή η ανα-συγκρότηση σημαίνει πως είμαι στο σημείο μηδέν και πασχίζω να κατακτήσω το ένα. Κι έπειτα το δύο κ.ο.κ. Και η μετάβαση από το ένα στάδιο στο επόμενο είναι κοπιαστική και αμφίβολη.

 

Και συγκρότηση του εαυτού σημαίνει πως θα πρέπει να ομολογήσω ξανά τον εαυτό μου. Και μάλιστα ολόκληρο τον εαυτό μου. Πάει να πει να τον θυμηθώ και να τον αφηγηθώ με όσες λεπτομέρειες περισσότερες μπορώ. Τούτη η διαδικασία είναι σύνθετη και επώδυνη όμως αποδεικνύεται σωτήρια. Γιατί με τη σταδιακή ανασυγκρότηση του εαυτού, όλα αρχίζουν να αποκτούν τις διαστάσεις τους. Αυτές που είχαν και αυτές που έχουν αλλά εγώ δεν μπορώ πια να τις αντιληφθώ και να τις ψηλαφήσω.

Ο πολεμιστής δεν είναι μόνος του σε αυτή την άχαρη αλλά εξαιρετικά σημαντική εργασία. Έχει μαζί του όλες τις δημιουργικές μονάδες του σύμπαντος, έχει μαζί του την ψυχή του κόσμου κι έχει μαζί του όλες τις αναφορές του από τότε που ήταν παιδί ως την ενηλικίωσή του. Οι αναφορές αυτές ενεργοποιούνται ξανά, μία προς μία καθώς ο πολεμιστής εκτελεί το έργο της αφήγησης και ανασυγκρότησης του εαυτού. Όλα όσα κάποτε αγάπησε και όσα κάποτε τον ενέπνευσαν να εισέλθει στην ατραπό, είναι εκεί και τον στηρίζουν με την ενέργειά τους και την αλήθεια τους.

 

Ο πολεμιστής έχει ανάγκη την αλήθεια για να μπορέσει να ολοκληρώσει το μεγάλο του έργο και να εξέλθει της ‘κοιλάδας των δακρύων’. Η Μεγάλη Παγωμένη Νύχτα δεν είναι τίποτε άλλο από μια ακόμη υπερ-διάσταση που μπορεί να υπερβαθεί.

 

Η αλήθεια και το ξίφος είναι όσα χρειάζεται ο πολεμιστής για να περάσει τον σκοτεινό αυτό κόσμο και να εξέλθει νικητής και ακέραιος, σωσμένος δηλαδή, στο φως.

 

Η αλήθεια, με την οποία ο πολεμιστής διαλύει εντός του όλες τις νοσηρές εξαλλαγές των παραισθήσεων που είχε επισωρεύσει στη συνείδηση το ψεύδος και η άγνοια.

Το ξίφος, πάει να πει η αρετή της διάκρισης με την οποία ο πολεμιστής αποφεύγει όλες τις παγίδες και κόβει από τη ρίζα όλα τα μυθεύματα που σχηματοποιούνται από τη Νύχτα την κάθε στιγμή για να τον παραπλανήσουν.

 

Και στενή ατραπός της εξόδου είναι πλέον ανοιχτή…

 

 

***
 
 

Τρίτη, Μαΐου 27, 2025

παγώνουμε όχι από φόβο αλλά από άγνοια...

 


[κάποιες σκέψεις…]

Ωραίες, πολύ ωραίες είναι οι βιο-φιλοσοφικές αναλύσεις, όμως γυρνάμε πάντα στο ‘εφικτό’. Γιατί το κάνουμε αυτό; Απολαμβάνουμε μια κινηματογραφική ‘πτήση’ δυο ωρών και έπειτα γυρνάμε στην ελεεινή ρουτίνα ‘πώς θα ξυπνήσω πάλι αύριο που θα δω εκείνον κι εκείνον και θα πρέπει να κάνω αυτά κι αυτά…’. Γιατί; Φαίνεται ότι το πέρασμα από έναν βίο φιλοσοφικό, ο περίφημος ‘θρίαμβος της επιστήμης’ μας έχωσε για τα καλά σε μια ‘φιλοσοφία του βίου’. Ακόμα χειρότερα, σε μια ‘φιλοσόφηση’ του βίου. ‘Φιλοσόφησέ το’, λέμε ο ένας στον άλλο καμιά φορά για να απαλύνουμε έναν βαθύ πόνο ή για να λειάνουμε τις αιχμές. Ακόμα και στο κλωτσόσφαιρο, έρχεται ο νέος προπονητής με τη δική του… φιλοσοφία! Οι έννοιες τείνουν όχι μόνο να ευτελιστούν αλλά να ισοπεδωθούν.

Το ζήτημα είναι αμιγώς οντολογικό. Δεν απαιτείται ένας νέος άνθρωπος, απαιτείται μια νέα γλώσσα. Ο άνθρωπος μεταμορφώνεται όταν ‘κατανοεί’ βαθύτερα την όλη εμπειρία του και τη μεταγράφει σε όλο το ειναιικό του ανάπτυγμα. Εάν μένει απλώς στο ‘πέρασα καλά’ ή στην παγίωση ενός μέσου όρου ημι-συνειδητής επιβίωσης, τότε αδυνατεί να αφομοιώσει την οιαδήποτε εμπείρωση και την αφοδεύει όπως κάνει ο οργανισμός για τα περιττά και άχρηστα από την τροφή. Το σώμα συμμετέχει με τη δική του νοημοσύνη, το γνωρίζουμε πια αυτό, το δέχονται όλοι.

Όλοι εκτός… από εμάς.

Λέμε, ο νους σκέφτεται, η ψυχή νιώθει, το σώμα… τι κάνει άραγε το σώμα; Κουβαλάει τους άλλους φορείς και τον εαυτό του από δω εκεί; Αντιδρά, αισθάνεται, νιώθει αλλά μοιάζει με έναν μπαμπουίνο που κάνει ό,τι του διδάξεις. Το σώμα άραγε παίρνει πρωτοβουλίες; Σκέφτεται μαζί με το νου; Σήμερα το δέχονται πλέον όλοι αλλά η παλαιά γλώσσα που έχουμε όλοι υιοθετήσει –τα πανάρχαια δυαδικά φαντάσματα δηλαδή, καλό/κακό, ίδιο/διαφορετικό, συνειδητό/ασυνείδητο, κλπ- δεν μας αφήνει να δούμε ευρύτερα. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ολότητά μας. Δεν μπορούμε να σωματοποιήσουμε το σκέπτεσθαι ή να διανοητικοποιήσουμε το αισθάνεσθαι ή να πνευματικοποιήσουμε το σωματικώς δραν. Είμαστε τεμαχισμένοι, σκόρπιοι, ακατάστατοι, ασύντακτοι. Καμιά δύναμή μας δεν αξιοποιούμε, κανένα ‘όπλο’ μας δεν εκτιμούμε, κανένα χάρισμά μας δεν εργαζόμαστε. Όσα πάνε κι όσα έρθουν.

Και ξανά, ωραίες, πολύ ωραίες είναι οι βιο-φιλοσοφικές αναλύσεις, όμως γυρνάμε πάντα στο ‘εφικτό’.

Τούτο το σημείωμα της γκρίνιας είναι η αρχή… αν δεν περάσουμε στην άκρη της επίγνωσης, ο ήλιος που ανατέλλει δεν θα μας ζεστάνει… παγώνουμε όχι από φόβο αλλά από άγνοια. Δεν ξέρουμε ότι μετά το επόμενο βουνό, υπάρχει ένα καλοκαίρι δυνατοτήτων… ένας άλλος ουρανός, ένας άλλος ήλιος.

Η μερικότητα, ο κερματισμός μας έχει περάσει τους χαλκάδες και μας σέρνει από τη γέννησή μας ως το πέρας του βίου.
Τι κρίμα… τι κρίμα να έχει έναν υπέροχο ήλιο επίγνωσης πίσω απ’τον επόμενο λόφο κι εγώ να ξεπαγιάζω στον ‘οικείο’ μου χειμώνα…

Μια νέα γλώσσα.. αυτό λέω χρειάζεται… κι έπειτα αρχίζεις να μαθαίνεις… και το έχουμε αποδείξει… είμαστε καλοί μαθητές…


Light Shaping
Art Print by Jay Garrido

Παρασκευή, Μαΐου 23, 2025

Μπα'αλ Σεμ




Ημέρες και μήνες και χρόνια 
σε κερδίζω και σε χάνω
στις 32 ιερές ατραπούς
στις λαμπερές σφαίρες της αναπνοής σου
κάτω απ’τα κλωνάρια
του μαγικού σου Δέντρου
αιώνες ξενύχτησα
να γίνω κοινωνός
του αληθινού ονόματός σου…

αέναες ανακυκλώσεις
περιδινήσεις
περάσματα σε άνυδρες σαρκώσεις
από το δέρμα στο κορμί
από το κορμί στο σώμα
από το σώμα στο πνεύμα
από το πνεύμα στο αίμα
και πάλι απ’την αρχή…

τυφώνες με χτυπούσαν
αναριγούσα στο πέρασμα των χρόνων
κρύωνα
πεινούσα
τη ψυχή αγκιστρωμένη
στο αλλιώς
κρατούσα
πένης, ρακένδυτος
μα δαψιλής σε υπομονή
σε βλέμμα
σε ψηλαφούσα μια στιγμή
και σ’έχανα για χίλια χρόνια…

αλλά έμεινα
είμαι ακόμη εδώ
ο λήρος του μαύρου ανέμου
δεν με τρέλανε ακόμη
ακούω τα συρίγματα της Λίλιθ
ακούω το κάλεσμα των Επτά Λεπρών
τα φιλιά του Σκότους νιώθω
κι όμως
εδώ είμαι

σε επικαλούμαι
κάτοχος να γίνω λαχταρώ

του αληθινού ονόματός σου…

Σάββατο, Μαΐου 17, 2025

Οδυσσέας

 


Τ

ο όνομά μου είναι Οδυσσέας κι έχω μετά από χρόνια που έλειψα, που έχω χάσει το λογαριασμό πόσα, μετά από πολέμους και ταξίδια και φουρτούνες και θύελλες και αιχμαλωσίες και αποδράσεις ως και κατάβαση στον μεγάλο και σκοτεινό και φοβερό Άδη, μετά από τόσα που πέρασα και άλλα τόσα και αναρίθμητα και ανιστόρητα γιατί θα ήθελαν όλοι οι Όμηροι του κόσμου να γράφουν και να γράφουν και σταματημό να μην έχουν, το λοιπόν είμαι ο Οδυσσέας, μόνος, γυμνός σχεδόν, κουρελής και αξύριστος, με το μαλλί μου ακόμα πυκνό όμως άσπρο, γδαρμένος στο κορμί και στην ψυχή όμως ατόφιος, ακέραιος ίσως παρότι οι ρωγμές στο είναι μου ανταμώνουν με αυτές στο σώμα μου… κι είμαι ξανά εδώ… εδώ από όπου ξεκίνησα, κάποτε, πριν από αιώνες να συναντήσω το πεπρωμένο μου κάτω απ’τα απόρθητα τείχη του Ιλίου… ώστε λοιπόν είμαι ξανά εδώ, στο πάτριο χώμα, τη γενέθλια γη… κανείς δεν ξέρει ότι γύρισα… κανείς… κανείς δεν το υποπτεύεται… ίσως μονάχα εκείνη… ίσως αν ύστερα από τόσα χρόνια με περιμένει ακόμα… ίσως μονάχα εκείνη και ο γιός μου… ίσως ακόμα δυο τρεις άνθρωποι δικοί μου… κι όμως κανείς στα σοβαρά δεν το υποπτεύεται… κανείς δεν είναι τόσο απάνθρωπος που να σκίσει το είναι του στα δυο, να το γεμίσει χρόνο και να αφανίσει όλα τα άλλα… κανείς δεν είναι τόσο παράλογος που να γεμίσει τη ζωή του τίποτα, να αφανίσει το εγώ του για να γεμίσει υπομονή… για ποιον; Για κάποιον που πια λογίζεται νεκρός ανάμεσα στις σκιές του κάτω κόσμου… τις ξέρω, τις είδα, δεν φεύγουν οι εικόνες αυτές, ποτέ δεν θα απαλλαγώ από τις μυρωδιές, το χτυποκάρδι, τη μαχαιριά σαν είδα ανάμεσά τους κείνο το αγαπημένο πρόσωπο να σέρνεται… λοιπόν κανείς δεν ξέρει ότι ήρθα… ότι είμαι εδώ… ένας νεκρός που γύρισε στους ζωντανούς, που επέστρεψε, που ήρθε στα χώματα που τον έθρεψαν, στις ακτές που τον έλουσαν, στα παλάτια που τον στέγασαν από μικρό παιδί…

Και λοιπόν;

Τα κατάφερα θα πεις, ενάντια σε όλους τους θεούς και τους δαίμονες, εγώ, από όλους τους συντρόφους μου, τα κατάφερα…

Ε, και λοιπόν;

Νιώθω το χώμα που πατώ να τρέμει, τις δονήσεις των ιερών προγόνων που με δέχονται ξανά στην αγκαλιά τους, τον αέρα να φυσάει τα μάγουλά μου… όλα όσα μυρίζαν κάποτε πατρίδα και σήμερα τα ίδια είναι… μονάχα που εγώ δεν τα νιώθω πια έτσι και πατρίδα πια για μένα έγινε, τι παράξενο να το λέω εγώ που δαπάνησα 20 χρόνια βίου για να επιστρέψω ακριβώς εδώ… πατρίδα το λοιπόν για μένα έγινε όλος ο κόσμος… ξηρός και υγρός, αρσενικός και θηλυκός, φίλιος κι εχθρικός… όλος ο κόσμος, μα όλος… ως και οι θάνατοι των αγαπημένων μου συντρόφων, πατρίδα είναι, ως και οι αγκαλιές των γυναικών που απολαύσαμε τον έρωτα νύχτες και μέρες, πατρίδα είναι ως και τα έγκατα του Άδη που χώθηκα για να συρθώ σαν σκιά ανάμεσα στις σκιές, πατρίδα είναι… ως και τα βάθια των ωκεανών που παραλίγο να χαθώ για πάντα, ως και του Πολύφημου η σπηλιά… πατρίδα είναι… και τούτος ο τόπος πια δεν είναι!

Και βλέπω ολόγυρα γνώριμα τοπία και κλαίει η ψυχή μου που δεν θέλω να τα αγκαλιάσω, να τα φιλήσω, να γίνω ένα μαζί τους… Και βλέπω μακριά τις στέγες των σπιτιών και τους καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό, άνθρωποι δικοί μου, και δικοί μου πια δεν είναι.

Και έχω στο βλέμμα πια ένα άλλο τοπίο και έχω στην καρδιά έναν άλλο τόπο που θέλω να γυρίσω για να ξεκουραστώ.

Κι έχω στη ψυχή μια θύελλα που δεν κοπάζει πια και δεν ξεγελιέται από νεανικές θύμησες και κάμαρες συζυγικές και πρωινά και δείπνα και κυνήγια με τους φίλους στα δάση και δεν μετράνε όσα κάποτε είπα πάνω στο λυγμό του χωρισμού από την ωραία αγκαλιά της γυναίκας. Εκείνης της γυναίκας που για μένα ήταν όλες οι γυναίκες. Κάποτε… 

Μα, δεν ξεγελιέται η ψυχή που γνώρισε ακροσύνορα και στερεώματα και απλώθηκε στο Αχανές κι ελευθερώθηκε!

Και δεν ξεγελιέται το βλέμμα που στερεώθηκε για πάντα σε γκρεμών αβύσσους και θεαινών τα στήθη.

Και δεν γελιέται το καρδιοχτύπι που έδινε αίμα πορφυρό στα όνειρα μιας άλλης ύπαρξης, μεγάλης, πιο μεγάλης από οτιδήποτε σχημάτισε με το μυαλό του ο άνθρωπος.

Και ξέρω τώρα καλά πως δεν έχω γυρίσει, αλίμονο, στην αγαπημένη μου πατρίδα… μα από εκείνη έφυγα δίχως να το ξέρω και με καλεί, βροντοχτυπώντας ανελέητα στις φλέβες το αίμα της, να γυρίσω πίσω!