Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2024

Κόκκινες καρέκλες

 

 

Τ

ο ξέρω πια… το νιώθω… όλο μου το είναι το φιλοξενεί σαν ξενιστής που έχει καταληφθεί από μια βρόμικη ανάσα… αυτό που ένιωθες κι εσύ… κι ας μην το εξέφραζες πια… ειδικά τα τελευταία χρόνια… γιατί από ένα σημείο και μετά πέρασες μέσα στο μεγάλο σύμπαν της σιωπής… δεν είχες κάτι άλλο πια να φωνάξεις, δεν είχες κάτι για να διαμαρτυρηθείς… όλη σου η αγωνία, όλος σου ο σπαραγμός έγινε τούτο που νιώθω κι εγώ… αμηχανία… υπόρρητο ‘γιατί’ που δεν έχει απάντηση, που δεν θα έχει ποτέ του απάντηση…

Το νιώθω και όταν με τυλίγει είναι σαν να αγκαλιαζόμαστε… όπως εκείνες τις τελευταίες φοβερές ημέρες πριν πάρεις το στερνό μονοπάτι προς το Μεγάλο Άγνωστο… όπως εκείνο το στερνό πρωινό που μας αγκάλιασε ο πυρετός… το νιώθω και σαν με τυλίγει δεν έχω μονάχα το ρίγος της Ύπαρξης αλλά και της Ανυπαρξίας που κάνει την ψυχή να δυσφορεί ή να αναζητά το χαμένο της σπίτι… τη γενέθλια μήτρα της…

Η αγκαλιά τούτη είναι μια παρηγοριά κι ας έχει φόβο και ανασφάλεια και αγωνία… ναι, αγωνία… σαν ένα απέραντο σκοτεινό σεντόνι που σκεπάζει όλα τα στερεώματα… κάποιες φορές όταν σε κοιτούσα αναρωτιόμουν πώς να είναι να ζεις κάτω απ’το δικό σου στερέωμα… τότε δεν μπορούσα να απαντήσω… τότε δεν ήθελα και δεν τολμούσα να απαντήσω… ούτε τώρα το γνωρίζω ως τα βαθύτερα του είναι μου… μα έχω την ποιότητα και την ανάσα αυτού του βιώματος που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε απ’όσα έχω νιώσει στη ζωή μου…

Πρόσφατα βρέθηκα σε κείνο το γνωστό χώρο που οι δυο μας επισκεπτόμασταν τόσο συχνά τα τελευταία χρόνια… είδα τις καρέκλες άδειες… εκείνες τις κόκκινες καρέκλες… όμως ξαφνικά σα να διέκρινα τη φιγούρα σου… καθόσουν εκεί, όπως πάντα και γύρισες το κεφάλι… με είδες και μου χαμογέλασες… μέσα απ’την αγωνία σου… όπως πάντα… αυτή η αγωνία τα γέννησε όλα και τα κατάπιε όλα…

Σε κοιτάζω ίσια στα μάτια τώρα αδελφέ μου και πάλι δεν τολμώ να πιστέψω ακόμα ότι έχω μάτια και βλέμμα αλλά όχι εσένα…

Κι από το θάρρος τούτο που σιγά σιγά ξεθυμαίνει με το πέρασμα των ημερών και των χρόνων, δεν έχει σηκωθεί ακόμη αυτός ο άνθρωπος που θα μπορέσει να αρθρώσει ολόκληρο το λόγο… όχι ακόμη… κι αν δεν προλάβει να το πράξει, τούτο θα είναι γιατί δεν είχε ποτέ τη δύναμη… και την ανδρεία και το κουράγιο…

Αναζητώ κουράγιο από σένα… όπως σε βλέπω καθισμένο σε κείνη την καρέκλα να με κοιτάς με την ψυχή στα όμορφά σου μάτια…

Κι ακόμα αντλώ κι ακόμα δεν μου φτάνει…

 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 03, 2024

Το να είσαι ευτυχισμένος είναι μια πράξη τρέλας!

 


Έ
νας από τους πιο κρυφούς και αθέατους εσωτερικούς μηχανισμούς άμυνας που διαθέτουμε είναι η αντίσταση στη… χαρά! Θα έλεγε κανείς πως αυτό μοιάζει ταυτόσημο με την αντίσταση στην ίδια τη ζωή. Ή πως έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το ένστικτο της επιβίωσης. Κι όμως δεν είναι έτσι. Και δεν έρχεται σε αντίθεση με τίποτε. Η χαρά έρχεται σε αντίθεση με την εγγενή ροπή του οργανισμού, όλου του είναι προς την επιβίωση!
Παραδέχομαι πως το θέμα αυτό ενέχει αρκετές παραδοξότητες επειδή ακριβώς βιο-φιλοσοφικά ‘μαθαίνουμε’ από νέοι να αναζητούμε τη χαρά, την ευδαιμονία, το ευζήν… Με τι όρους όμως; Με ποιες ορίζουσες; Εκεί ακριβώς θα συναντήσει κάποιος αργά ή γρήγορα, θέλει δεν θέλει, τούτο το μηχανισμό και είναι βέβαιο πως στην αρχή δεν θα τον αναγνωρίσει, δεν τον περιλαμβάνει στον προγραμματισμό του, δεν τον περιέχει το λεξιλόγιό του. Όμως κάποια στιγμή, ο ίδιος ο μηχανισμός αποκαλύπτεται σε όλο του το… μοχθηρό μεγαλείο και μάλιστα ανάγλυφα. Καθώς είναι ένας ακόμη μηχανισμός διατήρησης. Ένα ακόμη ‘λογισμικό’ που προσωπικά τοποθετώ στη χωρία των ελιγμών επιβίωσης. Η χαρά δεν είναι ελιγμός επιβίωσης. Ούτε η θλίψη. Η χαρά είναι απόπειρα καταστροφής του λογισμικού. Είναι υπέρβαση, είναι μια πράξη τρέλας.
Η πρωτογενής ένσταση είναι πως όταν είμαστε ‘καλά’, όταν είμαστε ‘ευτυχείς’ είμαστε και υγιείς. Όταν νιώθουμε καλά τότε η ζωή μοιάζει όμορφη, τα προβλήματα ξεπερνιούνται, όλα λύνονται, όλα βαίνουν καλώς… Αυτή βέβαια είναι μια ‘καλολογική’ ψευδαίσθηση, ένας ευφημισμός, ένα βάπτισμα του κρέατος σε ψάρι… Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε σχεδόν για τίποτε… άρα μπορούμε κάλλιστα να προσποιηθούμε ότι κάνουμε τα πάντα για τα πάντα… το αποτέλεσμα είναι το ίδιο… θεωρούμε όμως ότι έχουμε πάρει έναν άλλο δρόμο, ότι ‘ζούμε τη στιγμή’ κατά το ελεεινολόγημα του συρμού, έχουμε τον έλεγχο όσων μας συμβαίνουν ή ακόμα χειρότερα και με ύψιστη οίηση και άθλια ύβρη οντολογικών διαστάσεων, ‘εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας’… Λες και η Ειμαρμένη, η Μοίρα ή το Πεπρωμένο δίνει δεκάρα αν πιστεύουμε πως έχουμε την παραμικρή επιρροή στις συμπαντικές του καθολικές δράσεις… έστω…
Οι χριστιανοί ασκητές, οι ‘αθλητές της ερήμου’, οι αναζητητές της Αλήθειας, οι ανατολίτες αναχωρητές, οι πρίγκιπες της μοναξιάς, μέσα από τις αναρίθμητες καθημέριες μάχες τους ενάντια σε οτιδήποτε εναντιώνεται στην Αναλογία, το Εν, τον Άχρονο, την Ισορροπία, την Αρμονία, το Αχανές –όπως κι αν το ονομάζουν οι παραδόσεις και τα θρησκευτικά σχήματα- διέτρεξαν όλες αυτές τις διαδρομές, χαρτογράφησαν όλες τις επικίνδυνες περιοχές, πέρασαν αμέτρητες νύχτες και μέρες σε κοιλάδες θλίψης και υψώθηκαν σε κορυφές απροσμέτρητης μοναξιάς από όπου η θέαση των ανθρωπίνων προκαλεί ίλιγγο… ούτε χαρά, ούτε λύπη… δέος, τρόμο και σιωπή… Οι περισσότεροι από τους λεγόμενους ‘φυσιολογικούς’ ή ‘κανονικούς’ ανθρώπους δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν το εύρος και τη δύναμη αυτών των τρομακτικών εμπειρώσεων και δεν ενδιαφέρονται άλλωστε. Οι ελάχιστοι τολμητίες μπαίνουν στο στίβο και εξέρχονται σχεδόν αυτοστιγμεί. Καθώς το άθλημα ετούτο δεν σε εξαντλεί απλώς. Σε εξοντώνει, κυριολεκτικά. Βιολογικά και πνευματικά. Γι αυτό και δεν περιλαμβάνεται στο ‘default’ πακέτο προγραμματισμού με το οποίο είμαστε εφοδιασμένοι ερχόμενοι στο φως των αισθητών πραγμάτων. Πάει να πει όταν εξερχόμαστε στον κόσμο της χονδροειδούς ύλης κλαίοντες ενώ ολόγυρα επικρατεί ένας περίπου ανεξήγητος ενθουσιασμός.
Γνωρίζουμε όμως κάποιους ανθρώπους που το επιχείρησαν και πραγμάτωσαν κάτι, έφτασαν κάπου, ‘είδαν’ πράγματα και τα κατάφεραν να επιστρέψουν… έγραψαν γι αυτά, μίλησαν γι αυτά… συνήθως ψιθυριστά και σε ανθρώπους απόλυτης εμπιστοσύνης… αν διαβάσουμε προσεκτικά κάποιους ποιητές, πίσω από τις γραμμές και τους στίχους, πίσω από τις λέξεις και τα σχήματα, θα αισθανθούμε, θα νιώσουμε το εγκατιαίο ρίγος που υπαγόρευσε αυτές τις εξομολογήσεις, αυτές τις προειδοποιήσεις, αυτές τις συμβουλές… έχω την πεποίθηση ότι οι μεγαλύτεροι ποιητές μέσα σε όλους τους ανθρώπινους αιώνες, δεν έγραψαν ούτε από ‘ανάγκη’, ούτε από τέρψη, ούτε για οτιδήποτε άλλο. Έγραψαν για να μας προειδοποιήσουν. Έγραψαν κρυπτογραφικά, με κώδικες, σε ‘ποιητικό λόγο’, σε μεταμφιεσμένη γλώσσα για να μας προφυλάξουν… Οι μεγάλοι ποιητές ήταν ανιχνευτές… έφευγαν πάντα πρώτοι και πολύ μακριά από όλους τους υπόλοιπους στις άγνωστες και αχαρτογράφητες περιοχές του υπερ-είναι και όσοι κατάφερναν να ‘επιστρέψουν’ –οι περισσότεροι ‘τρελάθηκαν’ ή έζησαν το υπόλοιπο του βίου τους μέσα στη σιγή- αποτύπωσαν μέσα από τον οργανωμένο ποιητικό λόγο την μέγιστη και απόλυτη προειδοποίηση προς όλη την ανθρωπότητα των ‘φυσιολογικών’ και ανυποψίαστων… προς όλες τις γενεές του παρόντος και του μέλλοντος… Ποια ήταν αυτή; Ποια είναι αυτή;
Καλείται ο καθένας από εμάς να στοχαστεί… καλείται να κοιτάξει βαθιά μέσα του και γύρω του… Καλείται να αρχίσει επιτέλους να αγγίζει, να παρατηρεί, να νοιάζεται, να αποδέχεται. Δεν είναι απαραίτητο να αγαπά. Να αποδέχεται. Να εναγκαλίζεται. Να δίνει χώρο στον άλλο. Να συγχωρεί. Κι ας μην κατανοεί. Να μην καταλαβαίνει, δεν έχει τόση σημασία. Να προσπαθεί όμως να κατανοεί.
Κι έτσι αντιλαμβάνομαι το θεραπευτικό και όχι διδακτικό ρόλο της χαράς. Μια απόδραση φευγαλέα, μια δράση εξωτερίκευσης, ανοιχτοσύνης, μοιράσματος… δεν είναι λίγο, δεν είναι ασήμαντο… δεν μπορεί να είναι όμως η απόλυτη στοχοθεσία… δεν μπορεί να αποτελεί ‘στόχο ζωής’… Η ζωή είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο, μην το ευτελίζουμε βάζοντας τόσο ταπεινούς στόχους…
Η ευτυχία είναι μια πράξη τρέλας… τούτο σε διδάσκει και η τρέλα και η λογική… καμιά κατάσταση δεν είναι διαρκής, είναι κατάσταση, δεν είναι διάσταση…
Να μπορείς να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να έχεις επιείκεια για όλους και ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο… να η μεγίστη υπέρβαση… να η σύνθεση χαράς και θλίψης ετών…
Και να κάνεις με τόλμη το πρώτο βήμα της κάθε μέρας…


The hulunbuir prairie
Shanyewuyu

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 24, 2024

Άτλαντας

 


Σε φθινόπωρο τόπο
θ’ αποθέσω τους νεκρούς μου
ένας προς έναν
θα φωλιάσουν στο έμψυχο χώμα
και το αίμα τους θα πιει ο πρανής
γενέθλιος ήλιος

οι ανάσες όσων κρεμάστηκαν
απ’τα σύννεφα
θα μπερδευτούν με το ιχώρ του ανέμου
οι ματιές όσων ξοδεύτηκαν στην άνιση πάλη
φυλακισμένα θα έχουν για πάντα
όσα βιώθηκαν την ύστατη ώρα
και στο στερέωμα του Άδη
τα βλέμματα του πόθου
θα μιχτούν
με τις ιαχές των προγόνων

περιμένουν
οι ώρες με δόντια που τρίζουν
περιμένουν
οι λαχτάρες των αγέννητων ανθρώπων
κι εγώ έχω το φορτίο μου ολόκληρο σύμπαν
Άτλαντας
στο σημείο που στέκομαι τώρα

Όρθιος λοιπόν
και στητός ακόμη
πασχίζω
πάνω στο κέντρο του κύκλου
τα χέρια μου
απ’το κορμί
κεραυνούς ν’απλώσω
μυαλό και σώμα ν’αρμονίσω
το μέγα Ύψιλον
αυτό να αιωνίσω… 

 

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 11, 2024

Το φθινόπωρο γεννά απελάτες...

 

 
Έτσι είναι το φθινόπωρο… έτσι συνέβαινε πάντα… και πάντα αυτό θα γίνεται…
Έτσι τοποθετεί, θέτει το φθινόπωρο τον άνθρωπο. Διαμορφώνει τη στάση του, εμπνέει το στοχασμό του… στην ουσία, γεννά όχι μονάχα το στοχασμό στον άνθρωπο αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο του στοχασμού…
Γιατί αυτό είναι το φθινόπωρο… ο στοχασμός μετά τον οργιώδη ερωτισμό του καλοκαιριού και πριν απ’τον θλιπτικό εγκλεισμό του χειμώνα… τα καλοκαίρια και οι χειμώνες δεν γεννούν ανθρώπους του στοχασμού… ίσως μονάχα η άνοιξη μα με άλλο πρόσημο και άλλη διάθεση.
Το φθινόπωρο γεννιούνται οι άνθρωποι που πρόκειται να γίνουν μύστες.
Και το φθινόπωρο τελούνταν τα Μεγάλα της Ελευσίνος και Ιερά Μυστήρια. Της Δηούς και της Κόρης.
Ο άνθρωπος του φθινοπώρου είναι όρθιος, στητός και σιγηλός. Πίσω του το σκανδαλώδες, παιχνιδιάρικο, θορυβώδες καλοκαίρι. Εμπρός του το σπήλαιο. Το σπήλαιο και η ειρκτή. Εκεί όπου θα εισέλθει για να ακυρώσει προσωρινά τον εαυτό του ώσπου να επελάσει καλπάζουσα και θριαμβική η άνοιξη… Όμως τώρα είναι σιωπηλός, όρθιος και συνοφρυωμένος. Αυτός είναι ο άνθρωπος του μεταιχμίου, της μετάβασης, των συνόρων…
Γιατί το φθινόπωρο γεννά το εκλεκτότερο και σπανιότερο είδος πολεμιστών. Γεννά ακρίτες.
Γεννά απελάτες…
Κι αυτοί υπήρξαν στη διαχρονία της ιστορίας οι πιο μοναχικοί και οι πιο γενναίοι των ανθρώπων…
 

Κυριακή, Αυγούστου 25, 2024

Από το οικείο στο ανοίκειο…

 

Ώ

ρες σαν κι αυτές, με το σφίξιμο στο στομάχι και αυτή την παράξενη μελαγχολία που αφήνει η απώλεια ενός δικού σου ανθρώπου που κι αν δεν ήταν ο προσωπικός φίλος υπήρξε κάτι μεγαλύτερο και ευρύτερο, ένας ‘διδάσκαλος στην ατραπό’, τούτες τις ώρες λέω, δεν μπορείς και δεν πρέπει να πεις πολλά. Χιλιάδες πράγματα γίνονται μέσα σου, μια περιδίνηση, μια αναστάτωση, όπως όταν μετακομίζεις και γίνεται ένας μικρός χαλασμός, πρέπει να φύγεις από κάπου που γνώριζες και οδεύεις προς κάτι που δεν ξέρεις… από το οικείο στο ανοίκειο… και κάτι βαθύτερο, από το ιερό στο ανίερο… και αίφνης χωρίς προστάτη, χωρίς παραστάτη, χωρίς συνοδοιπόρο… και αίφνης χωρίς τον στέρεο και έμπεδο στοχασμό ενός γίγαντα που ήταν όμως προσηνής, ενός πρωτοπόρου που όμως σου προσέφερε το χέρι για να τον προσεγγίσεις, ενός ζεστού ανθρώπου με χαμόγελο που όμως δεν πρέπει να σε ξεγελά. Γιατί μέσα σ’αυτό το ζεστό πλατύ χαμόγελο υπήρχε και πίκρα και απογοήτευση τολμώ να πω και μαρασμός.

Και τα ισορροπούσε όλα αυτό το φωτεινό, ανήσυχο βλέμμα. Το βλέμμα είναι η ταυτότητα και το έμπυρο ανάγλυφο αποτύπωμά μας στα πράγματα και στους ανθρώπους. Το βλέμμα είναι το αρχέγονο λίκνο και ο γενέθλιος καημός μας. Το βλέμμα είναι ο οικοδεσπότης και ο απαιτητικός διδάσκαλος. Αυτό επιθεωρεί, αυτό επιβλέπει, αυτό δέχεται ή αρνείται, αυτό συγκατατίθεται, αυτό σφαλίζει και απορρίπτει τον έξω κόσμο.

Ποτέ του δεν μας αρνήθηκε το βλέμμα ο καθηγητής Γιανναράς. Ποτέ του δεν πήρε την απόφαση να αρνηθεί τον κόσμο της χονδροειδούς ύλης, τον κόσμο της απάτης και αυταπάτης, τον κόσμο των ειδώλων για να αποσυρθεί στην ασφάλεια των μελετημάτων και των διανοημάτων του… γιατί ο αληθινός διδάσκαλος δεν λησμονεί να επιστρέψει στο σκοτεινό σπήλαιο για να προσφέρει τον αφυπνισμένο εαυτό του στους –πνευματικά- αλυσοδεμένους συνανθρώπους του. Με όποιο κόστος, με κάθε τίμημα…

Θα σε θυμάμαι πάντα και θα σε μνημονεύω Χρ. Γιανναρά…