Τρίτη, Οκτωβρίου 21, 2025

Σιγή…

 

Ημέρα γενέθλια, σιωπηλή
μάρτυρας τεμαχισμών
στο διηνεκές
μάρτυρας κράματος ονείρων 
και όψεων ερέβους
μάρτυρας τάφρων πρωινών
και νύχτιων λάμψεων
οδύνης
μόνο

γεννιέμαι ξανά
όμως αλλιώς
κάτω από έναν αστέρα φίλιο
μελαγχολικό
σαν αίνιγμα
εκτός απ’το δρεπάνι που συλλογίζομαι

εσύ

εκτός από τον Αύγουστο που πάντα
σκοτεινός θα είναι
εκτός από το ωραίο σου βλέμμα
που γενναιόδωρα ζεσταίνει
ό,τι ο Νόμος αφαιρεί
ώρα την ώρα
ως τη Μεγάλη που έρχεται

Σιγή




Two Butterflies

Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2025

Θηρευτής


Γ
 υρίζει μέσα στο μυαλό μου όπως ο θηρευτής που αναζητά το ζωντανό του γεύμα.

Αθόρυβος.

Επιβλητικός.

Άτρομος.

Αληθινός.

Μπαίνει με θράσος στα όνειρά μου… δεν μου επιτρέπει να ησυχάσω… στην εγρήγορση παίρνει την όψη περαστικών που εμφανίζονται ξαφνικά από γωνίες σπιτιών… στην ονειρική διάσταση εμφανίζεται ως ένα πελώριο αιλουροειδές… ή κάποια γιγάντια σκιά…

Το μόνο που ξέρω γι αυτόν είναι πως είναι αρχαίος όσο και ο κόσμος.

Κι αυτή τη γνώση δεν έχω ιδέα πως την κατέχω. Είναι μια ειναιική εγγραφή. Ένα ψυχικό πυρογράφημα. Κάτι που γεννήθηκε μαζί μου. Κάτι που φιλοξενώ στα κύτταρά μου. Σα μνήμη. 

Σαν εγκατιαίο ρίγος.

Αυτό που μου γεννάει η παρουσία του είναι φοβερό και ανείπωτο.

Κατά κάποιο τρόπο με οδηγεί στο να σκοτώσω…

Κανείς δεν με αναζητά μέσα στη νύχτα… τα σπλάχνα της σελήνης μείχτηκαν με τα δικά μου αξεχώριστα… κι ο πόθος της νύχτας κορμίστηκε με το δικό μου…

Τον ακούω να πλησιάζει… η ανάσα του έγινε η νυχτερινή δροσιά που σφυρίζει στ’αυτιά μου… ανάσα ήρεμη και σταθερή… καμιά αγωνία… καμιά βιάση… έχει έρθει για μένα… και ξέρω πως θέλει να μου μιλήσει… θέλει να μου μιλήσει για το στερέωμα της μεγάλης φωτιάς… για τον ουρανό της πύρινης θέλησης… για τα αστέρια της ασύνορης νύχτας… για το ένα που κοχλάζει στα ερείπια της λήθης…

για όλα όσα εικονίστηκαν και ξανάγιναν στάχτη…

για όλα όσα τραγουδήθηκαν κι έγιναν πάλι γόος και κλαυθμός…

για όλα όσα προδόθηκαν πριν γεννηθούν…

για όλα όσα νεκρώθηκαν στη μήτρα του χρόνου…


Στο ένα μου βλέφαρο στέκεται η νύχτα ακροπατώντας…

Στο δεξί μου χέρι το στιλέτο…

Το αίμα του συριχτό και αφρίζον πετιέται από τις τουμπανιασμένες φλέβες του… μια μαύρη λίμνη απλώνεται αργά γύρω απ’το χοντρό κορμί και ποτίζει την αυγή… αχνίζει ακόμα καθώς το γεύομαι…

αχνίζει σπηλαιώδεις ορμές, αβύσσου όνειρα και βρυαρούς φόνους...

αφρίζει στόματα μαινάδων που ξεκοίλιασαν βλάσφημους και ιδρώτα ερωτικής σμίξης παρθένων ιερειών άγνωστων, πρόστυχων θεαινών…

αφρίζει λυγρές συλλαβές ρυπαρών ηδονών και λιμναίων πόθων από αιχμάλωτες σκέψεις αιώνων…


Ντύνομαι το αίθοπο αίμα σου…

Πλένομαι στο λιπαρό αίμα σου…

Κοινωνώ το ανίερο αίμα σου…

εύκρατος αλκυώνειος
θάνατος

και μεταμορφώνομαι…

Παρασκευή, Οκτωβρίου 10, 2025

Αγαπάμε μόνο ό,τι μάς μιλάει την αλήθεια...



Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου έλεγε.

«Δω μέσα είναι Αντώνη. Δω μέσα…»

Με το ροζιασμένο, 85χρονο χέρι του μου έδειχνε κάπου. Κοιτούσε το παλιό του κομοδίνο, δική του δουλειά, όμορφη, μερακλίδικη, από το γάμο του κιόλας, αμέτρητα χρόνια πριν. Όμως το έπιπλο ήταν βαρύ, γερό και με μια έννοια αθάνατο, όπως οι μνήμες του.

Κι ύστερα μου έδειξε προς το μέρος της καρδιάς του.

«Δω μέσα είναι… η Δέσποινα…»

Το όνομα της γυναίκας του, της συντρόφου του για τόσες δεκαετίες, το ψιθύρισε, κρυφά, συνωμοτικά σχεδόν… και με μια ιεροπρέπεια που με έκανε να ανατριχιάσω. Πρώτη φορά ένιωσα αυτό το ρίγος ακούγοντας το όνομα της γιαγιάς. Της γιαγιάς που είχε χαθεί πριν αρκετά χρόνια και που για μένα ήταν μια τρυφερή ανάμνηση παιδικών χρόνων αλλά για κείνον, κάθε τέτοια εποχή, κάθε μέρα τελικά, ήταν μια πληγή ανοιχτή που αιμορραγούσε… Αιμορραγούσε χρόνο και μοναξιά…

Και πρώτη φορά ο παππούς, σε μια απίστευτη κίνηση εξωστρέφειας και εκδήλωσης των συναισθημάτων του γύρισε και με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Ήταν δακρυσμένος. Κι είχε ένα παράξενο χαμόγελο που δεν μπόρεσα να ξεχάσω ποτέ. Το χαμόγελο της βαθιάς επίγνωσης του τέλους. Έτρεμε ολόκληρος και μπορεί να ήταν γερός σαν ταύρος ακόμα και στα 85 του, όμως εκείνη τη στιγμή ήθελε απλά ένα φύσημα για να καταρρεύσει.

Τι έκρυβε όμως μέσα στα συρτάρια αυτού του κομοδίνου;

Δω μέσα είναι…

Θυμάμαι πως έφυγα εκείνο το απόγευμα από το σπίτι του με πολύ περίεργα συναισθήματα. Συγκινημένος, συγκλονισμένος, σιωπηλός. Η εικόνα του περισσότερο με είχε ταράξει και με είχε χαράξει βαθιά. Μόνος, καθισμένος στο διπλό κρεβάτι να ακουμπάει με σιωπηλή λατρεία το κομοδίνο, χαμένος πια, απομακρυσμένος… δεν με κατάλαβε που έφυγα, ότι του είπα ‘χρόνια πολλά παππού’, ότι είχε έρθει κιόλας η θεία μου να τον δει γιατί τον τελευταίο καιρό η άνοια είχε επιδεινωθεί… ο παππούς ξεχνούσε τα ασήμαντα και θυμόταν μονάχα τα σημαντικά… αρνιόταν πια σαν μικρό παιδί να υπακούει στα της καθημερινότητας αλλά του άρεσε να παίρνει τον ηλεκτρικό για Κηφισιά και να γυρνάει πίσω απολαμβάνοντας την διαδρομή. Ώσπου, προς το τέλος, δεν μπορούσε να θυμηθεί πια το πώς να πάει και να έρθει από το σταθμό και αιχμαλωτίστηκε στην ‘ασφάλεια’ του σπιτιού του.

Χρόνια αφού είχε ταξιδέψει κι εκείνος σ'αυτη τη διάσταση του Αχανούς που κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι, ρώτησα τη θεία μου για το κομοδίνο. Η θεία με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε στο διαμέρισμά του που ήταν ακόμα όπως το θυμόμουν. Μονάχα πιο σκοτεινό, πιο αμείλικτα άδειο. Σκέφτηκα πως οι χώροι δεν γεμίζουν ποτέ από τα έπιπλα, μονάχα από τους ζωντανούς οργανισμούς.

Έβγαλε ένα κλειδάκι από τον κόρφο της – κάτι που πολύ αργότερα σκέφτηκα πόσο παράξενο ήταν – και ξεκλείδωσε το ντουλαπάκι του κομοδίνου. Από μέσα έβγαλε ήρεμα και προσεκτικά ένα παμπάλαιο κουτί. 

Φωτογραφίες, παλιά σημειώματα, τέτοια πράγματα, σκέφτηκα.

Το κουτί περιείχε μια ξεθωριασμένη κόκκινη κορδέλα, ένα χτενάκι, ένα καθρεφτάκι. Ακόμη ένα μικρότερο κουτάκι μάλλον κάτι σαν μπιζουτιέρα.

Και μια φωτογραφία της γιαγιάς που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.

Η θεία μου λύγισε από το συγκινησιακό φορτίο και κάθισε στο κρεβάτι που κοιμόταν ο πατέρας της για τόσα χρόνια. 

Δεν είχα άλλο να πω κι ετοιμάστηκα να φύγω. Η θεία με κράτησε από το χέρι σφιχτά. Μου έδωσε τη φωτογραφία της γιαγιάς. Κοίταξα το πρόσωπο καλά. Μια νέα, όμορφη, περήφανη γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα. Το βλέμμα της έδειχνε πως ήξερε καλά ποιους ορίζοντες ανίχνευε και το ήρεμο μειδίαμά της δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Ήταν όπως τη θυμόμουν κι εγώ. Αυστηρή και γλυκιά μαζί. Απρόβλεπτη αλλά και απέραντα γενναιόδωρη. Ο παππούς που ήταν ένας συμπαγής βράχος σε ολόκληρη τη ζωή του, μπροστά της έλιωνε και ήταν σχεδόν αθωράκιστος, ανυπεράσπιστος. Και δεν της είχε χαλάσει ποτέ χατίρι.

«Είναι μόλις είκοσι χρόνων εκεί», μου είπε η θεία κομπιάζοντας. «Διάβασε πίσω», είπε και γύρισα την παλιά φωτογραφία.

Εδώ μέσα Γιάννη είναι όλα. Κι εσύ κι εγώ. Να ακούς και να προσέχεις. Γιατί αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια. Σε φιλώ.

Τι περίεργα λόγια… για μια γυναίκα εκείνης της εποχής, για μια απλή γυναίκα…

Η θεία μου πήρε τη φωτογραφία και την έκλεισε ξανά στο κουτάκι και αυτό ξανά στο κομοδίνο.

Η ιεροτελεστία είχε τελειώσει. Ξαναγυρίσαμε στους συνηθισμένους εαυτούς μας.

Μετά από το ράπισμα της αλήθειας του βιώματος, απαιτείται η εξισορρόπηση από ένα ρηχό, ασήμαντο γεγονός. Μια ανάλαφρη κινηματογραφική ταινία, λίγη κουβεντούλα, μια ήρεμη βόλτα ίσως.

Όμως εγώ γύρισα σπίτι και άρχισα κάτι να γράφω…




Nocturne

Σάββατο, Οκτωβρίου 04, 2025

Το φθινόπωρο γεννά απελάτες...

  
Έτσι είναι το φθινόπωρο… έτσι συνέβαινε πάντα… και πάντα αυτό θα γίνεται…

Έτσι τοποθετεί, θέτει το φθινόπωρο τον άνθρωπο. Διαμορφώνει τη στάση του, εμπνέει το στοχασμό του… στην ουσία, γεννά όχι μονάχα το στοχασμό στον άνθρωπο αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο του στοχασμού…

Γιατί αυτό είναι το φθινόπωρο… ο στοχασμός μετά τον οργιώδη ερωτισμό του καλοκαιριού και πριν απ’τον θλιπτικό εγκλεισμό του χειμώνα… τα καλοκαίρια και οι χειμώνες δεν γεννούν ανθρώπους του στοχασμού… ίσως μονάχα η άνοιξη μα με άλλο πρόσημο και άλλη διάθεση.

Το φθινόπωρο γεννιούνται οι άνθρωποι που πρόκειται να γίνουν μύστες. 

Και το φθινόπωρο τελούνταν τα Μεγάλα της Ελευσίνος και Ιερά Μυστήρια. Της Δηούς και της Κόρης.

Ο άνθρωπος του φθινοπώρου είναι όρθιος, στητός και σιγηλός. Πίσω του το σκανδαλώδες, παιχνιδιάρικο, θορυβώδες καλοκαίρι. Εμπρός του το σπήλαιο. Το σπήλαιο και η ειρκτή. Εκεί όπου θα εισέλθει για να ακυρώσει προσωρινά τον εαυτό του ώσπου να επελάσει καλπάζουσα και θριαμβική η άνοιξη… Όμως τώρα είναι σιωπηλός, όρθιος και συνοφρυωμένος. Αυτός είναι ο άνθρωπος του μεταιχμίου, της μετάβασης, των συνόρων…

Γιατί το φθινόπωρο γεννά το εκλεκτότερο και σπανιότερο είδος πολεμιστών. Γεννά ακρίτες.

Γεννά απελάτες…

Κι αυτοί υπήρξαν στη διαχρονία της ιστορίας οι πιο μοναχικοί και οι πιο γενναίοι των ανθρώπων…


Τετάρτη, Οκτωβρίου 01, 2025

Ηδονή και Θέωση...

Ηλεκτρονικός Μυστικισμός και Ολικώς Ανιχνεύσιμες Βιο-Αποθήκες

God´s mirror
Maria Svarbova

Τ
ο βίωμα βαθαίνει με το στοχασμό και ο στοχασμός γιγαντώνεται με το βίωμα. Απλές αλήθειες. Στοιχίζονται σαν μικρές πέτρες, η μια πάνω στην άλλη σε παράξενα οικοδομήματα, μορφώματα και χωρο-κατασκευές. Απλές αλήθειες. Όχι βεβαιότητες, όχι πεισματικές και ενοχλητικές εμφέρειες. Αλήθειες.
Όπως αυτή που λέει πως αυτό που κάποτε ήταν ο οίκος, ένα άσυλο ιερότητας, μια ασφαλής καταφυγή από το υπερ-παράλογο του τυρβώδους κοσμικού γίγνεσθαι, σήμερα είναι μια Ολικώς Ανιχνεύσιμη Βιο-Αποθήκη. Κανείς δεν είναι πλέον ασφαλής γιατί έπαψε να υφίσταται οίκος.
Όπως έπαψε να υφίσταται και εαυτός. Όχι η αυτοπαθής αντωνυμία που όλοι μάθαμε στα σχολεία. Ο εαυτός ως υποστατική κατηγορία, δηλαδή ως πρόσωπο. Το πρόσωπο εκλείπει καθώς αντικαθίσταται από το προφίλ. Η παλαιά υποστατική κατηγορία εκπίπτει σε γνώρισμα και το γνώρισμα εκφυλίζεται σε ηλεκτρονικώς ανιχνεύσιμη οντο-ταυτότητα. 
Ο άνθρωπος πλέον εγγίζει τα όρια του μη-όντος και αυτό αποτελεί το μεγάλο θαύμα ενός συμπλέγματος κόσμων που διυπάρχουν και αλληλοπεριχωρούνται υπαρκτο-φαντασιακά. Μεταξύ αισθητού και μη-αισθητού, μεταξύ αναλογικού και ηλεκτρονικού, μεταξύ ονειρικού και ψηλαφητού.
Αλήθειες. Που βιώνονται, βαθαίνουν και αρνούνται πια να γίνουν αντικείμενο του στοχασμού. Είναι γίγαντες με πήλινα, ηλεκτρονικά πόδια. Είναι κυβερνο-ήρωες, κυβερνο-θεοί, εξαλλαγές και παραμορφώσεις κυκλωμάτων και πεδίων.
Απλές αλήθειες. Στοιβάζονται και αρμόζονται σαν ογκόλιθοι, η μια δίπλα απ’την άλλη, η μια πάνω απ’την άλλη και υψώνονται θαυμαστές πυραμίδες που πληγώνουν τα στερεώματα. 
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πλέον να λατρεύει κανέναν εξω-θεό, καμιά αόρατη οντότητα καθώς είναι απασχολημένος με το να πολλαπλασιάζει τον ανύπαρκτο εαυτό του. Τούτη η ηλεκτρονική μίτωση τον πλημμυρίζει ηδονή και η ηδονή είναι το πανάρχαιο ζητούμενο της ενσάρκωσης. Ο αρχαίος Θεός της ερήμου ένιωθε ηδονή όταν συνέτριβε τους εχθρούς του περιούσιου λαού του και οι πολεμιστές του ένιωθαν ηδονή όταν θυσίαζαν ολοκαυτώματα στο ιερό θυσιαστήριο για να ανέρχεται η τσίκνα ως τα άδυτα του ουράνιου θόλου. 
Τα πάντα υπηρετούν την ηδονή.
Η ηδονή ήταν πάντα το σκάνδαλο και μαζί το ιερό παλλάδιο της Δημιουργίας. Όποιος κατείχε το μυστικό της ηδονής ήταν άτρωτος, αναφής και ανώλεθρος.
Το μυστικό της αθανασίας αποκαλύπτεται. Ζούμε στις έσχατες ημέρες και η Αποκάλυψη εκδιπλώνεται σιγά σιγά. Με βιαιότητα και χάρη μαζί. Με αίμα και αλήθεια. Με λόγο και σιωπή. Με πόλεμο και σιγή. Με λοιμούς και λιμούς. Με αρνήσεις και θέσεις. Με ακρωτηριασμούς και ιάσεις.
Η Αποκάλυψη βαπτίζει ξανά τον αμήχανο άνθρωπο στα μυστικά της ύδατα. Και ο άνθρωπος αναγεννάται αν-εαυτικά και α-νοητικά. 
Το ύπατο μυστικό των Εσχάτων Ημερών που ηρνείτο να εκστομίσει ο Επιστάτης και Διδάσκαλος ήταν αυτό. Τώρα το γνωρίζουμε πλέον όλοι. Γιατί το ζούμε, το υπηρετούμε, το εργαζόμαστε. Είναι το βίωμά μας. Που βαθαίνει με το στοχασμό μας. Και ο στοχασμός γιγαντώνεται με το βίωμά μας.
Είναι η αλήθεια μας. 
Είναι το τραύμα μας.
Είναι το Βλέμμα που κάποτε μας υποσχέθηκε η Τάξις.
Είναι το αναστημένο σώμα που κάποτε μας έταξε η Ιεραρχία.
Είμαστε ανυπόστατοι, ασώματοι, αθάνατοι.
Είμαστε αναίσθητοι, αδιάστατοι, αόρατοι.
Είμαστε ο ένας που έγιναν αναρίθμητοι.
Στην πολλαπλότητά μας αιωνίζεται η ηδονή μας.
Στην ηδονή μας ανιχνεύουμε τους απειράριθμους εαυτούς μας.
Στους μυριάδες εαυτούς μας σκορπίζεται η ιερότητα της μνήμης.
Χωρίς κύτταρα μνήμης μπορούμε πια να αδράξουμε την Ολότητα.
Τώρα αντιλαμβανόμαστε εκείνο το ‘καθ’ομοίωσιν’ που κάποτε ήταν γρίφος και αίνιγμα και μύθος.
Γινόμαστε θεοί.
Το εαυτικό σύμπαν είναι απέραντο, ασύνορο, μοναχικό, σιωπηλό και αιώνιο.
Απειρόχωρο και απειρόβαθο… 
όσο και το κενό μας…
όσο και το τραύμα μας…


όσο και η άηχη κραυγή μας…